FYI.

This story is over 5 years old.

Μουσική

Tι Έμαθα ως Κιθαρίστας σε Ελληνάδικα της Επαρχίας

Όταν δεν ακούς σχεδόν καθόλου ελληνικά, έχει ένα έξτρα ενδιαφέρον.

Όταν ξεκινούσα πριν καμια δεκαετία να μαθαίνω κιθάρα στην επαρχιακή πόλη, από όπου κατάγομαι, είχα πλάσει στο μυαλό μου ήδη το rockstar-ιλίκι (συναυλίες, φήμη, χρήματα, γυναικείες κατακτήσεις). Κάπως έτσι ξεκίνησα λοιπόν. Πηγαίνοντας στο μάθημα και ζητώντας από τον δάσκαλό μου να μου μάθει τα τραγούδια των Nirvana, Βέβαια, αυτός σχεδόν πάντα με ξενέρωνε, διότι «πρέπει να μάθεις πρώτα τα βασικά», όπως συνήθιζε να λέει.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Λέγοντας «τα βασικά» εννοούσε τις νότες της Συννεφούλας, του κυρ-Αντώνη και πάει λέγοντας. Αν και ροκάς ο ίδιος (ΑC/DC-ίτης), έπρεπε να με μυήσει πρώτα στο πιο απλό πεντάγραμμο, αυτό των παραπάνω τραγουδιών. Σαν να μην έφθανε αυτό, είχα και τον πατέρα μου να κάνει παραγγελιές πριν από κάθε μάθημα. Μου είχε γράψει μάλιστα, στο πίσω μέρος ενός τεραδίου που είχα για να σημειώνω, όλα εκείνα τα κομμάτια που ήθελε να του παίξω μες στις επόμενες ημέρες - Γιάννης Πάριος στο φουλ.

Με αυτά και με εκείνα, αν εξαιρέσεις τις ώρες που κλεινόμουν στο δωμάτιό μου και έπαιζα ό,τι γούσταρα στην κιθάρα, όλη η υπόλοιπη «έγχορδη» ζωή μου ήταν γεμάτη παραγγελιές ελληνικών κομματιών - σε οικογενειακά τραπέζια, σε πάρτι, σε ξενύχτια, στο φοιτητικό μου σπίτι πιο μετά. Δεν διαφωνώ ότι αυτή ήταν και είναι η κουλτούρα του λαού μας, αλλά, προσωπικά, δεν ήθελα να μπω σε αυτό το μουσικό τριπάκι.

Κάπου στα 19 νομίζω, έτυχε να γνωρίσω και να κάνω παρέα με έναν νεαρό τραγουδιστή, συντοπίτη μου, στις καλοκαιρινές διακοπές. Λίγο καιρό αργότερα, μου πρότεινε να συνεργαστούμε για μερικά live, μιας και θα παραθέριζα για κανα τρίμηνο στον τόπο μου. Να μην τα πολυλογώ, κάναμε 1-2 πρόβες και, ξαφνικά, να 'μαι σε μια κωμόπολη του νομού, σε ένα live-άδικο, με πουκάμισο (από τις πρώτες φορές που φορούσα) να κουρδίζω την κιθάρα μου και να ετοιμάζομαι να χαρίσω «μία όμορφη βραδιά», όπως έλεγε και ο τραγουδιστής-παρτενέρ μου, στους θαμώνες του κέντρου διασκέδασης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η αλήθεια είναι ότι η πρώτη ώρα εκείνου του live πέρασε πολύ δύσκολα, με Μακρόπουλο, Σφακιανάκη, Καρρά κ.τ.λ. Ωστόσο, το συνήθισα και σε συνδυασμό με την κατανάλωση αλκοόλ, από τους θαμώνες, που αυξανόταν γεωμετρικά, είχα λιγότερο άγχος, καθώς ακόμα κι αν έκανα κανα λαθάκι ελάχιστοι -και αν- θα το καταλάβαιναν. Για αυτό και προς το κλείσιμο του προγράμματος, ο τραγουδιστής μού πάσαρε το μικρόφωνο για να πω ένα κομμάτι, των Πυξ Λαξ αν θυμάμαι καλά.

Εκείνη η πρώτη μου μουσική παράσταση τελείωσε γύρω στις 5.00 π.μ. και με βρήκε με 150 euros στην τσέπη, να πίνω ποτά τζαπέ στην μπάρα του μαγαζιού.

Αυτή η «γλύκα» της τριψήφιας αμοιβής, για μόλις 4-5 ώρες εργασίας, ήταν ο βασικότερος, ίσως, λόγος που είπα το «ναι» σε όλες τις άλλες δουλειές που κλείσαμε μαζί με τον φίλο τραγουδιστή όχι μόνο εκείνο το καλοκαίρι, αλλά κάθε φορά που ξέκλεβα χρόνο από τη σχολή μου στην Αθήνα και κανόνιζα να επισκεφθώ τα μέρη μου. Ωστόσο, εκείνο το καλοκαίρι ήταν η πιο «μαζεμένη», χρονικά, εμπειρία που είχα ως κιθαρίστας σε ελληνάδικα.

Τα πράγματα είναι απλά. Δούλευα νύχτα, το οποίο, πέρα από τα αρκετά -και «μαύρα» πολλές φορές χρήματα- σήμαινε γνωριμίες, γνωριμίες και γνωριμίες. Αναφέρομαι τρεις φορές σε αυτές, διότι τη νύχτα γνωρίζεις 1) τους καλούς, 2) τους κακούς και 3) τις γυναίκες.

Η πρώτη κατηγορία είναι κάποιοι θαμώνες, οι οποίοι έχουν έρθει για να διασκεδάσουν και μετά το τριτο-τέταρτο ποτό νομίζεις ότι σε αγαπάνε. Σε κερνάνε, σου λένε πόσο καλός είσαι και σου χαμογελούν συνέχεια. Είναι τα «καλά παιδιά». Η δεύτερη κατηγορία έχει να κάνει με τους ανθρώπους που δουλεύουν μαζί σου - πορτιέρηδες, μπάρμεν, μαγαζάτορες. Δεν είναι απαραίτητα κακοί άνθρωποι, δεν λέω αυτό. Απλώς, όσο και να σου φαίνονται γαμάτοι τύποι, μην κάνεις το λάθος να κάνεις παρέα μαζί τους. Η δουλειά είναι δουλειά, ξεκάθαρα, ειδικά τη νύχτα. Ένα γεια αρκεί. Τέλος, για τις γυναίκες δεν χρειάζεται να πω πολλά. Είναι μία δουλειά που έχει τα τυχερά της - και τα άτυχά της, αναλόγως πού θα πέσεις. Φρόντιζε να μην πίνεις πολύ. Κυκλοφορούν πολλά «αρπακτικά» θηλυκά εκεί έξω.

Από 'κει και πέρα, αποκτάς φήμη σ' αρέσει/δεν σ' αρέσει. Είσαι ο τύπος που κάνει live και το όνομά σου ή η φάτσα σου παίζει σε αφίσες ή σε event στο facebook. Αυτό σου δίνει μία αίγλη, αλλά όταν ονειρεύεσαι μεγάλα stages, σκισμένα παντελόνια και κοινό που χτυπιέται ενώ παίζεις κιθάρα, μάλλον δεν θες να συνδεθεί το όνομά σου τόσο πολύ με την έθνικ λαϊκή σκηνή. Λέτε για αυτό να μην έκανα ποτέ ροκ καριέρα;

Μέσα σε όλα τα άλλα, παίζοντας κιθάρα στα μέρη από όπου κατάγομαι, μου έδωσε ένα έξτρα αβαντάζ, κυρίως κουτσομπολίστικου περιεχομένου. Εννοώ ότι έβλεπα γνωστούς να παρεκτρέπονται από το μεθύσι, οικογενειακούς φίλους να «σκάνε» με το παράνομο αίσθημά τους και ανθρώπους να ξοδεύουν εκατοντάδες ευρώ, ενώ την ημέρα παραπονιόντουσαν για τη δεινή οικονομική τους κατάσταση. Για όλα αυτά βέβαια, καλό είναι να μη λες πολλά παραέξω. Άλλωστε, ό,τι γίνεται τη νύχτα, μένει στη νύχτα.

Όσο για το αν είναι το νυχτοκάματο είναι μεγάλο σχολείο, όπως ακούγεται συχνά, ναι είναι. Πάντως, σε αυτά τα ένα-δυο χρόνια που έκανα «καριέρα» ούτε «Δημοτικό» δεν πρόλαβα να βγάλω. Έμαθα όμως αρκετά. Αν θα το έκανα ξανά; Ίσως. Αλλά μόνο εάν είχαμε λίγα παραπάνω κοινά σημεία με το ρεπερτόριο - πιο έντεχνο ξέρω 'γω.

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.