FYI.

This story is over 5 years old.

Μια Αληθινή Ιστορία

«Η Ζωή μου ως Έλληνας Παράνομος Μετανάστης στην Αμερική»

Ο Nick Dimoulakis μπήκε στις ΗΠΑ το 1969 ως παράνομος μετανάστης και η ζωή του άλλαξε. Αυτή είναι η ιστορία του.

«Συγνώμη για τα ελληνικά μου. Τα μπερδεύω. Το πρώτο που έχω να πω, είναι πως η Αμερική είναι η καλύτερη χώρα στον κόσμο, αρκεί να την αγαπήσεις. Η Αμερική είναι σκατοχώρα, αν είσαι τεμπέλης. Εγώ βρέθηκα στο Ντάλας στα 17 μου.

Γεννήθηκα το 1952 στο χωριό της Αγίας Άννας στη βόρεια Εύβοια. Ήμασταν πέντε αδέρφια, τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Ο πατέρας μου ήταν γεωργός. Ήμασταν πολύ φτωχή οικογένεια. Κρέας τρώγαμε μια φορά τον μήνα. Ένα κοτόπουλο για εννιά άτομα, για εμάς και τους παππούδες μας. Ο πατέρας του πατέρα μου είχε φύγει για την Αμερική, όταν ο εκείνος ήταν δύο ετών. Δεν έστειλε ποτέ λεφτά. Επικοινώνησε μια φορά και το 1962 μας ήρθε γράμμα πως πέθανε. Δεν μας άφησε τίποτα, ούτε ξέραμε αν είχε κάτι να αφήσει. Χρόνια μετά, ο μεγάλος μου αδερφός πήγε και βρήκε τον τάφο του στο Σακραμέντο της Καλιφόρνια. Θυμάμαι πως εξαιτίας του παππού η Αμερική ήταν πάντα στις συζητήσεις της οικογένειας μου σαν κάτι καλύτερο, ακόμη και αν λεφτά από εκεί δεν είδαμε.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Στο σχολείο δεν ήμουν καλός μαθητής. Ούτε μου άρεσε. Βοηθούσα στα χωράφια, αλλά ο πατέρας μου ήθελε να σπουδάσω. Με έγραψε στο Γυμνάσιο. Πήγα δυο χρονιές σε μια τάξη και τότε κατάλαβε πως δεν είχα μέλλον. Με έβαλε στο κουρείο. Πλήρωνε, για να μάθω να γίνω κουρέας. Έδωσε ένα χιλιάρικο, για να μαζεύω τρίχες από το πάτωμα και να τρώω σφαλιάρες. Όμως ο πατέρας μου δεν ήθελε να γυρνάμε στον δρόμο. Ήθελε να γίνουμε κάτι. Στα περιγράφω δύσκολα, αλλά ήταν ωραία χρόνια. Βέβαια, δεν ξέραμε και καλύτερα.

Ο μεγάλος μου αδερφός, μετά τον Στρατό, έφυγε στα καράβια και μετά από δέκα χρόνια ναυτικός, πήγε στην Αμερική. Ταλαιπωρήθηκε στην Αμερική. Κοιμόταν στα παγκάκια και του στέλναμε λεφτά μέσα στα γράμματα. Ήταν, όμως, στην Αμερική. Από τότε, ξεκίνησα να πιέζω τον πατέρα μου να φύγω και εγώ και ας ήξερα πως θα ήταν δύσκολα. Ήθελα να βρω δουλειά να τους βοηθήσω. Να βοηθήσω και εμένα να ζήσω καλύτερη ζωή από εκείνους.

Έβγαλα ναυτικό φυλλάδιο στα 16 μου. Πήγα να μπαρκάρω, αλλά δεν με πήραν, επειδή ήμουν μικρός. Έξι μήνες μετά, πήγα ξανά. Με έκοψαν και πάλι. Έπρεπε να κάνω εγχείρηση για κύστη κόκκυγος. Τελικά, μετά το χειρουργείο με πήραν παραμάγειρα σε ένα τάνκερ. Φύγαμε από Ρώμη με προορισμό τη Νέα Υόρκη. Η ζωή στο πλοίο ήταν φρικτή. Ζαλιζόμουν, η κουζίνα ήταν γεμάτη κατσαρίδες. Ενάμιση μήνα μετά, πιάσαμε λιμάνι. Με το πάσο στο χέρι, χωρίς χαρτιά και χωρίς διαβατήριο, λέγοντας μόνο «yes» και «no», έφυγα και δεν γύρισα ξανά. Ζήτησα από ένα ταξί να με πάει στο αεροδρόμιο και πέταξα κατευθείαν για Ντάλας, εκεί που ήταν ο αδερφός μου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Έπεσα στην αγκαλιά του, όταν τον είδα και το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να φάμε πίτσα. Ούτε και ήξερα τι είναι η πίτσα»

Έπεσα στην αγκαλιά του, όταν τον είδα και το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να φάμε πίτσα. Ούτε και ήξερα τι είναι η πίτσα. Η Αμερική δεν μου άρεσε στην αρχή. Δεν μου άρεσε η ζωή, δεν ήξερα και τη γλώσσα, ήταν δύσκολα. Πιο όμορφα ήταν στο χωριό μου και ας ήμασταν φτωχοί. Εγώ μεγάλωσα σε ένα μέρος που όλοι γνωρίζονταν.

Ήμουν, όμως, με τον αδερφό μου και οι γονείς μου ήταν χαρούμενοι γι’ αυτό. Ο Κώστας ήταν μαραγκός - εννιά χρόνια μεγαλύτερός μου. Πήγα να δουλέψω μαζί του, αλλά δεν ήμουν καλός. Χτύπαγα τα δάχτυλά μου, έκανα λάθη. Μου λέει τότε ο Κώστας: «Θες να πας να πλύνεις πιάτα;». Πήγα σε έναν Έλληνα που είχε το «Record Grill», ένα fast food στην Ελμ Στριτ, στο κέντρο του Ντάλας και έτσι ξεκίνησα.

Κανείς δεν μου ζήτησε ποτέ χαρτιά. ΑΦΜ έβγαλα πανεύκολα. Με ψευτοπάντρεψαν, όμως, πρώτα, για να πάρω την υπηκοότητα. Ήταν πολύ συνηθισμένο τότε να παντρεύονται οι φτωχές αμερικανίδες παράνομους μετανάστες, για να πάρουν την ιθαγένεια. Είδα την κοπέλα που παντρεύτηκα μια φορά μόνο, στο Αλλοδαπών. Την πλήρωσα 1.000 δολάρια και δεν την είδα ξανά. Ήταν μια φτωχή κοπέλα που ανέβαλε τον κανονικό της γάμο, για να πάρει εμένα και τα λεφτά. Τρεις μήνες μετά, ήμασταν χωρισμένοι.

Στο «Record Grill» μου άρεσε η δουλειά. Την έμαθα γρήγορα και σιγά-σιγά ξεκίνησα να μιλάω και τη γλώσσα. Στην αρχή, έβγαζα 72 δολάρια την εβδομάδα. Έκανα, φυσικά, δύο δουλειές. Έφευγα από το «Record Grill» και πήγαινα σε άλλο μαγαζί, ενός Έλληνα από τη Σπάρτη, για να πλύνω πιάτα πάλι. Εκεί γνώρισα την Τζούλι, τη γυναίκα μου. Όταν έμαθα πως η Τζούλι ήταν η κόρη του αφεντικού, δεν την κοίταξα ξανά - φοβήθηκα μην χάσω τη δουλειά μου. Εκείνη ήταν 13 ετών και εγώ 18. Δεν μπορούσα να τη βγάλω, όμως, από το μυαλό μου. Τελικά, πήρα θάρρος και της ζήτησα να βγούμε. Μου αρνήθηκε. Ζήτησα από τη νονά της να μας αφήσει να βγούμε. Ούτε εκείνη μας άφησε. Πρώτη φορά ραντεβού βγήκαμε όλοι μαζί - η Τζούλι, εγώ και η οικογένειά της. Την περίμενα τρία χρόνια, μέχρι να την αφήσουν να βγούμε μόνοι μας ραντεβού. Ο πατέρας της με ήθελε, όχι όμως η μάνα της, επειδή ο αδερφός μου είχε πάρει διαζύγιο. Τελικά, παντρευτήκαμε το 1975.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Στο μεταξύ, είχα αγοράσει το «Record Grill», το 1974. Με πέντε χρόνια δουλειάς στην Αμερική, αγόρασα μαγαζί. Έδωσα 5.000 δολάρια μπροστά και μέσα σε δύο χρόνια το ξεχρέωσα ολόκληρο. Ήμουν 24 ετών και είχα το δικό μου μαγαζί.

Στην Ελλάδα, για χρόνια δεν μπορούσα να έρθω - ήταν ο Στρατός στη μέση. Ήρθα στις 4 Ιουλίου του 1976, ημέρα της αμερικάνικης ανεξαρτησίας. Η ιστορία μου έγινε πρωτοσέλιδο σε εφημερίδα του Ντάλας

Την ίδια χρονιά αγόρασα και δικό μου σπίτι. Άξιζε τότε 30.000 δολάρια. Ήταν μόλις τρία δωμάτια. Τώρα, έχει δεύτερο πάτωμα, πισίνα και αξίζει ένα εκατομμύριο δολάρια. Ο γιός μου λέει να το πουλήσω και να πάμε σε μικρότερο με την Τζούλι, επειδή οι φόροι είναι μεγάλοι. Μπορώ, όμως, να πουλήσω το σπίτι μου;

Όλα αυτά έγιναν με σκληρή δουλειά. Ο πατέρας μου συνέχεια μας επαναλάμβανε να κάνουμε οικονομία. Είχε πεινάσει εκείνος και δεν σταμάτησε να φοβάται το ίδιο και για εμάς - και όσο και αν του λείπαμε, έλεγε «Να ριζώσετε στην Αμερική». Ακολούθησα και τις δύο συμβουλές του. Ούτε τα χρήματα μου σπατάλησα και στην Αμερική παντρεύτηκα, έκανα παιδιά και καμαρώνω εγγόνια - και όταν έρθει η ώρα μου, εδώ θέλω να με θάψουν, ακόμη και αν τύχει να πεθάνω στην Ελλάδα.

Στην Ελλάδα, πάντως, για χρόνια δεν μπορούσα να έρθω - ήταν ο Στρατός στη μέση. Ήρθα στις 4 Ιουλίου του 1976, ημέρα της αμερικάνικης ανεξαρτησίας. Η ιστορία μου έγινε πρωτοσέλιδο σε εφημερίδα του Ντάλας: «Έλληνα μετανάστης μετά από επτά χρόνια επιστρέφει στη χώρα του την ημέρα της αμερικάνικης ανεξαρτησίας». Εξαγόρασα τον χρόνο μου στον Στρατό και λίγους μήνες μετά πήγα στην Αγία Άννα. Ήταν πολύ συγκινητικές οι στιγμές στην Ελλάδα. Στο αεροδρόμιο ήταν οι γονείς μου, που πρώτη φορά έβλεπαν την Τζούλι. Έφυγα με Χούντα και γύρισα με δημοκρατία. Η χώρα είχε αλλάξει. Είδα τους φίλους μου να ζουν καλύτερα, όμως, εμένα πλέον η ζωή μου ήταν στην Αμερική.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Από τότε, τα καλοκαίρια ερχόμασταν στην Ελλάδα. Έφτιαξα σπίτι εδώ. Ήταν το όνειρο μου αυτό - να έχω σπίτι δικό μου στην Αμερική και στην Αγία Άννα. Στην Ελλάδα είμαι «ο Αμερικάνος» και στην Αμερική είμαι «ο Νικ ο Έλληνας». Είμαι ένας άνθρωπος με δύο πατρίδες. Στην Ελλάδα βγάζω τη βάρκα μου και ψαρεύω. Δεν μπορώ να μείνω, όμως, εδώ.

Αργότερα, έκανα και άλλα μαγαζιά. Το 1990 ανέλαβα το εστιατόριο μέσα στο δικαστικό μέγαρο George L. Allen, Sr. Courts Βuilding. Ήταν ρίσκο, επειδή ήταν μεγάλο μαγαζί με 200 καθίσματα. Φοβόμουν πως μπορεί και να μην τα καταφέρω. Ξέρεις, στην Αμερική τα συμβόλαια είναι σκληρά. Όλα, όμως, πήγαν καλά και έγινα ο «Nick from downstair». Δικαστές, νομικοί, επιθεωρητές του FBI, δεν έτρωγαν απλά στο μαγαζί μου, έγιναν φίλοι μου. Έχουν έρθει σπίτι μου και έχω πάει στο δικό τους, ήταν καλεσμένοι μας στο γάμο των παιδιών μου, βγαίναμε έξω, έχουν έρθει στην Ελλάδα.

Με την Τζούλι κάναμε τέσσερα παιδιά. Δεν μιλάνε καλά τα ελληνικά. Μπορεί να έκανα και λάθος που δεν μιλάγαμε πιο πολλά ελληνικά στο σπίτι. Τα έπαιρνα από μικρά στα μαγαζιά μου, όμως κανένα δεν θέλησε να αναλάβει τις δουλειές μου. Πήρα σύνταξη και την τελευταία μου μέρα στη δουλειά η Τζούλι και τα παιδιά μου έκαναν μεγάλη έκπληξη. Ήταν όλοι εκεί να με αποχαιρετίσουν. Ήταν μια πολύ συγκινητική ημέρα.

Αν είχα μείνει στην Ελλάδα, δεν ξέρω τι θα είχα γίνει. Αν είχα επιτύχει. Δεν μπορώ να σας το πω αυτό. Ξέρω να σας πω ότι η Αμερική είναι μια σπουδαία χώρα, που επιτρέπει στον καθένα να γίνει αυτό που μπορεί να γίνει.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Για τα καλύτερα θέματα του VICE Greece, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο Newsletter μας.

Περισσότερα από το VICE

Οι Άνθρωποι που Μαζεύουν Μηχανάκια (και Νιπτήρες) από τον Βυθό των Ελληνικών Θαλασσών

Ο Μάκης Παπαδημητρίου Θέλει να Πει ένα Σεξιστικό Ανέκδοτο

Κύριε Νικολαΐδη, πώς Είναι να Σώζεις Χιλιάδες Μωρά Κάθε Μέρα;

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.