Το πρωί πήγα στο κέντρο υγείας. Στη σειρά αναμονής είχα τον αριθμό 42 και μέσα βρισκόταν το τέσσερα. Δεν ήξερα πού θα έφτανε η κατάσταση οπότε, δεδομένου ότι είχα χρόνο, πήγα στο πανεπιστήμιο που βρισκόταν σχετικά κοντά, για να εκτυπώσω την κάρτα υγείας σε περίπτωση που χρειαζόταν. Επέστρεψα στο κέντρο υγείας και περίμενα. Η ώρα περνούσε και ένιωθα χειρότερα, ενώ το ενδεχόμενο να με εξέταζε και πάλι νοσοκόμα με άγχωνε. Έγινα λίγο πιο αποφασιστική, πήγα στα γραφεία και ζήτησα να δω κάποιον γιατρό. Τους εξήγησα την κατάσταση και μου είπαν ότι δεν υπήρχε γιατρός εκείνη τη στιγμή, παρά μόνο εάν έκλεινα ραντεβού. Έκλεισα ένα λοιπόν για το επόμενο πρωί. Μου έδωσαν επιπλέον παυσίπονα, ενώ με προέτρεψαν, στην περίπτωση που δεν αντέχω τον πόνο, να πάω στο νοσοκομείο. Ο πόνος όντως δυνάμωνε και τα παυσίπονα είχαν αρχίσει να μην με πιάνουν. Έφυγα και πήγα για δεύτερη φορά στο νοσοκομείο - το οποίο, σημειωτέον, βρισκόταν σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων από το κέντρο υγείας, μια απόσταση που στην αρχή τουλάχιστον της ασθένειας, διένυα με ποδήλατο.Με ενημέρωσαν ότι για να εξεταστώ, όφειλα να καταβάλω το ποσό των 120 ευρώ και μου είπαν να αντέξω τον πόνο.
Φτάνω στο νοσοκομείο και πάω ξανά στη νοσοκόμα του γκισέ για να της πω τι συμβαίνει. Της εξηγώ δηλαδή ότι έχω ραντεβού το επόμενο πρωί στο κέντρο υγείας, αλλά η κατάσταση έχει σχετικά επιβαρυνθεί για να περιμένω. Η απάντηση; «Να πάτε στο αυριανό ραντεβού σας στο κέντρο υγείας». Της ζητάω το αυτονόητο, να με εξετάσει ένας γιατρός. Μου απαντάει, «Δεν υπάρχουν γιατροί στο νοσοκομείο». Άρχισα να χάνω την ψυχραιμία μου. «Δεν γίνεται στο μοναδικό νοσοκομείο της πόλης να μην υπάρχουν γιατροί», λέω και παίρνω πάλι την ίδια απάντηση: «Πηγαίνετε το πρωί στο ραντεβού σας στο κέντρο υγείας».Μου απάντησε με προκλητικό ύφος ότι τρεις ώρες δεν είναι τίποτα: ο συνηθισμένος χρόνος αναμονής κυμαινόταν από πέντε έως οκτώ.
Πέρασαν τρεις ώρες και ακόμη περίμενα. Ρώτησα τη νοσοκόμα στο γκισέ τι συνέβαινε και πόσο ακόμη θα πρέπει να περιμένει κανείς στα επείγοντα για να εξετασθεί. Μου απάντησε με προκλητικό ύφος ότι τρεις ώρες δεν είναι τίποτα: ο συνηθισμένος χρόνος αναμονής κυμαινόταν από πέντε έως οκτώ. Ήμουν εξαντλημένη, δε μπορούσα να αντέξω περαιτέρω αναμονή, είχα ανάγκη να ξαπλώσω. Ζήτησα να ακυρώσουν το ραντεβού μου και πήγα σπίτι.
Από εκεί, προσπάθησα να επικοινωνήσω με το κέντρο υγείας του πανεπιστημίου. Κανείς δε σήκωνε τα τηλέφωνα και από την ιστοσελίδα του παρέπεμπαν σε μια διαδικτυακή πλατφόρμα για επείγοντα, στην οποία συμπλήρωνες τα στοιχεία μαζί με το πρόβλημα σου και υποτίθεται θα σε καλούσαν. Ποτέ δεν έλαβα κλίση. Από την Αθήνα η οικογένειά μου καλούσε συνεχώς το πανεπιστήμιο και το νοσοκομείο. Η ανταπόκριση του γραφείου δημοσίων σχέσεων περιορίστηκε σε ένα συμπονετικό mail.Διαβάστε: «Άνθρωποι που θα Μπορούσαν να Σωθούν, Πεθαίνουν στα Ελληνικά Νοσοκομεία»
Το πρωί η κατάστασή μου άρχισε να γίνεται επικίνδυνη. Με τον πυρετό να φτάνει το 39,3, τη μισή πλευρά του κεφαλιού να έχει μουδιάσει από τον πόνο, το στομάχι μου να έχει πρηστεί, αφού δεν μπορούσα να μασήσω και ταυτόχρονα δεν είχα σταματήσει τα παυσίπονα, ο μόνος τρόπος να πάω στο νοσοκομείο ήταν με ασθενοφόρο. Όταν όμως πήρα τηλέφωνο στο νοσοκομείο για να στείλουν ασθενοφόρο και άκουσαν τα συμπτώματα, μου είπαν ότι δεν υπήρχε και ότι έπρεπε να πάω με τα πόδια. Το νοσοκομείο απείχε ευτυχώς μόλις 200 μέτρα από το σπίτι που έμενα. Έφτασα στα επείγοντα σε κωματώδη κατάσταση, για να περιμένω πάλι. Μετά από λίγη ώρα, ρωτάω μία νοσοκόμα πόσο ακόμη πρέπει να περιμένω στην κατάστασή μου, μου απαντάει, «και άλλο». Τη ρωτάω, «Και αν χειροτερέψω;», «Αν χειροτερέψεις να μας ειδοποιήσεις», απαντάει. Της λέω, «Ωραία, αν χάσω και πάλι τις αισθήσεις μου, θα σας ενημερώσω», «Ωραία», μου απαντάει.- Αν χειροτερέψω;
- Αν χειροτερέψεις, να μας ειδοποιήσεις.
- Ωραία, αν χάσω και πάλι τις αισθήσεις μου θα σας ενημερώσω.
- Ωραία.
Εν τέλει, θα με εξέταζε διεξοδικά νοσοκόμα και μετά γιατρός. Μόλις αρχίζει να με εξετάζει και να παίρνει υγρό από το στόμα, τον λαιμό και το αυτί και λίγο αίμα για να γίνει η καλλιέργεια του βακτηρίου, αρχίζει να ανησυχεί. Μου λέει ότι οι θεραπείες που ακολουθούσα τόσο καιρό ήταν λάθος και ότι ήταν αναγκαίο να με εξετάσει και ο γιατρός. Μετά τη νοσοκόμα, με ανέλαβε ένας γιατρός, παθολόγος μάλιστα. Μετά την εξέταση, η οποία κράτησε ανησυχητικά πολύ, μου λέει ότι δεν έχει δει ξανά κάτι τέτοιο. «Έχεις ένα ανθεκτικό βακτήριο που δεν ανταποκρίνεται σε καμιά από τις προηγούμενες θεραπείες και το οποίο δεν ξέρω τι ακριβώς είναι. Έχει μολύνει τον λαιμό και το εξωτερικό κόκαλο του αυτιού, είναι σοβαρό». Έπρεπε να κάνω εξετάσεις αίματος και να αρχίσω μια γενική ενέσιμη αντιβακτηριακή θεραπεία εκείνη τη στιγμή. Ακόμη, έπρεπε να με δει γιατρός που ειδικεύεται στα αυτιά, το συντομότερο δυνατόν. Εκτός των άλλων, με προέτρεψε να μείνω στο νοσοκομείο μέχρι το πρωί, όπου θα είχα ραντεβού στις 7:30 με τον ωτορινολαρυγγολόγο. Δεν ήθελα να μείνω και πήγα σπίτι, είχα ήδη αρχίσει την παυσίπονη ενέσιμη θεραπεία όποτε, τουλάχιστον για την ώρα, ο πόνος υποχώρησε.«Έχεις ένα ανθεκτικό βακτήριο που δεν ανταποκρίνεται σε καμιά από τις προηγούμενες θεραπείες και το οποίο δεν ξέρω τι ακριβώς είναι».
Στις 7:30 το επόμενο πρωί, βρισκόμουν ήδη στο νοσοκομείο για το ραντεβού με τον γιατρό που ειδικευόταν σε περιπτώσεις σαν τη δική μου. Όταν ήρθε η σειρά μου, η νοσοκόμα με πήγε έξω από το ιατρείο του, που βρισκόταν στον πάνω όροφο.Μου είπε να περιμένω τον γιατρό ο οποίος θα με φώναζε σε λίγο με το όνομά μου. Περίμενα αρκετή ώρα, αλλά κανείς δεν ερχόταν. Κάποια στιγμή περνάει μια νοσοκόμα και ρωτάει τι κάνω εκεί. Της εξηγώ ότι έχω ραντεβού με τον γιατρό και μου λέει, «Δεν υπάρχει γιατρός στον όροφο, είναι σε διακοπές». Με κατεβάζει πάλι κάτω και με βάζουν πάλι στην αναμονή, για να με εξετάσει χειρουργός πλέον, καθώς δεν υπήρχε ΩΡΛ στο νοσοκομείο. Εκείνος, μην μπορώντας να σχηματίσει άποψη, πήρε τηλέφωνο στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Όουλου όπου είχαν αρμόδιο γιατρό, για μια δεύτερη γνώμη. Μετά από λίγη ώρα με καλεί στο γραφείο του. Μου λέει ότι είναι σοβαρό, ότι εξαπλώνεται δημιουργώντας κίνδυνο σηψαιμίας, ότι μπορεί να χρειαστώ εγχείριση και ότι πρέπει να μεταφερθώ επειγόντως στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Όουλου για εξετάσεις και ενδεχομένως νοσηλεία.«Δεν υπάρχει γιατρός στον όροφο, είναι σε διακοπές».
Με ταξί μετακινούμε από το νοσοκομείο στο Όουλου, περίπου τρεισήμιση ώρες απόσταση από το Ροβανιέμι. Φτάνω στην αίθουσα αναμονής και, αφού παίρνουν τα στοιχεία μου, περιμένω ότι στα επόμενα λεπτά θα με μπω για εξέταση. Περνάει μια ώρα, τίποτα. Ρωτάω την υπεύθυνη τι συμβαίνει και μου λέει ότι είμαι η επόμενη. Μετά από άλλα σαράντα λεπτά αναμονής και χωρίς κανέναν ασθενή να περιμένει στην αίθουσα, καταλαβαίνω ότι μάλλον δεν είμαι η επόμενη. Η τόση αδιαφορία με φοβίζει. Προσποιούμαι ότι λιποθυμώ - ήταν ο μόνος τρόπος να με πάρουν από αυτήν την αίθουσα. Με βάζουν σε ένα κρεβάτι και με αφήνουν στον διάδρομο να περιμένω. Πάλι όμως δεν ερχόταν κανείς.Άρχισα να ουρλιάζω «βοήθεια» και να χτυπώ τον τοίχο δίπλα μου. Για πρώτη φορά ένιωσα ότι αν δεν έκανα κάτι, θα με άφηναν να πεθάνω.
Από εκείνο το σημείο και έπειτα, τα πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται. Ακολούθησα μια θεραπεία ενός συνδυασμού ενέσιμων αντιβιοτικών, μέχρι να βρεθεί από την καλλιέργεια ότι το βακτήριο ήταν η ψευδομονάδα, οπότε και προσαρμόστηκε η θεραπεία μου. Το μόνο ατυχές συμβάν στη διάρκεια της νοσηλείας μου, ήταν το γεγονός ότι το προσωπικό δυσκολευόταν να τοποθετήσει την πεταλούδα, με τη δικαιολογία ότι είχα λεπτές φλέβες που έσπαγαν. Με τρυπούσαν συνέχεια και μου άλλαζαν τουλάχιστον δύο φορές την ημέρα τη θέση της, με αποτέλεσμα τα χέρια μου να έχουν μελανιάσει. Ένα βράδυ, σταμάτησε να περνάει το φάρμακο από τον ορό και κάλεσα μια νοσοκόμα. Μου είπε ότι έπρεπε να αλλάξει τη θέση της πεταλούδας. Τα χέρια μου ήταν παντού τρυπημένα, οπότε μου έβαλε ένα ζεστό μαξιλάρι και ξεκίνησε να χτυπά ελαφρά την επιφάνεια του χεριού μου, για να βγουν στην επιφάνεια οι φλέβες. Μόλις με τρύπησε βόγκηξα, η πεταλούδα εξακολουθούσε να μην λειτουργεί και επανέλαβε την ίδια διαδικασία άλλες δύο φορές. Στην τελευταία αποτυχημένη προσπάθεια, ούρλιαξα από τον πόνο. Οι φωνές μου ακούγονταν στους διαδρόμους. Παράτησε τη βελόνα και έφυγε. Ήρθε μια άλλη νοσοκόμα, μεγαλύτερης ηλικίας για να προσπαθήσει, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τότε ήρθε ένα νέο παλικάρι, κοίταξε τα χέρια μου και έψαχνε για τουλάχιστον τέσσερα λεπτά, μέχρι να σιγουρευτεί. Πονούσα και φοβόμουν, τον παρακαλούσα να τα καταφέρει, ενώ έκλαιγα. Γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη πλευρά και έκλεισα τα μάτια. Περίμενα. Όταν με τρύπησε, παρόλο που ο πόνος ήταν εξίσου δυνατός με τους προηγούμενους, δεν έβγαλα άχνα. Νομίζω είχα εξαντλήσει τον εαυτό μου, πονούσα, αλλά δεν μπορούσα να αντιδράσω. Ο ίδιος πάλι μάλλον νόμιζε ότι δε με πόνεσε, εξ ου και η σιωπή. Χαμογέλασε και έφυγε.Στην τελευταία αποτυχημένη προσπάθεια, ούρλιαξα από τον πόνο. Οι φωνές μου ακούγονταν στους διαδρόμους. Παράτησε τη βελόνα και έφυγε.