«Μπορεί να μην Πεθάναμε στη Χώρα μας, Αλλά θα Πεθάνουμε εδώ αν Συνεχίσουμε να Ζούμε Έτσι»
Φωτογραφία: Γιώργος Μουτάφης για τη Διεθνή Αμνηστία

FYI.

This story is over 5 years old.

News

«Μπορεί να μην Πεθάναμε στη Χώρα μας, Αλλά θα Πεθάνουμε εδώ αν Συνεχίσουμε να Ζούμε Έτσι»

Το VICΕ Greece παρουσιάζει πρώτο την έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας, «Εχουμε Χάσει Κάθε Ελπίδα», όπου καταγράφονται οι συγκλονιστικές ιστορίες εγκλωβισμένων προσφύγων.

Τον Μάρτιο του 2016, τα σύνορα της Ελλάδας με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) σφραγίστηκαν, κλείνοντας πρακτικά τον δρόμο προς τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Έτσι αντί να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τη Δύση, πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να αιτηθούν προστασίας στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα ήταν μια ανθρωπιστική κρίση, η οποία συνεχίζεται αδιάκοπα έως σήμερα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το Newsletter του VICE Greece

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, περίπου 47.000 πρόσφυγες και μετανάστες έχουν εγκλωβιστεί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Οι περισσότεροι από αυτούς (περίπου το 90%) προέρχονται από την καταστραμένη από τον πόλεμο Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Ανάμεσα τους και μικρά παιδιά, άτομα με σοβαρά προβλήματα υγείας, έγκυες γυναίκες και βρέφη. Περίπου 7.500 άτομα στεγάζονται σε διαμερίσματα ή ξενοδοχεία, ενώ τα περισσότερα ζουν σε περίπου 50 καταυλισμούς, στην πλειοψηφία τους υπό άθλιες συνθήκες. Οι περισσότεροι, δε, βρίσκονται σε μια μόνιμη και σταθερή κατάσταση βαθιάς ανασφάλειας, ακόμη και για το αν θα υπάρχει αρκετό φαγητό κάθε μέρα.

Ακόμα 12.500 άνθρωποι έχουν φτάσει στις ακτές της Ελλάδας μετά την εφαρμογή της κοινής δήλωσης-συμφωνίας Ε.Ε.-Τουρκίας για τη μετανάστευση της 18ης Μαρτίου 2016. Έχουν παγιδευτεί σε υπερπληθείς καταυλισμούς στα ελληνικά νησιά, όπου ζουν σε κακές συνθήκες, ενώ περιμένουν για τις αποφάσεις σχετικά με τα αιτήματα ασύλου τους. ΜΚΟ, εθελοντές και ακτιβιστές προσπαθούν να καλύψουν κάποια από τα κενά στον τομέα της ανθρωπιστικής βοήθειας, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία των επίσημων κέντρων φιλοξενίας προσφύγων (κυρίως καταυλισμοί με σκηνές ή παλιές αποθήκες) δεν είναι κατάλληλα ούτε για βραχυπρόθεσμη διαμονή. Σε συνεντεύξεις που έδωσαν στη Διεθνή Αμνηστία, στο πλαίσιο της έρευνας «Εχουμε Χάσει Κάθε Ελπίδα», πρόσφυγες μίλησαν επανειλημμένα για την έλλειψη ιατρικής περίθαλψης, εγκαταστάσεων υγιεινής και καθαρού πόσιμου νερού.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η Διεθνής Αμνηστία [απευθύνει δημόσια έκκληση](Η Διεθνής Αμνηστία απευθύνει δημόσια έκκληση προς τις Ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις και τις Ελληνικές Αρχές για τους χιλιάδες εγκλωβισμένους πρόσφυγες στην Ελλάδα) προς τις Ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις και τις Ελληνικές Αρχές για τους χιλιάδες εγκλωβισμένους πρόσφυγες στην Ελλάδα.

«Το νερό είναι πολύ βρόμικο και λίγο. Λαμβάνουμε για οκτώ άτομα, τρία λίτρα την ημέρα. Μας δίνεται φαγητό, αλλά οι πρόσφυγες είναι σε κακή ψυχολογική κατάσταση, διότι δεν νιώθουμε ότι ζούμε σαν άνθρωποι. Δεν υπάρχουν ούτε τουαλέτες στις σκηνές ούτε φάρμακα και όλοι αρχίζουν να δυσανασχετούν: είμαστε άνθρωποι, όχι ζώα», λέει ο Basel, κουρέας από τη Συρία που ζει στον καταυλισμό της Νέας Καβάλας από τον Φεβρουάριο του 2016.

Μιλώντας στο VICE Greece, ο Διευθυντής του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, κ. Ηρακλής - Σπυρίδωνας Ακτύπης, αναφέρει: «Για πόσο ακόμη η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη της θα διαιωνίζουν αυτή την απαράδεκτη κατάσταση; Είναι πια καιρός να τηρήσουν τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν πριν από ένα χρόνο και να διαμοιραστούν την ευθύνη. Η πλήρης εφαρμογή του προγράμματος μετεγκατάστασης δεν χωρά άλλη αναβολή. Από την πλευρά της, η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να μην αφήσει τους ανθρώπους αυτούς να περάσουν έναν ακόμη χειμώνα στη λάσπη και τις κακουχίες». Μερικά επίσημα κέντρα υποδοχής, όπως η Μαλακάσα και η Ριτσώνα, βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές, μακριά από νοσοκομεία και άλλες υπηρεσίες. Οι περισσότεροι καταυλισμοί στήθηκαν χωρίς να έχουν ληφθεί υπόψη οι ανάγκες ευπαθών ομάδων -άτομα που δεν δέχονται τις εξειδικευμένες υπηρεσίες που χρειάζονται, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν έγκυες γυναίκες, ασυνόδευτοι ανήλικοι, θύματα βασανιστηρίων και βίας, άτομα με αναπηρίες ή χρόνιες παθήσεις και μόνες μητέρες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ύστερα από μια επιχείρηση προκαταγραφής από την Ελληνική Υπηρεσία Ασύλου που τελείωσε τον Ιούλιο του 2016, 3.481 άτομα αναγνωρίστηκαν ότι ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ωστόσο, η Διεθνής Αμνηστία έχει πάρει συνέντευξη από δεκάδες άτομα με ιδιαίτερες ανάγκες που είχαν μεν προκαταγραφεί, αλλά παραμένουν σε ακατάλληλους χώρους επειδή δεν υπάρχει ικανοποιητική εναλλακτική στέγασης. Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία, τον Σεπτέμβριο 1.483, ασυνόδευτοι ανήλικοι ήταν υπό κράτηση ή σε καταυλισμούς ανά την Ελλάδα, εν αναμονή στέγασης.

Οι άθλιες συνθήκες και η αβεβαιότητα που αισθάνονται οι αιτούντες άσυλο για το μέλλον τους, τροφοδοτούν τις εντάσεις που κατέληξαν σε βίαια επεισόδια σε μια σειρά από καταυλισμούς. Η αστυνομία, συνήθως επικαλούμενη έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού, παρεμβαίνει σπάνια για να εγγυηθεί την ασφάλεια ή να αποτρέψει περαιτέρω συμβάντα. Η Διεθνής Αμνηστία μίλησε με δεκάδες πρόσφυγες, ανάμεσά τους και μικρά παιδιά, που δεν αισθάνονται ασφαλείς στους καταυλισμούς. Φοβούμενοι αντίποινα και γνωρίζοντας ότι η αστυνομία είναι απίθανο να παρέμβει, πολλοί αιτούντες άσυλο αποθαρρύνονται και δεν καταγγέλλουν τα κρούσματα βίας.

Η ιστορία του Alan, της Gyan και της οικογένειάς τους

Ο Alan (30 ετών) και η αδελφή του Gyan (28 ετών) είναι Κούρδοι από τη Συρία. Και οι δύο χρησιμοποιούν αναπηρικά αμαξίδια, καθώς είναι περιορισμένης κινητικότητας λόγω μυϊκής δυστροφίας. Ο πατέρας τους και η νεότερη αδελφή τους έφτασαν στη Γερμανία το 2015.

Ο Alan, η Gyan, δύο ακόμα αδέλφια και η μητέρα τους, έφτασαν στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 2016. Λόγω των κλειστών συνόρων της Ελλάδας με την ΠΓΔΜ για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, διαμένουν σε έναν απομακρυσμένο καταυλισμό προσφύγων σε μια εγκαταλελειμμένη στρατιωτική βάση 60 χιλιόμετρα βόρεια της Αθήνας. Ο καταυλισμός αυτός, που απαρτίζεται από στενά στημένες σκηνές και μερικά ερειπωμένα κτίρια, είναι εντελώς ακατάλληλος για αυτούς και εξαρτώνται από τη μητέρα και τα δύο αδέλφια τους για βοήθεια.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η Gyan είπε στη Διεθνή Αμνηστία: «Στη Συρία ο αδελφός μου και εγώ κάναμε απογευματινά μαθήματα σε παιδιά μετά το σχολείο. Αλλά αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε. Έπρεπε να ξεφύγουμε από τις βόμβες και το IS. Περάσαμε ενάμιση χρόνο στο Ιράκ, αλλά το IS ήταν και εκεί και έπρεπε να φύγουμε. Το ταξίδι μέσα από τα βουνά της Τουρκίας ήταν πολύ δύσκολο. Λόγω της αναπηρίας μας έπρεπε να προμηθευτούμε δύο άλογα για να μας μεταφέρουν. Ήταν πολύ δύσκολα. H θάλασσα καθώς περνούσαμε στην Ελλάδα από τη Σμύρνη ήταν τόσο τρομακτική. Η "συμφωνία" με τους διακινητές ήταν να είμαστε περίπου 30 άτομα στη βάρκα, αλλά τελικά ήμασταν 60. Αναγκαστήκαμε να αφήσουμε πίσω τα αναπηρικά αμαξίδια, διότι οι διακινητές ήθελαν να γεμίσουν τη βάρκα με περισσότερους ανθρώπους. Κάποια στιγμή ζήτησα από τον αδελφό μου να με ρίξει στη θάλασσα. Δεν μπορούσα να συνεχίσω άλλο».

Ο Alan ανέφερε στη Διεθνή Αμνηστία πως όταν έφτασαν τελικά στο νησί της Χίου, τα σύνορα της Ελλάδας είχαν κλείσει: «Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες μάς είπε ότι τα σύνορα έκλεισαν για όλες τις περιπτώσεις - για άτομα με αναπηρία, για έγκυες γυναίκες. Κανείς δεν μπορούσε να περάσει. Όλα τα όνειρά μου θρυμματίστηκαν εκείνη τη στιγμή».

Το μόνο που κατάφερε η οικογένεια ήταν μια προκαταγραφή αίτησης ασύλου στην Ελληνική Υπηρεσία Ασύλου τον Ιούλιο, με στόχο την υποβολή αιτήματος οικογενειακής επανένωσης προς τις γερμανικές αρχές. «Κανείς δεν μας λέει τι θα συμβεί με την υπόθεσή μας». Ο Alan και η υπόλοιπη οικογένεια είναι ευγνώμονες στους εθελοντές και τις οργανώσεις που τους υποστηρίζουν. Ωστόσο, δεν πιστεύουν ότι θα αντέξουν άλλο χειμώνα στον καταυλισμό, ο οποίος είναι εντελώς ακατάλληλος για μακροχρόνια διαμονή από οποιονδήποτε, πόσο μάλλον από άτομα με αναπηρία. Η φροντίδα της Gyan και του Alan επιβαρύνει τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και ιδιαίτερα τη μητέρα τους που υποφέρει από αρθρίτιδα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Εν τω μεταξύ, ο Alan θέλει να συνεισφέρει με αυτό που ξέρει καλύτερα: τη διδασκαλία. «Αποφάσισα να διδάξω αγγλικά στα παιδιά εδώ. Αν θέλουν να πάνε σε άλλη χώρα θα τη χρειαστούν τη γλώσσα. Πρέπει να μάθουν και ίσως στο μέλλον θα θυμούνται ότι είχαν ένα δάσκαλο που λεγόταν Alan».

Yehia και Walaa: Επιμηκύνοντας τον πόνο

Ο Yehia (29 ετών) και η Walaa (23 ετών) είναι φοιτητές από τη Συρία. Έχουν δύο μικρές κόρες, τη Sara και τη Fatima. Ο αδελφός της Walaa επέζησε ενός θανατηφόρου ναυαγίου στη Λαμπεντούζα τον Οκτώβριο του 2013 και του χορηγήθηκε προσωρινό καθεστώς πρόσφυγα στη Μάλτα. Τα άλλα αδέλφια και οι γονείς της Walaa είναι στη Γερμανία. Το ζευγάρι κατέφυγε στην Τουρκία το 2014 και η μεγαλύτερη κόρη τους, η Sara, γεννήθηκε εκεί.

«Παντρευτήκαμε κατά τη διάρκεια του πολέμου σε έναν υπόγειο χώρο. Την ημέρα του γάμου μας, έγινε μια μεγάλη έκρηξη μπροστά στο σπίτι μας. Το σπίτι του γείτονά μας και το σπίτι του θείου μου ανατινάχθηκαν».

Η Walaa ήταν έξι μηνών έγκυος όταν το ζευγάρι έφτασε στη Λέσβο στα τέλη του Φεβρουαρίου. Μετακινήθηκαν στην ηπειρωτική χώρα και κατέληξαν, για τρεις μήνες, σε ένα άτυπο προσφυγικό κέντρο δίπλα στο βενζινάδικο ΕΚΚΟ (γνωστός ως καταυλισμός ΕΚΚΟ), κοντά στην πόλη του Πολυκάστρου στη Βόρεια Ελλάδα.

«Οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες. Όταν έβρεχε, το νερό έμπαινε στη σκηνή μας. Η Sara υπέστη λοιμώξεις του θώρακα και είναι ακόμα άρρωστη. Τις δυο μέρες μπορεί να είναι καλά και τις άλλες να μην είναι. Κοιμόμασταν στη σκηνή και η σκηνή έφευγε από τον άνεμο».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μετά από αρκετές προσπάθειες να υποβάλουν αίτηση στην Ελληνική Υπηρεσία Ασύλου για το πρόγραμμα μετεγκατάστασης, το ζευγάρι είχε την πρώτη συνέντευξή του στα τέλη Απριλίου. Παρά την προχωρημένη εγκυμοσύνη της Walaa και τα προβλήματα υγείας της, δεν τους προσφέρθηκε κάποια άλλη στέγη.

Ο Yehia, η Walaa και η Sara παρέμειναν στον καταυλισμό ΕΚΚΟ μέχρι τα τέλη Μαΐου, οπότε ένα ζευγάρι Ελλήνων προσέφερε στην οικογένεια ένα διαμέρισμα για να μείνει στη Θεσσαλονίκη. Η Fatima γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στα μέσα Ιουνίου 2016, την ημέρα που οι αρχές εκδίωξαν περισσότερους από 1.800 ανθρώπους από τον καταυλισμό.

Η οικογένεια ταξίδεψε στην Αθήνα για να κάνει μια συνέντευξη με αξιωματούχους στην Πρεσβεία της Γαλλίας στα τέλη Ιουνίου και τελικά μεταφέρθηκαν στη Γαλλία στα τέλη Αυγούστου 2016.

Η Walaa περιέγραψε τα συναισθήματά της για το νέο κεφάλαιο της ζωής τους ως εξής: «Είμαι χαρούμενη, αλλά επίσης λυπάμαι για όλους αυτούς τους καημένους ανθρώπους που είναι ακόμα (εγκλωβισμένοι) στην Ελλάδα. Θέλω μια καλή και ειρηνική ζωή για τα κορίτσια μου».

Η ιστορία του Karam: Επιτέλους ασφαλής

Όταν άρχισε ο πόλεμος στη Συρία, ο Karam σπούδαζε Ιατρική. Ήθελε πολύ να τελειώσει τις σπουδές του και παρέμεινε στο Ντέιρ εζ Ζορ παρόλο που η πόλη βρισκόταν υπό πολιορκία. Συνδύασε τις σπουδές του με εργασία στην Ερυθρά Ημισέληνο.

Τον Ιανουάριο του 2015, αμέσως μετά την αποφοίτησή του, διέφυγε με τη σύζυγό του, τα δύο παιδιά του και τη μητέρα του. Ο ίδιος είπε στη Διεθνή Αμνηστία: «Περπατούσα στον δρόμο και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ότι ανά πάσα στιγμή θα με σκοτώσει βόμβα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Διέφυγαν πρώτα στην Τουρκία και στη συνέχεια αποφάσισαν να ταξιδέψουν στην Ευρώπη. Αρχικά ήθελαν να πάνε στη Γερμανία, επειδή ο μικρότερος αδερφός του Karam ήταν ήδη εκεί. Αλλά όταν έφτασαν στην Ελλάδα αποφάσισαν να υποβάλουν αίτηση για μετεγκατάσταση, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσαν να επιλέξουν τη χώρα προορισμού τους.

«Η μητέρα μου έχει μεγαλώσει πια, έχει διαβήτη και υπέρταση, η γυναίκα μου ήταν έγκυος, έχω μια κόρη, δεν μπορούσα να τους υποστηρίξω μόνος μου. Περιμέναμε για το αποτέλεσμα, για το ποια χώρα θα μας επέλεγε. Εκείνη την περίοδο, για ένα μήνα και δέκα ημέρες ακριβώς, ήμουν εθελοντής στο λιμάνι του Πειραιά. Μετά από 10-15 ημέρες περίπου, που καταγραφήκαμε στο πρόγραμμα μετεγκατάστασης, τα σύνορα έκλεισαν. Έτσι, υπήρχαν πολλοί πρόσφυγες που είχαν εγκλωβιστεί στον Πειραιά και στην Ειδομένη στα σύνορα. Μετά από αυτό εργάστηκα σε μια κλινική για έναν οργανισμό στην Ελλάδα».

Ο Karam και η οικογένειά του ήταν τυχεροί. Έκαναν την αίτησή τους όταν τα σύνορα ήταν ακόμη ανοικτά και υπήρχε λιγότερο ενδιαφέρον για το πρόγραμμα μετεγκατάστασης, οπότε και η διαδικασία ήταν ταχύτερη. Έχουν μετακομίσει στη Γαλλία, όπου ζουν εδώ και τέσσερις μήνες.

Η μητέρα του Karam έκανε αίτηση για οικογενειακή επανένωση για να βρει ξανά τον μικρότερο γιο της στη Γερμανία και μετά από μια μακρά αναμονή το αίτημά της έγινε δεκτό.

«Ζούμε με ασφάλεια τώρα, αυτό είναι το βασικό. Δεν μπορείτε να φανταστείτε, πριν από τον πόλεμο ήμασταν ασφαλείς. Η ασφάλεια είναι κάτι που δεν μπορείς να αγγίξεις, αλλά το καταλαβαίνεις όταν κάποιος σου τη στερήσει».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η ιστορία του K.A.: Χάνοντας την ελπίδα

Ο K.A. είναι δικηγόρος από τη Συρία. Έφυγε από τη χώρα με τον γιο, τη γυναίκα του γιου του και τα δύο εγγόνια του, ηλικίας εννέα και τεσσάρων ετών.

«Στη Συρία προσέφερα βοήθεια σε πολιτικούς κρατούμενους. Τρεις συνάδελφοί μου -και αυτοί δικηγόροι- έχουν συλληφθεί και εξαφανίστηκαν. Όταν το σπίτι μου καταστράφηκε στη Δαμασκό από βομβαρδισμό μετακόμισα στη Ράκκα. Αλλά το IS ήταν εκεί. Φοβόμουν ότι θα συλληφθώ λόγω του επαγγέλματός μου κι επειδή δεν είμαι θρήσκος. Κρυβόμουν για ένα χρόνο. Αργότερα, ένιωσα ότι δεν είχα άλλη επιλογή παρά να εγκαταλείψω τη Συρία».

Τον Σεπτέμβριο, η οικογένεια κατέφυγε στην Τουρκία. Μέχρι τότε η νύφη του ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη και δεν μπορούσε να συνεχίσει το ταξίδι. Έτσι, ο γιος του Κ. έφυγε πρώτος κι έφτασε στη Γερμανία, με την ελπίδα ότι η οικογένεια θα μπορούσε να επανενωθεί αργότερα. Αλλά αυτό δεν συνέβη ποτέ.

Στις 18 Φεβρουαρίου, η οικογένεια, μαζί με το 20 ημερών κορίτσι που γεννήθηκε στην Τουρκία, κατάφερε να διασχίσει το Αιγαίο και να φτάσει στην Ελλάδα. Πήγαν στην Αθήνα και στη συνέχεια πήραν το λεωφορείο για το χωριό της Ειδομένης, κοντά στα βόρεια σύνορα με την ΠΓΔΜ όπου εκείνη την περίοδο ένας άτυπος καταυλισμός διέλευσης υποστηριζόταν από ΜΚΟ και εθελοντές. Καθώς ο διάδρομος των δυτικών Βαλκανίων τότε ήταν ανοικτός για τους Σύριους, ο Κ. θεωρούσε ότι ήταν απλά θέμα ημερών να επανενωθεί με τον γιο του στη Γερμανία.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Όταν φτάσαμε στην Ειδομένη έβρεχε. Έπρεπε να κοιμηθούμε καταγής. Τα πάντα ήταν χαοτικά και πολύ βρόμικα. Ξαφνικά αρρώστησα. Πέρασα δέκα μέρες στο νοσοκομείο. Όταν τελικά πήρα εξιτήριο, η αστυνομία της ΠΓΔΜ είχε κλείσει τα σύνορα για όλους και ήμασταν παγιδευμένοι. Μείναμε εκεί για ενάμιση μήνα».

Ο Κ. και η οικογένειά του ζουν στο κέντρο προσφύγων στο Σκαραμαγκά. Οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί κάπως γι' αυτούς, αφού μπορούν να κοιμούνται σε τροχόσπιτο, μακριά από τη λάσπη της Ειδομένης. Το μέλλον τους όμως παραμένει αβέβαιο. Ο Κ. προσπαθούσε για μήνες να επικοινωνήσει με την Ελληνική Υπηρεσία Ασύλου. Κατάφερε τελικά να εγγραφεί στις 5 Ιουλίου.

«Ξέρω ότι δεν μπορώ να υποβάλω αίτηση για οικογενειακή επανένωση για να βρεθώ με την υπόλοιπη οικογένεια. Θα κάνω αίτηση για μετεγκατάσταση. Δεν ξέρω πού θα πάω. Αλλά δεν έχω πια όνειρα, καμία ελπίδα. Είμαι κουρασμένος και απογοητευμένος».

Η ιστορία της Firial

Η Firial (33 ετών) είναι από το Χαλέπι και έχει εγκλωβιστεί στην Ελλάδα με τις δύο κόρες της. Ο σύζυγός της, ο οποίος είναι σοβαρά άρρωστος, είναι στη Γερμανία με τους δύο γιους τους.

«Μέναμε όλοι μαζί στο Χαλέπι, όπου μετακινούμασταν από μέρος σε μέρος για τέσσερα χρόνια. Το σπίτι μου καταστράφηκε, ο μπαμπάς μου, η αδελφή μου, η μητέρα μου και η μαμά του συζύγου μου, όλοι τους σκοτώθηκαν από βόμβες. Φύγαμε μετά την καρδιακή προσβολή του συζύγου μου.

Πήγα στην Τουρκία τον Μάιο του 2015. Ο σύζυγός μου δεν μπορούσε να δουλέψει καθώς ήταν στο νοσοκομείο. Περνούσε 10-15 ημέρες στο νοσοκομείο, μετά γύριζε, μετά πάλι για 10-15 ημέρες. Μάζευα χρήματα για να στείλω το σύζυγό μου στη Γερμανία. Έφυγε από την Τουρκία στα μέσα Νοεμβρίου κι έφτασε στη Γερμανία τέσσερις μέρες μετά με τους δύο γιους μας».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Την 1η Φεβρουαρίου (2016) η Firial έφτασε στη Χίο. Στη συνέχεια πήγε στην Αθήνα, από εκεί στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στον καταυλισμό ΕΚΚΟ. Από εκεί περπάτησε στην Ειδομένη όπου έμεινε τέσσερις μήνες.

«Όταν έκλεισαν τα σύνορα, ανησύχησα πολύ. Διάφοροι άντρες έρχονταν στη σκηνή για να με ρωτήσουν αν ήμουν παντρεμένη ή χωρισμένη. Μια μέρα, πήγα στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα. Είδα έναν γιατρό που μου είπε ότι είχα κατάθλιψη και μου έδωσε φάρμακα.

Έχω ραντεβού με τη Γερμανική Πρεσβεία στις 10 Ιανουαρίου 2017. Μου έχουν πει ότι αν έχω διαβατήριο μπορούν να βοηθήσουν, αλλά δεν έχω. Δεν μπορούσα να πάρω τα διαβατήρια. Δεν μπορώ επίσης να βγάλω διαβατήριο, θα κοστίσει 600-700 ευρώ.

Υπέφερα πολύ. Έχασα το σπίτι μου. Πήγα στην Τουρκία. Τα παιδιά μου έχουν χάσει τόσο πολύ χρόνο διότι δεν πηγαίνουν στο σχολείο. Δεν ξέρω πότε θα φτάσω στη Γερμανία. Αυτό με σκοτώνει».

Οι Αφγανοί ξεμένουν από επιλογές: Η ιστορία της Zalasht

Η Zalasht από την Καμπούλ έχει εγκλωβιστεί με τα τέσσερα παιδιά της στον προσφυγικό καταυλισμό της Μαλακάσας. Όταν μια βόμβα σκότωσε τον άντρα της στο Αφγανιστάν πριν από τέσσερα χρόνια, το να συμβεί το ίδιο και στα παιδιά της έγινε ο χειρότερος εφιάλτης της. Πούλησε το σπίτι της και εμπιστεύτηκε τη ζωή τους στα χέρια των διακινητών για να φτάσουν στην Ευρώπη. Έφθασε στη Χίο τον Φεβρουάριο του 2016 και στη συνέχεια ταξίδεψε στο λιμάνι του Πειραιά και αργότερα στη Μαλακάσα.

«Ήμασταν μέρος της πρώτης ομάδας προσφύγων που έφτασαν σε αυτό το κέντρο υποδοχής. Ήμουν τόσο τρομαγμένη. Δεν ξέραμε πού μας πήγαιναν. Μας είπαν ότι οι συνθήκες θα ήταν καλύτερες σε σχέση με το λιμάνι του Πειραιά, αλλά δεν ήταν αλήθεια. Στην αρχή υπήρχε μόνο μία τουαλέτα για 500 άτομα και δεν είχαμε ντους για ένα μήνα».

Οι Αφγανοί δεν είναι επιλέξιμοι για το πρόγραμμα μετεγκατάστασης έκτακτης ανάγκης. Η Zalasht δεν έχει οικογένεια στην Ευρώπη και έτσι δεν μπορεί να υποβάλει αίτηση για οικογενειακή επανένωση. Η μόνη επιλογή της είναι να υποβάλει αίτηση για άσυλο και να παραμείνει στην Ελλάδα. Αλλά κάτι τέτοιο δεν αποτελεί ικανοποιητική λύση, εξαιτίας του ανεπαρκούς συστήματος ασύλου στην Ελλάδα και των συνθηκών υποδοχής αυτήν τη στιγμή.

«Αυτό το μέρος είναι γεμάτο φίδια και όταν βρέχει, το νερό έρχεται μέσα στη σκηνή. Τη νύχτα έχει πολύ σκοτάδι. Έχουμε μόνο ένα φακό που πρέπει να μοιραστούμε οι πέντε μας. Αν πρέπει να συνοδεύσω ένα από τα παιδιά μου στην τουαλέτα, τα υπόλοιπα μένουν στο απόλυτο σκοτάδι. Τις προάλλες, μια από τις κόρες μου σκόνταψε επειδή ήταν σκοτεινά και δεν μπορούσε να δει το σχοινί της σκηνής. Πήγε στο νοσοκομείο με σπασμένη μύτη».

Το μόνο που θέλει η Zalasht είναι ένα καλύτερο και ασφαλέστερο μέλλον για τα παιδιά της: «Τα παιδιά μου δεν ήταν ασφαλή στο Αφγανιστάν. Ήταν επικίνδυνο ακόμα και να πάνε σχολείο».

Περισσότερα από το VICE

Η Ήρεμη Πλευρά της Ινδίας

Η Νύχτα που Σκότωσα το Παιδί που μου Έκανε Bullying

Ένα Δεκαήμερο Σεξ Πάρτι σε ένα Αγρόκτημα

ΑΚΟΛΟΥΘΉΣΤΕ ΤΟ VICE ΣΤΟ TWITTER, FACEBOOK ΚΑΙ INSTAGRAM.