FYI.

This story is over 5 years old.

Stories From Beyond

Μια Ελληνογιαπωνέζα Λησμονεί τις Μέρες στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία

Η Ελένη Λάγκη έπαθε ελονοσία, έζησε ένα πραξικόπημα αλλά θέλει όσο τίποτα να γυρίσει πίσω.

Με την Ελένη Λάγκη γνωριζόμαστε πάρα πολύ καλά, την ξέρω από εννιά χρονών, ήμασταν συμμαθήτριες και υπερβολικά δεμένες φίλες. Είναι Ελληνογιαπωνέζα, από πατέρα Έλληνα και μητέρα Γιαπωνέζα, έχει σχιστά μάτια και κρητικό ταμπεραμέντο. Το φθινόπωρο του 2012 πήγε να ζήσει στηνΚεντρική Αφρικανική Δημοκρατία, ως μέλος μιας διεθνούς οργάνωσης. Ήταν επιτηρήτρια προγραμμάτων εκπαίδευσης και ψυχοκοινωνικής στήριξης. Έμεινε επτά μήνες σε δύο διαφορετικά χωριά, το Όμπο και το Μπόκι, στα περίχωρα των οποίων δραστηριοποιούνται οι Τόγκο-Τόγκο. Πρόκειται για τους εναπομείναντες αντάρτες του LRA (Lord’s Resistance Army) της περιοχής, που δεν έχουν ιδιαίτερη πολιτική δύναμη πια αλλά λειτουργούν σαν φαντάσματα των δασών, τρομοκρατούν τον πληθυσμό, απάγουν ανήλικα αγόρια, ενίοτε προχωρούν σε βιασμούς, δολοφονίες κατοίκων κ.ο.κ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Στη διάρκεια της παραμονής της εκεί παρακολούθησε τον τριήμερο εορτασμό χειροτονίας ενός Κεντροαφρικανού καθολικού παπά, έγινε μάρτυρας της λειτουργίας του πρώτου ραδιοφωνικού σταθμού που εξέπεμψε στην ιστορία του Μπόκι, έπαθε ελονοσία, είδε κάποια από τα παιδιά που ξέφυγαν από τα δάση των Τόγκο-Τόγκο και έμαθε τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζεται η ηλικία τους, εφόσον ούτε τα ίδια ξέρουν πόσο είναι: από τα χέρια. Πέραν αυτών, η περίοδος που βρέθηκε στη χώρα αποδείχθηκε η πλέον ακατάλληλη, καθώς έζησε ένα παρολίγον (Δεκέμβριος 2012) και ένα κανονικό πραξικόπημα (Μάρτιος 2013) ενάντια στον πρόεδρο Φρανσουά Μποζιζέ από μέλη της Σελεκά (που σημαίνει «ένωση»), μιας συμμαχίας αντάρτικων ομάδων (από τότε μέχρι σήμερα η κατάσταση στη χώρα είναι ασταθής, βίαιη και επικίνδυνη, με πολιτικές ανατροπές, εμφύλιες συγκρούσεις και σφαγές στα όρια της γενοκτονίας). Τον Μάρτιο του 2013, όταν ο στρατός του Μποζιζέ υποχωρούσε και η Σελεκά κατέβαινε καλπάζοντας από Βορρά προς Νότο με στόχο να καταλάβει το Μπανγκί, την πρωτεύουσα της χώρας, η Ελένη έφυγε από το χωριό που έμενε, πήγε στην πρωτεύουσα, από κει σε ένα διπλανό χωριό, με σκοπό να εγκαταλείψει, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία.

«Από μπροστά μας πέρασε μια τεράστια πομπή αυτοκινήτων, εκείνη τη στιγμή υποθέσαμε, και μάλλον αυτό ήταν, ότι πρόκειται για την προεδρική φρουρά με τον Μποζιζέ μέσα, που εγκατέλειπε τη χώρα την ίδια ώρα. Εκείνος πρέπει να διέσχισε το ποτάμι, να έκοψε νότια και να έφυγε προς Κονγκό Κινσάσα (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό). Εμείς θέλαμε να πάμε στο Κονγκό Μπραζαβίλ (Δημοκρατία του Κονγκό). Οι αντάρτες όλο και κατέβαιναν. Ήμασταν 10 άτομα -το προσωπικό της οργάνωσης που είχε απομείνει- με 8 οδηγούς σε 7-8 αυτοκίνητα. Εγώ ταξίδευα σε ένα αυτοκίνητο με τον πιο νέο απ΄ όλους τους οδηγούς, δεν ξέρω πόσο χρονών ήταν, δεν καταλάβαινα ποτέ τι έλεγε όταν μιλούσε, του έλειπαν τα δόντια μπροστά και τραύλιζε λίγο. Αποφάσισα να μπω με αυτόν γιατί ήταν μόνος του ο καημένος. Δεν καταφέραμε ποτέ να συνεννοηθούμε ξεκάθαρα, αλλά δημιουργήσαμε καλή σχέση, του έδινα φιστίκια, νερό, τέτοια πράγματα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Φτάσαμε στο τελευταίο χωριό πριν τα σύνορα με Κονγκό Μπραζαβίλ και πήγαμε στο δημαρχείο να δώσουμε τα διαβατήριά μας να μας τα σφραγίσουν, γιατί είναι κάτι που ζητείται συνήθως στα σύνορα. Aν ήταν λάθος κίνηση, αν έπρεπε να είχαμε πάει κατευθείαν στα σύνορα, δεν ξέρω, είναι δύσκολο να καταλάβεις τι θα ήταν καλύτερο, πάνω στη στιγμή κάνεις αυτό που σου φαίνεται πιο λογικό. Τους δώσαμε τα διαβατήρια, μας είπαν όλα εντάξει, περιμένετε λίγο, πληρώστε τόσα –φυσικά, πληρώστε κι άλλα τόσα, και περιμένετε. Περιμέναμε, περιμέναμε, περιμέναμε, κάποια στιγμή καταλάβαμε ότι κάτι δεν πάει καλά, γιατί κάνουν τόση ώρα για να βάλουν μια σφραγίδα σε 18 διαβατήρια; Ήταν και μία υπάλληλος εκεί στο δημαρχείο που έγραφε τόσο αργά, που ήμουν έτοιμη να πάω να γράψω εγώ στη θέση της.

Οι υπάλληλοι του δημαρχείου είχαν ειδοποιήσει ένα υψηλόβαθμο στέλεχος, έναν λοχαγό του στρατού του Μποζιζέ εκείνης της περιοχής κι αυτός τους είπε να μην μας δώσουν τα διαβατήρια μέχρι να έρθει ο ίδιος. Πέρασαν ώρες, ώσπου κάποια στιγμή έφτασε, με μεγάλη ταχύτητα, ένα τζιπ από αυτά τα στρατιωτικά που είναι ανοιχτά πίσω. Σταμάτησε στην είσοδο του δημαρχείου και είχε μέσα δύο στρατιώτες με όπλα στους ώμους και τον λοχαγό με ένα πιστόλι στο χέρι. Ήταν ένας έξαλλος, εξαγριωμένος στρατιωτικός που έκανε γύρους το όπλο στα χέρια του. Αποφάσισε να μην μας δώσει τα διαβατήρια.

Χωρίς διαβατήρια δεν μπορούσαμε να βγούμε από τη χώρα, ήταν το πιο σημαντικό έγγραφο που είχαμε. Μία Ιταλίδα της οργάνωσης είχε εργαστεί παλαιότερα σε αυτό το χωριό, το γνώριζε λίγο, και ήρθε σε επικοινωνία με έναν Ισπανό παπά που ζούσε εκεί χρόνια. Ο παπάς μας πήγε σε έναν ξενώνα ορφανοτροφείου για να περάσουμε τη νύχτα. Υπήρχε άγχος και ένταση. Κάποιες κοπέλες της οργάνωσης, απ’ τη στιγμή που αρνήθηκαν να μας δώσουν τα διαβατήρια είχαν αρχίσει να αναστατώνονται χωρίς να μπορούν να το κρύψουν, πράγμα πάρα πολύ επικίνδυνο. Εγώ ήμουν ψύχραιμη, μάλλον επειδή οι άλλοι ήταν στρεσαρισμένοι, έβλεπα το πράγμα να ξεφεύγει και τελικά αυτό που κάνω όταν βλέπω μια κατάσταση να ξεφεύγει είναι να μαζεύομαι. Το βράδυ προσπαθούσαμε επί ώρες να βράσουμε μακαρόνια που δεν έβραζαν σ’ ένα γκαζάκι. Ανά στιγμές γελούσαμε λίγο, αλλά στην ουσία ήμασταν πάρα πολύ σοβαροί. Δεν κλείσαμε μάτι.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή των Βαΐων, μεγάλη γιορτή για τους χριστιανούς στην Κεντρική Αφρική. Ο παπάς μας είχε πει να πάμε στην εκκλησία. Στην αρχή το σκεφτόμασταν, γιατί την προηγούμενη υπήρχαν άνθρωποι που φωνάζαν στα Σανγκό (επίσημη γλώσσα της ΚΑΔ μαζί με τα γαλλικά), «θα μείνετε κι εσείς μαζί μας, άμα πεθάνουμε εμείς θα πεθάνετε κι εσείς, θα πεθάνουμε όλοι μαζί εδώ πέρα.», γενικώς δεν είχαμε εισπράξει πολύ ελπιδοφόρα μηνύματα. Τελικά, χωριστήκαμε σε κορίτσια και αγόρια. Κάποιοι έπρεπε να μείνουν με τα αυτοκίνητα -γιατί άμα μας έπαιρναν τα αυτοκίνητα δεν θα είχαμε τρόπο να φύγουμε. Τα κορίτσια πήραμε τον δρόμο για την εκκλησία και μπήκαμε μέσα. Ήταν μια πάρα πολύ όμορφη εκκλησία όπου όλοι τραγουδούσαν, είχαμε πιάσει ο ένας το χέρι του άλλου, οι ντόπιοι είχαν φτιάξει στολίδια από φύλλα φοίνικα με ροζ και κίτρινα λουλούδια, υπήρχε χαρά εκεί μέσα. Μέσα σε όλο αυτό το στρες χορεύαμε, γελούσαμε, τραγουδούσαμε, αλλά την ίδια στιγμή είχαμε το νου μας στο τι κάνουν οι άλλοι.

Ξαφνικά, μπουκάρουν στο προαύλιο της εκκλησίας τα αυτοκίνητα της οργάνωσής μας κι αρχίζουν οι άντρες να μας φωνάζουν «… μπείτε μέεεεεσα». Βγήκαμε τρέχοντας από την εκκλησία και έτσι όπως ήμασταν, έτσι φύγαμε, μέσα σε σύννεφα σκόνης που είχε σηκωθεί και δεν βλέπαμε τίποτα. Είχαν καταφέρει να συνεννοηθούν με τον λοχαγό, πρέπει να του έδωσαν χρήματα και βενζίνη που ζητούσε – αλλά ήταν έξυπνοι οι δικοί μας, έβλεπαν πού πήγαινε το πράγμα από το προηγούμενο βράδυ, είχαν χωρίσει τα μπιτόνια της βενζίνης και έδειχναν ότι είχαμε λιγότερη απ’ ό,τι στην πραγματικότητα. Έδωσαν στον λοχαγό έναν ποσοστό βενζίνης και γενικά το διαχειρίστηκαν ψύχραιμα το θέμα. Νομίζω ότι έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο ότι είχε μαθευτεί ότι ο Μποζιζέ έφυγε από τη χώρα, ότι είναι σώος και αβλαβής και δεν μας χρειάζονταν πια για να μας χρησιμοποιήσουν σαν αντάλλαγμα.

Φτάσαμε στα σύνορα της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας, τα περάσαμε και μπήκαμε Κονγκό Μπραζαβίλ. Πρέπει να ήταν η περίοδος που οι αγρότες βάζουν φωτιές για να καθαρίσουν τα χωράφια, γιατί με το που μπήκαμε ήμασταν μέσα σε δάση που καίγονταν. Μύριζε καμμένο. Είχαμε μια τρομερή ανακούφιση ότι επιτέλους βγαίνουμε απ΄ τη χώρα και μπαίνουμε σε μία άλλη, η οποία όμως… καιγόταν. Το βλέπεις αυτό και δεν καταλαβαίνεις τι γίνεται. Μας σταμάτησαν πάλι κάποιοι στρατιώτες, του Κονγκό αυτή τη φορά, ευτυχώς είχαμε μαζί μας έναν Κονγκολέζο που μίλησε μαζί τους και μας άφησαν. Φτάσαμε στο Μπετού, ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της περιοχής αυτής κοντά στα σύνορα. Ένιωθα ότι μπορώ να ζήσω εκεί για πάντα. Ήταν ένα ήρεμο χωριό, με ποτάμι και χαλαρούς ανθρώπους. Στο μεταξύ, βλέπαμε πολλούς πρώην στρατιώτες της Κεντρικής Αφρικανικής Δημοκρατίας γύρω μας. Ήμασταν στο μέρος που μάζευε όλους όσοι είχαν τα μέσα να φύγουν. Περπατούσαμε στους δρόμους και βλέπαμε ανθρώπους που φορούσαν κοντομάνικα με το πρόσωπο του Μποζιζέ πάνω. Τα βράδια πηγαίναμε και χορεύαμε αφρικάνικα σε κάτι υπαίθριες ψευτοντίσκο με χρωματιστές μπάλες. Όταν έφυγα από το Κονγκό και ήρθα στην Ελλάδα, το μόνο πράγμα που σκεφτόμουν ήταν να γυρίσω πίσω. Είχα φύγει πολύ βιαστικά, δεν είχα προλάβει να τελειώσω αυτά που έκανα, να χαιρετίσω να ανθρώπους, ήταν πολύ απότομο το κόψιμο».

*Η αφήγηση είναι προσωπική. Το όνομα της οργάνωσης δεν αναφέρεται για λόγους πολιτικής, καθώς η Ελένη Λάγκη δεν είναι πια μέλος της και δεν μιλάει ως εκπρόσωπός τους.