Ο Abdhallah είναι με τη μητέρα του και τον μικρό αδερφό του, ενώ ο πατέρας τους περιμένει στη Γερμανία. Ο Khaled, από τις οικογένειες Παλαιστινίων που ζούσαν στη Συρία, είναι με τους γονείς του και τον αδερφό του. Έχει δυο μεγαλύτερα αδέρφια στη Γερμανία και μια αδερφή στον Καναδά. Πέρασαν από το Καρά Τεπέ, από τα τσιμέντα του λιμανιού του Πειραιά και πλέον φιλοξενούνται στην κατάληψη προσφύγων στο 5 ο Λύκειο Αθηνών. Εκεί γνωρίστηκαν και έγιναν αχώριστοι φίλοι. Το φετινό καλοκαίρι είναι το πρώτο ανέμελο που ζουν μετά από πέντε χρόνια πόνου, φόβου και ταλαιπωρίας. Γι' αυτό και απολαμβάνουν κάθε αχτίδα καυτού ήλιου που πέφτει στο σώμα τους.«Ξέρεις τι μου αρέσει πολύ; Να ανεβαίνω το απόγευμα σε κάποιο ψηλό σημείο της πόλης, στον Λυκαβηττό ή την Ακρόπολη, να καπνίζω ναργιλέ και να βλέπω την Αθήνα να αλλάζει χρώματα»
Ήταν εξαιρετικοί συνοδοιπόροι. Σε αντίθεση με ό,τι φανταζόμουν να συμβαίνει στα διπλανά αυτοκίνητα, εκείνοι δεν γκρίνιαζαν για την κίνηση, τη ζέστη και τα παρατεταμένα κορναρίσματα. Ο Abdhallah είχε πολύ πρόσφατα μάθει το συμβολισμό που είχαν τα εκκλησάκια στις άκρες των δρόμων και έκανε μαύρο χιούμορ αυθεντικού αγγλοσαξονικού στιλ: «Πρόσεχε, μην τρέχεις. Δε θέλω να γίνω εκκλησάκι. Άσε που θα μπερδευτείτε. Δε θα ξέρετε τι είδους να μου φτιάξετε , χριστιανικό ή μουσουλμανικό». Όταν φτάσαμε, πήραν μια βαθιά ανάσα ελευθερίας και βούτηξαν. Το νερό εξαγνίζει. Ξεπλένει τραύματα, διώχνει μνήμες, επανανοηματοδοτεί ακόμη και τις προηγούμενές του λειτουργίες. Η θάλασσα, που γι' αυτά τα αγόρια ήταν μια υπόμνηση κινδύνου, ως το πιο ταραγμένο κομμάτι του περάσματος τους από την Τουρκία στην Ελλάδα, τώρα γινόταν ξανά μια πηγή χαράς, ένα σημείο αναγέννησης του εαυτού.«Πρόσεχε, μην τρέχεις. Δε θέλω να γίνω εκκλησάκι. Άσε που θα μπερδευτείτε. Δε θα ξέρετε τι είδους να μου φτιάξετε , χριστιανικό ή μουσουλμανικό»
Όταν πρωτογνώρισα τον Khaled, το περασμένο φθινόπωρο, ήταν ένα θλιμμένο αγρίμι που ανέβλυζε νεύρο από κάθε κύτταρό του. Απολύτως λογικό. Μεγάλωσε στην Ντάρα, μια από τις πιο ματωμένες πόλεις του συριακού εμφυλίου, έζησε για τρία χρόνια τον πόλεμο και στη συνέχεια η οικογένεια του πήρε τον δρόμο της προσφυγιάς. Τώρα είναι ζεν, λες και έχει κάνει ταχύρυθμα σεμινάρια διαλογισμού. Γελάει, κάνει πλάκες με τους φίλους του, τραγουδάει και φλερτάρει. Εξάλλου, το ελληνικό καλοκαίρι είναι συνυφασμένο με τα ερωτικά σκιρτήματα, τις ματιές που τέμνονται στην ατμόσφαιρα και τις ηδονικές ανατριχίλες του σώματος. Είναι το ιδανικό κάδρο, για να ξεπεράσεις τη συστολή και την ενοχή που σου κληροδοτούν οι θρησκευτικοί και πολιτισμικοί κανόνες σεμνοτυφίας και να κυνηγήσεις την επιθυμία σου. «Είσαι ερωτευμένος;», τον ρωτάω. «Σήμερα όχι. Αύριο, όμως, μπορεί να ερωτευτώ», απαντάει. «Έχω γνωρίσει πρόσφατα μια κοπέλα. Καθόμουν στην πλατεία Συντάγματος, την παρατηρούσα και έψαχνα να βρω τρόπο να την πλησιάσω. Τελικά το έκανα με τον κλισέ τρόπο. Ζήτησα αναπτήρα. Έτσι γνωριστήκαμε. Στη Συρία, για να γνωρίσεις ένα κορίτσι, πρέπει να ξέρει όλο το βιογραφικό σου και την οικογένειά σου. Εδώ είναι πιο απλό, πιο εύκολο και αυτό είναι ωραίο».«Έχω γνωρίσει πρόσφατα μια κοπέλα. Το έκανα με τον κλισέ τρόπο. Ζήτησα αναπτήρα. Στη Συρία, για να γνωρίσεις ένα κορίτσι, πρέπει να ξέρει όλο το βιογραφικό σου. Εδώ είναι πιο απλό, πιο εύκολο και αυτό είναι ωραίο»
Έχει πάει σε πολλές παραλίες κοντά στην Αθήνα, αλλά ονειρεύεται το Κεδρόδασος στην Κρήτη. Ανακάλυψε την παραλία σε μια φωτογραφία στο ίντερνετ και την ερωτεύτηκε. Μετά από τόσα χρόνια συμβολικής και φυσικής βίας, έχει μια ακατανίκητη ανάγκη να ερωτεύεται ανθρώπους, καταστάσεις, μέρη που βάζουν μαγεία στις στιγμές του. Μου απαρίθμησε διάφορα ελληνικά γυναικεία ονόματα που του έφεραν αξημέρωτα βράδια και κόμπους στο στομάχι. Όταν είσαι τόσο νέος, ερωτεύεσαι, διαλύεσαι και γεννιέσαι ξανά κάθε μέρα. «Νιώθω απελευθερωμένος τώρα. Παλιότερα δεν είχα χρόνο και όρεξη για τίποτα», παραδέχεται.Κάθε βράδυ, επιτελούν τη δική τους μικρή ιεροτελεστία προετοιμασίας και βγαίνουν έξω. Ενώνονται σε πολυεθνικές νεανικές παρέες κάτω από την αθηναϊκή χορωδία των τζιτζικιών. Ο Abdhallah έχει ενθουσιαστεί με το σουβλάκι. Μια από τις αγαπημένες τους συνήθειες είναι να κάθονται στην πλατεία Εξαρχείων, να τρώνε σουβλάκια και μετά παγωτά. Ο Khaled, πάλι, προτιμάει τα φαλάφελ. Πάντως, και οι δυο έχουν βρει τον βηματισμό τους στην πόλη. Το καλοκαίρι με τη δομική εξωστρέφεια που συνεπάγεται, τους έδωσε τη δυνατότητα να οικειοποιηθούν το δημόσιο χώρο, να κινηθούν ακομπλεξάριστα σ' αυτόν και να φτιάξουν τους δικούς τους κώδικες κοινωνικοποίησης και επικοινωνίας. Το καλοκαίρι μαλακώνει και τη δική μας διάθεση, η ζαλάδα της ζέστης και το ατέλειωτο φως κάνουν την καχυποψία μας να ατονεί, μας κάνουν να βλέπουμε πιο καθαρά, οι «Άλλοι» δεν είναι οι αιώνιοι «ξένοι» των δελτίων ειδήσεων, είναι οι άνθρωποι που μοιραζόμαστε μαζί το βίωμα μιας ανάλαφρης και λιγότερο νευρωσικής πόλης.«Νιώθω απελευθερωμένος τώρα. Παλιότερα δεν είχα χρόνο και όρεξη για τίποτα»
Παρά το γεγονός ότι οι οικογένειες τους έχουν κάνει αίτηση για μετεγκατάσταση στη Γερμανία και περιμένουν τους αργούς ρυθμούς της ελληνικής και ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, κανείς από τους δύο δεν θέλει στην πραγματικότητα να φύγει από την Ελλάδα. Έχουν ξεκινήσει να ψηλαφίζουν μια ζωή εδώ, με σχέσεις, παρέες, συνήθειες, στέκια και λέξεις, έχουν βρει ένα μέρος που αναγνωρίζουν τον εαυτό τους και περνάνε καλά. «Να σου πω την αλήθεια, δεν θέλω να φύγω. Μου αρέσει η Ελλάδα. Οι Έλληνες μοιάζουν με τους Άραβες, είναι ζεστοί άνθρωποι. Η Γερμανία μου φαίνεται ψυχρή και ανοίκεια. Επίσης, δεν έχει θάλασσα. Πολύ σημαντικό», εξομολογείται ο Abdhallah. «Μας έχουν ενημερώσει ότι μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου θα φύγουμε για Γερμανία. Θέλω να πάω να δω τα αδέρφια μου που μου λείπουν, αλλά θέλω κάποια στιγμή να επιστρέψω στην Ελλάδα. Έχω αγαπήσει αυτήν τη χώρα. Έχω φίλους από την Αλβανία, την Ελλάδα, την Ισπανία, την Αμερική. Καταλαβαίνεις, είμαι πλέον δεμένος συναισθηματικά με αυτό το μέρος», συμπληρώνει ο Khaled. Ο ίδιος έχει έναν λόγο παραπάνω, για να νιώθει χαρούμενος. Θα παίξει σε μια ταινία που ετοιμάζει ένας Ιταλός σκηνοθέτης στην Ελλάδα, με θέμα το προσφυγικό. Θα υποδυθεί έναν ρόλο που απηχεί κάτι από τη δική του αλήθεια: έναν νεαρό πρόσφυγα που εγκλωβίστηκε αρχικά στην Ελλάδα, ενσωματώθηκε, λύθηκε, ερωτεύτηκε και δεν θέλει να φύγει. Τον εξιτάρει αρκετά αυτή η ιδέα. Τον ιντριγκάρει η δυνατότητα έκφρασης που προσφέρει η τέχνη, η φωτογραφία, το πλάνο, η φαντασιακή απεικόνιση της ζωής.«Μας έχουν ενημερώσει ότι μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου θα φύγουμε για Γερμανία. Θέλω να πάω να δω τα αδέρφια μου που μου λείπουν, αλλά θέλω κάποια στιγμή να επιστρέψω στην Ελλάδα»