FYI.

This story is over 5 years old.

Διασκέδαση

Η Ιστορία της Μεγάλης Απόδρασης του Πειραιά που Ξεπέρασε σε Φαντασία το Χόλιγουντ

Τον Ιούλιο του 1955, 27 κομμουνιστές κρατούμενοι δραπετεύουν από τις φυλακές Βούρλων του Πειραιά, συνταράσσοντας την κοινή γνώμη και προκαλώντας τριγμούς στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.
VICE Staff
Κείμενο VICE Staff

* Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Γιάννη Ράγκου «Ξεχασμένα Πρωτοσέλιδα» (εκδόσεις Polaris) που αναφέρεται στη «Μεγάλη Απόδραση των Βούρλων». Αναδημοσίευση αποκλειστικά για το VICE Greece/ Επιμέλεια: Αντώνης Ντινιακός

Οι μυθιστορηματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η δραπέτευση 27 κομμουνιστών από τις φυλακές Βούρλων του Πειραιά, τον Ιούλιο του 1955, συνιστούν αυτοτελώς και ένα συναρπαστικό χρονικό για μια παράτολμη «επιχείρηση», που οδήγησε σε μία από τις θεαματικότερες αποδράσεις στα διεθνή χρονικά.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Στα τέλη του 1954, ανάμεσα στους κομμουνιστές κρατούμενους άρχισε να διαμορφώνεται η ιδέα για απόδραση από τις φυλακές

Οι φυλακές χωρίζονταν σε τρεις πτέρυγες, με 24 κελιά των 4-6 ατόμων η κάθε μία. Στην πτέρυγα Α' τοποθετούνταν οι ποινικοί κρατούμενοι, στην πτέρυγα Β' οι τοξικομανείς και στην πτέρυγα Γ' οι πολιτικοί κρατούμενοι. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1954, κι ενώ οι πληγές του εμφυλίου πολέμου ήταν ακόμη ανοικτές, η κυβέρνηση του «Ελληνικού Συναγερμού» υπό τον Αλέξανδρο Παπάγο, μετά από συντονισμένη επιχείρηση, πραγματοποίησε ομαδικές συλλήψεις στελεχών του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ στην Ελλάδα, με την κατηγορία της κατασκοπείας σε βάρος της χώρας (βάσει του σχετικού νόμου 375/36 της κυβέρνησης Μεταξά).

Πολλά από αυτά τα στελέχη είχαν έρθει από το εξωτερικό, προκειμένου να στελεχώσουν τα καθοδηγητικά όργανα των οργανώσεων του κόμματος. Στις 4 Σεπτεμβρίου, ο πρωθυπουργός Παπάγος δήλωσε ότι «η Ελληνική Κυβέρνησις ευρίσκεται εις της ευχάριστον θέσιν να ανακοινώσει προς τον Ελληνικό Λαό και τον Ελεύθερον Κόσμο την μεγαλύτερα επιτυχία του Ελληνικού Κράτους εις τον αγώνα του εναντίον του Κομμουνισμού από του τέλους του συμμοριακού πολέμου μέχρι σήμερον. Πρόκειται περί της αποδιοργανώσεως του παρανόμου ΚΚΕ και της ανακαλύψεως του δικτύου κατασκοπείας και πληροφοριών του διεθνούς και Ελληνικού Κομμουνισμού του οργανωθέντος εν Ελλάδι εις βάρος αυτής, των Βαλκανικών συμμάχων της και των συμμαχικών Κρατών, μελών του ΝΑΤΟ».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

ΔιαβάστεΣυναντήσαμε τον Δημοσιογράφο που Γράφει την Ελληνική Ιστορία σαν Noir Μυθιστόρημα

Οι περισσότεροι από τους συλληφθέντες μεταφέρθηκαν στις φυλακές των Βούρλων, όπου βρίσκονταν και άλλοι πολιτικοί κρατούμενοι, οι οποίοι είχαν ήδη καταδικαστεί σε πολυετείς ποινές φυλάκισης. Την εποχή της απόδρασης, ο αριθμός τους έφτανε στους 132. Στα τέλη του 1954, ανάμεσα στους κομμουνιστές κρατούμενους άρχισε να διαμορφώνεται η ιδέα για απόδραση από τις φυλακές. Για την καθοδήγηση των πολιτικών κρατουμένων είχε συσταθεί πενταμελής επιτροπή κρατουμένων (το «Επιτελείο»), αποτελούμενη από τους Κυριάκο Τσακίρη, Θόδωρο Βασιλόπουλο, Σταύρο Καρρά, Σωτήρη Σωτηρόπουλο και Λεωνίδα Τζεφρώνη, η οποία εκτός από την ευθύνη του καθοδηγητικού έργου ανέλαβε να διαμορφώσει και το σχέδιο για τη δραπέτευση, το οποίο βαθμηδόν κοινοποιήθηκε και σ' έναν ευρύτερο κύκλο κρατουμένων, που ήταν της απόλυτης εμπιστοσύνης ώστε να μην διαρρεύσει. Ποιοι λόγοι, όμως, επέβαλαν μια τέτοια ενέργεια;

«Ο ψυχρός πόλεμος βρισκόταν στο κατακόρυφο. Οι Αμερικανοί εξεβίαζαν εκτελέσεις και υπήρχαν πληροφορίες ότι η κυβέρνηση Παπάγου το είχε αποδεχτεί» θα πει αργότερα ο Τσακίρης, ενώ ο Σταύρος Σιδέρης, που συμμετείχε επίσης σ' αυτήν θα συμπληρώσει: «Η απόδραση είχε τον χαρακτήρα της απάντησης σε μια δημαγωγία της αντίδρασης που μέσω των υπηρεσιών Ασφαλείας διακήρυττε την εποχή της σύλληψής μας ότι κατάφερε το οριστικό χτύπημα και την εξάρθρωση των παράνομων μηχανισμών του Κόμματός μας. Προείχε ακόμη η συνέχιση της προσπάθειάς μας, που ανακόπηκε από τη σύλληψή μας, για τη διεύρυνση και ανασυγκρότηση, όπου δεν υπήρχαν, των οργανώσεων του Κόμματος. Επιπλέον η απόδραση μας μετάθετε τον χρόνο της προετοιμαζόμενης δίκης και απότρεπε τυχόν εκτελέσεις συντρόφων μας που είχαν έρθει από το εξωτερικό».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Το σχέδιο

Μετά από διαδοχικές συσκέψεις και ανταλλαγή απόψεων, οι μυημένοι κρατούμενοι κατέληξαν στην τελική λύση για την υλοποίηση του σχεδίου τους. Ως βάση ορίστηκε το κελί 13, που βρισκόταν πιο κοντά στον εξωτερικό μαντρότοιχο της φυλακής. Θα άνοιγαν ένα «πηγάδι» βάθους περίπου τριών μέτρων και ακολούθως σήραγγα κάτω από τα θεμέλια της φυλακής και το κατάστρωμα της παρακείμενης οδού Δογάνη, ως το εργοστάσιο παραγωγής λουλακιού της αγγλικής εταιρείας «Ντεστρέ», που βρισκόταν ακριβώς απέναντι. Ωστόσο, προκειμένου να γίνουν οι σχετικοί υπολογισμοί με ακρίβεια, οι σχεδιαστές της επιχείρησης έπρεπε να πληροφορηθούν τις αποστάσεις και τις θέσεις όπου βρίσκονταν οι εξωτερικές σκοπιές της φυλακής. Για τον σκοπό αυτό επιστρατεύτηκαν η Ειρήνη Πετρουλάκη και η Λένα Χριστοδούλου, που συνδέονταν αισθηματικά με δύο από τους κρατούμενους. Οι δύο γυναίκες υπολόγισαν το ύψος του εξωτερικού τοίχου της φυλακής προς την οδό Δογάνη και το πλάτος του δρόμου και των πεζοδρομίων, επισήμαναν την ακριβή θέση της σκοπιάς και αποτύπωσαν πρόχειρα τον εσωτερικό χώρο του εργοστασίου «Ντεστρέ» και τα πιθανά σημεία όπου θα έπρεπε να καταλήξει η σήραγγα. Με βάση αυτές τις πληροφορίες, οι κρατούμενοι υπολόγισαν το απαιτούμενο μήκος (20-22 μέτρα) και την κατεύθυνσή της σήραγγας μέχρι τα αποδυτήρια (λουτρά) του εργοστασίου, που επιλέχθηκε ως το προσφορότερο σημείο εξόδου. Η έναρξη της «επιχείρησης» ορίστηκε για τις 17 Μαρτίου στις 5 το απόγευμα.

«Εξω από το κελί είχαμε βάλει κάνα δυο ψευτομαστόρους, που χτυπάγανε κάτι τενεκεδένια για να γίνεται σαματάς. Εν τω μεταξύ το ραδιόφωνο της φυλακής ήταν στην διαπασών»

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Για το σκάψιμο του πηγαδιού επιλέχθηκε ο χώρος κάτω από το κρεβάτι του Ανδρέα Μπαρτζώκα «γιατί ήταν κοντά στο καγκελωτό παράθυρο για έλεγχο κάθε κίνησης στο προαύλιο κι ιδιαίτερα του εκάστοτε φύλακα της Υπηρεσίας αλλά και επειδή ήταν το πιο κοντινό σημείο προς το απέναντι εργοστάσιο της "Ντεστρέ"» (Κ. Τσακίρη, Βούρλα: Η μεγάλη απόδραση, σ. 95). Προηγουμένως, το «Επιτελείο» είχε πετύχει τη μεταφορά μυημένων κρατουμένων στο κελί 13, καθώς και στα διπλανά κελιά 14 και 15 και επιπλέον στο κελί 1, το οποίο βρισκόταν στην είσοδο της ακτίνας Γ και επέτρεπε τον έλεγχο κάθε κίνησης. Στους μη μυημένους κρατούμενους είχε σχηματιστεί η εντύπωση πως στα κελιά αυτά είχαν συγκεντρωθεί οι υπόδικοι σύντροφοί τους, ώστε να οργανώσουν την υπεράσπισή τους στην επικείμενη δίκη. Ο Μπαρτζώκας θυμάται πως «ξεκίνησε με ένα μικρό κοπιδάκι, ένα καλέμι μικρό ο Γιώργος ο Χατζηπέτρος, ο υδραυλικός μας. Γιατί δικαιολογούνταν να έχει ορισμένα εργαλεία αυτός σαν υδραυλικός που ήταν στην φυλακή και έκανε τις διάφορες δουλειές. […] Βάλαμε έξω μια παρέα βόλεϊ να κάνει ντόρο και να φωνάζουν για να μπορέσουν να κάνουν κάποιο αντιπερισπασμό».

Οι δυσκολίες και τα απρόοπτα

Τηρώντας όλους τους κανόνες συνωμοτικότητας και έχοντας σχηματίσει δίκτυο «τσιλιαδόρων», που επόπτευαν τις κινήσεις των φυλάκων και ειδοποιούσαν τους άλλους σε περίπτωση ανάγκης, οι μυημένοι κρατούμενοι συνέχιζαν κάθε μέρα την εργασία εκσκαφής. Ένα βασικό πρόβλημα που αντιμετώπισαν ήταν η διοχέτευση του χώματος και των πετρών που αφαιρούσαν κατά τη διάρκεια του σκαψίματος. Αποφασίστηκε να γίνεται διαλογή αυτού του υλικού, ώστε να κατανέμεται σε τρεις «κατηγορίες». Το χώμα κοσκινιζόταν πρόχειρα προκειμένου να «αλευροποιηθεί», κατόπιν τοποθετούνταν σε μαξιλαροθήκες ή ειδικές «ζώνες» που οι κρατούμενοι έδεναν κρυφά στη μέση τους («αντέρες») και από εκεί διοχετευόταν στους υπονόμους των αποχωρητηρίων, με τη βοήθεια μπόλικου νερού. Ωστόσο, η μεγάλη ποσότητα χώματος έφραξε, κάποια στιγμή, το δίκτυο υπονόμων με αποτέλεσμα οι κρατούμενοι -αν και δεν ήταν δική τους εργασία- να αναγκαστούν να το αποφράξουν κρυφά, προκειμένου να μην αποκαλυφθούν οι ενέργειές τους στη διεύθυνση των φυλακών.

Για να αποφευχθούν  απρόοπτα κατά τη βραδινή καταμέτρηση που έκαναν οι φύλακες, οι κρατούμενοι είχαν κατασκευάσει ομοιώματα ανθρώπων, τα οποία τοποθετούσαν σκεπασμένα με την κουβέρτα στο κρεβάτι

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Τα χαλίκια (που οι κρατούμενοι αποκαλούσαν συνωμοτικά «ρεβίθια» ή «ρύζι»), μαζί με τις μεγαλύτερες πέτρες («πατάτες») μεταφέρονταν αρχικά μέσα σε βαρέλια και γκαζοτενεκέδες στον σκουπιδότοπο της φυλακής, όπου καλύπτονταν από συνήθη μπάζα ή τοποθετούνταν προσεκτικά κάτω από το χώμα σε γλάστρες με λουλούδια ή στο παρτέρι που είχαν φυτέψει οι ίδιοι οι κρατούμενοι το προηγούμενο διάστημα. Όμως, καθώς αυτή η λύση δεν αντιμετώπιζε πλήρως το πρόβλημα και οι «πατάτες» σωρεύονταν στον πάτο του πηγαδιού, «εφευρέθηκε» η ανάγκη για «τεχνικά έργα» στο χώρο της φυλακής. Έτσι, οι κρατούμενοι ζήτησαν και έλαβαν την άδεια από τη διεύθυνση των φυλακών να κατασκευάσουν στο χώρο της ακτίνας Γ' τέσσερις νέες τσιμεντένιες λεκάνες για το πλύσιμο των ρούχων, επειδή αυτές που υπήρχαν ήδη δεν επαρκούσαν. Η «επιχείρηση» αυτή διήρκεσε τρεις μέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων οι πέτρες πέρασαν από το κελί 13 στο πλυσταριό κάτω από τα μάτια των φυλάκων, τους οποίους είχαν αναλάβει να απασχολούν μυημένοι κρατούμενοι για να μην υποψιαστούν κάτι. Όταν το «πηγάδι» έφτασε σε ικανοποιητικό βάθος, η σήραγγα έπρεπε να «στρίψει» σε γωνία 60 μοιρών σε σχέση με τον τοίχο του κελιού. Ήδη, καθώς τα εδάφη που συναντούσαν ήταν περισσότερο συμπαγή και σκληρά, ο αρχικός σχεδιασμός για σκάψιμο 20 εκατοστών την ημέρα δεν μπορούσε να επιτευχθεί από μία μόνο βάρδια και έτσι χρειάστηκε να προστεθούν και νυχτερινές, ώστε να προχωρήσει το έργο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μάλιστα, για να αποφευχθούν τυχόν απρόοπτα κατά τη βραδινή καταμέτρηση που έκαναν οι φύλακες, οι κρατούμενοι είχαν κατασκευάσει ομοιώματα ανθρώπων, τα οποία τοποθετούσαν σκεπασμένα με την κουβέρτα στο κρεβάτι του συντρόφου τους που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στα έγκατα της γης. Επίσης, ήταν πολύ σημαντικό να μην γίνει κάποιο λάθος στους υπολογισμούς, καθώς αν η στοά αυτή πλησίαζε κοντά στο οδόστρωμα της οδού Δογάνη υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να καταρρεύσει κάτω από το βάρος των διερχόμενων αυτοκινήτων. Εντούτοις, καθώς η διάνοιξή της προχωρούσε, προέκυψε το πρόβλημα του φωτισμού και του αερισμού της σήραγγας. Για το πρώτο, αρχικά χρησιμοποιήθηκε ένα καλώδιο με λάμπα, που «έκλεβε» ρεύμα από το κελί. Ωστόσο, η λύση αυτή εγκαταλείφθηκε γρήγορα, αφού υπήρχε ο κίνδυνος βραχυκυκλώματος, ενώ η λάμπα αύξανε σημαντικά τη θερμοκρασία του αέρα στη σήραγγα. Έτσι, χρησιμοποιήθηκαν «ηλεκτρικές στήλες με λαμπιόνια των 2 W, από κρατούμενους που φτιάχνουν εργόχειρα: καραβάκια με φωτισμό. […] Μόλις κατέβεις στο πηγάδι, ανάβεις το λαμπιόνι, κρατάς τη στήλη με τα δόντια, πέφτεις στη στοά με τα χέρια μπροστά και προχωρείς μπουσουλώντας. Στο βάθος τοποθετείς τη συσκευή σ' ένα κοίλωμα του βράχου κι αρχίζεις το σκάψιμο» (Β. Βαρδινογιάννη, Πώς αποδράσαμε από τα Βούρλα, σ. 77).

Οι κρατούμενοι, ζήτησαν από τους συγγενείς τους να τους προμηθεύσουν με κολόνιες και αρώματα, με τα οποία ψέκαζαν τον αέρα του κελιού, τα ρούχα και τα σκεπάσματά τους για να καλύπτουν την δυσοσμία

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

To σημαντικότερο, όμως, πρόβλημα, παρέμενε αυτό του αερισμού της στοάς. Όσο προχωρούσε το μήκος της και συσσωρεύονταν μπάζα που περιόριζαν τις διαστάσεις της, τόσο ο αέρας γινόταν αποπνικτικότερος, με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής του «σκαφτιά» να μην είναι δυνατόν να υπερβεί τα δέκα λεπτά, ενώ δεν έλειψαν και τα λιποθυμικά φαινόμενα. Οι κρατούμενοι προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα, κατασκευάζοντας αυτοσχέδιες βεντάλιες και χειροκίνητους ανεμιστήρες, ενώ επιστρατεύτηκαν ακόμα και οι σαμπρέλες από τις μπάλες του βόλεϊ. Η κατάσταση βελτιώθηκε κάπως, όταν η σήραγγα έφτασε κάτω από το οδόστρωμα της οδού Δογάνη όπου η αραιή σύσταση του χώματος επέτρεπε τη διοχέτευση αέρα απ' έξω. Στο στάδιο αυτό παρουσιάστηκε έντονα και το πρόβλημα μιας ενδεχόμενης κατολίσθησης, κυρίως από τους τριγμούς που προκαλούσε στο έδαφος η κίνηση των αυτοκινήτων. Για την υποστύλωση της στοάς οι κρατούμενοι χρησιμοποίησαν σανίδες από τα κρεβάτια τους, καθώς και τα τελάρα των παραθύρων («τζαμιλίκια»), που λόγω της ανοιξιάτικης ζέστης είχαν αφαιρεθεί -καθώς τα παράθυρα καλύπτονταν από σιδερένια κάγκελα- και είχαν στοιβαχτεί στο προαύλιο.

Λίγες μέρες αργότερα, η ύπαρξη ενός συμπαγούς βράχου ανάγκασε τους «σκαφτιάδες» να παρεκκλίνουν ελαφρά από τη σχεδιασμένη πορεία τους, γεγονός που καθυστέρησε την πρόοδο της εκσκαφής, χωρίς πάντως να δημιουργήσει άλλα ουσιωδέστερα προβλήματα. Κάτι που συνέβη, όταν περνώντας κάτω από τα θεμέλια του εργοστασίου «Ντεστρέ», το συνεργείο του σκαψίματος «συνάντησε» τη δεξαμενή με τα βοθρολύματα του εργοστασίου. Ανοίγοντας μια τρύπα, οι «σκαφτιάδες» μετέφεραν σ' αυτή το μεγαλύτερο μέρος από τα μπάζα (χώμα και πέτρες) που συγκεντρώνονταν έως τότε στις παρυφές της στοάς, δυσκολεύοντας το έργο τους, αλλά, ταυτόχρονα, η τρύπα απελευθέρωσε βρώμικο και μολυσμένο αέρα ο οποίος μέσω της σήραγγας και του πηγαδιού έφτανε ως το κελί 13. Για να αντιμετωπίσουν την απρόοπτη αυτή κατάσταση, οι κρατούμενοι έκλεισαν την τρύπα με τσουβάλια και λάσπη, ενώ παράλληλα ζήτησαν από τους συγγενείς τους να τους προμηθεύσουν με κολόνιες και αρώματα, με τα οποία ψέκαζαν τον αέρα του κελιού, τα ρούχα και τα σκεπάσματά τους για να καλύπτουν την δυσοσμία, κάτι που πάντως σχολιαζόταν ποικιλοτρόπως απ' όσους δεν γνώριζαν την πραγματικότητα!

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η απόδραση

Στις 11 το πρωί της 15 Ιουλίου «ο Μυριανθόπουλος, όπως σκάλιζε προσεκτικά […] βλέπει από ένα ξύσιμό του ν' ανοίγει μια μικρή τρυπίτσα, όσο η μύτη ενός μολυβιού. Κολλάει το μάτι ανυπόμονα και με χτυποκάρδι στη μικρή τρυπίτσα. Διακρίνει απέναντι μια πλευρά ενός τοίχου, σίγουρα είναι η πλευρά ενός δωματίου. Να, λοιπόν, τι είναι ο χώρος αυτός, το δωμάτιο αυτό: είναι το αποδυτήρια των εργατών του εργοστασίου Ντεστρέ. Είναι ο χώρος που υπολογίζαμε -με βάση το σχέδιό μας- να βγούμε» (από το ημερολόγιο του Κ. Τσακίρη). Είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή για την απόδραση. Αποφασίστηκε αυτή να πραγματοποιηθεί το μεσημέρι της Κυριακής 17 Ιουλίου, τέσσερις ακριβώς μήνες μετά την έναρξη του εγχειρήματος. Ο Τζεφρώνης θα εξηγήσει αργότερα ότι «εμείς καθορίσαμε να είναι Κυριακή, που είναι πιο λίγοι και οι φύλακες και το ενδιαφέρον τους… Και το μεσημέρι [που] όλοι οι άλλοι και οι φυλακισμένοι και οι υπάλληλοι της φυλακής οπωσδήποτε τρώγαν το φαγητό τους, αυτήν την ώρα διαλέξαμε εμείς να κάνουμε την έξοδο». Λίγη ώρα μετά το συσσίτιο και την καταμέτρηση των κρατουμένων -στις 12 το μεσημέρι της Κυριακής- από τους φύλακες, ο σχεδιασμός της απόδρασης είχε ολοκληρωθεί. Οι κρατούμενοι είχαν φορέσει πιτζάμες πάνω από καθαρά ρούχα, κάλτσες γύρω από τα παπούτσια και μαντήλια στο κεφάλι για τα χώματα της σήραγγας. Γύρω στη 1.30 το μεσημέρι, χωρισμένοι σε προαποφασισμένες ομάδες άρχισαν να περνούν την είσοδο του πηγαδιού.

Έβγαλαν τις πιτζάμες, τις κάλτσες και τα μαντήλια, πέρασαν στο προαύλιο και έτρεξαν προς τον δρόμο για να εξαφανιστούν στα γύρω στενά

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Την ίδια στιγμή, ο Αλέκος Παπούλιας που ήταν μυημένος στο σχέδιο «απασχολεί τον Βλαχάβα. Ο Βλαχάβας είναι ο φύλακας υπηρεσίας εκείνη την ημέρα. Κάθεται μπροστά την πόρτα. Ο Παπούλιας ντυμένος, κουστουμαρισμένος λέει ότι περιμένω επισκεπτήριο την κόρη μου και του λέει διάφορα παραμύθια εκεί. Όταν ήταν στο Αλβανικό μέτωπο πόσους Ιταλούς είχε κατατροπώσει. Κάτι τέτοια πράγματα ή και σόκιν, […] και ο Βλαχάβας είναι απορροφημένος φανερά» (μαρτυρία Ανδ. Μπαρτζώκα). Οι δραπέτες διέσχισαν τη στοά, που είχε φωταγωγηθεί νωρίτερα με τις μικρές λάμπες προκειμένου να κινούνται πιο εύκολα, και βγήκαν στα άδεια λόγω της ημέρας αποδυτήρια του εργοστασίου «Ντεστρέ».

Έβγαλαν τις πιτζάμες, τις κάλτσες και τα μαντήλια, πέρασαν στο προαύλιο και έτρεξαν προς τον δρόμο για να εξαφανιστούν στα γύρω στενά. Όμως, λίγο προτού ολοκληρωθεί η απόδραση, στο χώρο των αποδυτηρίων εμφανίστηκε απρόοπτα ο φύλακας του εργοστασίου Πλευράκης, που είχε ειδοποιηθεί σχετικά από την κόρη του. «Όταν βγήκα από τη στοά βρισκόταν εκεί ο Σιδέρης, ο Βασίλης ο Κάτρης καθώς και ένας άγνωστος, άνθρωπος κάπου 50 χρονών, καθισμένος σε μια καρέκλα» θα θυμηθεί πολλά χρόνια μετά ο Περικλής Ροδάκης. «Ο Σιδέρης μου λέει: "Είναι ο φύλακας του εργοστασίου. Ήρθε αναπάντεχα κι αναγκαστήκαμε να τον κρατήσουμε". Πλησιάζω τον "κρατούμενό μας" και του λέω: "Μπάρμπα, είμαστε πολιτικοί κρατούμενοι και δραπετεύουμε!" Αυτός έχει χάσει το χρώμα του και τα λόγια του. Συνεχίζω: "Εμείς θα φύγουμε και για να το πετύχουμε είμαστε αποφασισμένοι για όλα. Το καλό που σου θέλω είναι να μην κάνεις τίποτα […]." Του πρόσφερα και τσιγάρο που το πήρε κοιτάζοντας αδιάκοπα προς την τρύπα, απ' όπου ξεφύτρωναν αδιάκοπα και οι τελευταίοι δραπέτες. […] Μένω μόνος με τον φύλακα. Του λέω να μπει στο αποχωρητήριο κι αυτός υπακούει. Μετά κλείνω την πόρτα και την στερεώνω με ένα χοντρό κάρι, έτσι ώστε να μην μπορεί να ανοίξει από μέσα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Λίγα λεπτά μετά, ο Πλευράκης απελευθερώθηκε από την κόρη του, η οποία αμέσως μετά έτρεξε να ειδοποιήσει τους φύλακες. Ο φρουρός της εξωτερικής φρουράς, όμως, την αποπήρε: «Άντε παράτα με, κορίτσι μου» είπε, μην μπορώντας να πιστέψει όσα του είχε αναφέρει. Άλλωστε, όπως θα γράψει αργότερα ο Τσακίρης «στο μυαλό της Υπηρεσίας ήταν εδραιωμένη η πεποίθηση ότι "οι κομμουνιστές δεν δραπετεύουν". Ήξεραν καλά την απόφαση της "ηγεσίας των φυλακών", που απαγόρευε τις δραπετεύσεις. Αυτή η πεποίθηση οδηγούσε την Υπηρεσία να κάνει τυπικούς, πρόχειρους κτηριακούς ελέγχους».

Αμέσως σήμανε συναγερμός και διατάχτηκε καταμέτρηση των κρατουμένων για να διαπιστωθεί ποιοι είχαν αποδράσει. Από την καταμέτρηση αυτή διαπιστώθηκε πως οι δραπέτες ήταν 27

Έτσι, μαζί με τον πατέρα της αναγκάστηκαν να ενημερώσουν τον αξιωματικό υπηρεσίας των φυλακών και ακολούθως να οδηγήσουν κάποιους φύλακες και χωροφύλακες ως τα αποδυτήρια του εργοστασίου για να τους δείξουν την τρύπα της σήραγγας και τις πεταμένες πιτζάμες, ώστε να τους πείσουν πως πράγματι έλεγαν την αλήθεια. Αμέσως σήμανε συναγερμός και διατάχτηκε καταμέτρηση των κρατουμένων για να διαπιστωθεί ποιοι είχαν αποδράσει. Από την καταμέτρηση αυτή διαπιστώθηκε πως οι 27 συνολικώς δραπέτες ήταν οι Βαρδής Βαρδινογιάννης, φοιτητής Νομικής 33 ετών, Ανδρέας Βελλής, φοιτητής Πολυτεχνείου, 26 ετών, Γκαστόν Βερναρδής, τελειόφοιτος Ιατρικής, 31 ετών, Γιώργος Γεωργίου, εργάτης, 55 ετών, Αριστοτέλης Γεωργούλιας, έμπορος, τελειόφοιτος Νομικής, 38 ετών, Βασίλης Δουκάκης, μεταφραστής, 30 ετών, Χαράλαμπος Καλατζής, έμπορος, 28 ετών, Σταύρος Καρράς, σπουδαστής Πολυτεχνείου, 30 ετών, Βασίλης Κάτρης, εργάτης, 30 ετών, Παντελής Κιουρτζής, έμπορος, 42 ετών, Ζήσιμος Κόκλας, δημόσιος υπάλληλος, 40 ετών, Μιχάλης Κολοκοτρώνης, αρτεργάτης, 30 ετών, Κώστας Λιναρδάτος, δημοσιογράφος, τελειόφοιτος Νομικής, 33 ετών, Αλέκος Λογαράς, γεωπόνος, 29 ετών, Ανδρέας Μπαρτζώκας, λογιστής, 28 ετών, Δημήτρης Μυριανθόπουλος, εργάτης, 42 ετών, Δημήτριος Πανουσόπουλος, ιδιωτικός υπάλληλος, ετών 26, Αλέκος Παπαλεξίου, φοιτητής Ιατρικής, 36 ετών, Αλέξης Παπούλιας, δικηγόρος, 41 ετών, Στέλιος Πάσιος, σιδηροδρομικός, 31 ετών, Περικλής Ροδάκης, μεταφραστής, 30 ετών, Σταύρος Σιδέρης, πτηνοτρόφος, 30 ετών, Σωτήρης Σωτηρόπουλος, κτηματίας, 35 ετών, Λεωνίδας Τζεφρώνης, τελειόφοιτος Πολυτεχνείου, 35 ετών, Κυριάκος Τσακίρης, φοιτητής Νομικής, 39 ετών, Κώστας Φίλης, καθηγητής Φιλολογίας, 28 ετών και Γεώργιος Χατζηπέτρου, υδραυλικός, 33 ετών.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ένταση των διώξεων

Όπως ήταν αναμενόμενο, από τις πρώτες κιόλας ώρες, οι αστυνομικές αρχές εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό και τη σύλληψη των δραπετών. «Διετάχθη αυστηρά επιφυλακή ολοκλήρου της δυνάμεως της Αστυνομίας Πόλεων Αθηνών κι εκινητοποιήθησαν προς ενέργεια ερευνών 2000 αστυνομικοί» έγραφε χαρακτηριστικά στις 19 Ιουλίου η εφημερίδα Το Βήμα και συμπλήρωνε: «Αστυνομικοί περίπολοι, εξ άλλου, υπό βαθμοφόρους, απέκλεισαν τις εισόδους κι εξόδους της πρωτευούσης, καθώς και τας κεντρικάς αρτηρίας αυτών […]. Επίσης εκινητοποιήθη […] και ολόκληρος η δύναμις του μηχανοκινήτου της Γενικής Ασφαλείας Αθηνών. Παρόμοια μέτρα κινητοποιήσεως ελήφθησαν και εκ μέρους της χωροφυλακής Αθηνών». Τις επόμενες μέρες, οι έρευνες επεκτάθηκαν και σε άλλα σημεία της χώρας και προς όλες τις κατευθύνσεις Παράλληλα, στις 21 Ιουλίου, κι ενώ δύο μέρες νωρίτερα η κυβέρνηση Παπάγου είχε προκαλέσει σχετική απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Ασφάλειας Αττικής, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύτηκε απόφαση του υπουργού Εσωτερικών Ευάγγελου Καλαντζή σύμφωνα με την οποία οι δραπέτες επικηρύσσονταν με το νόμο του 1871 «περί ληστοκρατίας» διότι όπως αναφερόταν στο σκεπτικό «ούτοι τυγχάνοντες σοβαρά κομμουνιστικά στελέχη, ηνωμένα εις ομάδα διαθέτουσαν όπλα και εργασθέντες δια την επικράτησιν του ΚΚΕ […] συναπεφάσισαν και απέδρασαν ομαδικώς των φυλακών […] με σκοπόν να συνεχίσωσι την αντεθνικήν των δράσιν, καταστάντες ούτω, λίαν επικίνδυνοι, εις την Δημόσιαν και Εθνικήν Ασφάλειαν».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Στην ίδια απόφαση καθορίζονταν χρηματικές αμοιβές από 30.000 δρχ. έως 10.000 δρχ. για το φόνο ή σύλληψη και από 15.000 δρχ. έως 5.000 δρχ. για την αποτελεσματική κατάδοση των δραπετών «εις τας αρμόδιας Αρχάς», ενώ ταυτόχρονα προβλέπονταν και αυστηρές ποινές για όσους θα τους περιέθαλπαν ή έκρυβαν. Η απόφαση αφορούσε τους 26 από τους 27 δραπέτες, καθώς ο Σιδέρης είχε ήδη συλληφθεί το πρωί της 19ης Ιουλίου από άντρες της Ασφάλειας Πειραιά στο σπίτι όπου κρυβόταν. Την σχετική είδηση δημοσίευσε πρώτη η εφημερίδα Η Βραδυνή, η οποία σε έκτακτη έκδοσή της την ίδια μέρα σημείωνε μεταξύ άλλων πως «την 11.30 π.μ. επετεύχθη η σύλληψις ενός εκ των 27 κομμουνιστών καταδίκων και υποδίκων. Ο συλληφθείς είναι ο Σταύρος Σιδέρης, ηλικίας 30 ετών, πτηνοτρόφος, κάτοικος Καλογρέζης, υπόδικος με κατηγορία επί κατασκοπεία. […] Αι αρμόδιαι Αρχαί υπογραμμίζουν την σημασίαν της επιτευχθείσης συλλήψεως του πρώτου εκ των αποδρασάντων».

Δεκαπέντε από τους δραπέτες συνελήφθησαν αρκετό καιρό αργότερα (οι 13 μετά από κατάδοση και άλλοι δύο εντελώς τυχαία), ενώ δέκα άλλοι κατάφεραν να διαφύγουν στο εξωτερικό

Παράλληλα, οι έρευνες της αστυνομίας συνοδεύτηκαν από γενίκευση των αντικομουνιστικών διώξεων με μαζικές συλλήψεις, φυλακίσεις, ακόμα και εκτοπίσεις. Στις 23 Ιουλίου, η εφημερίδα «Η Αυγή» δημοσίευσε κοινή ερώτηση έξι κεντρώων βουλευτών σχετικά με τις συλλήψεις, αλλά και την παραβίαση στοιχειωδών ανθρώπινων και δημοκρατικών δικαιωμάτων πολλών πολιτών καθώς και δικονομικών διατάξεων από κρατικά όργανα με αφορμή την απόδραση. Επιπλέον, στις 31 Ιουλίου, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την επαναλειτουργία του στρατοπέδου στην Γυάρο, όπου αρχικώς εστάλησαν 200 και κατόπιν όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι, που είχαν καταδικαστεί με ποινές μεγαλύτερες των 15 ετών. Πάντως, τα μέτρα αυτά δεν έφεραν αμέσως τα προσδοκώμενα αποτελέσματα για τις διωκτικές αρχές. Δεκαπέντε από τους δραπέτες συνελήφθησαν αρκετό καιρό αργότερα (οι 13 μετά από κατάδοση και άλλοι δύο εντελώς τυχαία), ενώ δέκα άλλοι κατάφεραν να διαφύγουν στο εξωτερικό. Και μόνο ένας, ο Γεωργίου, σκοτώθηκε από σφαίρα αστυνομικού αποσπάσματος επιχειρώντας, σύμφωνα με το σχετικό αστυνομικό δελτίο «να εξέλθη παρανόμως των ελληνικών συνόρων».

«Καταπληκτική ομαδική απόδρασις»

Η θεαματική απόδραση προκάλεσε σοκ όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στη διεθνή κοινή γνώμη και είναι αξιοσημείωτο πως επισκίασε ειδησεογραφικά ακόμα και την τετραμερή συνάντηση μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και των πρωθυπουργών της Σοβιετικής Ένωσης Νικολάι Μπουλγκάνιν, της Μεγάλης Βρετανίας Αντονι Ήτνεν και της Γαλλίας Εντγκάρ Φορ, στην Γενεύη της Ελβετίας (18-23 Ιουλίου), την πρώτη ύστερα από μια μακρά περίοδο διεθνούς έντασης και ψυχρού πολέμου. Στον ελληνικό Τύπο, το γεγονός καλύφθηκε με εκτενή ρεπορτάζ, φωτογραφίες από το χώρο των φυλακών και της γύρω περιοχής και αναλυτικά σκαριφήματα που παρουσίαζαν τον τρόπο με τον οποίο διανοίχτηκε η σήραγγα διαφυγής, την κατεύθυνση και την έξοδό της. Οι τίτλοι των εφημερίδων εκείνων των ημερών δίνουν παραστατικά την εντύπωση που προκάλεσε το γεγονός: «Τι προκύπτει από την μεγάλην απόδρασιν 27 κομμουνιστών της Κυριακής - Ολόκληρον τμήμα του παράνομου μηχανισμού του Κ.Κ. Ελλάδος παραμένει ανέπαφον και συνεχίζει την ανατρεπτικήν δράσιν του, πιθανώς υπό την αρχηγία του Ακριτίδη» σημείωνε στις 19 Ιουλίου η εφημερίδα Απογευματινή. Την ίδια μέρα η Ακρόπολις τόνιζε: «Η καταπληκτική ομαδική απόδρασις των κομμουνιστικών στελεχών – Μέχρις ώρας ουδείς συνελήφθη από τους 27 κομμουνιστάς τους δραπετεύσαντας από τας φυλακάς Βούρλων το απόγευμα της Κυριακής υπό μυθιστορηματικάς συνθήκας», ενώ η κεντρώα Ελευθερία υπογράμμιζε: «Υπό τα βλέμματα της "ισχυράς" κυβερνήσεως – 27 κομμουνισταί απέδρασαν εκ των φυλακών Βούρλων υπό μυθιστορηματικάς συνθήκας – Από διανοιγείσαν υπόγειον σήραγγα διέφυγον εις παρακείμενον εργοστάσιον». Επιπλέον, σε ορισμένες εφημερίδες δημοσιεύτηκαν επικριτικά σχόλια για τους χειρισμούς της κυβέρνησης και διατυπώθηκαν υπαινιγμοί ακόμα και για πολιτικές ευθύνες. Κάτω από το βάρος αυτών των αιτιάσεων, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε με «αρμόδια κυβερνητική πηγή» να απαντήσει πως «περίπτωσις κυβερνητικών ευθυνών δια την απόδρασιν των Βούρλων του Πειραιώς, δεν προκύπτει».

«Ο φύλακας […] Γ. Βλαχάβας αποπειράθηκε να αυτοκτονήση, αφού περιελούσθη με βενζίνη και κατόπιν έθεσε πυρ εις την ενδυμασίαν του»

Πάντως, τις επόμενες ημέρες ο διευθυντής των φυλακών Γ. Παυλής παύθηκε και δεν χρησιμοποιήθηκε έκτοτε σε παρόμοια θέση, ενώ ο αρχιφύλακας Μπραϊμης, οι υπαρχιφύλακες και οι απλοί φύλακες ανακρίθηκαν προκειμένου να διερευνηθούν τυχόν ευθύνες του προσωπικού. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, οι ψυχολογικές και σωματικές πιέσεις που ασκήθηκαν στο προσωπικό κατά τη διάρκεια της έρευνας ήταν τόσο έντονες ώστε «ο φύλακας […] Γ. Βλαχάβας αποπειράθηκε να αυτοκτονήση, αφού περιελούσθη με βενζίνη και κατόπιν έθεσε πυρ εις την ενδυμασίαν του» με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρά εγκαύματα και να μεταφερθεί στο Τζάνειο νοσοκομείο, ενώ ο φύλακας Β. Κόμματος «υπέστη διανοητικήν παράκρουσιν, θραύσας διαφόρους υαλοπίνακας και […] θα χρειασθή να εισαχθεί εις Νευρολογικήν Κλινικήν» (ανακοίνωση του υπουργείου Δικαιοσύνης – 21 Ιουλίου 1955).

Την ίδια στιγμή, ο εισαγγελέας Πειραιά κοινοποίησε σε όλες τις εφημερίδες την απαγόρευση για «οιανδήποτε δημοσίευσιν σχετικήν προς την ενεργούμενην ανάκρισιν ή άλλην πράξιν της ποινικής διαδικασίας, ως και των φωτογραφιών των δραστών, επί της επί αποδράσει κρατουμένων, ελευθερώσει φυλακισμένων κ.λπ. υποθέσεως, δι ης ησκήσαμεν σήμερον ποινικήν δίωξιν», ενώ ο υπουργός Δικαιοσύνης Κλεάνθης Θεοφανόπουλος δικαιολόγησε την απαγόρευση «αφ' ενός μεν, δια να μην ανησυχεί το κοινόν αφ' ετέρου δε, δια να μην παρακωλυθεί το έργον, τόσο των καταδιωκτικών όσο και των ανακριτικών αρχών». Την άνοιξη του 1960 πραγματοποιήθηκαν στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών οι δίκες 42 συνολικώς στελεχών του Κ.Κ.Ε., μεταξύ των οποίων βρίσκονταν και οι συλληφθέντες δραπέτες των Βούρλων. Στην πρώτη δίκη (5-13 Απριλίου) έξι από τους δέκα τέσσερις κατηγορουμένους καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά με την κατηγορία πως «εισήλθον εις την χώραν εκ χωρών του παραπετάσματος με σκοπόν την διενέργειαν κατασκοπείας δια λογαριασμόν ξένης δυνάμεως».

Στη δεύτερη δίκη (26 Απριλίου-20 Μαΐου) το κατηγορητήριο ανέφερε πως οι κατηγορούμενοι «δραπετεύσαντες εις το σιδηρούν παραπέτασμα επεδίδοντο εις την συγκέντρωσιν πληροφοριών στρατιωτικής φύσεως και την δι ασυρμάτων μετάδοσίν των εις την ηγεσίαν του ΚΚΕ και την βουλγαρικήν υπηρεσίαν πληροφοριών». Παρά την πρόταση του βασιλικού επιτρόπου να επιβληθεί η ποινή του θανάτου σε ορισμένους από τους κατηγορούμενους, το δικαστήριο επέβαλε τελικώς ισόβια δεσμά σε έξι από αυτούς. Το κλίμα του ψυχρού πολέμου είχε αρχίσει ήδη να εμφανίζει σημάδια ύφεσης και δεν «επέτρεπε» πλέον θανατικές καταδίκες…

Περισσότερα από το VICE

Μπήκαμε στο Μουσείο των Άψογα Διατηρημένων Πτωμάτων

Ο Κωνσταντίνος Δασκαλάκης δεν Έχει Μετρήσει Ποτέ το IQ του - Αλλά Είναι πιο Έξυπνος από Εσένα

Πέρασα το Σαββατοκύριακό μου με Έναν Έμπορο Ναρκωτικών του Deep Web

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter Facebook και Instagram.