FYI.

This story is over 5 years old.

Μια Αληθινή Ιστορία

Είναι Βασιλιάς με 450 Ευρώ τον Μήνα

Μαθήματα επιβίωσης από έναν 74χρονο συνταξιούχο που έφυγε από την Ελλάδα και πήγε στη Βουλγαρία.

«Να έρθεις όποτε θέλεις, να φέρεις και τους φίλους σου. Θα φάμε, θα πιούμε, και ο λογαριασμός δικός μου, έτσι; Δεν δέχομαι αντιρρήσεις». Η αλήθεια είναι πως δεν μπορείς να φέρεις εύκολα αντίρρηση στον κ. Χρήστο. Κι ας είναι ένας συνταξιούχος των 450 ευρώ κι ας μην έχει καμία περιουσία πλέον στην Ελλάδα. Ο δικός του οικονομικός «παράδεισος», στον οποίο ζει το όνειρο κάθε χαμηλοσυνταξιούχου, βρίσκεται μόλις 20 χιλιόμετρα μετά τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, κι ακούει στο όνομα «Σαντάνσκι». Εκεί, ο 74χρονος Χρήστος Ιγνατίου από το Αγιοχώρι Σερρών, έχει γίνει όπως μου λέει, «ο άρχοντας της Βουλγαρίας». Και κατά πως φαίνεται δεν υπερβάλει.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Δεν πήγαινε άλλο η κατάσταση στην Ελλάδα. Έπαιρνα τη σύνταξή μου και μέσα σε 15 ημέρες είχε κάνει “φτερά”. Βάλε μέσα στα έξοδα τους λογαριασμούς, τη βενζίνη και τα φάρμακα, ε, δεν θέλεις και πολλά ακόμη για να τα βροντήξεις και να φύγεις». Έτσι πριν από εννέα χρόνια τα βρόντηξε και διέσχισε οριστικά την απόσταση που χωρίζει το χωριό του από το Σαντάνσκι, ένα από τα πιο γνωστά θέρετρα της νοτιοδυτικής Βουλγαρίας. «Ερχόμουν εδώ για βόλτα μετά το θάνατο της γυναίκας μου κι αντάμωνα πολλούς ακόμη Έλληνες. Το κόστος ζωής δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα. Ο καφές; Ένα λέβα, δηλαδή μισό ευρώ.  Να κάτσουμε να φάμε και να πιούμε πέντε άτομα, δεν θα δώσουμε περισσότερα από 25 ευρώ. Κάποιοι έρχονταν για να ψωνίσουν κι έφευγαν φορτωμένοι με ρούχα και τρόφιμα και κάποιοι άλλοι ζούσαν μόνιμα. Ε, αυτό είπα να κάνω κι εγώ και δεν μετάνιωσα.  Όταν ο μέσος μισθός για τους Βούλγαρους είναι μετά βίας 150 ευρώ, άδικα λέω ότι με τα 450 ευρώ μου είμαι από τους πιο πλούσιους Έλληνες στη Βουλγαρία;», λέει και πνίγεται στα γέλια.

Δύο χρόνια περίμενε να πάρει τη σύνταξή του. Σε αυτό το διάστημα πούλησε τα χωράφια και δεν του έμεινε φράγκο! «Ο γιος μου είχε την οικογένειά του κι εγώ δεν είχα κανένα λόγο που να με κρατάει πίσω…», εξηγεί. Σημαντικό ρόλο στην απόφασή του, έπαιξαν βέβαια και τα ζητήματα της καρδιάς, ή αλλιώς, η Μαρία. Σε μία από τις βόλτες του στο Σαντάνσκι, επισκέφθηκε το σπίτι κάποιων γνωστών κι εκεί γνώρισε την κατά 26 χρόνια νεότερη σύζυγό του. Πράος χαρακτήρας, γλυκομίλητη και χρυσοχέρα. «Με έχει σαν τα μάτια της, έτσι; Οφθαλμίατρος βλέπεις!», μου λέει.  Έπειτα από δύο χρόνια γνωριμίας, η σχέση τους επισημοποιήθηκε και πλέον είναι ανδρόγυνο. «Της έταξα γάμο κι εγώ τον λόγο μου τον κρατώ!», τονίζει με το ύφος άνδρα παλαιάς κοπής που λογαριάζει τον λόγο του σαν το σημαντικότερο πράγμα που κουβαλά. «Χιλιάδες Έλληνες είναι παντρεμένοι με Βουλγάρες, βέβαια ο πιο τυχερός είμαι εγώ. Φοβερή γυναίκα η Μαρία. Και με αγαπάει. Με σύστησε και στην μητέρα της, διότι με τέτοια ζητήματα δεν παίζουμε».

Το σπίτι τους, μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από την Ελλάδα της δεκαετίας του ’60. Λίγα τετραγωνικά, αλλά νοικοκυρεμένο, κεντήματα παντού και φωτογραφίες. Η Μαρία έχει μάθει να ψήνει τον ελληνικό καφέ, όπως  ακριβώς τον προτιμά ο σύζυγός της - πολλά βαρύς και σκέτος - ενώ δεν πάει πίσω ούτε στις μαγειρικές της δυνατότητες «Της έδειξα ένα δύο φαγητά κι έχει γίνει εξπέρ! Μαγειρεύει όπως η μάνα μου και η συγχωρεμένη η γυναίκα μου», λέει.

Παραβλέποντας το γεγονός ότι ένας άντρας δεν ξεχνά τα γαστριμαργικά «καλούδια» της μητέρας του ούτε στα 80, ο κ. Χρήστος όταν δεν απολαμβάνει τις σπεσιαλιτέ της συζύγου του, κάνει βόλτες στην πόλη, πίνει καφέδες με τη παρέα και τέλος βοηθά άλλους Έλληνες που καταφτάνουν αυθημερόν στην περιοχή για ψώνια ή για επίσκεψη σε γιατρούς. Εξάλλου, είναι γνωστό πως οι οδοντίατροι του Σαντάνσκι κάνουν «χρυσές δουλειές» με τους Έλληνες των παραμεθόριων χωριών που τους προτιμούν για τις ιδιαίτερα χαμηλές τιμές τους. «Πίσω στο σπίτι το μεσημέρι για να φάμε μαζί με την Μαρία, μετά ξεκούραση, λίγο τηλεόραση το απόγευμα και ύπνος. Απλά πράγματα. Εδώ η ζωή κυλά ήρεμα, εύκολα, χωρίς άγχος». Η δικαίωση της απόφασής του, έρχεται και από τα λόγια των φίλων και συγγενών του, όποτε επισκέπτεται το Αγιοχώρι. «Όταν πηγαίνω πίσω και με βλέπουν, μου λένε όλοι «Μπράβο ρε Χρήστο, καλά έκανες και πήγες». Βλέπουν ότι αντί να γερνάω, γίνομαι πιο νέος. Σου είπα, ζούμε καλά εδώ, δεν έχω το άγχος της επιβίωσης που «τρώει» τους φίλους μου στην Ελλάδα. Δεν τρέμω μήπως αρρωστήσω και δεν έχω τα 25 ευρώ για το νοσοκομείο ή μήπως μου κόψουν το ρεύμα και το νερό».

Η ελληνική κοινότητα στο Σαντάνσκι μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο. Σήμερα εκτιμάται ότι περίπου 70  Έλληνες, κυρίως κάτοικοι των παραμεθόριων χωριών έχουν μετεγκατασταθεί στην περιοχή κι έχουν κάνει μία νέα –πιο οικονομική- αρχή στις ζωές τους. «Κάθε μέρα συναντώ κόσμο από το Κιλκίς, τις Σέρρες, τη  Δράμα και τη Θεσσαλονίκη αλλά και από την Αθήνα. Κάποιοι έρχονται για λόγους υγείας επειδή έχει καλό κλίμα και ιαματικά νερά. Κάποιοι άλλοι ανοίγουν μικρές επιχειρήσεις, εστιατόρια και καφέ. Περπατάς στον πεζόδρομο κι ακούς ελληνικά, δεν είναι και λίγο», τονίζει. Τον ρωτώ τι του λείπει περισσότερο από την Ελλάδα, αν θα ήθελε να ξαναγυρίσει: «Είναι η πατρίδα μου όπως και να το κάνουμε, μου λείπει. Αλλά δεν θα ήθελα να ξαναγυρίσω. Εδώ τα έχω βρει όλα.