FYI.

This story is over 5 years old.

Μουσική

Έλαβα Απειλές Κατά της Ζωής μου για μια Κακή Μουσική Κριτική που Έγραψα

Όταν κινδυνεύει η ζωή σου επειδή έγραψες την άποψή σου.
JD
Κείμενο John Doran

Φωτογραφία: Faye Blaylock

To άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE US.

Η μουσική βιομηχανία είναι σαν μια μπυραρία που δημιουργεί και συντηρεί την ψυχική ασθένεια των πελατών της, ενώ βρίσκεται κολλητά με ένα σαλούν που ο στόχος του είναι να προσελκύει τους ήδη πάσχοντες.

Σκούπισε τα σκισμένα χαρτάκια και τις αποξηραμένες νιφάδες καπνού από την επιφάνεια του τραπεζιού. Σφουγγάρισε τις κολλώδεις λίμνες από χυμένο κρασί και μπύρα, ξύσε το σιχαμερό λούστρο και καθάρισε το βερνίκι έως ότου μείνει μονάχα το γυμνό, παρθένο ξύλο. Όσο βαθιά κι αν φτάσεις, πάντα θα βρίσκεις τις ριζωμένες (και κατά βάση άχρηστες) πεποιθήσεις για την τρέλα και τη δημιουργικότητα, την κατάθλιψη και το βάθος, την οργή και την αυθεντικότητα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Υπάρχουν πολλοί λόγοι που οδηγούν σ' αυτήν την κατάσταση, όμως ο κυριότερος ενισχυτικός παράγοντας είναι η ανοχή που δείχνουν οι ενήλικες στην κατανάλωση μεγάλης ποσότητας αλκοόλ και ναρκωτικών, την οποία δεν συναντά κανείς συχνά σε άλλους τομείς της ζωής. Η κουλτούρα που περιβάλλει την παραγωγή της μουσικής δίνει την αίσθηση ότι βρίθει από εύθραυστες ψυχές, ενώ δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο να συναντήσεις ανθρώπους που εμφανίζουν βαρβάτα ψυχωσικά επεισόδια. Και κάποιες φορές, τα γεγονότα αυτά έχουν τρομερές συνέπειες.

Πέρα όμως από τους εμπειρικούς κανόνες, νομίζω ότι είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι αυτό δεν είναι πάντα κάτι κακό. Δίνεται η ευκαιρία σε κάποιους ανθρώπους να αναπτυχθούν (δημιουργικά, συναισθηματικά και οικονομικά) με έναν τρόπο που ποτέ δεν θα μπορούσαν να το κάνουν αν είχαν γίνει δάσκαλοι ή οδηγοί λεωφορείου.

Το 2004, στην αρχή της καριέρας μου ως μουσικός δημοσιογράφος και ενώ δούλευα για το φοβερό Metal Hammer, πήρα συνέντευξη από τον Sid Wilson, τον DJ των Slipknot. Στο τέλος αυτής της εμπειρίας ήμουν σοκαρισμένος, όταν συνειδητοποίησα πόσο διαστρεβλωμένη ήταν η αντίληψη της πραγματικότητας που είχε. Κι αυτό ήταν κάτι που γνώριζα καλά, έχοντας στο ιστορικό μου έναν καραμπινάτο νευρικό κλονισμό στο πανεπιστήμιο, λίγο πριν με διώξουν το 1991. Όντας χρόνιος αλκοολικός και τακτικός χρήστης σκληρών ναρκωτικών, τα χρόνια που μεσολάβησαν υπέφερα από φρικτές παραισθήσεις, σπασμούς και διαστρεβλωμένη αντίληψη της πραγματικότητας, στη διάρκεια σύντομων περιόδων απεξάρτησης όπου εμφάνιζα στερητικά σύνδρομα. Όμως, ο Sid των Slipknot ήταν άλλο πράγμα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το Newsletter του VICE Greece

Στη διάρκεια της συνέντευξής μας, σύντομα αντιλήφθηκα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Έβαλε στον καφέ του πέντε κουταλάκια ζάχαρης, χρησιμοποιώντας έναν μικρό ξύλινο αναδευτήρα για να σταθεροποιήσει την κάθε κουταλιά στην επιφάνεια και στη συνέχεια βύθιζε αργά-αργά το κουτάλι. Μετά ανακάτευε την κάθε κουταλιά ζάχαρης πέντε φορές με τη φορά του ρολογιού και πέντε αντίστροφα, μετρώντας φωναχτά την ώρα που το έκανε. Παρόλο που ήμασταν σε εσωτερικό χώρο και είχε ζέστη είχε τυλίξει μία μπαντάνα γύρω από το κεφάλι του και είχε φορέσει δυο καπέλα από πάνω. Μου είπε ότι αυτό τον βοηθούσε να ελέγχει τη ροή πληροφοριών που δεχόταν από «το σπίτι του».

Ισχυριζόταν ότι ήταν εξωγήινος που είχε σταλεί από τον αστερισμό του Ωρίωνα, για να σώσει την ανθρωπότητα και να προετοιμάσει τους καλούς ανθρώπους στη Γη για τον επερχόμενο διαγαλαξιακό πόλεμο, λες και ήταν η εξωγήινη ενσάρκωση της Δευτέρας Παρουσίας. «Πιστεύω ότι είμαι από τον Ωρίωνα», μου είπε, «αλλά είμαι περήφανος που έχω έρθει εδώ στη Γη για να ολοκληρώσω αυτήν την αποστολή».

Μου μιλούσε τρεις ώρες για τις πεποιθήσεις του, οι οποίες ήταν μία μίξη της Αναρπαγής των Πιστών, της Οδύσσειας του Διαστήματος, του Blade Runner, του Πεδίου Μάχης: Γη και της Αποκάλυψης του Ιωάννη. Μου μιλούσε για τόση ώρα που στο τέλος χρειάστηκε να έρθει κάποιος να τον πάρει, γιατί η μπάντα ήταν έτοιμη να βγει στη σκηνή και τον περίμεναν στα καμαρίνια. Δεν με παραξένεψε καθόλου όταν μου είπε ότι, μια φορά, όταν πουλούσε ναρκωτικά στο σχολείο, είχε φάει μια ολόκληρη σελίδα με 75 χαρτόνια LSD μέσα σε ένα απόγευμα. Την επόμενη μέρα με πήρε τηλέφωνο για να μου ζητήσει συγγνώμη που δεν μου έδειξε το τατουάζ που του είχε αποκαλύψει τον σκοπό του. Έδειχνε τους Δίδυμους Πύργους τυλιγμένους στις φλόγες. Ήταν ένα τατουάζ το οποίο, όπως μου είπε, είχε κάνει τον Αύγουστο του 2001.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μετά από χρόνια συνειδητοποίησα ότι -μετά τη διαμορφωτική εμπειρία με το LSD, τουλάχιστον- τα πράγματα είχαν πάει πολύ καλά για τον Sid, για τα δεδομένα του. Αναμφισβήτητα ζούσε σε έναν πολύ ευχάριστο κόσμο, για κάποιον με τις δικές του προοπτικές. Με λίγα λόγια, δεν ήθελε ούτε και χρειαζόταν τον οίκτο μου.

Τι γίνεται, όμως, με τους μουσικούς που δεν έχουν ένα καλό συμβόλαιο και διεθνή φήμη; Τι γίνεται με τους μουσικούς όπως ο Sauron V*, ένας άγνωστος black metal μουσικός χωρίς συμβόλαιο, από το Great Yarmouth*, ο οποίος βρίσκεται στις παρυφές του πολιτισμού; Τι γίνεται με τους ανθρώπους σαν κι αυτόν, όταν τα σήματα που δέχονται περιπλέκονται και εκείνοι δεν μπορούν να ελέγξουν τη γρήγορη ροή των νέων πληροφοριών;

Περίπου την ίδια περίοδο που έκανα τη συνέντευξη με τον Sid Wilson, μία από τις βασικές μου αρμοδιότητες στο

Metal Hammer

ήταν να γράφω στη στήλη για τα demos. Μια μέρα, το περιοδικό μού έδωσε ένα CD που πάνω έγραφε Marie Antoinette*, με ακιδωτή γραμματοσειρά σε στυλ Slayer. H μουσική ήταν εντελώς απλοϊκή. Σε ένα κομμάτι, οι στίχοι έλεγαν: «Είσαι η γαμημένη ντροπή της γαμημένης φυλής σου» και είχαν κι άλλες αναχρονιστικές ατάκες γελαδάρηδων, τύπου «να θανατωθούν οι αδερφές», οπότε κι έβαλα ένα 0/10 στην κριτική.

Λίγους μήνες αργότερα, έφτασε άλλο ένα δέμα στα γραφεία του περιοδικού για εμένα. Οι Marie Antoinette είχαν κυκλοφορήσει από μόνοι τους δύο singles· το ένα λεγόταν «Καλύτερα να χώσεις αυτό το CD στον κώλο σου, John Doran, σαρκαστικέ σπασίκλα» και το άλλο είχε τον πιο πεζό τίτλο, «Σε μισούμε John Doran». Τα singles συνοδεύονταν από μια δυσοίωνη κασέτα C90. Η κασέτα ήταν εν μέρει βιογραφική, ενώ στην υπόλοιπη υπήρχαν απειλές, καθώς και μια συνεδρία στον ψυχίατρο. Οι Marie Antoinette ήταν μια punk μπάντα με έδρα το Great Yarmouth, αποτελούμενη από ένα μέλος, τον Sauron V, ο οποίος τραγουδούσε και έπαιζε κιθάρα. Η κασέτα περιείχε την πρώτη από τις πολλές απειλές κατά της ζωής μου: «Ξέρεις, με έχει πιάσει κατάθλιψη μετά την κριτική σου. Έχω να περάσω τέτοια κατάθλιψη από τότε που έκανα φυλακή για ξυλοδαρμό. Θα σε βρω και θα σου σπάσω το γαμημένο σου κεφάλι στα δύο. Θα σε σκοτώσω».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θυμάμαι γιατί αποφάσισα να γράψω κριτική για την επόμενη παρτίδα τραγουδιών των Marie Antoinette στη στήλη μου και να τους βάλω 0/10, όμως όποιο κι αν ήταν το σκεπτικό μου, ήταν τελείως λάθος και ειλικρινά εύχομαι να μην το είχα κάνει. Το ειρωνικό τρολάρισμα είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα κι έτσι κατέφτασε ακόμα μία παρτίδα από CD singles, ενώ μια κασέτα με ηχογραφημένες απειλές έφτασε στο Hammer λίγες εβδομάδες μετά τη δημοσίευση. Ήθελα να γράψω κριτική και γι' αυτά, όμως ευτυχώς ο συντάκτης μου, Jamie, έβαλε τέλος σ' αυτήν την ηλιθιότητα και μου απαγόρευσε να τους αναφέρω ξανά στο περιοδικό.

Το ίδιο το Hammer, όμως, ήταν λιγότερο τυχερό. H ιδέα ότι εργάζομαι -και κατά πάσα πιθανότητα ακόμα και ζω- στα γραφεία του Metal Hammer είχε μπει για τα καλά στο κεφάλι του Sauron V κι έτσι άρχισε να βομβαρδίζει τον περιοδικό με απειλητικά τηλεφωνήματα, τα οποία μετά από λίγους μήνες άρχισαν να γίνονται μόνο στις εννιά το πρωί. Κάποιες φορές εξαντλούσε όλον τον χώρο αποθήκευσης μηνυμάτων του περιοδικού, λέγοντάς τους πόσο με μισούσε, πόσο υπέροχη ήταν η μπάντα του και τι σκόπευε να μου κάνει.

Οι απειλές σταμάτησαν για λίγο, όμως όταν επανήλθαν, το περιοδικό κάλεσε την αστυνομία και εγώ αναγκάστηκα να επισκεφθώ την Υπηρεσία Δίωξης Κοινού Εγκλήματος του Marylebone και να μιλήσω με μερικούς αστυνομικούς. Ένας από αυτούς μου ζήτησε να του διηγηθώ περιληπτικά τι είχε συμβεί και να πω την άποψή μου. Ξεκίνησα λέγοντας, «Ό,τι και να γίνει, δεν θέλω να πάει αυτός ο τύπος φυλακή εξαιτίας μου. Όποιο κι αν είναι το πρόβλημά του, είναι ξεκάθαρο ότι η φυλακή δεν τον βοήθησε στο παρελθόν και τολμώ να πω ότι δεν θα τον βοηθήσει ούτε τώρα. Κυρίως, όμως, δεν θέλω να το έχω βάρος στη συνείδησή μου. Ο τύπος προφανώς έχει κάποιο πρόβλημα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο αστυνομικός με σταμάτησε. «Όχι, όχι. Δεν πρόκειται να γίνει κάτι τέτοιο. Δεν είναι σε θέση να δικαστεί. Δεν πρόκειται ποτέ να γίνει δίκη». Πρέπει να έδειχνα μπερδεμένος κι έτσι μου εξήγησε ότι λίγο καιρό αφότου είχα ξεκινήσει να γράφω κριτικές για τα demo των Marie Antoinette στο Hammer, ο Sauron V επιτέθηκε στον γείτονά του με ένα διακοσμητικό σπαθί σαμουράι, σπάζοντας το χέρι του σε διάφορα σημεία. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον έκλειναν σε ίδρυμα και πλέον ήταν έγκλειστος σε κάποια ψυχιατρική κλινική.

«Αν είναι έτσι τα πράγματα, αυτό που θα ήθελα είναι να του αφαιρεθούν τα προνόμια τηλεφωνημάτων», είπα στον αστυνομικό, ο οποίος συμφώνησε ότι κάτω από τις παρούσες συνθήκες, αυτή ήταν η σωστότερη ενέργεια.

Φωτογραφία: Maria Jefferis

Όταν εκδόθηκε το βιβλίο μου, Jolly Lad, τον περασμένο χρόνο, συμπεριέλαβα αυτές τις δύο ιστορίες (και κάποιες ακόμα) για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι ούτε εγώ ο ίδιος ήμουν πολύ καλά στην ψυχική μου υγεία και ήθελα να δείξω ότι υπήρχε μεγάλη τρέλα εκεί έξω. Ο δεύτερος ήταν λόγω της (όχι εντελώς πρωτότυπης) πεποίθησής μου ότι τα όρια μεταξύ λογικής και τρέλας είναι σχετικά ευέλικτα και εξαρτώνται από ορισμένους παράγοντες όπως την τάξη, το φύλο, τον πλούτο, το επάγγελμα, τον τόπο, τον χρόνο και τη φυλή.

Μεγάλωσα τη δεκαετία του 1970, δίπλα στην τότε μεγαλύτερη ψυχιατρική μονάδα της Ευρώπης, το νοσοκομείο Rainhill, και ίσως γι' αυτόν τον λόγο να μην έκανα ποτέ τη ρομαντική και ανόητη ερώτηση, «Και ποιος μπορεί να αποφασίσει αν κάποιος είναι τρελός; Ίσως όλοι να είμαστε τρελοί». Όμως, όχι. Σίγουρα δεν είμαστε εμείς τρελοί.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ωστόσο, όλες μου οι εμπειρίες ως ενήλικας με οδήγησαν σιγά-σιγά στο συμπέρασμα ότι υπήρχε μια μεγάλη γκρίζα ζώνη, την οποία δεν λάμβανε κανείς υπόψη, και στην οποία τα προνόμια έπαιζαν σημαντικό ρόλο. Και χρόνο με τον χρόνο, μου φαινόταν ότι όλο και περισσότεροι από εμάς καταλήγαμε να ζούμε, ή να περνάμε ξυστά, από την γκρίζα ζώνη.

Αμέσως μετά την έκδοση του βιβλίου μου, την περασμένη Πρωτομαγιά, βρέθηκα στο πίσω μέρος ενός βαν, κάνοντας περιοδεία (ως εκφωνητής κειμένων) για 31 ημέρες με τη Νορβηγική blackened noise rock μπάντα Arabot. Όλα πήγαιναν περίφημα, μέχρι που φτάσαμε στο Great Yarmouth. Μετά από ένα εξαντλητικό ταξίδι 13 ωρών, μπήκαμε στον μοναδικό metal συναυλιακό χώρο της περιοχής, κάναμε sound check και πεταχτήκαμε έξω για να πάρουμε κάτι να φάμε πριν τη συναυλία. Άρχισα να ξεφυλλίζω ένα τοπικό περιοδικό όσο περιμέναμε το φαγητό και έριξα μια ματιά στα ονόματα που είχαν προγραμματιστεί για συναυλία εκείνον τον μήνα στον χώρο που παίζαμε. Ανάμεσα σε όλες τις τοπικές μπάντες, με ονομασίες όπως Led Henge και Kurgen, ξεπρόβαλε και η εξαιρετική doom μπάντα, Moss. Μετά, πρόσεξα εκνευρισμένος ότι εμείς είχαμε καταχωρηθεί ως John Doran και Arab Rot, λες και ήμουν ο τραγουδιστής κάποιας «EDL τύπου» ακροδεξιάς NSBM μπάντας. Και ξαφνικά είδα ότι ακριβώς κάτω από αυτό, στη λίστα με τις μπάντες που έπαιζαν την επόμενη μέρα στον ίδιο χώρο, ήταν γραμμένες οι λέξεις Marie Antoinette.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μερικές φορές (μια-δυο φορές στη ζωή σου, υπολογίζω) συμβαίνουν κάποια πράγματα που είναι τόσο τρομακτικά και τόσο αγχωτικά που η φρίκη σε καθηλώνει και αγγίζεις τα όρια της απόλυτης ηρεμίας. Για το υπόλοιπο βράδυ ένιωθα ότι βλέπω τον κόσμο έξω από το σώμα μου. Παρακολούθησα τον εαυτό μου να σέρνεται πίσω στον συναυλιακό χώρο για ανέβει στη σκηνή, στην οποία θα έπαιζε ο άνδρας που είχε απειλήσει τη ζωή μου πολλάκις, σε λιγότερο από 24 ώρες. Είδα τον εαυτό μου να σφίγγεται ιδρωμένος διαβάζοντας το τοπικό περιοδικό με τις μπάντες, το οποίο σίγουρα διάβαζε και εκείνος. Είδα τον εαυτό μου να κοιτά τη διαφήμιση ξανά και ξανά, λες και με κάποιον μαγικό τρόπο το όνομά μου θα έπαυε να βρίσκεται δίπλα στο Marie Antoinette. Είδα τον εαυτό μου να ρωτά τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού αν υπήρχαν δυο μπάντες με το ίδιο όνομα στο Great Yarmouth και μετά είδα τον εαυτό μου να παραπατάει ελαφρώς, όταν η απάντηση που πήρα ήταν ότι όχι, δεν υπήρχαν· ότι ο Sauron V είχε προσφάτως αναδιαμορφώσει την μπάντα του, συμπεριλαμβάνοντας ντόπιους έφηβους, αφότου πήρε εξιτήριο από την κλινική.

Υπάρχει ένα χειρότερο στάδιο από την αντίδραση φόβου «πάλης ή φυγής»: Καθαρός, αγνός τρόμος που προσομοιάζει τη γαλήνη. Εν μέσω αυτής της παραζάλης, οι Arabot κι εγώ ανεβήκαμε στη σκηνή. Επειδή εκείνη τη στιγμή δεν με ένοιαζε πραγματικά τίποτα, διάβασα από το βιβλίο μου το απόσπασμα για τον Sauron V. «Ό,τι κι αν γίνει απόψε», είπα ψύχραιμα στον εαυτό μου, «είτε θα έχει πολύ άσχημη κατάληξη, είτε θα μου προσφέρει νέο υλικό για να γράψω».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Και καθώς τα doom ριφάκια των Arabot πλημμύριζαν το υπόγειο -κι ενώ γεμίζαμε τον χώρο με ελεγχόμενο feedback στις κιθάρες και noise ήχους- απήγγειλα αποσπάσματα που μιλούσαν για αλκοόλ, τρέλα, ναρκωτικά και εξιλέωση. Ένιωθα μια παρουσία στον χώρο, έναν ογκώδη βράχο στις σκιές, στο πίσω μέρος του venue, δίπλα από τον αυτόματο πωλητή τσιγάρων, όπου τα μοβ φώτα έδιναν τη θέση τους στον αδιαπέραστο όνυχα. Όμως όταν τα φώτα άναψαν, δεν υπήρχε κανείς εκεί. Ή το φαντάστηκα ή έφυγε. Εξαφανιστήκαμε από τον χώρο σε χρόνο ρεκόρ, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και φύγαμε επί τόπου, παρόλο που το βασικό όνομα της βραδιάς ήταν οι Sly and the Family Drone, μία από τις αγαπημένες μου μπάντες ever, τους οποίους ανυπομονούσα να ακούσω όλη τη βδομάδα.

Μπήκαμε με φόρα στον αυτοκινητόδρομο A47 λες και ήμασταν γαντζωμένοι σε πύραυλο, ενώ ακούγαμε άλμπουμ των Slayer στη διαπασών, βγάζοντας ακατανόητους ήχους σαν τετράχρονα. Πήγαμε για ύπνο σε ένα ξενοδοχείο έξω από το Leicester και ροχαλίζαμε πριν καν πάει 2.

Η περιοδεία γενικότερα ήταν πολύ ωραία. Μία από τις καλύτερες εμπειρίες της ζωής μου. Ήξερα όμως ότι ήμουν ένας απλώς τουρίστας στον χώρο αυτό και ότι σύντομα θα έφτανε η ώρα να πάω σπίτι.

Ως υστερόγραφο, πρέπει να ζητήσω συγγνώμη σε κάποιον και αυτός είναι ο Sauron V - παρά τους βίαιους στίχους μίσους που ένιωσα να δέχομαι. Έχω επαναλάβει την ιστορία του σαν ανέκδοτο που λες στις παμπ άπειρες φορές έκτοτε όμως έπρεπε να περάσω μέσα από την επίπονη και επαναλαμβανόμενη διαδικασία του να εκδώσω βιβλίο και να ηχογραφήσω ένα ηχοβιβλίο, για να βάλω καλά στο χοντροκέφαλό μου ότι τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αστείο. Η ακραία βία, οι ψυχιατρικές κλινικές, οι ψυχικές ασθένειες, οι εμμονές, η κατάθλιψη και η εκδίκηση δεν έχουν τίποτα το αστείο και μετανιώνω που κάποτε μειδίαζα με όλα αυτά. Αν και είναι απίθανο, σε περίπτωση που διαβάζει θα ήθελα τουλάχιστον να εκφράσω την ειλικρινή συγγνώμη μου. Οι Arabot κι εγώ σχεδιάζουμε να κάνουμε κι άλλη περιοδεία στην Αγγλία για το 2017 ή το 2018 και αν και ίσως αυτό να μην είναι παρά ένα γελοίο όνειρο, και παρόλο που είμαι ένας μεσήλικας άνδρας, νιώθω ότι υπάρχει ακόμα χρόνος να βγει κάτι δημιουργικό από όλον αυτόν τον χαμό, την επόμενη φορά που θα περάσουμε από το Great Yarmouth. Πάντα υπάρχει χρόνος για όλους μας να διορθώσουμε τα πράγματα.

*Τα ονόματα και οι τοποθεσίες έχουν αλλάξει

Το ηχοβιβλίο Jolly Lad με τα απομνημονεύματα του John Doran για την απεξάρτησή του από το αλκοόλ και τα σκληρά ναρκωτικά καθώς και την ανάρρωσή του από την ψυχική ασθένεια, το οποίο είναι βασισμένο στη στήλη Μenk που έγραψε για το VICE, είναι τώρα διαθέσιμο. Μπορείτε να παραγγείλετε ένα αντίτυπο από την Audible εδώ. Διατίθεται, επίσης, μέσω Amazon και iTunes.

Περισσότερα από το VICE

Ο Τσάρλι Τσάπλιν Ήταν Ένας Σαδιστικός Τύραννος Που Εκμεταλλευόταν Έφηβα Κορίτσια

Τι Σημαίνει να Είσαι Surfer στην Ελλάδα

Γιατί oι Γυναίκες Χρησιμοποιούν Selfie Sticks για να Κοιτάξουν Μέσα στον Κόλπο τους;

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.