«Είμαστε Τρελοί κι Ευτυχισμένοι»: Μια Γερή Φωτογραφική Βουτιά στα Εξάρχεια του 1980
Πλατεία Εξαρχείων / Οι φωτογραφίες είναι ευγενική παραχώρηση του Γιώργου Νικολαΐδη. Όλες περιλαμβάνονται στο βιβλίο του «Είμαστε Τρελοί κι Ευτυχισμένοι» [εκδόσεις Στο Περιθώριο].

FYI.

This story is over 5 years old.

Βιβλίο

«Είμαστε Τρελοί κι Ευτυχισμένοι»: Μια Γερή Φωτογραφική Βουτιά στα Εξάρχεια του 1980

Με αφορμή το βιβλίο του Γιώργου Νικολαΐδη, κάναμε μια συζήτηση μαζί του για την πιο punk δεκαετία της Μεταπολίτευσης.
Άννα Νίνη
Κείμενο Άννα Νίνη

Η δεκαετία του 1980 τάραξε τα νερά της μεταπολιτευτικής κοινωνίας, όσο καμιά άλλη. Οι νέοι άνθρωποι, έχοντας τα σημάδια της Χούντας ακόμη νωπά, προσπαθούσαν να γιατρέψουν τα κατάλοιπά της, θέτοντας ρηξικέλευθες καινούριες βάσεις. Ήταν μια εποχή που κατάφερε να ενώσει τη μουσική, την ποίηση και την πολιτικοποίηση. Οι μέρες που το ελληνικό punk το οποίο μόλις γεννιόταν, έγινε το soundtrack των οδοφραγμάτων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Λίγο πριν αυτή η πολυτάραχη περίοδος ξεκινήσει, ο τότε φοιτητής Νομικής Γιώργος Νικολαΐδης, εγκαθίσταται στην Αθήνα. Δύο μαθήματα πριν το πτυχίο του ερωτεύεται τον σκοτεινό θάλαμο και επηρεασμένος από τον μέντορά του, Σωτήρη Παλαιολόγο, αγοράζει την πρώτη του φωτογραφική μηχανή. Εγκαταλείπει τη Νομική και γράφεται στη Σχολή Λυκούργου Σταυράκου, στο τμήμα εικονοληπτών. «Ας πούμε πως εκεί έμαθα να συνδυάζω τον δρόμο με λίγη τέχνη - αν υπάρχει τέχνη» λέει, δείχνοντας πως το φίλτρο της αμφισβήτησης δεν έχει γρατζουνιστεί καθόλου στο πέρασμα των χρόνων.

Τα οδοφράγματα του Χημείου, 1985

Σχεδόν 30 χρόνια πριν, ήταν ένας από τους τρεις φωτορεπόρτερ (οι άλλοι δυο ήταν ο Σπύρος Τσακίρης και ο Σάκης Παπαδόπουλος) που είχαν τη δυνατότητα να κινούνται άνετα στην περιοχή των Εξαρχείων. Φορώντας μια ανθρακί καμπαρντίνα, με τη φωτογραφική του μόνιμα περασμένη στον λαιμό, περπάτησε και κατέγραψε τα Εξάρχεια τόσο, ώστε να μπορεί να σου πει χρονολογικά πότε άλλαξαν χημική σύσταση τα δακρυγόνα της Αστυνομίας. Είδε την καταστολή να αυξάνεται, τις εξαρτήσεις των αστυνομικών να πληθαίνουν, τις μολότοφ να εδραιώνονται και βίωσε τις πιο σφοδρές συγκρούσεις σε απόσταση αναπνοής.

«Κάποιες φορές βλέπω ξανά τις φωτογραφίες και σκέφτομαι "Τι έκανα ρε γαμώτο τότε;". Δεν πληρωνόμουν γι' αυτές τις εικόνες, τραβούσα για την πάρτη μου και το πολύ-πολύ έδινα στα παιδιά και στην "Αλληλεγγύη", μια αναρχική εφημερίδα, στην Αρένα και το περιοδικο Comvoy», επισημαίνει. Οι εικόνες του, ωστόσο, υποδηλώνουν το ένστικτο του καλού φωτογράφου. Ήταν εκεί φωτογραφίζοντας εικόνες που σήμερα είναι δυσεύρετες, ενώ βλέποντας το υλικό που έχει ξεπηδήσει από τα φιλμ του, αντιλαμβάνεσαι πως κατάφερνε με κάποιο μυστηριώδη τρόπο να βρίσκεται παντού.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Σύλληψη φεμινιστριών, μετά από καθιστική διαμαρτυρία στην πλατεία, με αφορμή τον αστυνομικό αποκλεισμό των Εξαρχείων και την απαγόρευση των διαδηλώσεων, 1986.

Πορεία ενάντια στην επίσκεψη του Σουλτς, 1986.

Σήμερα, σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα, είναι ο άνθρωπος που κατάφερε να προσθέσει ένα κομμάτι στο παζλ της σύχρονης μεταπολιτευτικής ιστορίας, δημοσιεύοντας ακυκλοφόρητες φωτογραφίες στο βιβλίο του «Είμαστε Τρελοί κι Ευτυχισμένοι» [εκδ. Εκδόσεις στο Περιθώριο]. Στις 100 και κάτι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που κλείνει στο εσωτερικό του, αλλά και στις ιστορίες που τις συνοδεύουν, ξεδιπλώνεται περίτεχνα η ταραγμένη περίοδος της δεκαετίας του '80, τα μουσικά ρεύματα που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, οι πάνκηδες, οι θρυλικές συναυλίες στον Πήγασο, η Κατερίνα Γώγου, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Δημήτρης Πουλικάκος, η Θέκλα Τσελεπή, ο Νικόλας Άσιμος, οι Last Drive και άλλες φιγούρες που επηρέασαν πνευματικά εκείνες αλλά και τις επόμενες γενιές. Μέσα από τη μηχανή του εμφανίζονται οι επαναστατημένοι, οι προβληματισμένοι και οι εξεγερμένοι της περιοχής των Εξαρχείων, τα συνταρακτικά γεγονότα που σημάδεψαν τη μεταπολίτευση, όπως το Χημείο και η δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά. Όλα κλείνονται και εξηγούνται στο 192 σελίδων βιβλίο του Γιώργου Νικολαΐδη, με τις φωτογραφίες του να είναι τόσο ζωντανές που σχεδόν σε κάνουν να ακούς τον ήχο πίσω από την εικόνα.

Τον συναντώ σε μια από τις γωνιές των Εξαρχείων. Όπως όλοι οι άνθρωποι που προσπαθούν να βάλουν τις σκέψεις τους σε τάξη, κρατάει ένα σημειωματάριο. Ο ίδιος είναι παράλληλα ίσως η πιο δυνατή απόδειξη πως η ιδιαιτερότητα αυτή που μας δίνεται από τη φύση και ονομάζεται «ταλέντο», δεν εγκλωβίζεται. Αντιθέτως, αν ακολουθήσεις το ένστικτό σου όπως έπραξε εκείνος, το ταλέντο σου σε βρίσκει ίσως νομοτελειακά: «Όταν μπήκα μέσα στον σκοτεινό θάλαμο, έπαθα σοκ με το πώς φτιάχνεται η εικόνα. Στην αρχή έβγαινε σιγά σιγά από τα υγρά, ήταν σαν τη γέννηση ενός παιδιού. Μετά έρχεται η υπόλοιπη διαδικασία: στερέωση, πλυσιμο με τρεχούμενο νερο και στεγνωμα. Ξεκίνησα να μαθαίνω τα τεχνικά σημεία, αλλά δεν είχα μηχανή. Δούλεψα, έκανα μια καλή δουλειά, πήρα μοτοσικλέτα και φωτογραφική. Κάτω από τον φίλο μου, έμενε ένας φωτογράφος, είχε ανάγκη τα λεφτά και πουλούσε μια που είχε ένα φωτεινό φακό και μικρό ζουμ. Ο φίλος μου, μου είπε ότι είναι καλή περίπτωση, την αγόρασα και άρχισα να ξεχύνομαι στους δρόμους», εξιστορεί. Η Pentax K2DMD, η μηχανή που πρωτοαγόρασε, θα γινόταν αργότερα και το εργαλείο για να τραβήξει όλο το πολύτιμο υλικό που συμπεριέλαβε στο βιβλίο του.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πορεία ενάντια στην επίσκεψη του φασίστα Λεπέν, 1984.

Πορεία με μηχανές για τα δικαιώματα στον στρατό, 1986.

Επηρεασμένος από τον Γκοντάρ, τον Φελίνι, τους αδερφούς Ταβιάνι, οι φωτογραφίες του είναι όλες σε άσπρο-μαύρο, σαν να βγήκαν από ταινία του παλιού ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Ρεαλιστικές όμως, όχι ωμές. Ζωντανές και βγαλμένες ίσως από μια πραγματικότητα που ελάχιστοι είχαν την ευκαιρία να ζήσουν με τον τρόπο που τη βίωσε ο ίδιος ο φωτογράφος. «Το ασπρόμαυρο ήταν η πρώτη ερωτική σχέση που είχα. Δυο-τρία χρόνια δεν έβγαινα απ’ τον σκοτεινό θάλαμο. Η μητέρα μου, μου έστελνε λεφτά για να τελειώσω τη σχολή κι εγώ τα "σκότωνα" στα εκατόφυλλα, στα χαρτιά για να εμφανίζω φωτογραφίες. Μπορούσα να τελειώσω ένα εκατόφυλλο σε μια μέρα. Σε μια εποχή που τα slides ήταν πολύ ακριβά πειραματιζόμουν.», θυμάται ο Γιώργος Νικολαΐδης.

Χημείο, 1985.

Η γέννηση μιας καινούριας μουσικής, οι πάνκηδες και η ποίηση

Η σχεδόν ανύπαρκτη μουσική βιομηχανία του 1980, δεν μπορούσε να δεχτεί πως εκείνο το διάστημα οι νέοι έψαχναν έναν καινούριο τρόπο να εκφραστούν και να αμφισβητήσουν τους ήχους που είχαν συνηθίσει ως τότε. Ήταν η εποχή που γεννήθηκε κάτι καινούριο και μάλιστα, όχι σε τόσο πρόσφορο έδαφος. Το Πεδίον του Άρεως και ο Λόφος του Στρέφη γέμισαν με πρωτάκουστες μουσικές, ενώ το Άλσος της Νέα Σμύρνης φιλοξένησε αμέτρητα πολιτικά και εναλλακτικά φεστιβάλ που διογρανώθηκαν. Τα Εξάρχεια έγιναν ο τόπος που εμφανίστηκαν νέοι μουσικοί και ποιητές, όπως ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Νικόλας Άσιμος και η Κατερίνα Γώγου, με την οποία ο Γιώργος Νικολαΐδης θα συνεργαστεί εμπλουτίζοντας με φωτογραφίες του την ποιητική της συλλογή «Οι Απόντες». Ανακαλώντας τις μνήμες που περιλαμβάνουν την Κατερίνα Γώγου εξιστορεί: «Ήταν αρχές του 1986 όταν τη γνώρισα. Ήξερε τις φωτογραφίες μου και μου είπε "βγάζω ένα βιβλίο για τους Απόντες, μια ποιητική συλλογή". Μου πρότεινε να βάλει τις φωτογραφίες μου και φυσικά δέχτηκα. Μετά πήγα στο σπίτι της, σε ένα διαμέρισμα της 3ης Σεπτεμβρίου και διαλέξαμε. Είχαμε πολύ καλή συνεργασία. Κι αυτή και ο Ρέτσος, που τον θεωρώ έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς, ήταν θαυμάσιοι άνθρωποι. Τώρα ο Άρης κάνει πρωτοποριακά πράγματα, αλλά επιλέγει να βρίσκεται εκτός κυκλώματος».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Στην Πλατεία Αμερικής είχε ένα υπόγειο που πηγαίναμε να ακούσουμε μουσική. Νομίζω λεγόταν Problem. Ένα κορίτσι που είχα γνωρίσει τότε, χωρίς να το ξέρει, άρχισε να με μυεί στο μουσικό κομμάτι. Και στη φοιτητική εστία της Πατησίων κάναμε παρτάκια και ιδρώναμε. Μετά, στο πανεπιστήμιο, ήρθα σε επαφή με άτομα που είχαν συγκροτήματα. Οι φίλοι που είχαν συγκροτήματα από τις σχολές έπαιζαν φυσικά στον Πήγασο, που ήταν ανοιχτό μαγαζί για όλα τα συγκροτήματα. Όλες οι μπάντες που υπήρχαν στην Αθήνα έχουν περάσει από εκεί. Δεν υπήρχαν τότε χώροι να τους φιλοξενούν. Πέρασα μια διετία εκεί μέσα φωτογραφίζοντας τους πάνκηδες και τα ροκαμπίλια που έπαιζαν πρωταρχικό ρόλο τότε. Τους έβρισκες το βράδυ να χορεύουν και να τραγουδούν και την άλλη μέρα στα οδοφράγματα. Και μέσα στο Χημείο υπήρχαν πολλά μέλη συγκροτημάτων, πολλοί τραγουδιστές που συνελήφθησαν», τονίζει ο Γιώργος Νικολαΐδης.

Γενιά του Χάους, ΤΕΙ Αιγάλεω, 1984

To Xημείο και ο περίφημος νόμος 815

«Όταν μπήκα το ’78 στη σχολή, η πολιτικοποίηση ήταν στο έπακρο εντός των πανεπιστημίων. Να φανταστείς, οι συνελεύσεις είχαν 2.000 άτομα και στα μαθήματα υπήρχαν 30-40. Μόλις μπήκα πρώτο έτος, κάναμε Ρωμαϊκό Δίκαιο με έναν ηλικιωμένο καθηγητή, πετάχτηκαν τρεις κοπέλες, τον κατέβασαν από την έδρα και του είπαν "Εσύ δεν θα έρθεις να ξαναδιδάξεις εδώ", επειδή ήταν συνεργάτης της Χούντας. Τελικά, ο καθηγητής κατέβηκε και έφυγε. Γινόταν αγώνας να φύγει κι άλλος καθηγητής που δίδασκε Πολιτική Οικονομία, επειδή επίσης ήταν συνεργάτης της Χούντας. Έτσι άρχισα να μπαίνω και στο πολιτικό κομμάτι, γιατί μου άρεσε. Τότε μπήκε και ο νόμος 815 που προέβλεπε την εντατικοποίηση των σπουδών, δηλαδή έπρεπε να περάσεις κάποια μαθήματα για να συνεχίσεις. Μας βρήκαν μετά τα Χριστούγεννα πάλι μέσα στις σχολές, όμως για πρώτη φορά στην ιστορία αποσύρθηκε ψηφισμένος νόμος».

Χημείο, 1985.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Περιγράφοντας τα γεγονότα του Χημείου, τα πέντε μερόνυχτα της ιστορικής σύγκρουσης που συγκλόνισαν την Αθήνα τον Μάη του 1985, ο Γιώργος Νικολαΐδης θυμάται πως «εκείνες και τις προηγούμενες ημέρες είχαν προηγηθεί οι επιχειρήσεις "Αρετή". Ήταν ένα άγριο κυνηγητό των Πάνκηδων στα Εξάρχεια. Γέμιζαν κλούβες και το κύριο χαρακτηριστικό για τη σύλληψη ήταν η εμφάνιση. Αν δηλαδή άκουγες punk και φορούσες κουστούμι δεν σε έπιαναν, αλλά αν έβλεπαν καμιά παραμάνα ή καμιά μπότα και περίεργο μαλλί, ήσουν ύποπτος. Ήταν συλλήψεις "ηθών", όμως στην ουσία τα πανκιά ήταν μόνο η αφορμή για να υπάρξει καταστολή. Για ένα μεγάλο διάστημα η πλατεία είχε αποκλειστεί και κάποιοι αποφάσισαν να μαζευτούν εκεί - αναρχικοί, πανκιά, ροκαμπίλια. Βγήκε τότε ένας αστυνομικός διευθυντής και άρχισε να φωνάζει σε καμιά τριανταριά άτομα με μια ντουντούκα, "Διαλυθείτε ησύχως αλλιώς θα σας ισοπεδώσουμε". Τότε έγινε ένα ντου από κάποιους πιο ζωηρούς, άρχισαν τα ΜΑΤ να τους κυνηγάνε, κλείστηκαν στο Χημείο και έμειναν μέσα τέσσερις-πέντε μέρες. Μετά, η συμπαράσταση ήταν τεράστια. Οδοφράγματα από τη μια, κόσμος από την άλλη. Η πρώτη επίθεση των ΜΑΤ έγινε το πρώτο βράδυ που μπήκαν μέσα οι αναρχικοί. Έκλεισαν τα ΜΑΤ σε μια γωνία και τελικά τους ανάγκασαν να φύγουν χωρίς τις ασπίδες τους. Όταν έβγαιναν από το Χημείο, φώναζαν "Είμαστε τρελοί και ευτυχισμένοι". Και ήταν όντως».

Χημείο, 1985.

«Τότε δεν υπήρχαν πολλές μολότοφ. Περισσότερο πέτρες πετούσαν και η απάντηση της Αστυνομίας ήταν με τις πυροσβεστικές αντλίες για να διαλύσουν τον κόσμο με το νερό ή είχαν κάτι όπλα που το δακρυγόνο το έβαζες μέσα και έπρεπε να "οπλίσεις" για να φύγει. Μέσα στο Χημείο έφτιαξαν όμως και μολότοφ. Μετά εκβίαζαν ένα ολόκληρο κράτος, τους έλεγαν ότι έχουν χημικά κάτω και ότι θα ανατινάξουν το κτήριο. Επειδή είχαμε και προεκλογική περίοδο με τις ευρωεκλογές, ήθελαν να λήξει αναίμακτα και είχαν στείλει για διαπραγμάτευση τον Κύρκο και τον Γλέζο. Μετά μπήκαν και κάποια άτομα από τη Νομική Κομοτηνής, γέμισε από κόσμο μορφωμένο η κατάληψη, αλλά είχε και παιδιά Γυμνασίου-Λυκείου. Οι πιο άγριες καταστάσεις έγιναν επειδή υπήρχε κάποιος λόγος. Δηλαδή, η απάντηση της εξουσίας ήταν εκείνη που τους έκανε να συμπεριφερθούν έτσι. Ήταν αντίδραση σε συγκεκριμένη δράση. Τόσο το Χημείο με τις επιχειρήσεις "Αρετή", όσο και αργότερα με τη δολοφονία του Καλτεζά».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Χημείο, 1985.

Η δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά

Τον Νοέμβριο του 1985 και μετά την πορεία για την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, μόλις 12 χρόνια μετά, ο 15χρονος Μιχάλης Καλτεζάς έπεφτε νεκρός από τη σφαίρα του αστυνομικού Θανάση Μελίστα. Ενώ η πορεία είχε ολοκληρωθεί χωρίς επεισόδια, κάποιοι αστυνομικοί αποφάσισαν να πάνε επιδεικτικά για φαγητό σε ένα μαγαζί της Πλατείας Εξαρχείων. Ορισμένοι προσπάθησαν να τους προσεγγίσουν, όμως οι πιο ψύχραιμοι τους ανάγκασαν απλώς να φύγουν και έτσι επέστρεψαν σώοι στην κλούβα.

Διαδηλώσεις την επόμενη μέρα της δολοφονίας του Μιχάλη Καλτεζά, Νοέμβρης 1985.

Όπως συνταρακτικά περιγράφεται μέσα στο βιβλίο του Γιώργου Νικολαίδη από τον Νώντα Γιαννάκο, ο οποίος ήταν παρών στη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά, «Το τρωθέν αστυνομικό κύρος, ανέλαβε να αποκαταστήσει με τραγικό τρόπο ένας συνάδελφός τους. Έτσι, όταν μια ομάδα αναρχικών αποφάσισε να δείξει έμπρακτα ότι η παρουσία των ΜΑΤ στη γειτονιά δεν ήταν ανεκτή από τον κόσμο που ζει εκεί και επιτέθηκε στην αστυνομική κλούβα λίγο πριν τα μεσάνυχτα με πέτρες και μολότοφ, ο επίλεκτος σκοπευτής του σώματος της Αστυνομίας και μέλος της προ-εθνικής ομάδας, Θανάσης Μελίστας, κατά την αποχώρηση της ομάδας, βγήκε από το αστυνομικό όχημα, γονάτισε, σημάδεψε και πυροβόλησε θανάσιμα τον 15χρονο Μιχάλη Καλτεζά». Στο άκουσμα της είδησης οι ταραχές δεν άργησαν να ξεσπάσουν, ενώ το Χημείο καταλήφθηκε και πάλι. Ο Μελίστας θα απολογηθεί στο δικαστήριο το 1988 και θα πει πως έχασε την ψυχραιμία του. Στο τέλος έφυγε για το σπίτι του, αφού καταδικάστηκε σε μόλις δυόμιση χρόνια φυλάκισης με αναστολή. Το 1990 θα αθωωθεί για τη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά, με τα γεγονότα οξύμωρα και επικίνδυνα να επαναλαμβάνονται πανομοιότυπα με τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στις 6 Δεκέμβρη του 2008.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Επεισόδια την επόμενη μέρα της δολοφονίας του Μιχάλη Καλτεζά, Νοέμβρης 1985.

Τα Εξάρχεια

Τα Εξάρχεια που στο πέρασμα των χρόνων έγιναν στόχος κυβερνητικών στελεχών που απειλούν πως «θα τα καθαρίσουν», είναι ίσως αυτό το μικρό Γαλατικό χωριό που γέννησε πολιτισμό, πολιτική και καλλιτεχνική σκέψη. Όπως εύστοχα παραθέτει σε ένα από τα χρονογραφήματα που πλαισιώνουν τις φωτογραφίες του βιβλίου, ο δημοσιογράφος Θοδωρής Αντωνόπουλος, τα Εξάρχεια «δεν θα πάψουν να λειτουργούν στη σκέψη όλων ως μια διαχρονική άσκηση μνήμης, καθώς και ως μια αποτύπωση του οράματος, του αγώνα, της ελπίδας, της υπόσχεσης, των διεξόδων που δεν βρέθηκαν ποτέ, αλλά που δεν πάψαμε ποτέ να αναζητούμε, εμείς, οι πιο ανήσυχες συνειδήσεις είτε από ευαισθησία και ανάγκη είτε από φιλότιμο και οργή. Ή απλώς –και πρωτίστως- από κάβλα».

Πλατεία Εξαρχείων, 1985.

Λίγο πριν αποχαιρετίσω τον Γιώργο Νικολαίδη, τον ρωτώ ξανά για αυτά που του χάρισε η φωτογραφία. Εκείνος απαντώντας και στο πρώτο ερώτημά του περί τέχνης, απαντά: «Η φωτογραφία, για μένα, είναι τέχνη όταν μπορεί να πάει μπροστά τα πράγματα - τα πράγματα στην κοινωνία, σε καταστάσεις προσωπικές. Ο Ταρκόφσκι είχε πει ότι αν στον κόσμο υπήρχε αρμονία, δεν θα χρειαζόμασταν την τέχνη. Κι αυτό επειδή έχει ανάγκη στην καθημερινότητά του κι άλλα πράγματα το ανθρώπινο μυαλό, πέρα από τα τετριμμένα όπως η δουλειά. Με κάτι πρέπει να γεμίσει τον χρόνο του. Να πηγαίνεις σε συναυλίες, εκθέσεις, να διαβάζεις. Χρειάζεται η τέχνη, διότι μόνο ο μισθός δεν φτάνει. Θα πρέπει να βρεις τι είναι για σένα τέχνη, επειδή δεν υπάρχει αρμονία ούτε και σήμερα. Κάτι χρειάζεσαι σαν άνθρωπος για να συνεχίσεις να ζεις».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Το βιβλίο «Είμαστε Τρελοί κι Ευτυχισμένοι», του Γιώργου Νικολαΐδη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εκδόσεις Στο Περιθώριο». Είναι, όπως γράφει ο ίδιος στην αρχή του βιβλίου του, «αφιερωμένο στον Άνθρωπο Βαρδή Τσουρή και στους Κατερίνα Γώγου, Παύλο Σιδηρόπουλο, Νικόλα Άσιμο, Γιώργο Διαλυνά, Χρήστο Κωνσταντινίδη, Νίκο Μπαλή, Γιάννη Μπουκετσίδη, Μιχάλη Πρωτοψάλτη, Σύλβια Παπαδοπούλου, Μασκότ, που δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας».

Δείτε περισσότερες φωτογραφίες από το βιβλίο παρακάτω:

Siouxsie and the Banshees, Σπόρτινγκ 1988.

Nick Cave and the Bad Seeds στο Club 22, 1987.

Απόγνωση, Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου 1985.

Πανό ενάντια στην απαγόρευση των διαδηλώσεων και την καταστολή., Προπύλαια, 1986.