Πέτρος Μάρκαρης: Εκείνο το οποίο με ενοχλεί σε αυτήν την ιστορία είναι η υπερβολική διόγκωση. Δυστυχώς, έχει να κάνει με τον χαρακτήρα και τις αντιλήψεις μας. Το ότι φεύγουμε από το μνημόνιο είναι ένα βήμα. Το να λέμε ξαφνικά ότι λυτρωθήκαμε και να δημιουργούμε την εντύπωση ότι είναι όλα μια χαρά, είναι ψέμα. Διότι θα παραμείνουμε υπό εποπτεία. Βέβαια, ο κόσμος πλέον έχει περάσει τόσα πολλά, ώστε δεν πείθεται εύκολα. Ευτυχώς, διότι στην αρχή πληρώσαμε πολύ ακριβό τίμημα.Όταν λέτε «στην αρχή»;
Στην αρχή, το 2010, με τον Γιώργο (Παπανδρέου) που έλεγε μην ανησυχείτε, όλα θα πάνε καλά, κι επίσης αργότερα με τον ΣΥΡΙΖΑ, που θα έσκιζε τα μνημόνια και θα άλλαζε την Ευρώπη. Όταν τα άκουγα, τρελαινόμουν. Έλεγα, δεν είναι καλά οι άνθρωποι.
Κοιτάξτε, αν με ρωτήσετε προσωπικά, θα σας απαντήσω, χωρίς να θέλω να με παρεξηγήσετε, ότι εγώ κατά κάποιον τρόπο «ωφελήθηκα» από την κρίση. Διότι έγραψα τέσσερα μυθιστορήματα για την κρίση, τα οποία, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, είχαν μεγάλη επιτυχία. Από εκεί και πέρα, έβλεπα την πορεία της χώρας όλα αυτά τα χρόνια, με όλες τις κυβερνήσεις, και πάντοτε αναρωτιόμουν γιατί καμία κυβέρνηση δεν μπορούσε να σχεδιάσει ένα πρόγραμμα και να πει στους Ευρωπαίους: «Είμαστε σε κρίση; Μάλιστα. Έχουμε την ανάγκη σας; Μάλιστα. Αλλά έχουμε ένα πρόγραμμα». Αυτό που έκαναν οι Κύπριοι και οι Πορτογάλοι. Αντίθετα, εμείς που τους κατηγορούμε τώρα, κρυφτήκαμε πίσω τους. Όλα τα κόμματα στην Ελλάδα υπολογίζουν μόνο το πολιτικό κόστος. Το κόστος για τη χώρα και τους ανθρώπους, έρχεται δεύτερο.
Αν δω τον τρόπο που αντιμετώπισε το πολιτικό σύστημα τις φωτιές στο Μάτι, αυτό είναι για μένα η μεγάλη τραγωδία. Το 2007 έγιναν οι φοβερές φωτιές στην Ηλεία, πέθαναν άνθρωποι και καταστράφηκε το βιός των αγροτών, που ζούσαν από την ελιά και το κρασί. Τότε ήταν μια άλλη κυβέρνηση. Τι είπε ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη; «Ο στρατηγός άνεμος, δεν φταίμε εμείς». Το 2007 δεν υπήρχαν μνημόνια, δεν υπήρχαν εποπτείες, δεν είχε προκύψει καν η χρηματο-πιστωτική κρίση της Ευρώπης. Κι εκεί αποδείχθηκε η πλήρης ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού και των τοπικών φορέων. Ερχόμαστε στο 2018, μετά από τα μνημόνια, τις εποπτείες και τις μεταρρυθμίσεις, όπως τις λένε, και βλέπουμε την ίδια απόλυτη ανεπάρκεια.
Γιατί, λοιπόν, δεν άλλαξε τίποτα;«Αρνήθηκα να διαβάσω το άρθρο που γράφτηκε εναντίον μου. Μου είπαν περίπου τι γράφει, αλλά δεν με ενδιαφέρει και δεν πρόκειται να απαντήσω. Όταν σε αυτές τις περιπτώσεις απαντάς, θα σου ανταπαντήσουν και η μόνη πορεία είναι προς το ξεκατίνιασμα»
Διότι κανείς δεν θέλει να αλλάξει έστω ένα πράγμα στην Ελλάδα. Και δεν το λέω μόνο για εμάς, αλλά και για τους Ευρωπαίους. Η πρωταρχική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα θα έπρεπε να ήταν η μεταρρύθμιση του κρατικού μηχανισμού. Οι Έλληνες πολιτικοί δημιούργησαν και συντηρούν το πελατειακό κράτος και από την άλλη οι Ευρωπαίοι το μόνο που σκέφτονταν ήταν πώς θα πάρουν γρήγορα πίσω τα λεφτά τους. Η μεταρρύθμιση του κρατικού μηχανισμού θα έπαιρνε χρόνο, όμως έκαναν πως δεν το έβλεπαν.
Η μεγάλη ανατροπή στο αστυνομικό μυθιστόρημα αφορά το βασικό ερώτημα. Το πρωταρχικό ερώτημα σήμερα δεν είναι το «ποιος είναι ο δολοφόνος», αλλά «γιατί έγινε δολοφόνος». Και το «γιατί» παραπέμπει στην κοινωνία και στην πολιτική. Αυτό δεν είναι μόνο δικό μου, αφορά μια πολύ μεγάλη ακτίνα συγγραφέων, από τους Σκανδιναβούς μέχρι τους Μεσογειακούς, που θέτουν το ίδιο ερώτημα. Και πριν από όλους, το έθεσε ο Ισπανός συγγραφέας Manuel Montalbán.Προς τιμή του ο Camilleri ονόμασε Montalbano τον επιθεωρητή-ήρωα των ιστοριών του.
Σωστά, ως φόρο τιμής στον Montalbán.
Θέλω να είμαι απολύτως ειλικρινής. Αρνήθηκα να το διαβάσω. Μου είπαν περίπου τι γράφει, αλλά δεν με ενδιαφέρει και δεν πρόκειται να απαντήσω. Όταν σε αυτές τις περιπτώσεις απαντάς, θα σου ανταπαντήσουν και η μόνη πορεία είναι προς το ξεκατίνιασμα – αυτό εγώ δεν το κάνω. Εν πάση περιπτώσει, δημόσιο πρόσωπο είμαι, δεν μπορώ να το αποφύγω, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχω την υποχρέωση κάθε φορά να διαβάζω και να απαντώ.
Ο πυρήνας και η ψυχή της ιδιαιτερότητας της οικογένειας του Χαρίτου είναι η γυναίκα του. Σου λέει, «Κύριοι, είναι δύσκολα τα πράγματα, πρέπει να συμμαζευτούμε για να επιβιώσουμε».
Έκλεισα τον κύκλο των μυθιστορημάτων για την κρίση με τους Τίτλους Τέλους, μετά πέρασα σε ένα μυθιστόρημα που ήθελε να δείξει πώς και από πού θα έρχεται το χρήμα, κι αυτό ήταν το Offshore. Το τελευταίο είναι τελείως διαφορετικό μυθιστόρημα. Ήθελα να πραγματεύεται ένα θέμα με ειρωνεία και με διάθεση για χιούμορ και σάτιρα. Σε μια συζήτηση με τον φίλο μου, Βασίλη Παπαβασιλείου, με πατρότρυνε να έπρεπε να γράψω ένα μυθιστόρημα για την κατάσταση των ελληνικών πανεπιστημίων.Και αυτή πώς είναι;
Για να γράψω ένα θέμα, πρέπει να με κάνει έξαλλο. Όταν άρχισα να ρωτώ φίλους πανεπιστημιακούς, διαπίστωσα μια κατάσταση η οποία ήταν εξοργιστική. Αυτήν τη στιγμή τα πανεπιστήμια έχουν τεράστια προβλήματα, λόγω οικονομικών δυσχερειών. Υπάρχει μια σειρά καθηγητών, που αφήνει το πανεπιστήμιο για να καθίσει στην υπουργική καρέκλα. Δεν έχω καμία αντίρρηση ένας άνθρωπος να αποφασίσει να αλλάξει καριέρα, είναι δικαίωμά του. Κι εγώ άλλαξα. Εκείνο που δεν δέχομαι, όμως, είναι το δίπορτο. Είμαι πανεπιστημιακός, μου προτείνουν μια καρέκλα, πηγαίνω και όταν τελειώσει η θητεία της καρέκλας, επιστρέφω. Δηλαδή βγαίνω από τη μπροστινή πόρτα και μπαίνω από την πίσω. Το αποτέλεσμα είναι φοιτητές να μένουν χωρίς παραδόσεις και ομότιμοι καθηγητές να αναγκάζονται να επιστρέφουν στις αίθουσες.
VICE Video: Ο Νάνος Βαλαωρίτης Έκανε στην Κατοχή το Ταξίδι των Σύρων Προσφύγων Αντίστροφα
Πώς επηρεάστηκε από την κρίση ο αστυνόμος Χαρίτος (σσ: φανταστικός ήρωας των αστυνομικών μυθιστορημάτων του);
Ο πυρήνας και η ψυχή της ιδιαιτερότητας της οικογένειας του Χαρίτου είναι η γυναίκα του. Σου λέει, «Κύριοι, είναι δύσκολα τα πράγματα, πρέπει να συμμαζευτούμε για να επιβιώσουμε. Ένα τραπέζι για όλη την οικογένεια, κόψε το αυτοκίνητο και πάρε το λεωφορείο». Αυτό έχει δύο πηγές. Η πρώτη είναι αυτοί οι εκπληκτικοί Έλληνες της δεκαετίας του ‘60, που ήταν άνθρωποι μεγαλωμένοι μέσα στον πολιτισμό της φτώχιας της Ελλάδας. Και δεύτερον, ότι και οι δύο γονείς, ο Χαρίτος και η Ανδριανή, προέρχονται από την τότε πιο φτωχή περιοχή της Ελλάδας, που ήταν η Ήπειρος. Ήταν, επομένως, μια λογική «πίσω στο '60, πίσω σε αυτό που ξέραμε από παιδιά και μεγαλώσαμε». Οι Έλληνες του '50 και του '60, σε εκείνη την απίστευτα δύσκολη κατάσταση, είχαν ένα βλέμμα προς το μέλλον. Οι γενιές που μεγάλωσαν στην περίοδο της εικονικής ευημερίας, ζουν με τη νοσταλγία του παρελθόντος.
Το 1991-92 έγραφα το σενάριο για τη σειρά Ανατομία Ενός Εγκλήματος στον ΑΝΤ1. Το αρχικό σχέδιο ήταν να κάνουμε έξι επεισόδια και ήταν ιδέα του Μίνωα Κυριακού και του τότε διευθυντή προγράμματος, Δημήτρη Σούντρη. Για δύο χρόνια, γινόταν ο χαμός με τη σειρά. Στην αρχή του τρίτου χρόνου πηγαίνω στο κανάλι και τους λέω, εγώ σταματάω. Μου λένε, «είσαι τρελός, η σειρά σκίζει, εσύ βγάζεις καλά λεφτά, το ίδιο κι εμείς από τα διαφημιστικά έσοδα, θα είμαστε τρελοί να σταματήσουμε την επιτυχία». Συμφωνούμε να γράψω έναν τελευταίο κύκλο. Ξαφνικά, ένα πρωί, όπως καθόμουν στο γραφείο μου, είδα νοερώς μπροστά μου μια τριμελή οικογένεια – έναν άνδρα, μία γυναίκα κι ένα παιδί. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν τελείως αρνητική, είχα γράψει για τη σειρά τόσες ιστορίες με μικροαστούς. Πλην, όμως, ο άνδρας ήταν εξαιρετικά επίμονος και δεν έφευγε. Είχε γίνει ένα βασανιστήριο και δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ στα σενάρια - μου τηλεφωνούσαν από την παραγωγή τρεις φορές το λεπτό. Οπότε, κάποια στιγμή είπα, αυτός για να με βασανίζει έτσι είναι ή μπάτσος ή οδοντίατρος. Όταν κατάλαβα ότι ήταν αστυνομικός, ήξερα το όνομα και το επώνυμό του, το όνομα της γυναίκας του, ήξερα ότι το παιδί ήταν κορίτσι και το έλεγαν Κατερίνα.
Ο Χαρίτος έχει εμμονή με τα λεξικά. Ποια είναι η σημασία της γλώσσας και της κατάλληλης λέξης;Ο Αγγελόπουλος με ρωτούσε: «Πώς θα ξεκινήσει η αφήγηση; Ποιο θα είναι το πρώτο πλάνο;». Αν προσέξετε τα κεφάλαια των βιβλίων μου, δεν είναι κεφάλαια με τη λογοτεχνική έννοια, αλλά πλάνα σεκάνς.
Κοιτάξτε, ο αφηγητής των ιστοριών είναι ο Χαρίτος, όχι εγώ. Αφηγείται τις ιστορίες σε πρώτο πρόσωπο και σε ενεστώτα χρόνο. Αυτός ο λόγος δεν μπορεί παρά να είναι από τη φύση του προφορικός. Όταν ξεκίνησα να γράφω, είχα στο μυαλό μου μια θεωρία του Brecht για τη γλώσσα των πληβείων. Λέει ο Brecht σε ένα δοκίμιο ότι. επειδή οι πληβείοι δεν γνώριζαν γραφή και ανάγνωση, έπρεπε να βρουν έναν τέτοιο προφορικό λόγο, ώστε να μένει στη μνήμη. Και οι τρεις άξονες του λόγου που έφτιαξαν ήταν η ειρωνεία, το σχόλιο και το απόφθεγμα.Μια άλλη εμμονή σας είναι η ακρίβεια στην περιγραφή των δρόμων. Στο τελευταίο βιβλίο ο Χαρίτος περνά κάτω από το σπίτι μου.
(Γελάει δυνατά) Δεν έχω αυτοκίνητο, κυκλοφορούσα πάντα με τα πόδια, αν και τώρα τελευταία παίρνω συχνότερα ταξί.(Χτυπάει το τηλέφωνο, είναι ένας γαλλικός αριθμός. «Συνέντευξη θα θέλουν, να με ρωτήσουν αν βγαίνουμε από τα μνημόνια. Αφήστε το να χτυπάει», λέει.)Για την εμμονή με τους δρόμους, αρχικά αγαπώ πολύ τις πόλεις. Αντίθετα, αν με πάτε στην ύπαιθρο, θα πω, «τι ωραία τα δέντρα, η θάλασσα» και την τρίτη μέρα, «δεν γίνεται να φύγουμε, βαρέθηκα». Το δεύτερο είναι ότι αγαπώ τα κέντρα των πόλεων και τα εξερευνώ. Ακόμη και το κυκλοφοριακό χάος, που όλους μας εκνευρίζει στην Αθήνα, είναι μέρος της ψυχής της πόλης. Έτσι το καταλαβαίνω. Περιγράφοντας τους δρόμους και τις διαδρομές, θεωρώ ότι περιγράφω την ψυχή της πόλης.
Ναι, σε δέκα ή έντεκα σενάρια. Ξεκινήσαμε από τις Μέρες του ’36. Ο Θίασος δεν είχε σενάριο, γιατί φοβόταν τη χούντα. Ξαναπιάσαμε τη συνεργασία από τον Μεγαλέξανδρο και έπειτα ήμουν συνεργάτης του σε όλα τα σενάρια.Πώς ήταν ως άνθρωπος ο Αγγελόπουλος;
Η άμυνά του ήταν να δείχνει στριφνός, ύψωνε ένα τείχος για να μην πληγώνεται. Όταν τον γνώριζες, όμως, ήταν ο πιο συναισθηματικός άνθρωπος του κόσμου. Μαλώναμε πολύ συχνά. Κάποια στιγμή, μας κάλεσαν από κοινού να μιλήσουμε στο Πανεπιστήμιο της Βενετίας, περίπου τρία χρόνια πριν τον θάνατό του. Και είπε, «δεν θα σταματήσω να συνεργάζομαι με τον Πέτρο, γιατί είναι ο μόνος άνθρωπος που μου λέει την αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι. Μπορεί να θυμώνω, αλλά λέει την αλήθεια». Ο Θόδωρος, όταν τσατιζόταν πολύ, μου έλεγε, «γράψαμε τόσα σενάρια μαζί, είμαστε τόσα χρόνια φίλοι, εσύ από μένα για το σινεμά δεν θα μάθεις τίποτα». Κι εγώ για να τον πειράξω του απαντούσα, «έχεις δίκιο ρε Αγγελόπουλε, δεν έμαθα τίποτα, γιατί έχανα τόσο χρόνο να διορθώνω τα μέτρια σενάριά σου» (Γελάει δυνατά).
Αλήθεια είναι ότι δεν μάθατε;Ανέβαινα τελευαία την Πατησίων, είχα περάσει την Αγίου Μελετίου και πήγαινα προς Πλατεία Αμερικής, και τέσσερις Ζητάδες στέκονταν στο πεζοδρόμιο. Γυρίζει ο ένας και μου φωνάζει, «τι κάνει ο Χαρίτος;».
Δεν είναι αλήθεια. Όταν ξεκινάω να γράψω, έχω πάντα μία πολύ γενική ιστορία στο μυαλό μου και την ανακαλύπτω από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, μέσα από τα μάτια του Χαρίτου. Κάθε φορά, σκέφτομαι, «τι θα κάνει τώρα αυτός». Ένα πράγμα, όμως, χρειάζομαι. Την αρχική εικόνα του μυθιστορήματος κι αυτή είναι από το σενάριο. Ο Αγγελόπουλος με ρωτούσε: «Πώς θα ξεκινήσει η αφήγηση; Ποιο θα είναι το πρώτο πλάνο;». Αν προσέξετε τα κεφάλαια των βιβλίων μου, δεν είναι κεφάλαια με τη λογοτεχνική έννοια, αλλά πλάνα σεκάνς. Και αυτό μόνο ο Αγγελόπουλος μπορούσε να το διδάξει. Ήταν πανευτυχής άμα του το έλεγα.
Ναι, πολλές φορές. Του έλεγα, «άκουσε Θόδωρε, ξέρω ότι μπορείς να βρεις μια καλύτερη ιδέα. Πάω σπίτι μου και θα περιμένω να τη βρεις». Κόβαμε κάθε σχέση. Μετά από καμιά εβδομάδα, χτυπούσε το τηλέφωνο στις 7 το πρωί – αυτός ξυπνούσε στις 5. Η συγχωρεμένη η μάνα μου, που ζούσε μαζί μου τότε, φώναζε «ο Αγγελόπουλος!». Το σήκωνα και μου έλεγε: «Διαφωνώ ακόμα μαζί σου, αλλά έχω μια ιδέα». Αυτό το ταλέντο, την ικανότητα του Θόδωρου να ξεπερνάει κάθε πρόβλημα με μια καινούρια ιδέα, δεν το έχω συναντήσει ξανά.Έχετε φίλους αστυνομικούς;
Έχω, τους απέκτησα όταν ξεκίνησα να γράφω τα αστυνομικά. Μάλιστα, τρεις τους αγαπώ και τους εκτιμώ πολύ. Οι αστυνομικοί ξέρουν πλέον όλα τα μυθιστορήματα. Ανέβαινα τελευαία την Πατησίων, είχα περάσει την Αγίου Μελετίου και πήγαινα προς Πλατεία Αμερικής, και τέσσερις Ζητάδες στέκονταν στο πεζοδρόμιο. Γυρίζει ο ένας και μου φωνάζει, «τι κάνει ο Χαρίτος;».Τι γράφετε τώρα;
Γράφω ένα μυθιστόρημα με τίτλο Η εποχή της Υποκρισίας, που περιγράφει το υποκριτικό σύστημα που κυριαρχεί σε όλον τον κόσμο, όχι μόνο στην Ελλάδα. Μας λένε ότι αυξήθηκαν οι θέσεις εργασίας, μα με συγχωρείς, αυτός παίρνει 300 ευρώ και δεν έχει να φάει. Αυτό το λες εργασία; Δηλαδή και 50 ευρώ τον μήνα να παίρνει ο άλλος, θα πείτε ότι εργάζεται;Γνωρίζετε από την αρχή δολοφόνο;
Τις περισσότερες φορές, όχι. Σας είπα, ανακαλύπτω την ιστορία στην πορεία. Στα Σεμινάρια Φονικής Γραφής τον ήξερα. Σε αυτό που γράφω τώρα, δεν τον ξέρω.
Περισσότερα από το VICEΟ Άνθρωπος που Κάνει Tattoo Ρώγας στα Θύματα του Καρκίνου του ΜαστούΔέκα Ερωτήσεις που Πάντα Ήθελες να Κάνεις σε Έναν (Κρητικό) Μαχητή του ΜΜΑΤο Υπόγειο Τούνελ Ναρκωτικών που Βρέθηκε στο Μεξικό, Κάτω από Ένα Εγκαταλειμμένο KFCΓια τα καλύτερα θέματα του VICE Greece, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο Newsletter μας.