Όπως σε όλα τα πανελλαδικά μαθήματα, έτσι και στην Ιστορία, έχω σχεδόν εξαντλήσει την τρίωρη διάρκεια των εξετάσεων. Στην αίθουσα έχουν απομείνει οι δύο επιτηρητές, που σκυλοβαριούνται και κάθε λίγο λένε κάτι μεταξύ τους για να χαζογελάσουν και να σπάσουν τη μονοτονία. Στην άλλη άκρη της τάξης βρίσκεται ο Μάριος, που ενώ έχει παραδώσει την κόλλα του εδώ και κάνα τέταρτο, είναι υποχρεωμένος βάσει κανονισμού να παραμείνει στην αίθουσα, ώστε οι επιτηρητές να μη «σφυρίξουν» απαντήσεις στον τελευταίο μαθητή, δηλαδή εμένα. Ο συμμαθητής μου, που βρέθηκε στη θεωρητική κατεύθυνση επειδή κατά ομολογία του δεν γούσταρε τη θετική και την τεχνολογική, με κοιτάει μέσα στη βαρεμάρα, έχοντας μισοξαπλώσει στο θρανίο με το κεφάλι του ακουμπισμένο στο αριστερό του χέρι. Σχεδόν τον ακούω να λέει από μέσα του: «Ρε παλιοφυτό, ρε γλείφτη της θεωρητικής κατεύθυνσης, δώσε την κόλλα σου να πάμε στην πλατεία για κανένα καφέ. Ήθελα να ήξερα τι γράφεις τόση ώρα. Την ιστορία της ζωής σου γράφεις;». Εκτός από το γεγονός ότι του στερούσα τον φραπέ, ο Μάριος με είχε από καιρό στην μπούκα, επειδή ως σπαστικός απουσιολόγος δεν του είχα χαρίσει ούτε μία απουσία όταν έκανε κοπάνα την τελευταία ώρα.Αν μπορούσα να επιλέξω τι τύπος μαθητή ήμουν, θα ήθελα να είμαι σαν τον κολλητό μου, όχι σαν εμένα.
Δυστυχώς για τον Μάριο, τότε ήμουν πράγματι ο ορισμός του φυτού και δεν άφηνα τον εαυτό μου να αποσπαστεί από «εφηβικές τρέλες» και «τεντιμποϊσμούς». Έπρεπε να ελέγξω τα πάντα - δύο, τρεις και τέσσερις φορές, κάτι το οποίο δεν πρόλαβα εκείνη την ημέρα. «Τέλος χρόνου, πρέπει να παραδώσετε τις κόλλες σας», είπε λίγο αργότερα ο επιτηρητής. Είχα προλάβει να τσεκάρω όλες τις απαντήσεις μου, εκτός από το τελευταίο υποερώτημα της πρώτης ιστορικής πηγής. Την κόλλα, μου την πήραν σχεδόν μέσα από τα χέρια. «Καλά αποτελέσματα και μην αγχώνεστε τόσο, υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή από τις εξετάσεις», είπε με ένα συγκαταβατικό μειδίαμα η επιτηρήτρια την ώρα που διέγραφε όσες σελίδες από τις κόλλες είχαν μείνει άδειες.Διαβάστε: Κραιπάλες, Καφρίλες και Σεξ στις Πενταήμερες των Nineties στην Ελλάδα
Ο Μάριος έλεγε τα γνωστά χαλαρά του -τα οποία τελικά ήταν πολύ σωστά και σήμερα αναπολώ με νοσταλγία- όμως εγώ εκείνη τη στιγμή είχα χάσει το μυαλό μου. Ήμουν λυπημένος, νευριασμένος, έξαλλος μαζί με «τον μαλάκα τον εαυτό μου», που διάβασα αυτήν την άτιμη την παράγραφο πάνω από 200 φορές σε εννέα μήνες, για να την ξεχάσω και να μην τη βάλω στο χαρτί που θα με έβαζε στο πανεπιστήμιο. Θυμάμαι ότι για μία στιγμή στη ζωή μου, εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκα να πέσω από τον πρώτο όροφο του σχολείου. Μετά το σκέφτηκα ξανά, ήταν πολύ χαμηλά αν ήθελα πραγματικά να αυτοκτονήσω. Δεν άξιζε κιόλας για ένα λάθος.«Τι έπαθες ρε μαλάκα», με ρώτησε ο Μάριος.
«Ρε μαλάκα, ξέχασα να βάλω την τελευταία παράγραφο στην πηγή για τους πρόσφυγες», στη σελίδα 161, πάνω από το κεφάλαιο για την Ελληνοτουρκική Προσέγγιση. Θυμάσαι;», απάντησα.
«Σιγά ρε μαλάκα, πώς κάνεις έτσι; Δεν θα γράψεις 20, θα γράψεις 19,9. Άραξε, τι να πούμε και εμείς;»
Για αυτές τις τρεις κωλογραμμές, άρχισαν να τρέχουν δάκρυα στα γεμάτα ακμή μάγουλά μου. Έτρεξα κυριολεκτικά στην καθηγήτρια ιστορίας για να της διηγηθώ το δράμα μου. Εκείνη προσπάθησε να με κουλάρει. «Ρε συ, ένα μόριο στα 100 πιάνει αυτό, είσαι τρελός; Κλαίνε οι χήρες, κλαίνε και οι παντρεμένες», μου είπε προσπαθώντας να αποδραματοποιήσει την κατάσταση.Ένα ακόμη λάθος που ακολούθησε στο μάθημα των Λατινικών, έκανε τα πράγματα χειρότερα. Η καθηγήτριά μου, μου είχε μάθει λανθασμένα μία μετατροπή πρότασης από ενεργητική σε παθητική φωνή. Κάτι το οποίο μου είχε μάλιστα αποκρύψει όταν της είπα πώς έκανα τη μετατροπή:Διαβάστε ακόμα: Οι Μαθητές Φτύνουν τις Πανελλήνιες
Μη μου λες ότι δεν το πιάνουν σωστό, πες μου ότι απλώς έκανες ΛΑΘΟΣ. Αυτό ήθελα να της πω, αλλά δεν το ξεστόμισα ποτέ.Αυτά τα -τραγικά τότε, κωμικά σήμερα- συμβάντα μου έφερναν εφιάλτες για δύο μήνες, ώσπου να βγουν τα αποτελέσματα. Παραμιλούσα μέσα στον ύπνο μου και ξυπνούσα με τον τρόμο ότι είχα ξεχάσει να απαντήσω σε ολόκληρες ερωτήσεις στην ιστορία και τη λογοτεχνία, ότι είχα μπερδευτεί στα λατινικά και είχα γράψει το ουσιαστικό στον ενικό και όχι στον πληθυντικό αριθμό που τελικά ζητούσε η άσκηση. Έβλεπα στον ύπνο μου ότι είχα γράψει κάτω από τη βάση και δεν είχα περάσει πουθενά.«Κυρία Αθηνά, μου είπατε ότι η μετατροπή γίνεται έτσι, αλλά μία καθηγήτρια στο σχολείο μου είπε ότι είναι λάθος και γίνεται αλλιώς», της είπα.
«Ναι, ξέρεις, τελικά δεν το πιάνουν σωστό έτσι», απάντησε με πνιχτή φωνή.
Γι' αυτήν τη λέξη, διάβαζα ώρες επί ωρών από τα χρόνια του Γυμνασίου. Έβαλα γυαλιά επειδή χάλασα τα μάτια μου με το βραδινό διάβασμα. Ακύρωνα καφέδες με τους φίλους μου. Δεν πήγαινα στις μαζώξεις και τα πάρτι που έκαναν σε σπίτια για να παίξουν Pro Evolution και να μιλήσουν για «γκόμενες». Σταμάτησα τη μουσική. Σταμάτησα το Football Manager. Σούβλιζα αρνί και στόλιζα δέντρο με ένα βιβλίο στο χέρι. Αναγκαζόμουν για ώρες να διαβάσω με ένα μικρό κεράκι που ίσα που φώτιζε τη σελίδα με τα δευτερόκλιτα επίθετα της αρχαίας ελληνικής, μιας και το σπίτι μου ήταν σε μία απομακρυσμένη περιοχή του Υμηττού και συχνά δεν είχαμε ρεύμα τα βράδια. Δεν σήκωνα κεφάλι μέχρι τις δύο ή τρεις το πρωί. Μάλιστα, πολλά βράδια αναγκαζόμουν να πηγαίνω και να διαβάζω στο μπάνιο, αφού μοιραζόμουν το δωμάτιο με τον αδερφό μου και συχνά διαμαρτυρόταν ότι το φως και η απ' έξω ανάγνωση των μαθημάτων, δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Με το δίκιο του.Σε αυτά τα χρόνια, είχα κάνει μία συμφωνία με τον εαυτό μου. Είχα αποφασίσει να ενστερνιστώ τα «πρέπει» που μου έθετε ο κοινωνικός θεσμός του σχολείου, για να κερδίσω το αντάλλαγμα, δηλαδή την πανεπιστημιακή σχολή που επιθυμούσα και την κοινωνική αποδοχή. Από την άλλη πλευρά, το να τελειώνω μία τάξη με 19,9 και να είμαι σημαιοφόρος -το οποίο, ναι, απολάμβανα ιδιαίτερα- σήμαινε ότι έπρεπε να αποδεχθώ πως θα είμαι βαρετός και μονοδιάστατος για τους άλλους και ότι θα δεχόμουν στοϊκά χαρακτηρισμούς όπως «γλειφτρόνι» και «φύτουκλας». Για πολλούς δεν ήμουν τίποτα περισσότερο από «έναν ηλίθιο απουσιολόγο που μας ταράζει στις απουσίες και μας τα πρήζει σηκώνοντας το χέρι του συνέχεια στην τάξη». Δεν ήμουν ο γαμάτος τύπος στην τάξη που άρεσε στις ωραίες και τους ωραίους του σχολείου. Η αποδοχή στα μαθήματα, αυτόματα με απέκλειε από την αποδοχή μίας μεγάλης μερίδας των συμμαθητών μου.Για τη Νομική, δεν πήγαινα στα πάρτι, δεν έπαιζα Pro, δεν μιλούσα για «γκόμενες». Σταμάτησα τη μουσική.
Σε όλα αυτά δεν έπρεπε να δίνω σημασία. Έπρεπε να σκεφτώ αν η γενική πτώση που είχα μπροστά μου ήταν γενική κτητική ή γενική διαιρετική. Ότι ο Βενιζέλος ήταν σούπερ πολιτικός για την Ελλάδα. Ότι η περίληψη δεν έπρεπε ποτέ να ξεπεράσει τις 120 λέξεις.«Καλημέρα, έτσι όπως τα υπολόγισα, νομίζω ότι πέρασες»
Γιατί; Είναι απλό. Οι Πανελλαδικές δεν είναι μία τραγωδία και ο καλύτερος τρόπος για να τις προσεγγίσεις είναι να τις αποδραματοποιήσεις. Όταν κάνεις πατάτα, γελάς, όπως έκανε ο κολλητός μου. Δεν βάζεις τα κλάματα, όπως έκανα εγώ.Διαβάστε ακόμα: Ζητήσαμε από μία Ψυχολόγο να μας Αναλύσει το Φαινόμενο «Ελληνίδα Μάνα»