FYI.

This story is over 5 years old.

Διασκέδαση

Όταν οι Έλληνες Ήταν Πρόσφυγες: Από τη Γεωργία

Η ιστορία του Βλαδίμηρου Μυστακόπουλου από το Βατούμι.

Ονομάζομαι Βλαδίμηρος Μυστακόπουλος. Γεννήθηκα το 1939 στην Αμπχαζία, στο χωριό Πάβλοφκα, 20 χιλιόμετρα από το Σοχούμι. Ήμουν το μοναδικό παιδί της οικογένειας. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος, διορισμένος στα περίχωρα στο Σοχούμι. Πέθανε τον Μάρτιο του 1953, τον ίδιο μήνα με τον Στάλιν. Το 1907, ο Στάλιν συντόνισε μια απεργία στο Σοχούμι, κυνηγήθηκε και κρύφτηκε για αρκετές μέρες σε σπίτια Ελλήνων. Η μητέρα μου, Πηνελόπη, ήταν μαθηματικός στο ρωσικό σχολείο. Όταν ήμουν τεσσάρων ετών, με πήρε και πήγαμε στο Βατούμι, στη σημερινή Γεωργία, όπου ζούσαν τα αδέρφια της. Ο πατέρας μου έμεινε πίσω. Στο Βατούμι, το 1920, ζούσαν 15.000 Έλληνες. Η πόλη χτίστηκε από ελληνικά χέρια.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η ζωή ήταν δύσκολη. Το 1949, με εντολή του Στάλιν και του Μπέρια, επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, οι Έλληνες εκτοπίστηκαν στα βάθη της Ρωσίας, στις στέπες του Καζακστάν, στο Ουζμπεκιστάν και το Κιργιστάν. Μία εξήγηση ήταν ότι έπρεπε να κατοικηθούν οι αχανείς εκτάσεις της Σοβιετικής Ένωσης, στην οποία για κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο αντιστοιχούσαν μόλις δύο άτομα. Τους Έλληνες τους εκτόπισαν ως εχθρούς, αν και ποτέ δεν είχαν δημιουργήσει προβλήματα. Τους μετέφεραν με πλατφόρμες τρένου, από εκείνες που μετέφεραν ζώα. Ταξίδευαν δύο εβδομάδες, έναν μήνα.

Όλοι οι συγγενείς μου εκδιώχθηκαν, εκτός από εμένα και τη μητέρα μου. Αυτό συνέβη από συγκυρία. Το πατρικό της όνομα ήταν Ελευθεριάδη. Ο παππούς μου ήταν τεχνίτης χαλκού, έφτιαχνε καζάνια. Σε ένα ταξίδι στο Σοχούμι, το πλοίο που τον μετέφερε πήρε φωτιά, εκείνος έσωσε τη ζωή του, όμως όχι και τα χαρτιά του. Όταν πήγε να βγάλει διαβατήριο, δεν είχε κανένα αποδεικτικό έγγραφο. Τον ρώτησαν τι επάγγελμα έκανε και είπε καζάνια, έτσι τον έγραψαν ως Καζαντζίδη. Αντίθετα, η μητέρα μου κράτησε κανονικά το όνομα Ελευθεριάδη. Στον μεγάλο διωγμό, δεν υπήρχε σε καμιά λίστα. Περιμέναμε ως το πρωί να έρθουν να μας πάρουν, όμως δεν ήμασταν εγγεγραμμένοι. Καλύτερα βέβαια να μας είχαν εκτοπίσει και εμάς τότε. Μείναμε οι δυο μας και, επιπλέον, έπρεπε να στέλνουμε λεφτά στους εξόριστους για να μην πεθάνουν. Δύο φορές πήγαμε και τους είδαμε στο Καζακστάν.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Το 1946, γράφτηκα στο ρωσικό σχολείο στο Βατούμι. Μισά σχολεία ήταν ρωσικά, μισά γεωργιανά. Το ελληνικό σχολείο από όπου αποφοίτησε η μητέρα μου, είχε κλείσει το 1937. Οι περισσότεροι συμμαθητές μου ήταν Έλληνες, όμως μετά το 1949 μείναμε ελάχιστοι. Ελληνικά μιλούσαμε στο σπίτι με τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου, έμαθα να μιλάω, αλλά όχι να γράφω.

Τέλειωσα το σχολείο το 1957 και πέρασα στο Πανεπιστήμιο της Σταυρούπολης, στη σημερινή Νότια Ρωσία, κοντά στο Κράσνονταρ. Ο Γκορμπατσόφ ήταν από τη Σταυρούπολη, ήταν μεγαλύτερος από εμένα, αλλά τον έβλεπα όταν ερχόταν στις συνεδριάσεις της Κομσομόλ, της κομμουνιστικής οργάνωσης νεολαίας. Εγώ δεν πήγαινα τόσο συχνά στις συναντήσεις, προτιμούσα να παίζω μπάσκετ.

Ολοκλήρωσα τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο το 1962, έχοντας αποκτήσει πτυχίο Φυσικού και Μηχανικού Παραγωγής. Έπειτα κατατάχθηκα στον Σοβιετικό Στρατό. Με έστειλαν πολύ μακριά, στο Καρπάτι, κοντά στα σύνορα με την Ουγγαρία. Η θητεία ήταν τρία χρόνια, αλλά εγώ υπηρέτησα δύο, διότι είχα απολυτήριο Πανεπιστημίου. Ήταν πολύ δύσκολη περίοδος, βλέπαμε μόνο γη και ουρανό, αλλά ήταν καλό σχολείο για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός άνδρα.

Ο Βλαδίμηρος Μυστακόπουλος με τη σύζυγό του, Ευτυχία, σήμερα στο σπίτι τους στη Θεσσαλονίκη

Επέστρεψα στο Βατούμι το 1964, οπότε ξεκίνησα να εργάζομαι ως καθηγητής στο ίδιο σχολείο που ήμουν μαθητής. Δίδασκα φυσική και, επίσης, έκανα μαθήματα σε ένα εργοστάσιο όπου κατασκευάζονταν ηλεκτρικά μηχανήματα και βαριά οχήματα. Στο μεταξύ, η ζωή στο Βατούμι είχε βελτιωθεί. Είχαμε τα πάντα, αν και δεν μπορούσαμε να αποκτήσουμε προσωπική ιδιοκτησία, δηλαδή σπίτι, αυτοκίνητο κ.ά., καθώς ήταν όλα κρατικά. Τα σπίτια παραχωρούνταν δωρεάν και υπήρχαν πολλές κατηγορίες - καινούρια, παλιά, μεγάλα, μικρά. Βέβαια, το καλύτερο σπίτι το έπαιρνε όποιος είχε γνωριμίες στον Δήμο ή τις κρατικές υπηρεσίες. Αν δεν είχες γνωριμία μπορεί να περίμενες ως και χρόνια για να αποκτήσεις μόνιμη στέγη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ήμουν καλός καθηγητής κι έτσι έγινα υποδιευθυντής και αργότερα σε άλλο σχολείο διευθυντής, πάντα στο Βατούμι. Παντρεύτηκα το 1971 τη σύζυγό μου, Ευτυχία, η οποία καταγόταν από ένα χωριό 6 χιλιόμετρα έξω από το Βατούμι. Ήθελα πάντα να «πάρω» Ελληνίδα. Κάναμε δύο παιδιά, τον Δημήτρη και τον Αναστάσιο, το 1971 και το 1975 αντίστοιχα.

Η μητέρα του Βλαδίμηρου Μυστακόπουλου, Πηνελόπη, με τη μητέρα της, Εμορφίλη.

Ο μεγάλος γιος σπούδαζε στη Παιδαγωγική Σχολή στο Σοχούμι, όμως έναν χρόνο πριν αποφοιτήσει, το 1991, ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ Αμπχάζιων και Γεωργιανών, που ήταν πολύ σκληρός και θα κρατούσε χρόνια. Ο γιος μου είχε έρθει για καλοκαίρι στο Βατούμι και τον Σεπτέμβριο δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Τον κάλεσαν να καταταχθεί στο μέτωπο, έπρεπε να πολεμήσει εναντίον παιδιών που ως τότε ήταν συμφοιτητές του. Οι Έλληνες βρέθηκαν στη μέση των αντιμαχόμενων πλευρών, στη φοβερή δίνη του πολέμου. Απευθυνθήκαμε στην ελληνική πρεσβεία της Μόσχας και έτσι, ως Έλληνας, δεν εντάχθηκε στη γραμμή του πολέμου. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Βατούμι και αμέσως έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, όπου ζούσε η αδερφή της συζύγου μου. Το 1993 τελείωσε το σχολείο και ο δεύτερος γιος, οπότε τον στείλαμε με τη μητέρα μου στην Ελλάδα. Ο πόλεμος μαινόταν και, όσο και αν με πονούσε, ήθελα τα παιδιά μου να φύγουν πάση θυσία. Το 1922, στο πρώτο μεγάλο «κύμα» προσφυγιάς των Ελλήνων, πολλοί είχαν φύγει από το Βατούμι και έκαναν 40-50 χρόνια να επικοινωνήσουν με τους συγγενείς τους. Χωρίστηκαν οικογένειες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μείναμε πίσω η σύζυγός μου και εγώ. Η κατάσταση ήταν πολεμική. Η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και ήταν κάτι που δεν πίστευα ότι θα συνέβαινε ποτέ. Έλεγα ότι ήταν πιο πιθανό να μην πεθάνω, παρά αυτό που συνέβη. Έκλεισαν σε μια νύχτα όλα τα εργοστάσια, το Βατούμι με 150.000 κατοίκους είχε περισσότερα εργοστάσια από τη Θεσσαλονίκη, που είχε τότε 850.000 κατοίκους. Πολλοί Έλληνες, εκτοπισμένοι στις στέπες της Ρωσίας, γύρισαν, αλλά δεν βρήκαν τα σπίτια τους. Άλλοι είχαν πεθάνει νωρίτερα στο Καζακστάν, ανάμεσά τους και συγγενείς μας, χωρίς να γνωρίζουμε πού είναι ενταφιασμένοι.

Ο Βλαδίμηρος Μυστακόπουλος (δεξιά) και η σύζυγός του Ευτυχία, την ημέρα του γάμου τους, το 1971.

Η κατάσταση στο Βατούμι ήταν φοβερή. Το βράδυ δεν μπορούσες να κυκλοφορήσεις στο δρόμο, υπήρχαν στρατιώτες και συμμορίες. Ελληνικές οικογένειες έφευγαν με μια βαλίτσα στα χέρια. Ελάχιστοι μείναμε πίσω. Δεν είχαμε ούτε ηλεκτρικό ούτε ψωμί. Υπήρχε λίστα σε όσα καταστήματα τροφίμων είχαν απομείνει, αγοράζαμε ψωμί με τα κουπόνια. Θυμάμαι ότι στο σχολείο υπήρχαν καθηγητές που αργούσαν την πρώτη ώρα, διότι είχαν στηθεί από τη νύχτα στην «ουρά». Έκανα αίτηση για να φύγω από τη θέση του διευθυντή, αλλά δεν έγινε δεκτή. Μάλιστα, με έστειλαν σε ένα ελληνικό σχολείο. Μείναμε τελικά ως το 1996.

Πουλήσαμε το σπίτι μας στο Βατούμι, αφήσαμε πίσω όλο το νοικοκυριό μας και μπήκαμε, με μία βαλίτσα, στο λεωφορείο για τη Θεσσαλονίκη. Είχαμε τόσο ωραίο σπίτι στο Βατούμι, όμως με τα λεφτά που πήραμε, στην Ελλάδα τότε δεν αγόραζες ούτε παράγκα. Δεν ξέραμε πώς ήταν η ζωή εδώ. Τα πρώτα χρόνια μείναμε στο σπίτι των παιδιών μας. Αργότερα, δούλεψα για δύο χρόνια ως συμβασιούχος στην ομοσπονδία ποντιακών σωματείων. Σύνταξη δεν πήρα ποτέ, για τα χρόνια που δούλεψα στο Βατούμι. Όταν έγινα 65 χρονών, το 2004, το ελληνικό κράτος άρχισε να μας δίνει επίδομα 345 ευρώ το μήνα. Αυτό κόπηκε το 2013, επειδή είχαμε διπλή υπηκοότητα και δεν είχαμε συμπληρώσει 20 χρόνια στην Ελλάδα. Θα μπορούσαν τουλάχιστον να μας αφήσουν 100 ευρώ για τα βασικά. Ευτυχώς, έχουμε φαρμακευτική περίθαλψη του ΟΓΑ, όμως τίποτα παραπάνω. Μείναμε στα «κρύα του λουτρού».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Σχολική γιορτή στο Βατούμι, δεκαετία '80.

Σήμερα, ζούμε με τη βοήθεια των παιδιών μας - ο ένας είναι παντρεμένος στην Αθήνα και ο δεύτερος έφυγε πρόσφατα με την οικογένειά του στη Γερμανία. Ξαναπήγα στο Βατούμι αργότερα, για να κάνω τα χαρτιά μου στο προξενείο της Τιφλίδας, ώστε να μου αναγνωριστεί η ιδιότητα του παλιννοστούντα. Νοσταλγώ τη ζωή εκεί, αλλά τα χρόνια που ζούσαμε όλοι μαζί.

Ο Βλαδίμηρος Μυστακόπουλος σε στιγμιότυπο σχολικού αγώνα.

Ο Βλαδίμηρος Μυστακόπουλος στρατιώτης, το 1962.

Περισσότερα από το VICE

Ο Έλληνας Ψυχολόγος Των Αβορίγινων

Μια Ελληνίδα μας Εξηγεί πώς Είναι να Ζεις στα Εμιράτα

Ο Έλληνας Φωτογράφος της Αϊτής

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.