Μπήκαμε στο Εργοστάσιο «Φάντασμα» στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης

FYI.

This story is over 5 years old.

News

Μπήκαμε στο Εργοστάσιο «Φάντασμα» στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης

Η ιστορία του γερμανικού εργοστασίου Ράινερ, στο οποίο ο χρόνος «πάγωσε» πριν από 31 χρόνια.

Κείμενο: Κώστας Κουκουμάκας

Δίπλα μας η μεγάλη πόλη έτρεχε να προλάβει deadlines και μηνιαίες δόσεις οφειλών. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι τα σταματημένα στην κίνηση αυτοκίνητα θα μπορούσαν να πάρουν φόρα από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης και να πετάξουν μακριά πάνω από το Μακεδονία Παλάς. Χιλιάδες άνθρωποι περνούν καθημερινά από την Προβλήτα 1 του λιμανιού, που έχει αποδοθεί για αστική χρήση στο κοινό· παρέες νέων ρεμβάζουν στην ξύλινη προκυμαία, λειτουργούν δύο μουσεία, εκθεσιακοί χώροι, ένα πολύ δημοφιλές καφέ-ρεστοράν, αίθουσες κινηματογράφου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Περπατήσαμε λίγα μέτρα ως το εμβληματικό κτίριο του επιβατικού σταθμού του λιμανιού, το λεγόμενο και Παλιό Τελωνείο. Έπειτα, χρειάστηκε μόνο ένα ελαφρύ σπρώξιμο της σιδερένιας πόρτας και λίγα σκαλοπάτια ως τον πρώτο όροφο του κτιρίου, για να παγώσει ο χρόνος μπροστά στα μάτια μας. Είναι αδιανόητο, όμως στο πιο δημοφιλές σημείο της Θεσσαλονίκης υπάρχει ένα εργοστάσιο-φάντασμα, όπου τα πάντα έχουν μείνει ακριβώς όπως τα άφησαν ιδιοκτήτες και εργάτες, πριν από 31 ολόκληρα χρόνια. Για να βρεθούμε εδώ χρειάστηκε φυσικά ειδική άδεια από τη διοίκηση του ΟΛΘ, καθώς ο συγκεκριμένος χώρος φυλάσσεται και τα μέτρα ασφαλείας είναι αυστηρά. Αυτή είναι η άγνωστη ιστορία του γερμανικού εργοστασίου έτοιμων ενδυμάτων Ράινερ (Reiner) στην καρδιά της πόλης.

Η Ράινερ ξεκίνησε να λειτουργεί τη δεκαετία του ΄60 στην ανατολική πτέρυγα του Παλιού Τελωνείου, το οποίο βρισκόταν τότε στη λεγόμενη «Ελεύθερη Ζώνη» του λιμανιού. Αυτό σημαίνει ότι απολάμβανε ειδικό τελωνειακό και φορολογικό καθεστώς. Στο γερμανικό εργοστάσιο απασχολούνταν Ελληνίδες εργάτριες, τα υφάσματα και οι κλωστές έφθαναν από τη Γερμανία και τα ρούχα εξάγονταν απευθείας στην ίδια χώρα. Έως σήμερα, δίπλα στον πίνακα με τις καρτέλες των εργατριών υπάρχει μια πινακίδα που γράφει ότι το εργοστάσιο λειτουργεί εντός της «Ελεύθερης Ζώνης» και ότι η απόπειρα απομάκρυνσης πρώτων υλών και ρούχων αποτελεί ποινικό αδίκημα. Ο κυρίως χώρος είναι απέραντος, ανέγγιχτος εδώ και τρεις δεκαετίες. Ένα απόκοσμο σκηνικό από το οποίο λείπουν μόνο οι άνθρωποι. Υπάρχουν στη σειρά δεκάδες ραπτομηχανές και πάγκοι εργασίας. Είναι ακόμη ανοιχτά τα τετράδια των εργατριών με τις σημειώσεις τους για τις διαστάσεις των ρούχων και τα φασόν. Κλωστές μάρκας Epic και Drima είναι περασμένες στις ραπτομηχανές PFAFF και οι βελόνες είναι πάνω στα χοντρά πανιά που προστάτευαν τα δάχτυλα. Στα γραφεία ξεθωριάζουν τιμολόγια και επαγγελματικές κάρτες στελεχών. Στον πάγκο υπάρχει ακόμη μισογεμάτο ένα κλειστό, αβάσταχτα ρετρό πλέον, μπουκάλι πορτοκαλάδας Ήβη και στον τοίχο ένας χάρτης της Ευρώπης με τη Γιουγκοσλαβία ενωμένη. «Η μόδα φέτος αρέσκεται στις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις» γράφει ένα editorial μόδας στον πίνακα ανακοινώσεων. Εδώ μέσα είναι ακόμη Νοέμβριος του 1985: «Βόμβα - 30 τραυματίες» γράφει το φύλλο της εφημερίδας Θεσσαλονίκη με ημερομηνία 1 Νοεμβρίου 1985, δραχμών 40 [0,12 ευρώ], σκονισμένο πάνω στον πάγκο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Γυναίκες που δούλεψαν στη Ράινερ περιγράφουν τις συνθήκες εργασίας ως αυστηρές. Η Σοφία Μωυσίδου εργάστηκε εκεί για δυόμιση χρόνια. «Η προϊσταμένη ήταν Γερμανίδα, υπήρχαν όμως αρχιεργάτριες Ελληνίδες. Ήταν πολύ αυστηρά. Αν αργούσες ένα λεπτό το πρωί, η πόρτα ήταν κλειστή, κι έπειτα δεν επιτρεπόταν να μιλάμε μεταξύ μας. Υπολόγιζαν σχολαστικά την απόδοση της κάθε εργάτριας, δηλαδή πόσα ρούχα είχε βγάλει στη βάρδια της. Η προϊσταμένη ερχόταν κάθε τόσο και μετρούσε με τη μεζούρα αν είχαμε ράψει σωστά την πιέτα ή την τσάκιση». Η Μαρία Χαριζάνη εργάστηκε στη Ράινερ από το 1969 ως το 1974. «Θυμάμαι ότι δουλεύαμε σε γκρουπ και προβλεπόταν πριμ απόδοσης αν πετυχαίναμε τον απαιτούμενο ρυθμό παραγωγής. Ήταν πολύ αυστηρά στο εργοστάσιο, κάναμε μόνο ένα σύντομα διάλειμμα το μεσημέρι για φαγητό. Οι πρώτες ύλες, οι κλωστές, τα υφάσματα, όλα έρχονταν απευθείας από τη Γερμανία κι εκεί πάλι εξάγονταν τα ρούχα», λέει.

Την Άνοιξη του 1985 ο Γερμανός εργοδότης κηρύσσει πτώχευση, εγκαταλείπει το εργοστάσιο και 200 εργάτριες μένουν χωρίς δουλειά. Από συζητήσεις με συνδικαλιστές εκείνης της περιόδου στη Θεσσαλονίκη προκύπτουν δύο πιθανά σενάρια για το λουκέτο. Πρώτον, ήταν οι αλλαγές στο φορολογικό καθεστώς που θεωρήθηκαν από τον ιδιοκτήτη ασύμφορες ώστε να συνεχίσει τη λειτουργία της μονάδας εντός του λιμανιού της Θεσσαλονίκης και, δεύτερον, ότι αναζήτησε ενδεχομένως σε γειτονική χώρα φθηνότερο εργατικό κόστος. Σε άλλο χώρο του λιμανιού λειτουργούσε την ίδια περίοδο κι ένα δεύτερο γερμανικό εργοστάσιο με παρόμοιο τέλος, ωστόσο τα μηχανήματα και ο εξοπλισμός του μεταπωλήθηκαν. Οι εργαζόμενες κατέλαβαν τη Ράινερ και έκαναν δυναμικές κινητοποιήσεις. Σε προκήρυξη της εποχής διαβάζουμε: «Μετά την προκλητική και ύπουλη άτακτη φυγή του Γερμανού εργοδότη μας, που εγκατέλειψε το εργοστάσιο και πέταξε στον δρόμο 200 εργάτριες χωρίς να καταβάλει τα νόμιμα τους δικαιώματα από μεροκάματα, δώρα, άδειες, αποζημιώσεις κλπ, που ανέρχονται στο ποσό των 25 εκατομμυρίων δραχμών, η κυβέρνηση και ο αρμόδιος υπουργός Εργασίας στις συνεχείς αγωνιστικές μας κινητοποιήσεις και στα διαβήματά μας δείχνουν αδιαφορία και μας εμπαίζουν». Το πανό εκείνων των κινητοποιήσεων είναι ακόμη διπλωμένο σε μια γωνία του κτιρίου στο λιμάνι.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Σήμερα, το κτίριο του επιβατικού σταθμού και κατ' επέκταση το εργοστάσιο-φάντασμα της Ράινερ έρχονται εκ των πραγμάτων ξανά στο προσκήνιο με αφορμή την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης. Το συγκεκριμένο ακίνητο δεν θεωρείται ότι βρίσκεται χωροταξικά στην Προβλήτα 1, για την οποία ο Πρωθυπουργός είπε στη φετινή ΔΕΘ ότι «θα αποδοθεί στον λαό της πόλης ώστε να συνεχίσει να αποτελεί δημόσιο χώρο πολιτισμού», όπως ζητούσε ο Γιάννης Μπουτάρης. Επομένως, η Ράινερ περιλαμβάνεται στο πακέτο ιδιωτικοποίησης του λιμανιού. Ο διαγωνισμός πώλησης του μετοχικού πακέτου που κατέχει το ελληνικό Δημόσιο στην ΟΛΘ ΑΕ βρίσκεται στη δεύτερη φάση και το επόμενο διάστημα θα πρέπει να αναμένονται εξελίξεις στο μεγάλο ντιλ. Το κτίριο του επιβατικού σταθμού, χτισμένο το 1910 από τον Ελί Μοδιάνο και πρώτο κτίσμα με οπλισμένο σκυρόδεμα στη Θεσσαλονίκη, ανήκει σήμερα στην Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου. Τα τελευταία χρόνια, λόγω προβλημάτων στατικότητας, χρησιμοποιείται μόνο ένα μέρος του ισογείου.

Ο πρόεδρος του δ.σ της ΟΛΘ ΑΕ Κωνσταντίνος Μέλλιος σημειώνει ότι η διοίκηση του λιμανιού είχε ένα αρχικό πλάνο για το ιστορικό κτίριο. «Καταθέσαμε ένα master plan στο Υπουργείο Ναυτιλίας με θέμα τη συντήρηση και την αξιοποίηση του επιβατικού σταθμού, για το οποίο προτείναμε ήπιες χρήσεις και λειτουργία πολυχώρων πολιτισμού. Στο ίδιο σχέδιο αναφέρεται ότι χρειάζονται επεμβάσεις στατικότητας και συντήρησης, αξίας 9,5 εκατ. ευρώ», λέει ο κ. Μέλλιος. Στην πράξη, οποιαδήποτε συζήτηση για το κτίριο παγώνει, καθώς σύμφωνα με την σύμβαση παραχώρησης, το ακίνητο μαζί με τα υπόλοιπα της λιμενικής ζώνης θα αξιοποιηθούν από τον νέο ιδιοκτήτη. «Με τον σημερινό σχεδιασμό, η ολοκλήρωση του διαγωνισμού και η εγκατάσταση του πλειοδότη στο λιμάνι, αναμένεται ως το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2017» σημειώνει ο επικεφαλής του ΟΛΘ. Μία δεύτερη συζήτηση για ενδεχόμενη αξιοποίηση του κτιρίου από τον Δήμο Θεσσαλονίκης φαίνεται ότι σκοντάφτει στο υψηλό κόστος των εργασιών αποκατάστασης. Έτσι, μέχρι να περάσει το λιμάνι στα χέρια ιδιώτη, η ιστορία της ανόδου και της πτώσης της Ράινερ, τα μηχανήματα, οι κλωστές και το ρετρό μπουκάλι της πορτοκαλάδας θα στέκουν κάτω από το βάρος της σκόνης 31 χρόνων, στο πιο in σημείο της μεγάλης πόλης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ