FYI.

This story is over 5 years old.

Χούντα

«Είναι Απίστευτο το Πόσο Σεξ Έγινε Κάτω από την Αφίσα του Che στη Χούντα» - Οι Νέοι που Έζησαν τη Δικτατορία

Μιλήσαμε με ανθρώπους που έζησαν και έχασαν τα καλύτερα τους χρόνια κάτω από ένα αντιδημοκρατικό καθεστώς.

20 Απριλίου, 1967. Ο Θοδωρής, ένας νεαρός και βαθιά πολιτικοποιημένος φοιτητής ιατρικής, συμμετέχει ενεργά στις φοιτητικές εκλογές της σχολής του. Οπαδός του Ανδρέα Παπανδρέου, ο 22χρονος παραμένει μέχρι αργά στο Πανεπιστήμιο, ώσπου να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Οι εκλογές του φοιτητικού συλλόγου τελειώνουν γύρω στις δύο το πρωί. Γυρίζει σπίτι του και πέφτει για ύπνο.

Λίγες ώρες αργότερα, η ζωή του δεν ήταν η ίδια. «Ήδη από το βράδυ, όταν γυρίζαμε από το πανεπιστήμιο, είδαμε να περνούν από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας στρατιωτικές δυνάμεις. Δεν δώσαμε σημασία. Το πρωί ανοίξαμε το ραδιόφωνο - έτσι κάναμε τότε για να ενημερωθούμε, δεν είχαμε Facebook. Τότε ακούσαμε εμβατήρια και το διάγγελμα του Παπαδόπουλου». Το διάγγελμα -από την εκφώνηση του οποίου συμπληρώνεται σήμερα μισός αιώνας- επρόκειτο να ακολουθήσουν επτά χρόνια στρατιωτικής δικτατορίας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πολλά έχουν γραφεί για τα βασανιστήρια της Χούντας και το απάνθρωπο δικτατορικό καθεστώς. Όμως, πώς ήταν η ζωή των 20άρηδων την εποχή της Επταετίας; Για να το μάθουμε, συναντήσαμε ανθρώπους που μας διηγήθηκαν πώς είναι να τρως τα νιάτα σου και την ομορφιά σου κάτω από το πουλί της «Εθνοσωτηρίου Επαναστάσεως».

«Κόψαμε τις πολιτικές συζητήσεις και μιλούσαμε για γυναίκες»

Ο Θοδωρής, που μετέπειτα εντάχθηκε στις γραμμές του ΠΑΣΟΚ, λέει στο VICE ότι «πρώτη και σημαντικότερη αλλαγή στη ζωή μου από το πραξικόπημα ήταν η απαγόρευση του φοιτητικού συνδικαλισμού. Μία από τις βασικές δραστηριότητες της ζωής μου έγινε παράνομη και άρα είχα πια άπλετο χρόνο να στρωθώ στο διάβασμα και να τελειώσω την ιατρική».

Η ζωή στο πανεπιστήμιο την εποχή της Χούντας ήταν λίγο διαφορετική από τη σημερινή. «Μάθαμε να ζούμε αγκαλιά με τους ασφαλίτες», λέει ο ίδιος. «Έρχονταν και κατέγραφαν ό,τι λεγόταν και γινόταν στο πανεπιστήμιο, κινήσεις που τους φαίνονταν ύποπτες. Στο τέλος, η παρουσία τους ήταν τόσο έντονη που τους μάθαμε με τα μικρά ονόματά τους. Κάποιοι από τους συμφοιτητές μας υποστήριζαν τη Χούντα και συνεργάζονταν με την Ασφάλεια. Διάφοροι έρχονταν στο αμφιθέατρο και σε έπιαναν φίλο, όμως δεν μπορούσες να ξέρεις αν πράγματι ήταν δικός σου φίλος ή απλώς φίλος της Ασφάλειας. Αφού δεν ήξερες ποιον να εμπιστευτείς, έκοβες τις πολιτικές κουβέντες στο πανεπιστήμιο και περιοριζόσουν σε άλλα θέματα, όπως ο κινηματογράφος, το θέατρο και οι γυναίκες. Ευτυχώς, στο τελευταίο δεν υπήρχε λογοκρισία. Πολλοί που δεν κράτησαν το στόμα τους κλειστό, σύντομα εξαφανίστηκαν και τους είδαμε πολύ αργότερα, όταν γύρισαν από εξορίες και φυλακές».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μουσική: Από το επαναστατικό Άξιον Εστί στα ερωτικά Blues και το ρεμπέτικο

Της Δικαιοσύνης Ήλιες Νοητέ: Ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη μελοποιημένη από το Μίκη Θεοδωράκη

Εκτός από τα μουσικά έργα μίας εποχής έντονα πολιτικοποιημένης, στην οποία οι νέοι αναζητούσαν τρόπο να εκφραστούν πολιτικά, υπήρχαν και τα τραγούδια που άναβαν το ερωτικό παιχνίδι. «Τότε στα πάρτι έπαιζαν δύο είδη χορού. Το γνωστό σέικ και τα blues, που ήταν μία πρώτης τάξης ευκαιρία για ακουμπήματα μεταξύ αγοριών και κοριτσιών», λέει ο Νίκος.

Εκτός από τους Beatles, τους Pink Floyd και τον Bob Dylan, ιδιαίτερα δημοφιλές σε μερίδα της νεολαίας ήταν και το ρεμπέτικο. «Προοριζόταν κυρίως για τους πιο πολιτικοποιημένους, αφού οι ρεμπέτες κουβαλούσαν πάντα μία παρανομία και αλητεία πάνω τους. Πολλά από τα ρεμπέτικα είχαν και πολιτικό μήνυμα, όπως το "Νύχτωσε Χωρίς Φεγγάρι"», λέει η Αλεξάνδρα Παντελάκη.

Σέικ για τους νοσταλγούς.

Καμάκι και σεξ υπό το βλέμμα του Che Guevara

Μία μεγάλη διαφορά εκείνης της εποχής με τη σημερινή είναι ότι ελάχιστα σχολεία ήταν την περίοδο της Χούντας μεικτά και άρα ήταν αδύνατο να συναντήσεις ένα αγόρι ή ένα κορίτσι που να σου αρέσει στην τάξη. Επομένως, η μόνη διέξοδος ήταν τα πάρτι στα σπίτια, όπου ο ένας ξάδερφος έφερνε τη φίλη της ξαδέρφης του και η αδερφή έφερνε τον φίλο του αδερφού της για να γνωριστούν και να προχωρήσει το ειδύλλιο. Εκεί «οι κανόνες του παιχνιδιού ήταν οι παραδοσιακοί: ο άνδρας ήταν ο "θηρευτής" και η γυναίκα το "θήραμα"», λέει ο Θοδωρής. «Όμως στην πραγματικότητα οι γυναίκες μας επέλεγαν», προσθέτει γελώντας.

Κατά γενική ομολογία όσων έζησαν εκείνη την εποχή, «το σεξ δεν κόπηκε στα χρόνια της Χούντας». «Ίσα-ίσα το αυξήσαμε σαν μία οδό εκτόνωσης και διαφυγής, για να ξεχάσουμε τις ήττες μας και τη δύσκολη πολιτική κατάσταση», λέει ο Θοδωρής.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Αυτό που χαρακτήριζε τις τότε σχέσεις μας ήταν ότι υπήρχε έντονη συντροφικότητα και αλληλεγγύη»

Όμως το πρόβλημα της εποχής γύρω από το σεξ ήταν το «χωροταξικό». «Προφανώς δεν μπορούσες να πας εύκολα στο σπίτι της κοπέλας, ο πατέρας της θα σε κυνηγούσε, ούτε φυσικά το ξενοδοχείο ήταν κάτι που δέχονταν τα περισσότερα κορίτσια», λέει ο Θοδωρής. Τη λύση συνήθως έδινε κάποιος φίλος, «που σου δάνειζε για λίγο την γκαρσονιέρα του και μπορούσες να μείνεις λίγο μόνο σου με τον σύντροφό σου», προσθέτει ο ίδιος, ενώ ο Νίκος σημειώνει: «Γενικά την εποχή της Χούντας ήταν σχετικά εύκολο να νοικιάσεις μία γκαρσονιέρα, η οποία είχε δύο λειτουργίες: πρώτον, ήταν κρησφύγετο για την αντίσταση. Δεύτερον, ήταν ο χώρος για να κάνεις σεξ».

Σε μία τέτοια γκαρσονιέρα μαζευόταν και η παρέα της ηθοποιού Αλεξάνδρας Παντελάκη, η οποία τότε σπούδαζε στη Γαλλική Φιλολογία και παράλληλα έκανε τα πρώτα της βήματα στην υποκριτική. «Εκεί πηγαίναμε για να μιλήσουμε, να πιούμε και να ακούσουμε μουσική. Μας άρεσε να καθόμαστε κάτω, πάνω στις φλοκάτες. Είχαμε μάλιστα και μία αφίσα του Che. Είναι απίστευτο το πόσο σεξ είδε αυτός ο Che την περίοδο της Χούντας», λέει η ίδια γελώντας. «Αυτό που χαρακτήριζε τις τότε σχέσεις μας ήταν ότι υπήρχε έντονη συντροφικότητα και αλληλεγγύη. Όταν είχε ο ένας κάτι —σπίτι, χρήματα ή οτιδήποτε άλλο— το είχαν όλοι».

H Ομόνοια τη δεκαετία του '60. Φωτογραφία από τον λογαριασμό Konserva - vintage culture στο Facebook.

Hello κούκλα, do you speak English?

Διαδεδομένο (από) εκείνη την εποχή ήταν και το καμάκι στις τουρίστριες. «Η πλατεία Συντάγματος ήταν γεμάτη με καμάκια. Κάθονταν εκεί με τις ώρες κάτι τύποι με ανοιχτό πουκάμισο και αλυσίδα στο λαιμό. Μιλάμε για επαγγελματίες του είδους, νέα παιδιά που προσέγγιζαν τις τουρίστριες, επειδή πίστευαν ότι ήταν πιο ανοιχτές από τις Ελληνίδες και ήταν πιο εύκολο να τις ρίξουν στο κρεβάτι», λέει ο Νίκος.

Ντύσιμο: Χίπικα ρούχα, παντελόνι καμπάνια και μίνι φούστα

Όπως λέει η κ. Παντελάκη «την Επταετία δεν υπήρχε περιορισμός στο τι θα φοράς και μπορούσες να ακολουθήσεις τη μόδα». Για να είσαι μοντέρνος εκείνη την εποχή, ως άνδρας έπρεπε να φοράς παντελόνι καμπάνα, φαρδιά πουκάμισα με γιακάδες, φαρδιές ζώνες και στρατιωτικά αμπέχονα που αγόραζες από το Μοναστηράκι. Συνήθως πακέτο με τα παραπάνω πήγαινε το μακρύ μαλλί και τα μούσια. Εκεί ξεκινούσαν τα προβλήματα για τα αγόρια, «αφού η αστυνομία μπορούσε να σε σταματήσει στο δρόμο επειδή απλώς είχες μακριά μαλλιά και να σου κάνει ανάκριση τύπου: "τι κάνεις εδώ τώρα;", "πού πάς;" και άλλα τέτοια», λέει ο Νίκος. Η κ. Παντελάκη θυμάται ότι «μία φορά στην Πατησίων πέτυχα δύο νεαρούς στρατιώτες με μία ξυριστική μηχανή. Σταματούσαν αγόρια με μακρύ μαλλί και τους το έκοβαν με το ζόρι».

Όσον αφορά στη γυναικεία ενδυμασία, η ηθοποιός λέει ότι «τα τσιγγάνικα, τα χίπικα ρούχα και το ταγάρι ήταν στα πάνω τους εκείνη την εποχή», όμως αξίζει να σημειώσουμε ότι τότε κάνει την εμφάνισή του και το εκρηκτικά κοντό μίνι. «Όταν ανέβαινε στο λεωφορείο κάποια νεαρή κοπέλα με πολύ κοντή φούστα το όχημα "έγερνε"», λέει ο Νίκος.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Αναντικατάστατο στοιχείο στην εικόνα της εποχής ήταν και το κάπνισμα. Όπως λέει η Αλεξάνδρα Παντελάκη, «αν δεν κάπνιζες την εποχή της Χούντας, σε είχαν όλοι για μαλάκα. Όχι απλώς δεν απαγορευόταν, αλλά επιβαλλόταν. Ήταν ένα δείγμα αντίστασης, αφού "για να καπνίζεις, σημαίνει ότι έχεις νταλκάδες και είσαι καταπιεσμένος", σκεφτόμασταν τότε. Τα πιο διαδεδομένα τσιγάρα ήταν τα άφιλτρα "Σαντέ" και τα "Μπλε 22"».

Αλεξάνδρα Παντελάκη και Λευτέρης Βογιατζής λίγο πριν την έναρξη παράστασης στα χρόνια της Χούντας.

Κυψελάρα

«Ανέπαφη από τη Χούντα έμεινε και η διασκέδαση», λέει ο Θοδωρής, αφού «το καθεστώς ήταν αρκετά έξυπνο για να μας αφήσει να ξεδίνουμε τουλάχιστον εκεί. Έτσι σχεδόν κάθε μέρα βγαίναμε σε καφετέριες. Η Κυψέλη τότε ήταν στα πάνω της, εκεί έβγαιναν όλοι οι επώνυμοι της εποχής. Τα μαγαζιά ήταν πάντα ανοιχτά και φίσκα από κόσμο. Αφού πηγαίναμε σινεμά —συνήθως παρακολουθούσαμε ευρωπαϊκό κινηματογράφο, αφού σνομπάραμε τον αμερικάνικο— πηγαίναμε ζευγάρια για μπίρα και καθόμασταν έως και τις δύο το πρωί. Ειδικά το καλοκαίρι που άνοιγε ο καιρός, μας άρεσε να χαζοξενυχτάμε με κουβέντα». Μεγάλη πέραση είχαν και οι ταβέρνες της Κυψέλης, που προσέφεραν άφθονο κρασί και για τις λιγότερο «δυνατές τσέπες».

Στα πέριξ της πλατείας Κυψέλης υπήρχαν εκείνη την εποχή αρκετά κλαμπ, όπου πήγαιναν όσοι νέοι ήθελαν να ενδώσουν σε ένα από τα πρώτα κύματα πολιτιστικής μαζικοποίησης και αμερικανοποίησης που ερχόταν στην ελληνική πρωτεύουσα. Αντίθετα, για τους διανοούμενους που σνόμπαραν τα κλαμπ ως «αμερικανιές», υπήρχαν οι μπουάτ, ένας χαρακτηριστικός τόπος συνάντησης και διασκέδασης των νέων που φλέρταραν με την αντίσταση.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Αν και η Φωκίωνος Νέγρη ήταν το κέντρο της τότε Αθήνας, ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το "Πατάρι του Λουμίδη", λέει στο VICE ο συγγραφέας Δημήτρης Νόλλας. Εκεί τα τραπέζια ήταν τοποθετημένα σε σχήμα «πι» και το πατάρι σύντομα μεταμορφώθηκε σε έναν χώρο συζητήσεων και ανταλλαγής ιδεών. «Ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Νίκος Γκάτσος, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Γιάννης Μόραλης, ο Αντρέας Εμπειρίκος, ο Νικηφόρος Βρεττάκος ήταν μερικοί από τους πιο τακτικούς θαμώνες του», λέει ο κ. Νόλλας. Στο «Πατάρι του Λουμίδη» λέγεται ότι ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε τον «Ματωμένο Γάμο» για το Θέατρο Τέχνης και ο Νίκος Γκάτσος διάβασε πρώτη φορά σε φίλους του αποσπάσματα από την «Αμοργό» του. «Οι περισσότεροι από αυτούς "εγκαταστάθηκαν" αργότερα στο "Μπραζίλιαν", επίσης σημαντικό στέκι της εποχής».

O συγγραφέας Δημήτρης Νόλλας.

Η «Αθηναία»

Μεγάλο και πολύ γκλαμουράτο ήταν το νυχτερινό κέντρο «Αθηναία» στην Πανεπιστημίου, που ήταν γνωστή μεταξύ των κοσμικών θαμώνων και ως η "υπόγα". Εκεί σύχναζε όλη η αφρόκρεμα της Αθήνας, όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης. Θυμάμαι ακόμη που μία φορά μαζέψαμε μερικά μηνιάτικα για να πάμε τις κοπέλες μας στην «Αθηναία» το καταδιασκεδάσαμε. Μας κόστισε 300 δραχμές το άτομο. Για την εποχή το ποσό ήταν τεράστιο, όμως περάσαμε καλά. Είχε ζωντανή μουσική, τραγουδούσαν ο Tony Pinelli και ο Rocky Roberts, μεγάλα ονόματα της μουσικής σκηνής της εποχής.

«Πού ήσουν τέτοια ώρα;»

Φυσικά έντονος ήταν ο οικογενειακός έλεγχος της εποχής στους νέους και ειδικά τα κορίτσια. «Δεν γυρνούσα στο σπίτι ποτέ μετά τη μία το πρωί. Οι γονείς μου ήταν πολύ αυστηροί, μην σου πω ότι με περί με ένα ματσούκι πίσω από την πόρτα. Μας ρωτούσαν: "πού ήσουν τέτοια ώρα;", "με ποιον ήσουν", "πού είναι τώρα αυτός με τον οποίο ήσουν;", "τι κάνατε;"», λέει η Αλεξάνδρα Παντελάκη.

Τροχονόμος στην Αθήνα τη δεκαετία του '70. Φωτογραφία από το λογαριασμό Konserva - vintage culture στο Facebook.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δύσκολη η επιβίωση για τους φιλότεχνους

Μπορεί η Χούντα να μην «άγγιζε» την ελαφρά διασκέδαση, όμως φυσικά δεν γινόταν το ίδιο με τις τέχνες, που μπορούσαν εύκολα να αποκτήσουν πολιτικό χαρακτήρα.

Στα χρόνια της Χούντας, η ηθοποιός Αλεξάνδρα Παντελάκη ξεκίνησε με το σκηνοθέτη Γιώργο Μιχαηλίδη και άλλους νέους ηθοποιούς το Ανοιχτό Θέατρο. «Στην αρχή ήταν γκαράζ και το χτίσαμε μόνοι μας», λέει η Αλεξάνδρα. «Ήμασταν μία ομάδα νέων ανθρώπων και καλλιτεχνών που είχαμε μεγάλη πίστη στις δυνάμεις μας και χρειαζόμασταν να κάνουμε κάτι για να ξεπεράσουμε τον ζόφο της εποχής. Θέλαμε να δώσουμε ένα πολιτικό στίγμα στο μέτρο του δυνατού. Παρότι φοβόμασταν, υπήρχε ελπίδα μέσα μας».

Η Αλεξάνδρα έκανε μεταφράσεις, επιμελούνταν και μοίραζε το περιοδικό του Ανοιχτού Θεάτρου, με σκοπό την οικονομική ενίχυση του θεάτρου, αφού προφανώς δεν υπήρχε στήριξη από την πολιτεία.

Για να ανεβάσει ένα έργο, «το Ανοιχτό Θέατρο έπρεπε να υποβάλει στην επιτροπή λογοκρισίας το κείμενο. Έστω και μία υποψία αρκούσε για να κοπεί ένα έργο από τη λογοκρισία. Όταν μας έκοβαν ένα θεατρικό, μας έλεγαν μία μαλακία του τύπου "το έργο δεν προάγει τα χριστιανικά ήθη". Γι' αυτό το λόγο προσπαθούσαμε να μιλάμε με παραβολές και να εκφράζουμε πλαγίως το αντιστασιακό μήνυμα που λέγαμε. Για παράδειγμα, ανεβάσαμε το έργο Κυριακάτικος περίπατος, όπου μία οικογένεια στη Γαλλία ξεκινά για έναν περίπατο και ξαφνικά γαζώνεται από αδέσποτες σφαίρες. Έργα φαινομενικά αθώα που όμως μετέφεραν στο κοινό το πολιτικό μήνυμα που θέλαμε», λέει η Αλεξάνδρα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Απόσπασμα από το περιοδικό του «Ανοιχτού Θεάτρου».Οι συντελεστές της παράστασης «Κυριακάτικος Περίπατος» του Ανοιχτού Θεάτρου με τις απαράιτητες χειρόγραφες διορθώσεις σε μία μη ψηφιακή εποχή.Οι συντελεστές του «Ανοιχτού Θεάτρου». Η Αλεξάνδρα Παντελάκη διακρίνεται στην άνω σειρά, τρίτη από δεξιά.

Woodstock και κινηματογράφος

Σημαντική για τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία των νέων έπαιζε και ο κινηματογράφος. «Το Studio στην πλατεία Αμερικής και η Αλκυονίδα ήταν οι σημαντικότεροι τότε, όπου και σύχναζαν φοιτητές και διανοούμενοι», λέει ο Νίκος. Παρά τη λογοκρισία, «εκεί συχνά παίζονταν ωραία έργα με πολιτικές συνδηλώσεις που ξέφευγαν από τους χουντικούς. Για παράδειγμα, στην Αλκυόνιδα έπαιζε η ταινία Οι Νικημένοι του μεγάλου ούγγρου σκηνοθέτη Miklòs Yancò. Στην ταινία παρουσιάζονται αγρότες που επαναστατούν αλλά τελικά συλλαμβάνονται. Θυμάμαι ότι μόλις τελείωσε η ταινία, όλοι άρχισαν να χειροκροτούν δυνατά. Ήταν αυθόρμητο αλλά αντιστασιακό», λέει ο ίδιος.

Από τη λογοκρισία της Χούντας δεν θα μπορούσε να λείπει η ταινία για το Woodstock, «η οποία παίχτηκε κομμένη και λογοκριμένη», καθώς και η ταινία Φράουλες και Αίμα. «Αυτή η ταινία αφορούσε στις πολιτικές εξεγέρσεις της Αμερικής του '68. Ήταν πολύ δυνατή για την εποχή. Στο τέλος της προβολής έγινε χαμός από χειροκροτήματα. Καθώς βγαίναμε με τους φίλους μου από την αίθουσα, είδαμε καθηγητή μας. "Δικός είναι αυτός", είπαμε. Λίγο παρακάτω μας σταμάτησε ένας ασφαλίτης με κοστούμι και μας ρώτησε σε ποιο σχολείο πάμε. Κάποιος από εμάς απάντησε από αφέλεια και κάρφωσε χωρίς να το σκεφτεί τον καθηγητή μας. Φυσικά μετά από μια εβδομάδα η ταινία κατέβηκε».

Τακτικός πελάτης της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών

Σε αυτό το ζοφερό πλαίσιο ανελευθερίας, οι νέοι είχαν βρει τα «στέκια» τους, όπου προσπαθούσαν να κρατήσουν απ'έξω τη μαυρίλα της Χούντας. «Τέτοια μέρη ήταν ο Κοραής, —ένα καφενείο στη συμβολή Ιπποκράτους και Σόλωνος, κοντά στη Νομική, όπου μαζεύονταν πολλοί φοιτητές με πνευματικές και πολιτικές ανησυχίες— το βιβλιοπωλείο της Δωδώνης και η Ελληνοαμερικάνικη Ένωση, που με διάφορες εκδηλώσεις μάζευε κόσμο. Γενικά κυνηγούσαμε πολύ οτιδήποτε πολιτιστικό μπορούσαμε να βρούμε στην πρωτεύουσα», λέει ο Νίκος.

Όσες από τις εκδηλώσεις αποκτούσαν πολιτική χροιά, τραβούσαν την προσοχή της Ασφάλειας. «Μία φορά πήγα σε διάλεξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νέων, μίας ομάδας με νέες δημοκρατικές ιδέες. Έξω από την εκδήλωση βρισκόταν η Αστυνομία. Όταν βγήκα, με σταμάτησαν και ζήτησαν τα στοιχεία μου. "Παρακαλείσθε να παρουσιαστείτε στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών δια υπόθεσίν σας", έλεγε ένα έγγραφο που ήρθε σπίτι μετά από μερικές ημέρες. Εκεί γνώρισα έναν από τους πιο γνωστούς βασανιστές της Χούντας, που σου ζητούσε πληροφορίες μία με το καλό μία με το κακό. Εμένα με φώναξαν στην ασφάλεια αρκετές φορές και ως εκ τούτου δεν μου έβγαζαν με τίποτα διαβατήριο για να κάνω ταξίδια στο εξωτερικό», λέει ο Νίκος.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Υπήρχε ένα βιβλιοπωλείο στην πλατεία Βικτωρίας. Νικολάκης ή Νικολής. Υπάρχει ακόμη και πωλούσε βιβλία των εκδόσεων Θεμέλιο. Κάποια είχαν βγει απαγορευμένα και τους είχαν βγάλει το εξώφυλλο, τους έβαζαν κάποιο άλλον και τα πουλούσαν. Προφανώς το ήξερε και η Χούντα. Είχα πάρει μια αφίσα του Che και την είχα μέσα στο δωμάτιο μου. Μια νύχτα ξυπνάω και μπήκε η μάνα μου, κατέβασε την αφίσα και την έκρυψε κάπω από το χαλί και μου είπε ότι κάποιοι με ζητάνε στο σαλόνι. Ήμουν 15. Είχαν πάει στο θυρωρό και ρώτησαν ποιος έχει γιο απο την πολυκατοικία. Και ο θυρωρός τους υπέδειξε τα σπίτια.

Δισέλιδο απόσπασμα από το περιοδικό του «Ανοιχτού Θεάτρου».

Έβριζαν οι νέοι την εποχή της Επταετίας;

«Ακατάπαυστα», απαντά μονολεκτικά η Αλεξάνδρα Παντελάκη. «Απλώς δεν ρίχναμε τόσο εύκολα τις χριστοπαναγίες, όπως πέφτουν σήμερα. Έπρεπε να φτάσεις πραγματικά στο αμήν για να πεις τόσο βαριές κουβέντες». Εκτός από βρισιές, «οι νέοι τότε έλεγαν πολύ τη λέξη "φανταστικό", κάτι σαν το σημερινό "δεν υπάρχει"», προσθέτει η ίδια.

Σχολείο: Τα βάσανα των θηλέων

«Τα κορίτσια ήμασταν υποχρεωμένες να φοράμε στολή με τη φούστα κάτω από το γόνατο και άσπρη κορδέλα στο κεφάλι. Επίσης, συχνά μας πήγαιναν στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου έπρεπε σώνει και καλά να δούμε εκδηλώσεις και παρελάσεις της Χούντας. Εννοείται ότι εκκλησιαζόμασταν τακτικά και ότι τρώγαμε αποβολές αν το γόνατο εμφανιζόταν έστω και λίγο», λέει η Αλεξάνδρα Παντελάκη. Εκτός όμως από το σχολείο, τα κορίτσια είχαν ένα επιπλέον βάρος, αυτό «του αυστηρού και πιεστικού πατέρα»

Το άγχος των Πανελλαδικών και οι διακοπές στη Μύκονο

Οι μαθητές δεν λιώνουν στο διάβασμα μόνο σήμερα, μιας που έτσι ήταν τα πράγματα και την περίοδο της Επταετίας. «Τότε δίναμε εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο τον Σεπτέμβριο. Τα δύο τελευταία καλοκαίρια ήταν κόλαση. Κάθε μέρα 12 ώρες διάβασμα σε φροντιστήρια που κάναμε στην πλατεία Κάνυγγος», λέει ο Νίκος και συμπληρώνει. «Μετά τις εξετάσεις πήγα για διακοπές στη Μύκονο. Εκείνη την εποχή το νησί γέμιζε με 18άρηδες που μόλις είχαν δώσει εισαγωγικές εξετάσεις. Ήταν ένας χίπικος παράδεισος, όπου μπορούσες να στήσεις τη σκηνή σου και να κάνεις γυμνισμό στο Super Paradise».

Ο Erich Fromm και Ρώσοι κλασικοί κάτω από το μαξιλάρι

Όσον αφορά στα αναγνώσματα των νέων την εποχή της Χούντας, μεγάλη απήχηση είχαν οι εκπρόσωποι της φιλοσοφικής Σχολής της Φρανκφούρτης, που τότε παρουσίαζε μία νεομαρξιστική κριτική θεωρία που ασκούσε κριτική στον καπιταλισμό, αλλά και στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Μερικοί από αυτούς ήταν ο Erich Fromm και ο Herbert Marcuse. Στο πεδίο της λογοτεχνίας κυριαρκούσαν οι μεγάλοι Ρώσοι κλασικοί, όπως ο Fyodor Dostoyevsky και ο Maxim Gorky.

Μιλώντας κανείς με ανθρώπους που έζησαν την Επταετία, καταλαβαίνει την παρατήρηση του κ. Νόλλα, ότι αν εξαιρέσει κανείς τα βασανιστήρια και την πολιτική ανελευθερία, «η καθημερινή ζωή δεν άλλαξε τόσο εξαιτίας της Χούντας. Ήταν λίγο πολύ η ίδια με την προηγούμενη και την επόμενη εποχή. Η μόνη διαφορά ήταν ότι πριν και μετά την Επταετία, μπορούσες να ξεστομίσεις δύο περισσότερες μαλακίες».

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Χούντα δεν σημάδεψε όσους την έζησαν σε νεαρή ηλικία. Όπως λέει ο Θοδωρής, «μέχρι σήμερα έχω τον καημό ότι έζησα και χαράμισα τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής μου κάτω από ένα αντιδημοκρατικό καθεστώς».

Περισσότερα από το VICE

Τραγούδια που δεν Έχεις Ακούσει (Σχεδόν) Ποτέ στο Ραδιόφωνο Αλλά Έχουν Εκατομμύρια Views στο YouTube

«Κάποιοι Κοιτούν Παράξενα, Μετά το Ξεπερνούν» - Ο Ανδρέας και η Βασιλική Eίναι Zευγάρι, Καλλιτέχνες και Άνθρωποι με Αναπηρία

Το Θρυλικό Μπαρ στη Θεσσαλονίκη Κλείνει Μετά από 40 Χρόνια

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.