FYI.

This story is over 5 years old.

Μια Αληθινή Ιστορία

Ένα Πρωινό Θέατρο του Παραλόγου με τα Κορίτσια του Ελληνικού Δημοσίου

Όταν μια εμπειρία σε μια δημόσια υπηρεσία, γίνεται πηγή έμπνευσης.

Εξαιτίας μιας μετακόμισης, χρειάστηκε να μπω στον κόπο να μαζέψω λίγες υπογραφές για να κάνω αλλαγή οδού και αριθμού. Και κάπως έτσι, έφτασα επί κάποιας λεωφόρου από αυτές που πάνω τους έχουν ταμπέλες και μεγάλα γραφεία. Πλήθος- με μάτια κλειστά, καφέδες στα χέρια και κινητά- είχε κατακλύσει τον δρόμο και η ώρα ήταν ακόμα επτά και κάτι το πρωί. Έψαξα –τρόμαξα λίγο ομολογώ- σε ποια είσοδο θα ήταν το πρέπον να μπω και τι να ρωτήσω. Από τη μία πλευρά, τα ταμεία και από την άλλη, το τμήμα εξυπηρέτησης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μπήκα στο δεύτερο και άπλωσα τα χέρια μου που μπλέχτηκαν με άλλα χέρια, για να πάρω το νουμεράκι μου. Ποια είναι, όμως, η σωστή διαδικασία για να πάρεις νουμεράκι; Πηγαίνεις πολύ πρωί, δίνεις όνομα, σου δίνουν χειρόγραφο αριθμό και μετά (όταν ανοίγουν οι πόρτες) κάποιος κύριος φωνάζει, και με το πάτημα ενός κουμπιού σού βγάζει από το μηχάνημα το ανάλογο χαρτάκι. Αυτό υπό κανονικές συνθήκες, όχι όταν το μπλέκονται το ελληνικό ταμπεραμέντο και η έξαψη. Διότι στα πρώτα 40 νουμεράκια, επικράτησε η λογική. Από το 41 και μετά επικράτησε το τίποτα. Δάχτυλα ξεπρόβαλαν από παντού. «Αφού είμαστε κανίβαλοι», είπε κάποιος με κοστούμι και χαρτοφύλακα πριν χώσει το δάχτυλό του. «Εσείς το πήρατε από νωρίς;», συμπλήρωσε μια κοπέλα με μπούκλες και την ελιά στα χείλη. «Αδυνατώ να ζήσω αυτήν την παρακμή», τόνισε μία γυναίκα που φορούσε γυαλιά ηλίου και έσφιγγε το κινητό της με δύναμη. Σχεδόν αναίσθητα έχωσα και το δικό μου δάχτυλο και έβγαλα το 95, με σημείωση «7:34. Αναμονή 6 λεπτά» - ένιωσα τρελός από χαρά και απορία. Τα έξι λεπτά άνοιξαν την αυλαία.

Οι πρωταγωνιστές

Οκτώ γυναίκες-υπάλληλοι. Δύο στην είσοδο και έξι σε ισάριθμα γραφεία. Δυσκίνητες κάποιες, ζωηρές κάποιες άλλες. Με γυαλιά μυωπίας, κολάν, παπούτσια με στρας, πλεκτά πουλόβερ και τζιν. Αδιάφορες, αλλά ετοιμοπόλεμες. Με χαρτιά και ακουστικά τηλεφώνου στα χέρια, με ανοιχτούς υπολογιστές. «Έχετε νουμεράκι»; Έχουμε.

Οι δεύτεροι ρόλοι

Μία κυρία ευτραφής και χαριτωμένη, μέσα σε ένα μικρό γραφείο με χάρτινες στοίβες και δύο ντουλάπες να την κρύβουν από τον έξω κόσμο. Φάνηκε μία φορά όλη κι όλη, όταν βγήκε στην κεντρική σκηνή των πολλών και πήγε από τη μία μεριά στην άλλη. Έτσι ανεπαίσθητα.

Η προισταμένη. Δεν την είδαμε απλώς, την ακούγαμε όταν όλοι την επικαλούνταν για κάποιο λόγο «Την προισταμένη, ποια είναι η προισταμένη, υπάρχει προισταμένη»; Υπήρξε.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο χορός

Μία υπάλληλος security, κοντοκουρεμένη και με βαριά φωνή. Άρπαζε ταυτότητες και έβγαζε φωτοτυπίες. Έδινε οδηγίες, ηρεμούσε το πλήθος. Με το πήγαινε και το έλα της, έμοιαζε λες και έκανε «βρώμικο deal» με γραμμάρια και σκονάκια.

Το αγόρι της γραφικής ύλης.Έφερε ένα συρραπτικό.

Ο νεαρός της διεκπαιρέωσης. (συμπλήρωσε το κενό)

Ώρα 10:20. Τελείωσαν τα νουμεράκια. Όποιος ερχόταν το μάθαινε και έφευγε για να έρθει και πάλι αύριο. Η εξυπηρέτηση σήκωνε μέχρι 250 άτομα. Το γραφείο θα έκλεινε στις 14:00 και θα έμενε (με πόρτες κλειστές) μέχρι τις 15:00 για να γίνει η δουλειά - αρκεί να είχες χαρτάκι, υπομονή και χρόνο για χάσιμο.

Η πλοκή του έργου

Μία γυναίκα από τη Ρωσία με φουσκωμένη κοιλίτσα, αρχίζει να βρίζει τη διπλανή της. «Δεν καταλαβαίνω γιατί ασχολείσαι μαζί μου, έχω έρθει από τις έξι και μισή και περιμένω τη σειρά μου. Είμαι έγκυος». Μμία από τις υπαλλήλους λέει σε μια συνάδελφό της: «Μη μιλάς στο τηλέφωνο, περιμένει ο κόσμος». Η διπλανή μίλησε στη δική της διπλανή «Σιγά μην είναι έγκυος, χοντρή είναι σαν έμενα. Να κοίτα είμαι κι εγώ έγκυος», είπε τρίβοντας την κοιλιά της ενώ η υπάλληλος δεν σταμάτησε να μιλάει στο τηλέφωνο και να αδιαφορεί.

Ένας μεσήλικας Έλληνας με κοιτάζει και κάτι λέει για το πόσο ευρωπαική χώρα είμαστε, «γαμώ το κερατό μου».

Ένας άνδρας από την Αλβανία κατεβάζει καντήλια για την Ελλάδα.

Ένας παππούς μιλάει -χωρίς ανάσα- στη γιαγιά που κάθεται δίπλα του με σάλι και κόκκινο κραγιόν. «Εμείς στο πόλεμο βλέπαμε αεροπλάνα και χειροβομβίδες».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ένας ζορισμένος άνδρας εισβάλει και μοιάζει δακρυσμένος. «Δεν έχω νουμεράκι και έχω το παιδί στο σπίτι». Ήθελε κάποιος να του δώσει τη σειρά του. Ώρα 11:24. Δεν του την έδωσε κανείς.

Μία γυναίκα –λίγο αλλού- ζητάει την άδεια να κάνει μία ερώτηση. Δεν της δόθηκε.

Εννέα στους δέκα κάνουν αίτηση διακανονισμού.

Ο ένας αλλαγή διεύθυνσης.


Παρακολουθήστε όλα τα βίντεo του VICE, μέσω της νέας σελίδας VICE Video Greece στο Facebook.


Και έτσι όπως περνάει η ώρα, ξαφνικά ανάβουν τα αίματα. Ένα ραδιόφωνο άρχισε να παίζει Μάλαμα και δύο άνδρες μπήκαν στη διαδικασία να αρπαχτούν στα χέρια. Έτσι ανέμελα. Διότι ο ένας αντάλλαξε νουμεράκι και ο άλλος τον είδε. «Θέλω την προϊσταμένη, υπάρχει προϊσταμένη;». «Από εκεί να πάτε αν και δεν νομίζω ότι θα καταφέρετε να κάνετε κάτι», είπε αυτή η υπάλληλος με τα παπούτσια του στρας, για να συμπληρώσει η άλλη με τα γυαλιά (που είχε αρχίσει προ πολλού να βγάζει κάτω από το γραφείο μπουκιές τσουρεκιού και να τις μασουλάει), «Αφησέ τον να πάει για να πιστέψει ότι κάτι έκανε». Και πριν κατεβάσει την μπουκιά –την καθόλου τελευταία- μπουκάρει ο άνδρας τής γυναίκας από τη Ρωσία –της εγκύου- και ξεκινάει ο μεγάλος χαμός.

«Και ποια είσαι εσύ που θα κουνήσεις το δάχτυλο στη γυναίκα μου;», απευθυνόμενος στη διπλανή της. (τον είχε «κουρδίσει» η κυρία δια τηλεφώνου).

«Εγώ δεν έχω νουμεράκι αλλά θα εξυπηρετηθώ πριν από εσένα», είπε σε αυτόν που στεκόταν απέναντί του.

«Φέρτε μου την προϊσταμένη», κατέληξε. «Πήγαινε να τη βρεις, είναι πίσω», ακούστηκε από κάπου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Και ξαφνικά, σηκώνεται η μία υπάλληλος εκ των έξι και διασχίζει το γραφείο. Στέκεται εν μέσω φωνών και έντασης και λέει: «Πάμε κορίτσια, σηκωθείτε όλες μαζί, φωνάξτε -το γνωστό- μπας και ηρεμήσουν».

«Το γνωστό», σκέφτηκα (περασμένες δώδεκα) και φαντάστηκα να βγαίνουν τα μουλέν ρουζ, οι ζαρτιέρες, τα πατσουλιά, οι γόβες και τα πολλά υποσχόμενα σουτιέν. «Το γνωστό», μπάρες, λικνίσματα, βαθιές μουσικές και καθίσματα. Α και ποτά, πολλά ποτά.

Όμως οι υπόλοιπες πέντε στάθηκαν όρθιες και άρχισαν να κάνουν φωναχτές παρατηρήσεις. «Μη χτυπάτε νουμεράκια, έχουμε εκκρεμότητα σε δύο», έλεγαν «Σας παρακαλώ θα έρθει η προϊσταμένη» (άφαντη). «Θέλετε λίγη σοκολάτα;». «Εσείς να φύγετε αφού δεν έχετε χαρτάκι», «Εσείς τι νουμεράκι έχετε;».

Το φινάλε

Ώρα 13:30. Μετά από έξι ώρες αναμονής έφθασα στο γραφείο. Κάθομαι και δίνω χαρτί και ταυτότητα. Η υπάλληλος πίνει νερό. Αφήνει ποτήρι, παίρνει χαρτιά, αρχίζει να πληκτρολογεί. Αμίλητη. Δίνει βεβαιώσεις, εκτυπώσεις, χαρτιά και άλλα χαρτιά, τόσα χαρτιά. Και εγώ υπογράφω, υπογράφω 14 φορές, μηχανικά. «Πού είναι το νουμεράκι σας; Βάλτε το πάνω στο γραφείο, γίνονται παρεξηγήσεις», είπε. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα να στρογγυλοκάθεται στο σβέρκο μου ο Ιονέσκο (θεατρικός συγγραφέας από τη Ρουμανία με αριστουργήματα στο θέατρο του παραλόγου). Και χαμογέλασε. Τα μάτια μου σχεδόν κλειστά και νυσταγμένα. Συμπλήρωνα επτά ώρες στα γραφεία μιας δημόσιας υπηρεσίας. Με νουμεράκια, Μάλαμα, σοκολατάκια, φωνές και «το γνωστό». Όλα για όλα, για μία υπόθεση δέκα λεπτών.

Υπόκλιση

Σηκώθηκα. Πήρα την τσάντα μου, το νουμεράκι μου (το 95), ευχήθηκα καλή συνέχεια. Έφυγα.

Περισσότερα από το VICE

Οι Γυναίκες Έχουν τους Πρώτους τους Οργασμούς Νωρίτερα Από Ποτέ

Η Εύα Κουμαριανού δεν Φοβάται Τίποτα πια

Στα ΚΤΕΛ της Τρίπολης Πωλούνται Χουντο-Μπρελόκ

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.