FYI.

This story is over 5 years old.

News

Εξιχνιάζοντας τα Ανεξιχνίαστα Εγκλήματα της Θεσσαλονίκης

Εισχωρήσαμε για πρώτη φορά στην υπηρεσία που ερευνά ανεξιχνίαστα εγκλήματα στη Βόρεια Ελλάδα.

Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Αβραμίδης

Στη 1.30 τα ξημερώματα εκείνη τη γλυκιά νύχτα, από το κέντρο διασκέδασης «Αραράτ» στο Ωραιόκαστρο της Θεσσαλονίκης πετάχτηκαν έξω στον δρόμο πέντε άντρες που λογομαχούσαν έντονα. Ο Αρμένιος Βούρος Κοτσανιάν, ετών 32 και ιδιοκτήτης του νυχτερινού μαγαζιού, τραβήχτηκε από τον καβγά, μπήκε στο αυτοκίνητο κι έκανε να φύγει. Λίγα μέτρα από το πάρκινγκ, μια φιγούρα ρίχτηκε στις ρόδες και άδειασε ένα Καλάσνικοφ στο παρμπρίζ της Μερσεντές. Δύο σφαίρες βρήκαν τον Κοτσανιάν στο κεφάλι, πέντε στον θώρακα και τον λαιμό.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ήταν Γενάρης του 2007, μιας από τις πιο αιματηρές χρονιές στον πόλεμο των μπράβων στη Θεσσαλονίκη. Ρώσοι, Αρμένιοι και Γεωργιανοί έριζαν για την πίτα της διασκέδασης και ως έναν βαθμό τα απόνερα εκείνης της μαύρης βεντέτας κρατούν μέχρι σήμερα. Στο σημείο της δολοφονίας Κοτσανιάν, εκτός από τους κάλυκες, οι αστυνομικοί είχαν βρει έναν στρατιωτικό σάκο. Είχαν συλλέξει αποτυπώματα και γενετικό υλικό, ωστόσο η ταυτοποίηση DNA βρισκόταν ακόμη σε αρχικό στάδιο. Η υπόθεση παρέμενε ανοιχτή όλα αυτά τα χρόνια και εντέλει το δείγμα του γενετικού υλικού στον σάκο ταυτοποιήθηκε μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο. Σύμφωνα με την Αστυνομία, το μαφιόζικο χτύπημα στο «Αραράτ» πραγματοποίησε ένας 37χρονος Αρμένιος, γνωστός στον υπόκοσμο με το ψευδώνυμο «Γκράντε», που εξέτιε ισόβια κάθειρξη για άλλη δολοφονία.

Η εξιχνίαση της γκραν γκινιόλ δολοφονίας στο Ωραιόκαστρο ήταν η τελευταία επιτυχία μιας κλειστής ομάδας αστυνομικών στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, μοναδικής στα ελληνικά αστυνομικά δεδομένα. Πριν παρέλθει η 20ετία για την παραγραφή ενός εγκλήματος, οι συγκεκριμένοι αστυνομικοί ανασύρουν καταραμένους φακέλους υποθέσεων, για τελευταία φορά προτού τεθούν οριστικά στο αρχείο με την ένδειξη «αγνώστων δραστών». Το κρίσιμο στη λειτουργία της ομάδας των «Παγωμένων Υποθέσεων» είναι ότι πρόκειται για την παραδοσιακή αστυνομική έρευνα από το μηδέν: Αξιολογούνται από την αρχή καταθέσεις μαρτύρων, ελέγχονται άλλοθι και κίνητρα, πραγματοποιούνται ως και αυτοψίες στον τόπο του εγκλήματος. Αναψηλάφηση, σαν το σινεμά. Το VICE είναι το πρώτο μέσο που εισχωρεί στα άδυτα των ελληνικών Cold Cases.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Στον δεύτερο όροφο του αστυνομικού μεγάρου Θεσσαλονίκης, άνθρωποι και γραφεία είναι απροσδόκητα τακτοποιημένα. Έχουμε ήδη περάσει τη μαγνητική πύλη στην κεντρική είσοδο του ισογείου και φοράμε στο πέτο μπλε καρτελάκια με την ένδειξη «επισκέπτης». Δεξιά και αριστερά του διαδρόμου, άντρες και γυναίκες με πολιτικά κάθονται πίσω από ηλεκτρονικούς υπολογιστές και μηχανήματα που γουργουρίζουν. Διαβάζουν αναφορές, σκανάρουν αποτυπώματα σε μεγάλες οθόνες, το περιβάλλον θυμίζει περισσότερο ερευνητικό τμήμα πανεπιστημίου.

«Με δική μας πρωτοβουλία, παράλληλα με τις δεκάδες τρέχουσες υποθέσεις, ελέγχουμε από την αρχή τους φακέλους των λεγόμενων 'ανεξιχνίαστων'. Πρόκειται για περίπου 30 εγκλήματα, που διαπράχθηκαν μετά το 1994, βρίσκονται δηλαδή στο όριο της παραγραφής» περιγράφει ο επικεφαλής της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, Αντώνης Τζιτζής.

Οι υπηρεσιακές αναφορές δείχνουν ότι το ποσοστό εξιχνιάσεων στο τμήμα του είναι από τα υψηλότερα στο σώμα. Η βοήθεια της τεχνολογίας είναι καθοριστική, παρ' όλο που στην πράξη οι μέθοδοι που εφαρμόζονται μικρή σχέση έχουν τελικά με όσα συμβαίνουν στις αμερικανικές τηλεοπτικές σειρές. Υπάρχουν χώρες, όπως για παράδειγμα η Ρουμανία, που μόλις πρόσφατα εντάχθηκαν στις βάσεις δεδομένων των διεθνών διωκτικών Αρχών. Και σε αυτήν ακριβώς την εξέλιξη στηρίχτηκε η πρώτη επιτυχία της ελληνικής ομάδας «Παγωμένων Υποθέσεων», πριν από περίπου ενάμιση χρόνο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η δολοφονία του επιχειρηματία Γιώργου Δροσόπουλου σημειώθηκε τον Ιούλιο του 1994 στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης. Το θύμα, ιδιοκτήτης εστιατορίων στη Βοστώνη που ερχόταν τα καλοκαίρια στην Ελλάδα, βρέθηκε δεμένος στο μπάνιο του διαμερίσματος. Ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι είχε προηγηθεί συμπλοκή στο μπαλκόνι. Μοναδικό αξιοποιήσιμο στοιχείο για τις Αρχές ήταν ένα ορφανό δακτυλικό αποτύπωμα σε ένα έπιπλο και το μικρό όνομα ενός νεαρού Ρουμάνου, που επισκεπτόταν το σπίτι. Ψύλλοι στα άχυρα. Τα επόμενα χρόνια, ο φάκελος της δολοφονίας Δροσόπουλου βρισκόταν ψηλά στη λίστα των «ανεξιχνίαστων», ωστόσο συστηματική έρευνα δεν γινόταν, εξαιτίας του φόρτου εργασίας στην Ασφάλεια, αλλά και της έλλειψης κινήτρου για την εξιχνίαση ενός τόσο παλιού εγκλήματος.

Το 2012 η Ρουμανία εντάχθηκε στο διακρατικό δίκτυο ανταλλαγής δεδομένων των διωκτικών Αρχών. Κι οι Έλληνες αστυνομικοί έστειλαν ψηφιακά, μέσω Ιντερπόλ, το ματωμένο αποτύπωμα του διαμερίσματος της Νεάπολης στους Ρουμάνους. Η απάντηση σε ένα έγκλημα που διαπράχθηκε πριν από 19 χρόνια, έφτασε επίσης ηλεκτρονικά. Το ορφανό αποτύπωμα ανήκε στον 38χρονο σήμερα Γκέοργκε Κ., σεσημασμένο στη χώρα του για άλλα αδικήματα, που πιθανολογείται ότι ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ελληνικές Αρχές ζήτησαν την έκδοση διεθνούς εντάλματος σύλληψης, έστω στην εκπνοή της παραγραφής του εγκλήματος.

Φωτογραφίζουμε, όπου επιτρέπεται, τα μεταλλικά ράφια πίσω από τα γραφεία των αξιωματικών, στα οποία βρίσκονται τώρα τακτοποιημένοι δεκάδες φάκελοι υποθέσεων. Εγκλήματα που έγιναν πρωτοσέλιδα και άλλα που πέρασαν στα ψιλά, ένα μαύρο σπιράλ βίας, ταξινομημένο με αριθμό πρωτοκόλλου σε αυτό το άσπιλο χάρτινο αρχείο. Λιγοστοί φάκελοι μένουν ακόμη ανοιχτοί προς αναζήτηση των δραστών και το καταλαβαίνουμε από την ένδειξη «ανεξιχνίαστο» στη ράχη του ντοσιέ. Παίρνουμε κουβέντες αστυνομικών με το σταγονόμετρο. Τα πειστήρια των εγκλημάτων φυλάσσονται σε άλλο χώρο: Πιστόλια με ανοιχτούς γεμιστήρες, ματωμένα ρούχα, αποτσίγαρα, είναι τοποθετημένα σε χαρτοκιβώτια, πάνω στα οποία είναι γραμμένα τα στοιχεία κάθε υπόθεσης. Το αστυνομικό δελτίο μέσα σε ένα πυκνό δωμάτιο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Η διερεύνηση των Cold Cases έχει εξαιρετική σημασία πρωτίστως διότι φωτογραφίζει την πορεία των εγκληματικών σταδιοδρομιών» σημειώνει η επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Σωφρονιστικής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, Μαρία Αρχιμανδρίτου. Και η αναδιατύπωση ενός εγκλήματος πολλά χρόνια μετά τη διάπραξή του είναι καθοριστική, καθώς έχουμε μία καινούρια αφήγηση με νέους όρους.

«Σε αυτή τη μακρά περίοδο ενδέχεται να έχουν αλλάξει ως και οι κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες μέσα στις οποίες τελέστηκε ένα έγκλημα. Μια δολοφονία με ερωτικό κίνητρο μεταξύ ομοφυλόφιλων πριν από 20 χρόνια, ενδεχομένως να μην συνέβαινε σήμερα, καθώς η κοινωνική πίεση στον δράστη και το θύμα θα ήταν μικρότερη» λέει η κ. Αρχιμανδρίτου. Το ίδιο ισχύει και για την εξιχνίαση της υπόθεσης. Η αστυνομική έρευνα μιας δολοφονίας μεταξύ ομοφυλόφιλων πριν από 20 χρόνια, θα φορτωνόταν με τα ταμπού των προανακριτικών υπαλλήλων, ορισμένοι δε μάρτυρες πιθανόν να δίσταζαν να μιλήσουν στις Αρχές.

Ο καθηγητής Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, Λάμπρος Μαργαρίτης, θέτει μία ακόμη κρίσιμη παράμετρο, την εκδίκαση των υποθέσεων που φτάνουν στο ακροατήριο στο όριο της παραγραφής, δηλαδή πολλά χρόνια μετά την τέλεση του αδικήματος. «Σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως μειώνεται η ισχύς του αποδεικτικού υλικού στο ακροατήριο».

Νομικοί, αστυνομικοί και εγκληματολόγοι συμφωνούν ότι η ίδια η επαν-αφήγηση μιας δολοφονίας δέκα ή και περισσότερα χρόνια μετά την τέλεσή της, έχει καθοριστική σημασία και στην ψυχοσύνθεση του δράστη. Ο δολοφόνος έχει θωρακιστεί συναισθηματικά, έχει φτιάξει ένα συγκεκριμένο σενάριο και «σπάει» δύσκολα. Στον αντίποδα, το ίδιο πρόσωπο, όσο περνούν τα χρόνια και μένει ασύλληπτο, ενδέχεται να βαρύνεται συναισθηματικά και εντέλει να θέλει να μιλήσει για να λυτρωθεί. «Η εξιχνίαση, λοιπόν, ίσως είναι και θέμα τάιμινγκ» λένε αστυνομικοί.

Την άνοιξη του 2000 εξαφανίστηκε από τα στέκια της Θεσσαλονίκης ένας 41χρονος, άνθρωπος της νύχτας, γνωστός στις Αρχές με το ψευδώνυμο «Γατίσιος». Η Αστυνομία θεώρησε από την πρώτη στιγμή ως βασικό ύποπτο τον ιδιοκτήτη ενός εστιατορίου. Ο ίδιος εξετάστηκε πολλές φορές, χωρίς να καταφέρουν οι αστυνομικοί να αποσπάσουν ομολογία. Και ο φάκελος της υπόθεσης παρέμενε ανοιχτός. Έντεκα χρόνια μετά την εξαφάνιση του «Γατίσιου», έφτασε στην Εισαγγελία Θεσσαλονίκης μια ανώνυμη επιστολή, που απλώς επιβεβαίωνε το αρχικό σενάριο της Αστυνομίας. Εκείνη την περίοδο ο βασικός ύποπτος έχασε τη γυναίκα του και λίγο καιρό αργότερα, όταν κλήθηκε ξανά στην Ασφάλεια, ομολόγησε αμέσως το έγκλημα. «Απειλούσε εμένα και την οικογένειά μου», είπε.