Γνώρισα τη Μαρούα πριν από δύο χρόνια. Ήταν μια γυναίκα πρόσφυγας 33 ετών από το Χαλέπι, μια από τις πιο αιματοβαμμένες και ταραγμένες γωνιές της Συρίας. Ταξίδευε μόνη της. Ο σύζυγος της, ο Μάλεκ, 28 ετών, είχε εγκλωβιστεί στον στρατό του Ασάντ. Όταν διαπίστωσαν ότι ήταν έγκυος αποφάσισαν ότι έπρεπε να φύγει και να γεννήσει κάπου με ασφάλεια. Πήγε στην Τουρκία, όπου δούλεψε για ένα διάστημα σ’ ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας προκειμένου να μαζέψει χρήματα. Από 'κει πέρασε με βάρκα στη Χίο. Έμεινε τέσσερις μήνες στον καταυλισμό και μετά την ταυτοποίηση έφτασε στην Αθήνα. Ήταν η περίοδος που οι εξελίξεις για το προσφυγικό έτρεχαν πολύ πιο γρήγορα και επιτακτικά από τον απελπιστικά ανεπαρκή και βασανιστικά βραδύρυθμο σχεδιασμό της κεντρικής διοίκησης, με αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να ταλαιπωρούνται στις λάσπες της Ειδομένης ή τα παγωμένα τσιμέντα του Λιμανιού του Πειραιά. Η Μαρούα βρήκε καταφύγιο στην κατάληψη φιλοξενίας προσφύγων στο 5ο Λύκειο. Γέννησε στο μαιευτήριο τα δίδυμα κοριτσάκια που κυοφορούσε και η κατάληψη υποδέχτηκε με την αγχωμένη και αδέξια τρυφερότητα ενός νέου γονιού τα δύο βρέφη. Ύστερα από τρεις μήνες, ο Μάλεκ, κατάφερε να διαφύγει από τις εμπόλεμες συγκρούσεις και ήρθε να τις βρει.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Οι τέσσερείς τους θεμελίωσαν ξανά μια νέα καθημερινότητα που ναι μεν σημαδεύεται από το τραύμα του εκτοπισμού και τη διαρκή αίσθηση προσωρινότητας, αλλά ταυτόχρονα επιτελεί τις τελετουργίες της. Δημιούργησαν συντροφιές, συμμετείχαν στις εργασίες και τα γλέντια, αποχαιρέτισαν τους καινούργιους τους φίλους, επικοινώνησαν ξανά και ξανά μ’ ένα μείγμα αγωνίας και νοσταλγίας με τις οικογένειες τους στη Συρία, χαρτογράφησαν κάθε μουντό τετραγωνικό στη διαδρομή μέχρι την υπηρεσία ασύλου στην οδό Κατεχάκη και επέστρεψαν πολλές φορές χολωμένοι από την ακινησία της γραφειοκρατίας. Ταυτόχρονα παρακολούθησαν όλο αυτό το κοσμικό «θαύμα» που συγκροτεί η ύπαρξη μιας νέας ζωής, να ξετυλίγεται μπροστά τους. Η Μαια και η Μίρνα , φορώντας πάντα πανομοιότυπα ρούχα για να συμβολίζουν ακόμα πιο έντονα την εγγύτητα τους, άρχισαν να μπουσουλάνε, να κάνουν τα πρώτα αυτόνομα τους βήματα στη γη , να ανταποκρίνονται στο «έλα» και στα διάφορα ελληνόφωνα ηχητικά ακούσματα που τις περιτριγύριζαν. Η Μαρούα έμεινε ξανά έγκυος και πριν δύο μήνες γέννησε το τρίτο της κοριτσάκι. Η οικογένεια πλέον στεγάζεται σ’ ένα διαμέρισμα μέσω του προγράμματος της ΜΚΟ Praksis.
Η Μαρούα και ο Μάλεκ θέλουν να πάνε στην Ολλανδία, που τους περιμένουν φίλοι και συγγενείς. Προσπάθησαν ήδη μια φορά ανεπιτυχώς να φύγουν χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες της μετεγκατάστασης. Νιώθουν ευγνωμοσύνη για την αγάπη που εισέπραξαν από ένα αλληλέγγυο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας αλλά διαισθάνονται ότι εδώ δε θα μπορέσουν να βρουν δουλειά για να στηρίξουν την οικογένεια τους. Ταλαντεύονται ανάμεσα στην αβεβαιότητα που δημιουργεί η προσμονή και την άδολη χαρά που αντανακλάται στο βλέμμα μιας νέας ζωής. Δεν έχουν να μας πουν κάποια πολύ τραγική ιστορία. Διότι, μέσα στον κατακλυσμό εικόνων και πληροφοριών, τείνουμε να λησμονούμε ότι ο πόλεμος και το βίαιο ξερίζωμα της κανονικότητας είναι από μόνα τους τραγικά. Δεν είναι εξωτικοί, ώστε να εξιτάρουν οριενταλιστικές αναπαραστάσεις και θρησκόληπτα στερεότυπα. Η Μαρούα δεν φοράει καν χιτζάμπ. Είναι σαν κι εμάς. Ένα νέο, ερωτευμένο ζευγάρι που διάγει με γλυκιά απλότητα τις μέρες του σε μια προσωρινή και ενίοτε ανέλπιστα ηλιόλουστη πατρίδα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ