Γεννήθηκα το 1978 στο Μαντούδι, στη Βόρεια Εύβοια. Στα 15 μου πήγαμε στην Αθήνα, λόγω της δουλειάς του πατέρα μου. Εκεί διάλεξα, αντί για Λύκειο, να πάω στη σχολή βρεφοκομίας. Δεν μου άρεσε πολύ. Ήθελα να μπω στην Αστυνομία, στη Δίωξη, όμως η μητέρα μου έπεσε να πεθάνει, έλεγε πως «εκεί ή θα γίνεις πόρνη ή ναρκομανής», πως θα μου έδιναν να «δοκιμάσω». Τελικά, κατέληξα πωλήτρια παπουτσιών στην Ερμού. Μου αρέσει ο κόσμος, η επικοινωνία, οι πωλήσεις και έμαθα πολλά εκεί: Να έχω τρόπους, να διαχειρίζομαι τους ανθρώπους, να πουλάω. Βαρέθηκα, όμως, γρήγορα. Πάντα βαριόμουν.Πήγα για δουλειά στη Νάξο. Δούλευα σε έναν φούρνο, με δύο ώρες ύπνο. Με την επιστροφή μου, οι γονείς μου είχαν αποφασίσει να πάνε στα Σπάτα, αλλά εγώ δεν ήθελα να φύγω από την Αθήνα. Έμεινα με τον φίλο μου και αυτό ήταν το μεγάλο μου λάθος, κυρίως επειδή τον παντρεύτηκα. Τσακωνόμασταν πολύ, έτρωγα ξύλο. Κατέληξα να έχω διατροφικές διαταραχές. Ζύγιζα 43 κιλά όταν έμεινα έγκυος. Έκανα 12 τεστ εγκυμοσύνης και όλα έβγαιναν αρνητικά από την αδυναμία. Μετά, όλα άλλαξαν. Σιγά-σιγά πήρα κιλά -28 συνολικά- και μέσα μου είχε ξεκινήσει η διαδικασία της διάστασης από τον άνδρα μου, όμως έμεινα και πάλι έγκυος. Στο μεταξύ οι γονείς μου, με τη συνταξιοδότηση του πατέρα μου, είχαν επιστρέψει στην Εύβοια. Τους ακολούθησα.
Ο άνδρας μου δεν με άφηνε να δουλέψω - ζήλευε. Να μπορώ να δουλέψω, τα παιδιά μου να πεινάνε και αυτός να μη με αφήνει. Τότε σκέφτηκα το νεκροταφείο. Εκεί ποιον να ζήλευε, τον πεθαμένο;
Λεφτά, όμως δεν είχα. Χρησιμοποίησα το επίδομα τριτέκνων που έπαιρνα και νοίκιασα ένα μαγαζί. Τηλεφωνώντας τυχαία σε φερετροποιεία, δυο νέα παιδιά μου έδωσαν φέρετρα χωρίς προκαταβολή, χωρίς τίποτα: «Κράτα τα και όταν πουλήσεις, μιλάμε». Αύγουστο τα πήρα και μέχρι τον Δεκέμβριο δεν είχα πουλήσει τίποτα. Στο μεταξύ, τα παιδιά με πήγαν σε ένα γραφείο τελετών, για να δω πώς δουλεύουν. Δεν κατάλαβα και πολλά, τα έκαναν όλα ταχυδακτυλουργικά. Κηδείες θα έκανα με τη νεκροφόρα του δήμου, το μόνο που θα χρειαζόταν, θα ήταν να πληρώσω έναν οδηγό, επειδή εγώ δίπλωμα δεν είχα.Η πρώτη μου δουλειά, ήταν εκταφή και όχι ταφή. Έπρεπε να βγάλω τον νεκρό, να πλύνω τα οστά του και ενώ είπα στους πελάτες πως γνώριζα τα πάντα, δεν ήξερα τίποτα.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, ήρθε και ο πρώτος μου νεκρός, μια γιαγιά από τη Βλαχιά. Το τηλέφωνο χτύπησε στις τρεις το πρωί και έπρεπε να πάω να την ντύσω. Στην τσάντα μου είχα μόνο ένα βαμβάκι, μωρομάντηλα, ψαλίδι και κόλλα. Όταν μπήκα, σκέφτηκα «θα το κάνεις, όπως έντυνες τις κούκλες σου παιδί». Ήταν εύκολο να την ντύσω, επειδή μόλις είχε πεθάνει και ήταν ακόμη ζεστή, όμως όταν πεθαίνει ένας μεγάλος άνθρωπος, είναι τρομακτική η όψη του. Τελικά, η γιαγιά μού βγήκε πολύ ήρεμη. Όλοι με θαύμασαν. Ακόμη λένε στη Βλαχιά πως η Καραγκούνα -έτσι τη φώναζαν- ήταν πολύ όμορφη στην κηδεία της.Το τηλέφωνο χτύπησε στις τρεις το πρωί και έπρεπε να πάω να ντύσω τη νεκρή. Στην τσάντα μου είχα μόνο ένα βαμβάκι, μωρομάντηλα, ψαλίδι και κόλλα. Όταν μπήκα, σκέφτηκα «θα το κάνεις, όπως έντυνες τις κούκλες σου παιδί».
Υπάρχουν νεκροί που έχουν καλή αύρα. Δεν ξέρω πώς να στο πω. Αισθάνεσαι ένα φτερούγισμα μέσα στο δωμάτιο. Μετά θάνατον ζωή δεν ξέρω αν υπάρχει, αλλά είμαι σίγουρη πως υπάρχει Θεός, απλά ο κάθε λαός έχει διαφορετικό όνομα για Εκείνον. Ούτε κόλαση και παράδεισος ξέρω αν υπάρχει. Πιστεύω πως εδώ πληρώνονται όλα. Εκεί υπάρχει η κατάταξη, αλλά ο Θεός δεν είναι τιμωρός.Στο μεταξύ, ο δήμος σταμάτησε να μου διαθέτει τη νεκροφόρα. Εγώ είχα τα λεφτά από τη μία μου κηδεία και από το επίδομα τριτέκνων και αποφάσισα να αγοράσω δική μου. Ένας συνάδελφος από τη Λίμνη μού βρήκε μια από το Ίντερνετ. Ήταν σε μαύρα χάλια, αλλά η μόνη που μπορούσα να αγοράσω με τα λεφτά που είχα. Έχεις δει τη νεκροφόρα του Φιλιππίδη στο 50-50; Ίδια ήταν. Την έχω ακόμη φωτογραφία. Ήταν σάπια και έτριζε.Διαβάστε ακόμα: Μιλήσαμε με τον Φάνη Μπαμπούλα, τον Καλύτερο Ιδιοκτήτη Γραφείου Κηδειών στην Ευρώπη
[VICE Video] Είναι Πολύ Ακριβό να Πεθαίνεις στην Ελλάδα
Στη Δαφνούσα ήταν η δεύτερη κηδεία μου. Όταν έφτασα, οι συγγενείς με κοίταζαν επίμονα. Δεν καταλάβαινα γιατί. Πέντε λεπτά μετά, κατάλαβα. Ο άνθρωπος ήταν γίγαντας, 100+ κιλά. Απ' έξω κλάματα, θρήνος. Πώς να ζητήσω βοήθεια; Είπα το Πάτερ Ημών και προχώρησα. Τελικά «αγκαλιαστήκαμε»: τον πήρα αγκαλιά και τον έντυσα. Τον ξύρισα, τον αρωμάτισα, τον περιποιήθηκα. Όμως δεν μπορούσα να τον βάλω στο φέρετρο. Ήταν τεράστιος. Χρειάστηκαν πέντε άτομα για να τον βάλουμε στο φέρετρο, όμως τελικά όλοι έμειναν τόσο ευχαριστημένοι, που με φίλεψαν 80 ευρώ.
Έτσι, σιγά-σιγά, από το 2012 πήγα σε σεμινάρια, αγόρασα είδη μακιγιάζ, έφτιαξα γκαράζ, ξεχρέωσα τα φέρετρα, πούλησα τη νεκροφόρα για να πάρω ταμειακή. Ξεκίνησα να οργανώνομαι, ενώ ο κόσμος με στήριζε και τον ευχαριστώ για αυτό. Έχω πέσει σε καλές οικογένειες που εκτίμησαν όσα έκανα για τον νεκρό τους.Στο σπίτι, όμως, τα πράγματα ήταν δύσκολα. Ο άνδρας μου με σιχαινόταν. Έβαζε λόγια στους μικρότερους γιους μου -οκτώ και έξι ετών τότε- και δεν με ζύγωναν για οκτώ μήνες. Στο σχολείο έτρωγαν bullying, τους έλεγαν «η μάνα σας είναι κοράκι». Αν και δεν σταμάτησα –πώς να σταματήσω, αφού το ψυγείο μας ήταν γεμάτο;- ξεκίνησα να νομίζω πως όλος ο κόσμος είχε για εμένα την ίδια γνώμη με τον άνδρα μου. Ότι σιχαίνονταν να με ακουμπήσουν, να με φιλήσουν και απομακρύνθηκα σιγά-σιγά. Είχα κάνει, όμως, λάθος και αποδείχτηκε στην πορεία.Εδώ στα χωριά, οι περισσότεροι νεκροί μου είναι μεγάλοι άνθρωποι. Έχουν υπάρξει, όμως, και τραγικές περιπτώσεις, όπως ένας νεαρός ποδοσφαιριστής που τον χτύπησε κεραυνός.
Μέχρι αυτά τα δύο περιστατικά, ξέρω, είναι χαζό, αλλά δεν είχα σκεφτεί ποτέ πως θα χρειαστεί να θάψω νέους ανθρώπους. Ευτυχώς, δεν είναι πολλοί μέχρι τώρα. Απέναντι στους νεκρούς μου, νιώθω υποχρέωση. Υποχρέωση και σεβασμό - και σε εκείνους και στις οικογένειές τους, που μου εμπιστεύονται τον άνθρωπό τους. Αλλά και εγώ προσπαθώ να κάνω το καλύτερο για εκείνους. Δεν τους παρκάρω. Γιατί να το κάνω; Επειδή είναι νεκροί και δεν βλέπουν; Δεν πάει έτσι. Άσε που τους περισσότερους τους ξέρω. Λέγαμε «γεια», μέχρι που πέθαναν. Πενθώ κι εγώ μαζί με τους δικούς τους.Απέκτησα καλό όνομα και πελάτες. Πλέον, οι συμμαθητές των γιων μου δεν με αποκαλούν «κοράκι»