FYI.

This story is over 5 years old.

Μουσική

Ο Βαθύς Larry Gus

Μια βουτιά στον περίεργο κόσμο του, με αφορμή το live του στο Six D.O.G.S.

Φωτογραφία: Τάσος Κλειδωνόπουλος

Πριν από επτά χρόνια, όταν ήμουν για Erasmus στο Παρίσι, γνώρισα τη Δόμνα. Η Δόμνα είναι από τη Θεσσαλονίκη και μία από τις επιστήθιες φίλες της είναι η Αγγελική. Η Αγγελική είναι η αδερφή της Κωνστάντιας. Η Κωνστάντια είναι η σύζυγος του Παναγιώτη Μελίδη. Ο Παναγιώτης Μελίδης είναι ο Larry Gus.

Με αυτό τον «απλό» τρόπο μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω -εκ των έσω;- τον Παναγιώτη, έναν από τους εκλεκτούς σύγχρονους Έλληνες μουσουργούς που, όντως, κάνουν «διεθνή καριέρα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Αφού έγινε η απαραίτητη δοσοληψία ηλεκτρονικών μηνυμάτων, ήρθα σε επαφή με τον Παναγιώτη και κανονίσαμε να βρεθούμε λίγη ώρα πριν από το live του στο six d.o.g.s. Μόλις βρεθήκαμε, συμφώνησε με την ιδέα μου να γίνω η σκιά του για το βράδυ, να τον παρακολουθήσω από τη στιγμή που έφτασε στο συναυλιακό χώρο μέχρι και μετά το τέλος της συναυλίας του, και κατ' αυτό τον τρόπο να προσπαθήσω να κρυφοκοιτάξω μέσα από κάποια χαραμάδα, τον πολυσύνθετο εσωτερικό του κόσμο.

Έφτασε στο six d.o.g.s. γύρω στις έντεκα το βράδυ, λίγο παραπάνω από δύο ώρες πριν από την προγραμματισμένη έναρξη της συναυλίας του. Με το που φτάνει και ο κόσμος συνειδητοποιεί την παρουσία του, πέφτει σύρμα. Όλοι θέλουν να μιλήσουν στον Larry Gus, φίλοι, θαυμαστές ή συνεργάτες τον σταματούν αδιάκοπα. Αυτός μοιάζει να θέλει να θέλει να αφιερώσει χρόνο σε κάθε έναν ξεχωριστά -να μην αφήσει κανέναν παραπονεμένο. Κάποιος από τους συνομιλητές του είχε την τύχη να του βάλει να ακούσει ένα κομμάτι στο iPhone του. Ακόμα και τότε όμως, κατά τη διάρκεια αυτής της μίνι άτυπης ακρόασης, ο  Παναγιώτης μοιάζει προς στιγμήν να «φεύγει», να βυθίζεται σε αυτό που κάνει, και για μερικά δευτερόλεπτα να «μην είναι εκεί».

Αδιαμφισβήτητα και δικαιολογημένα, η πιο έντονη προ-συναυλιακή συναναστροφή του ήταν με τον Αχιλλέα Κυριακίδη, λογοτέχνη-σεναριογράφο-σκηνοθέτη, ο οποίος έχει μεταφράσει στα ελληνικά ορισμένα λογοτεχνικά έργα που έχουν διαμορφώσει τη μουσική του Παναγιώτη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πιο συγκεκριμένα, ο Αχιλλέας Κυριακίδης -το όνομα του οποίου έχει χρησιμοποιήσει ο Larry Gus για να βαφτίσει και ένα από τα κομμάτια του- έχει μεταφράσει το βιβλίο του Ζωρζ Περέκ «Ζωή: Οδηγίες Χρήσεως», που αποτέλεσε μία από τις βασικές εμπνεύσεις για το πιο πρόσφατο άλμπουμ του Παναγιώτη, το «Years Not Living».

«Ξεκίνησα να το διαβάζω σε μία ιδιαιτέρως παράξενη στιγμή της ζωής μου, ενώ αλλάζαν όλα με τρόπο αρκετά βίαιο. Ήταν σαν να βλέπω για πρώτη φορά ξεκάθαρα όλα αυτά που με ηλιθιότητα και πείσμα τόσα χρόνια αγνοούσα».

Ο Ζωρζ Περέκ, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας OuLiPo (αρχή της οποίας ήταν η εκούσια χρήση ορισμένων περιορισμών κατά τη συγγραφή έργων -κάτι σαν λογοτεχνικό Δόγμα 95, αλλά πολύ πριν από αυτό), επηρέασε τον Παναγιώτη βαθιά και αυτό είναι έκδηλο σε διάφορες πτυχές του YNL. Ο Παναγιώτης επέβαλε στον εαυτό του διάφορους περιορισμούς -όπως το να μην πειράξει καθόλου το pitch όλων των sample που χρησιμοποίησε- ενώ ακολούθησε τον αραχνοΰφαντα περίπλοκο τρόπο δομής που είχε αναπτύξει ο Περέκ. Για παράδειγμα, στη «Ζωή», ένας ελάσσων χαρακτήρας ενός κεφαλαίου μπορεί να είναι μείζονος σημασίας σε κάποιο άλλο, και αντίστροφα. Ο Larry Gus εφάρμοσε τον ίδιο κανόνα, και με αυτό τον τρόπο, κάποιο sample που αποτελεί ένα πολύ μικρό θραύσμα μίας σύνθεσης, μπορεί να αποτελεί τον βασικό κορμό μίας άλλης. Το αποτέλεσμα; Χαοτικό. Αλλά οργανωμένα χαοτικό.

Εξάλλου, και ο ίδιος ο Παναγιώτης μου εμπιστεύεται: «Θεωρητικά τα πάω καλά με το χάος, αλλά μάλλον όχι. Δεν μπορώ να ξεκινήσω αν δεν είναι τα πάντα σε τάξη, αλλά στην συνέχεια δεν με ενοχλεί να αρχίσουν να αποσυντίθενται. Ίσως να το προτιμώ κιόλας. Αλλά από την άλλη, μου αρέσει να έχω ρουτίνα στο πώς δουλεύω, θέλω να εξαντλώ όλες τις επιλογές και τις διακλαδώσεις. Λειτουργώ μόνο με συγκεκριμένο πρόγραμμα, δεν μπορώ να κάνω σχεδόν τίποτα αν δεν έχω deadline. Θέλω να ξυπνάω το πρωί και να τα κάνω όλα με τη σειρά. Πρωϊνό, δουλειά, τρέξιμο στο πάρκο, φαγητό, περπάτημα, δουλειά, συνέχεια για πάντα. Κάθε φορά που ταξιδεύω διαλύεται το κεφάλι μου, μου είναι πάρα πολύ δύσκολο».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Χάος» ήταν και η πρώτη λέξη που σκέφτηκα για να χαρακτηρίσω και την performance του, η οποία ήταν πράγματι διαπεραστική. Όταν ανεβαίνει στη σκηνή, παρά την αιφνιδιαστικά ταπεινή φύση του -που τον κάνει να μοιάζει σαν να μην έχει συναίσθηση του αντικτύπου της μουσικής του- ο Παναγιώτης Μελίδης μεταμορφώνεται, και γίνεται ο Larry Gus, μία εξόχως πληθωρική περσόνα -ένας πεινασμένος αίλουρος που κατακλύει τη σκηνή. Η μουσική τον κυριεύει, κλείνει τα μάτια του, το κορμί του δονείται στο ρυθμό που μόνο αυτός έχει στο κεφάλι του και ένα συνονθύλευμα ήχων, φωνητικών και ηλεκτρονικών ακουσμάτων πλημμυρίζει τον χώρο. Η άναρχη τάξη του διακόπτεται μία στο τόσο, μόνο όταν ο ίδιος σταματάει για να μιλήσει στο κοινό, είτε για να ενημερώσει ότι θα παίξει κομμάτια στα οποία χρησιμοποίησε samples χωρίς να ’χει δικαιώματα, είτε για να πει μια ιστορία που -ουσιαστικά- μπορεί να μην ενδιαφέρει κανέναν. Αλλά βγάζει νόημα. Για τον ίδιο, αν μη τι άλλο. Αλλά και στο κοινό του, απ' ό,τι φαίνεται.

Μετά το τέλος της συναυλίας του μπορούσα πλέον να σχηματίσω μία άποψη και, χωρίς αμφιβολία, να τον καταλάβω καλύτερα. Ιδίως την απάντηση που μου έδωσε όταν τον ρώτησα τι ήθελε να γίνει όταν ήταν μικρός: «Μηχανικός υπολογιστών/ προγραμματιστής/ μηχανικός λογισμικού. Και αυτό σπούδασα. Και πολύ γρήγορα το σιχάθηκα. Αλλά δεν έχει να κάνει με το αντικείμενο, το οποίο ακόμα και τώρα το ζηλεύω, εννοώ ζηλεύω αυτούς που το κάνουν και είναι χαρούμενοι. Μακάρι να με έκανε και μένα χαρούμενο».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η μουσική όμως, όσο κι αν τον «ταλαιπωρεί», τον κάνει πραγματικά χαρούμενο. Του δίνει μία λάμψη στα μάτια, αυτή που έχει ένας άνθρωπος που κάνει αυτό που αγαπά, κάτι που εάν δεν το έκανε, θα μαράζωνε.

Ο Παναγιώτης, εκτός από το να γράφει μουσική, απολαμβάνει να γράφει και στο blog του, το οποίο αποτελεί την πιο ουσιώδη πτυχή της ψηφιακής του παρουσίας, αυτή που καταφέρνει και διαχειρίζεται καλύτερα απ’ όλες, μιας και ο ίδιος -παρά την δυναμική διαδικτυακή του ύπαρξη - θεωρεί ότι δεν πολυασχολείται.

«Χμμ, για να είμαι ειλικρινής, θα έλεγα ότι δεν νιώθω ότι δουλεύω αρκετά πάνω σε αυτό το κομμάτι, με την έννοια ότι θα μπορούσα να ξοδεύω ακόμα περισσότερο χρόνο online για τα μουσικά μου, αλλά μου είναι αρκετά δύσκολο. Αυτό που μου προξενεί περισσότερη χαρά, (και είναι το μόνο με το οποίο νιώθω πραγματικά άνετα γράφοντας), είναι το μπλογκ μου, παρόλο που γράφω πολύ πιο σπάνια. Δε νιώθω το ίδιο άνετα σε οποιοδήποτε άλλο μέσο, αλλά ναι, δεν πιστεύω ότι σε κάθε περιπτωση είναι και απαραίτητο να υπάρχει full-on online presence. Υπάρχουν πάρα πολλοί μουσικοί που είναι εντελώς αόρατοι, και στην τελική το μόνο που μετράει είναι η μουσική, πραγματικά αυτό είναι το μόνο μόνο μόνο μόνο».

Όταν, πλέον, η βραδιά έφτασε στο τέλος της και άρχισα να περπατάω προς το αμάξι μου, θυμήθηκα μία ιδιόμορφη - και ιδιαιτέρως, θα έλεγε κάποιος - προσωπική πληροφορία που είχε φτάσει στα αυτιά μου. Κάτι που είχε εκμυστηρευτεί η (προαναφερθείσα) Αγγελική - η αδερφή της Κωνστάντιας, της συζύγου του Παναγιώτη -στις φίλες της τον πρώτο καιρό που η αδερφή της έβγαινε με τον Larry Gus…

«…τα 'φτιαξε με έναν τύπο βαρεμένο, που κάθεται στο δωμάτιο, ακούει τη μουσική που φτιάχνει και κοιτάει το ταβάνι» …ή το άπειρο, θα έλεγα εναλλακτικά εγώ, ενώ συλλογιζόμουν την απάντηση που μου έδωσε ο Παναγιώτης όσον αφορά τη σχέση του με το «άπειρο».

«Πριν από μερικές μέρες, τελείωσα το “Εverything and Μore” του David Foster Wallace, ήταν ό, τι ακριβώς ήθελα. Eπίσης πολύς και μαζεμένος Mπόρχες. Risset Τones. Mόλις ξεκίνησα το “Gödel, Escher, Bach” του Hofstadter. Eπίσης, Πεντζίκης (“H Aπειρία των Eκδοχών και το Άγχος που προκαλεί”), αλλά μάλλον για πάντα θα είναι “Ο Κήπος με τα Διακλαδωτά Μονοπάτια” του Μπόρχες, και “Το Άλεφ” του Μπόρχες. Αλλά και “Η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ"».

Ναι, η Αγγελική μπορεί να έχει δίκιο. Ο Παναγιώτης μπορεί να είναι «βαρεμένος». Έτσι δεν είναι όμως όλοι οι ασυμβίβαστοι καλλιτέχνες;