FYI.

This story is over 5 years old.

News

Μιλήσαμε με Δύο Γυναίκες που Σκότωσαν τους Συζύγους τους

Η Micşunica και η Magdalena ήταν θύματα ενδοοικοιγενειακής βίας, όπως και οι περισσότερες γυναίκες που έχουν καταδικαστεί για φόνους στη Ρουμανία.
Alex Nedea
Κείμενο Alex Nedea

Αυτό το άρθρο αρχικά δημοσιεύτηκε από το VICE Romania.

«Ίσως όταν με απελευθερώσουν, να μπορέσω να βρω τον παλιό μου γκόμενο», μου λέει η Magdalena, αφού μας διακόπτει ένας δεσμοφύλακας. Ο αξιωματικός δικαιολογείται με αδέξιο τρόπο: «Δεν σας τοποθέτησα στο σωστό σημείο. Κλείνετε το δρόμο προς το δωμάτιο συζυγικών επισκέψεων». Δείχνει μια κακοβαμμένη πόρτα, από την οποία θα περάσει μια γυναίκα κρατούμενη με τον σύζυγό της που την επισκέπτεται για να κάνουν έρωτα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η Magdalena είναι 55 ετών και ακόμα ελπίζει ότι μια μέρα, κάποιος μπορεί να την αγαπήσει χωρίς να την χτυπάει. Μέχρι σήμερα, έζησε με δύο άνδρες, εκ των οποίων και οι δύο την χτυπούσαν μέχρι αναισθησίας. Τον πρώτο, τον παράτησε και χώρισε τον δεύτερο, όταν η λεπίδα του μαχαιριού της έβγαλε και στους δυο εισιτήρια χωρίς επιστροφή προς διαφορετικούς προορισμούς: εκείνης για τη φυλακή και εκείνου για το φέρετρο.

Τον έλεγαν Marcel και η Magdalena τον είχε συναντήσει το καλοκαίρι του 1987, στο Mătăsari, μια μικρή πόλη που εκτείνεται γύρω από την κοιλάδα του ποταμού Jiu River, τότε ένα ακμάζον El Dorado- σήμερα μια πόλη φάντασμα γεμάτη με άδειες γειτονιές. Τότε, ήταν τζάμι να είσαι ανθρακωρύχος. Έβγαζες καλά λεφτά, είχες το σεβασμό των άλλων και το κομμουνιστικό καθεστώς έφτιαχνε τραγούδια για σένα. Έτσι η Magdalena, μια γυναίκα αδύνατη αλλά με μύες από ατσάλι, αποφάσισε να αφήσει το χωριό της στην κομητεία Iași και να ταξιδέψει στο Mătăsari για να σκάψει για άνθρακα.

Οι ανθρακωρύχοι σκούπισαν τον ιδρώτα από τα μαυρισμένα μετώπά τους από έκπληξη, όταν είδαν αυτό το μικροκαμωμένο κορίτσι να χρησιμοποιεί το φτυάρι, δίπλα-δίπλα με εκείνους. Την είχαν βάλει να δουλεύει στην επιφάνεια-μετέφερε άνθρακα σε έναν ιμάντα μεταφοράς. Ήταν κάποιο είδος υπαίθριου ανθρακωρύχου. Ο Marcel, ο μέλλον σύζυγός της, εργαζόταν λίγα μέτρα πιο κάτω, στα σκοτεινά έγκατα της γης. Της έκλεινε πονηρά το μάτι όταν τελείωνε η βάρδιά του και εκείνη του χαμογελούσε αποδεχόμενη το φλερτ. Μαυρισμένος όπως ήταν όταν έφευγε από το ορυχείο την έκανε να νομίζει ότι ήταν απίστευτα όμορφος. Έτσι, μια μέρα, η Magdalena έφερε τον υπόγειο μεταλλωρύχο στον δικό της επίγειο κόσμο. «Το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν ότι του άρεσα» μου λέει η Magdalena με παιχνιδιάρικη φωνή, ενώ χαμηλώνει το κεφάλι της και κοκκινίζει σα νεαρό κορίτσι, σαν αυτό το ραντεβού να έγινε χθες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ούτε το πρώτο χαστούκι που της έδωσε δεν κατάφερε να μειώσει την αγάπη της. Μια μέρα, η Magdalena έπεσε στο ορυχείο και κατέληξε με το πόδι στο γύψο. Δεν μπορούσε να βγει έξω, οπότε έστειλε τον Marcel να αγοράσει τρόφιμα. «Πήρε τα χρήματα και τα ξόδεψε για πάρτι του. Έπειτα γύρισε στο σπίτι, τύφλα στο μεθύσι». Τότε ήταν που είχαν τον πρώτο τους καυγά. Ήταν επίσης η πρώτη φορά που έκανε το πρόσωπο της καινούριο από το ξύλο. Όχι μόνο είχε φάει ξύλο, εξακολουθούσε να είναι και πεινασμένη. «Είπα στον εαυτό μου: "Έι, θα περάσει, πρέπει να ήταν αναστατωμένος"».

Όχι πολύ αργότερα, έφαγε και δεύτερο χαστούκι. «Έχεις συνηθίσει να με χτυπάς. Τι νομίζεις ότι είμαι, σάκος του μποξ;» τον ρώτησε. Κι αυτό συνέχισε να τον ρωτάει για δυο δεκαετίες. Μετά από 23 χρόνια, εξακολουθούσε να προσποιείται την έκπληκτη όταν τις έτρωγε: «Έχεις συνηθίσει να με χτυπάς! Τι είμαι εγώ-ο σάκος του μποξ;».

Η Magdalena έχει να εκτίσει ακόμα έξι μήνες από τα επτά χρόνια της ποινής της. Φωτογραφίεςαπότον Alex Nedea

Θα μπορούσε να είχε σταματήσει αυτό τον εφιάλτη νωρίτερα, εάν απλά είχε ακούσει όλους αυτούς γύρω της που της έλεγαν να τον χωρίσει. Ακόμα και ο πεθερός της της είπε: «Φύγε μακριά από τον γιο μου, για το καλό σου. Δεν μπορείς να φτιάξεις σπιτικό μαζί του. Έχει πρόβλημα με το αλκοόλ» είπε ο ηλικιωμένος άνδρας και της έδωσε ακόμα και χρήματα για να πάρει εισιτήριο τρένου και να μπορέσει να φύγει.

Η Magdalena πήρε τα χρήματα και μπήκε στο τρένο, όπου όμως συνάντησε τον Marcel ο οποίος την είχε ακολουθήσει. Την πήρε στην αγκαλιά του, όπως στις ταινίες, της είπε γλυκόλογα και την φίλησε. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς εκείνη! Έτσι επέστρεψαν και οι δυο μαζί στην κομητεία Iași. Εκεί, της έδωσαν δωρεάν γη από το γραφείο του δημάρχου. Έχτισε σπίτι και τα χρόνια άρχισαν να περνούν. Αλλά δεν κυλούσαν σαν νεράκι. Η ζωή με τον σύζυγό της ήταν όλο και πιο δύσκολη. Την έδερνε συχνότερα και ήταν όλο και δυσκολότερο να το αποδεχθεί. Και δεν ήταν χαστούκια, όπως τότε που ήταν νεαρό κορίτσι, αλλά μπουνιές και κλωτσιές.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η αστυνομία είχε βαρεθεί εμένα και τις καταγγελίες μου.

Όταν συνειδητοποίησε ότι η ζωή της ήταν σε κίνδυνο, πήγε στην αστυνομία. Δεν ήταν νόμιμα παντρεμένοι και το σπίτι ήταν στο όνομά της, αλλά παρόλα αυτά οι μπάτσου αρνούνταν να τον πετάξουν έξω. «Η αστυνομία είχε βαρεθεί εμένα και τις καταγγελίες μου. Είπαν ότι εάν ήθελα δικαιοσύνη, θα έπρεπε να τον μηνύσω. Αυτό είπαν μόνο: "Magdalena" κάνε αγωγή να πας στα δικαστήρια, μην έρχεσαι σε εμάς». Αλλά η Magdalena δεν άντεχε οικονομικά να πάει στα δικαστήρια. Τα μόνα υπάρχοντά της ήταν μερικά κοτόπουλα. Θα έπρεπε να τα πουλήσει και θα πλήρωνε μόνο τη μετακίνηη της από και προς το δικαστήριο.

Έπειτα θα έπρεπε να βρει τα χρήματα για δικηγόρο. Ήταν εργάτρια. Εκείνος δεν δούλευε καθόλου. Με ένα κόλπο, είχε καταφέρει να λαμβάνει μια μηνιαία σύνταξη ως ανάπηρος, παρόλο που ήταν γερός σαν βόδι. Αισθάνθηκε σαν φυλακισμένη στο ίδιο της το χωριό, το ίδιο της το σπίτι. Ιδιαιτέρως όταν είδε τους ντόπιους αστυνομικούς να πίνουν στην παμπ με το αγόρι της.

Κατά περιόδους, όταν επέστρεφε από την παμπ, την χτυπούσε. «Με χτυπούσε μόνο στο κεφάλι, δεν ξέρω πως αυτό το κεφάλι εξακολουθεί να λειτουργεί αρκετά ώστε να σου μιλάω. Προς το τέλος, με χτύπησε τόσο δυνατά που λιποθύμησα. Αυτή τη μία φορά ήμουν τυχερή που με έσωσε ο γαμπρός μου. Διαφορετικά δεν θα ήμουν ζωντανή. Ήταν από πάνω μου και μου έριχνε μπουνιές. Ήμουν στο πάτωμα, προσπαθούσα να καλυφθώ όταν ένιωσα κάτι ζεστό στα μάτια και τα μάγουλά μου και συνειδητοποίησα ότι ήταν αίμα. Έπειτα ένιωσα εκείνη την κοφτερή μύτη κάτω από τα πλευρά μου, που μου έκοψε την ανάσα και με έκανε να λιποθυμήσω».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Έτσι η Magdalena άλλαξε την τακτική της. Αντί να πηγαίνει στους αστυνομικούς, κρυβόταν. Λίγους μήνες πριν από το φόνο, πέρασε την παραμονή των Χριστουγέννων στο κοτέτσι, μαζί με τα κοτόπουλα. Ο άνδρας της την έψαχνε για να την χτυπήσει. Έτσι, από φόβο κρύφτηκε ανάμεσα στα πτηνά. Έκατσε εκεί, σαν κότα, σε ένα στρώμα από παγωμένα περιττώματα κοτόπουλων, με τα αυτιά της ορθάνοιχτα για τυχόν ήχο από την πόρτα, από τις μπότες του.

Μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα της, μπορούσε να δει το σύζυγό της είτε να βγαίνει για να την ψάξει, είτε για να πάει να μεθύσει. Όταν επέστρεψε μέσα στο σπίτι και όλα ήταν σιωπηλά, μπορούσε να ακούσει να τραγουδούν τα κάλαντα στο χωριό. Και, καθώς ήταν ξαπλωμένη δίπλα στα κοτόπουλα, σκέφτηκε ότι ίσως δεν ήταν κακή ιδέα να τα πουλήσει και να πάει στο δικαστήριο στην πόλη Iași.΄

Όμως από το ένα ξυλοφόρτωμα στο άλλο, και τη μία γιορτή στην άλλη, πέρασαν τα Χριστούγεννα και ήρθε το Πάσχα. Εκείνη την ημέρα συνέβη. Ο Marcel κειτόταν νεκρός στο σπίτι, με ένα μικρό μαχαίρι καρφωμένο στα στέρνο του, ακριβώς εκεί που ήταν η καρδιά. Μέχρι σήμερα, η Magdalena λέει ότι δεν το έκανε αλλά οι εισαγγελείς είχαν αδιάσειστη απόδειξη και οι δικαστές την καταδίκασαν για τον φόνο. Τα αποδεικτικά στοιχεία και οι μάρτυρες από το χωριό που μίλησαν για το μαρτύριο που βίωνε η Magdalena, έπεισαν τον δικαστή που της έδωσε μικρή ποινή, επτά χρόνια φυλάκιση.

Η Micșunica, η οποία επίσης έχει καταδικαστεί για φόνο, ήρθε κλαίγοντας στη συνέντευξη. Και έκλαψε ακόμα περισσότερο όταν χρειάστηκε να πει στο φύλακα που μας επέβλεπε γιατί έκλαιγε. Μια συγκάτοικός της, ένα 24χρονο κορίτσι που μόλις είχαν φέρει, είχε αυτοανακηρυχθεί σε αρχηγός του κελιού. Αποφάσισε να φτιάξει και να αλλάξει το πρόγραμμα όλων-είπε ότι θα αποφάσιζε ποια κάνει ντουζ και πότε.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η Micșunica αντέδρασε. Φορώντας τα λαστιχένια παπούτσι που πρέπει όταν καθαρίζει την κουζίνα, η κοντή γυναίκα μου λέει ότι στα 43 θα μπορούσε να είναι μητέρα του κοριτσιού. Πώς μπορεί να παίρνει εντολές από έναν κορίτσι που έχει την ίδια ηλικία με την κόρη της;

Έτσι, προσπάθησα να μιλήσει με τη νέα κρατούμενη αλλά το κορίτσι της το'κοψε: «Πρέπει να σκάσεις, γιατί δεν σκότωσα κάποιον όπως εσύ». Τότε η Micșunica άρχισε να κλαίει στο χολ, έκλαιγε όλη την ημέρα και στην κουζίνα και τώρα κλαίει μπροστά μου: «Θεός φυλάξοι, οποιοσδήποτε να ήταν στη θέση μου θα είχε κάνει το ίδιο».

Η Micșunica μαχαίρωσε τον σύζυγό της στη διάρκεια μιας αργίας-την ημέρα του Αγίου Γεωργίου για να ακριβολογούμε. Περίπου 17 χρόνια νωρίτερα, την ίδια μέρα, παντρευόντουσαν. Τη νύχτα του γάμου τους, έδωσαν το πρώτο τους φιλί. Όμως εκείνη τη νύχτα έφαγε και την πρώτη της μπουνιά. Συνέβη μετά τα μεσάνυχτα, όταν ο σύζυγός της, Ion, ζήλεψε επειδή κάποιοι από τα συμπεθέρια έκλεψαν τη γυναίκα του, όπως προστάζει κάποιες φορές η παράδοση στη Ρουμανία και την είχαν κρυμμένη για μισή ώρα. «Αυτό ήταν πολύ!» σκέφτηκε ο γαμπρός, καθώς το αλκοόλ είχε αρχίσει να ελέγχει το κεφάλι του. Έτσι μετά το παραδοσιακό κλέψιμο της νύφης, ήρθε το εκτός παράδοσης μπουνίδι για τη νύφη.

Η Micșunica μεγαλώνοντας είχε μάθει ότι η ζωή είναι σκληρή, οπότε το βούλωσε και το αποδέχθηκε. Αυτό της είχαν μάθει να κάνει οι γονείς της. Πέρασε την παιδική ηλικία της με μια τσάπα στα χέρια: «Οι γονείς μου ήταν άρρωστοι, οπότε έπρεπε να δουλέψω για λογαριασμό τους σε ένα συνεργατικό σταθμό εργασίας, έτσι ώστε να μπορέσουμε να αγοράσουμε δημητριακά. Ξυπνούσα στις 4 π.μ. και επέστρεφα στο σπίτι στις 7 μ.μ.».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

ΗMicșunica καταδικάστηκεσεοκτώχρόνιαγιαφόνο. Φωτογραφίες από τον Alex Nedea.

Στα 18, σκέφτηκε ότι η ζωή της τελικά θα γινόταν καλύτερη. Τότε ήταν που ήρθε ο μεγάλος αδερφός της για να της πει ότι της είχε βρει έναν άνδρα για να παντρευτεί, σε ένα άλλο μέρος της χώρας, στην κομητεία Brăila. Ο μεγάλος αδερφός της γνώριζε τον μέλλον σύζυγό της, έναν οδηγό τρακτέρ από το δικό του συνεργατικό σταθμό εργασίας. Έφυγε από το χωριό των γονιών της στην κομητεία Vaslui και πήγε να παντρευτεί. Μετά το γάμο, ο αδερφός της άλλαξε δουλειά, οπότε η Micșunica έμεινε μόνη με μια σχεδόν άγνωστη οικογένεια.

Όταν η πεθερά μου είδε τον γιο της να με καβαλάει και να με κλωτσάει, του είπε: «Μπράβο αγόρι, γιε μου, χτύπα την!»

Η κατάσταση χειροτέρευε όλο και περισσότερο και δεν είχε σε ποιον να παραπονεθεί. «Όταν η πεθερά μου είδε τον γιο της να με καβαλάει και να με κλωτσάει, του είπε: "Μπράβο αγόρι, γιε μου, χτύπα την!"». Δεν υπήρχε κανείς σε ολόκληρο χωριό να την υποστηρίξει. Όλοι έβλεπαν τον σύζυγο σαν καλό παιδί, τον γνώριζαν από τότε που ήταν μικρός, χαιρετούσε ενώ περπατούσε στο δρόμο, ήταν ευυπόληπτος πολίτες. Ποιος θα πίστευε μια ξένη που ήρθε από ποιος ξέρει που; Και η αστυνομία πήρε την πλευρά του Ion. Κάθε φορά που η Micșunica πήγαινε στο αστυνομικό τμήμα για να τον μηνύσει, της έλεγαν ότι δεν είχε νόημα να περάσει από όλη αυτή την γραφειοκρατία, επειδή οι αστυνομικοί δεν είχαν δικαίωμα να παρέμβουν στα οικογενειακά φέουδα.

Έτσι η Micșunica εξακολούθησε να υπομένει, ενώ προσπαθούσε να μεγαλώσει τα τρία παιδιά που είχε αποκτήσει με τον Ion. Ήταν πολύ δύσκολο επειδή έπρεπε να το κάνει μόνη της. Ιδιαιτέρως επειδή εκτός των παιδιών είχε να φροντίζει και την αδερφή του, που ήταν διανοητικά ανάπηρη, αλλά και τον Ion ο οποίος απολύθηκε λόγω των προβλημάτων αλκοολισμού που είχε. Από το θυμό του άρχισε να πίνει ακόμα πιο πολύ: «Ήμουν ο άνδρας και η γυναίκα στο σπίτι. Πήγαινα στο χωράφι, μαγείρευα, δούλευα στο χωριό για να βγάζω λίγα χρήματα γιατί η μεγάλη μας κόρη πήγαινε γυμνάσιο στη μεγάλη πόλη και στοίχιζε πολλά να μένει εκεί».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δυο εβδομάδες πριν από το φόνο, η Micșunica έφαγε το χειρότερο ξύλο της ζωής της. Σκέφτηκε ότι δεν θα έμενε ζωντανή. Κατάφερε να ξεφύγει φορώντας το νυχτικό της, στους σκοτεινούς δρόμους του χωριού, να φθάσει σε ένα καρτοτηλέφωνο και να τηλεφωνήσει τον αρχηγό της αστυνομίας στο κινητό του. Είπε ότι ο άνδρας της κόντεψε να την σκοτώσει και ο αρχηγός απάντησε: «Micșunica είναι 10 μ.μ., δεν δουλεύω. Εάν θέλεις να έρθω σπίτι σου, θα σου κοστίσει 225 ευρώ». Η Micșunica θα έπρεπε να κάνει ξανά υπομονή. Περίμενε να βγει ο ήλιος και να επιστρέψει στο σπίτι, στα παιδιά της.

Μια μέρα, η Micșunica γύρισε από τη δουλειά στο σπίτι και ο Ion, που μόλις είχε ξυπνήσει, παραπονιόταν ότι πεινούσε. «Έβαλα λίγα φασόλια στο πιάτο του, άλλα άρχισε να μου φωνάζει-πώς μπορώ να του σερβίρω φαγητό χωρίς κρέας; Είχε φάει ήδη όλο το κρέας το μεσημέρι. Του ζήτησα να περιμένει λίγο, ώστε να του φτιάξω λίγο ψάρι. "Γυναίκα, θα σε σκοτώσω και θα σε κόψω κομματάκια" απείλησε».

"Γυναίκα, θα σε σκοτώσω και θα σε κόψω κομματάκια" απείλησε.

Εκείνη την εποχή, στα μέσα ενημέρωσης στη Ρουμανία κυριαρχούσε η δίκη για μια πολύκροτη δολοφονία. Ένας σύζυγος είχε σκοτώσει τη γυναίκα του και είχε πετάξει το πτώμα της. Από εκεί έμαθε ο Ion ότι οι άνδρες που σκοτώνουν τη σύζυγό τους μπορούν να κρύψουν το έγκλημά τους εύκολα και έπειτα να εμφανιστούν στην τηλεόραση και να πουν ότι δεν έκαναν τίποτα.

«Τον ρώτησα "Γιατί θα με μαχαίρωνες και θα με έκοβες κομματάκια Ion; Γιατί δούλευα όλη την ημέρα, ενώ εσύ κοιμόσουν;"». Απάντησε «Σκάσε, ειδάλλως θα σε μαχαιρώσω και θα σε κόψω κομματάκια!»

Στο τέλος, ήταν ο Ion αυτός που έσκασε, όχι η Micșunica. Η γυναίκα δεν τηγάνισε ποτέ εκείνα τα ψάρια. Είδε κάτι κουζινομάχαιρα πάνω στο τραπέζι, που ήταν τέλεια τοποθετημένα στο ίδιο σημείο όπου τα έβαζε κάθε μέρα. Άρπαξε ένα από αυτά και το πέταξε στον Ion. Η λεπίδα καρφώθηκε στο διογκωμένο από το πιοτό συκώτι του. Δέκα λεπτά αργότερα, τα φώτα από το περιπολικό έκαναν κόκκινο και μπλε το δρόμο τους. Ήταν ο αρχηγός της αστυνομίας και ο βοηθός του. Τελικά είχαν έρθει να δουν τη Micșunica παρόλο που είχε τελειώσει η βάρδιά τους.

Σημείωση συντάκτη: Σύμφωνα με μελέτη που έγινε από το Εθνικό Ινστιτούτο Εγκληματολογίας της Ρουμανίας (Romanian National Institute of Criminology) πριν από δέκα χρόνια, οι μισές από τις 350 γυναίκες που φυλακίστηκαν το 2004 για φόνο, ήταν θύματα σωματικής ή σεξουαλικής βίας.Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.