FYI.

This story is over 5 years old.

Stuff

Μια Εξωφρενική Ιστορία από την Πορεία της Τρίτης στην Αθήνα

Έφαγα χαστούκι από μια έξαλλη γυναίκα και απείλησαν να με λιντσάρουν.

Φωτογραφία: Δημήτρης Μιχαλάκης

Απόγευμα της περασμένης Τρίτης γύρω στις οκτώ και μισή το βράδυ, στην διασταύρωση Ναβαρίνου και Ιπποκράτους η Ομάδα Δέλτα έχει κατακλύσει τα πεζοδρόμια. Οι αστυνομικοί είναι χαλαροί, άλλοι κουβεντιάζουν, κάποιοι τρώνε κάτι πρόχειρο στο γωνιακό σουβλατζίδικο. Κόσμος περπατάει, αυτοκίνητα κυκλοφορούν, όλα δείχνουν ότι η πορεία ‘κατά της απαγόρευσης της πορείας’ μόλις έχει ολοκληρωθεί. Όλα είναι ήρεμα ή τουλάχιστον φαίνονται ήρεμα. Βρίσκομαι με το αυτοκίνητο επί της οδού Ιπποκράτους, οι δρόμοι είναι ανοιχτοί, όμως στρίβοντας στην Ακαδημίας βρίσκομαι σε αδιέξοδο. Η συνέχεια της Ιπποκράτους προς Πανεπιστημίου είναι κλειστή από κόσμο, η Ακαδημίας στο ύψος της Ασκληπιού είναι αποκλεισμένη από μια διμοιρία ΜΑΤ. Πίσω από τους διμοιρίτες βρίσκεται λίγος κόσμος. Κατεβάζω το παράθυρο να ρωτήσω αν όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί, οι αστυνομικοί μοιάζουν με αγάλματα. Ούτε μου απαντούν, ούτε με κοιτούν, σαν το αυτοκίνητο που ξαφνικά εμφανίστηκε στον άδειο δρόμο να ήταν απλά φυσιολογικό. Αναγκαστικά στρίβω αριστερά στην Ασκληπιού. Τα πεζοδρόμια έχουν αρκετό κόσμο, κάποιοι περπατούν στην άκρη του δρόμου. Το πάρκινγκ αυτοκινήτων δίπλα από το βιβλιοπωλείο ‘Πολιτεία’ ξαφνικά ανοίγει και κόσμος ξεχύνεται από μέσα τρέχοντας, σαν να κρύβονταν μέσα από ώρα. Κορνάρω “ελαφριά” για να με προσέξουν όσοι βρίσκονται κάτω από το πεζοδρόμιο, ξαφνικά όμως μια πενηντάρα γυναίκα που περπατά μαζί με τον σύντροφο της εξοργίζεται (γιατί πάτησα την κόρνα;) και ξεκινά να με βρίζει χυδαία. Καθώς κινούμαι αργά με το αυτοκίνητο, εκείνη πλησιάζει και συνεχίζει το χυδαίο υβρεολόγιο της. Κατεβάζω ελαφρά το παράθυρο. “Γιατί με βρίζετε τόσο πολύ;”, την ρωτάω. “Κανείς δεν έχει κλείσει τους δρόμους. Προσπαθώ κι εγώ με κάποιο τρόπο να πάω στην δουλειά μου”. Αυτή ήταν η φράση που πυροδότησε το απίστευτο περιστατικό. Ξαφνικά η πόρτα του οδηγού ανοίγει, μια γυναίκα, επίσης γύρω στα σαράντα με τον φίλο της με τραβάνε έξω από το αυτοκίνητο, αυτή μου τραβάει τα μαλλιά και με χαστουκίζει. Από ένστικτο (;) καταφέρνω να μπω στο αυτοκίνητο και κλείνω τις ασφάλειες. Τρομαγμένη πια προσπαθώ να ανοίξω δρόμο σχεδόν σπινιάροντας, φτάνω στο φανάρι στη διασταύρωση με της Σόλωνος, το οποίο όμως είναι κόκκινο. Τα αυτοκίνητα έρχονται με αργή ταχύτητα από τη Νομική, ένα μηχανάκι δίπλα μου προσπαθεί κι αυτό να στρίψει, τον τρομάζω με τα σπινιαρίσματα. Ακούω τον συνεχή ήχο “κλακ, κλακ, κλακ” από τις προσπάθειες αγνώστων να ανοίξουν τις ασφάλειες του αυτοκινήτου. Ένας νεαρός εμφανίζεται στο παράθυρο βρίζοντας με ακατάσχετα, χωρίς να με κατηγορεί για κάτι συγκεκριμένο. Καταφέρνω να στρίψω, αλλά γρήγορα βρίσκομαι κολλημένη πίσω από ένα ταξί κοντά στην διασταύρωση Σόλωνος και Ιπποκράτους. Ο νεαρός με έχει ακολουθήσει με τα πόδια κι εμφανίζεται και πάλι στο παράθυρο. Το πρόσωπο του είναι παραμορφωμένο από την οργή. Το φανάρι ανάβει, ξεκινάω πίσω από το ταξί, εκείνος συνεχίζει να με ακολουθεί και να κοπανάει με τα χέρια του, μαζί πλέον με άλλους, το πίσω παρμπρίζ και να επαναλαμβάνει ουρλιάζοντας “σπάστε το”, “κάψτε την, την π…, κάψτε την”. Οδηγώ με αργή ταχύτητα, δίπλα μου εμφανίζεται ένας μαυροντυμένος νεαρός με μαύρη μηχανή χωρίς διακριτικά σήματα (μετά βλέπω και χωρίς πινακίδες). Έντρομη πλέον, του κάνω νόημα με τα χέρια πως δεν έχω κάνει κάτι. Κάποιος ακούγεται να λέει αφήστε την να φύγει, έχω φτάσει πια στην Μαυρομιχάλη, στρίβω δεξιά και οδηγώ όσο γρήγορα μου επιτρέπουν τα στενά μέχρι να απομακρυνθώ. Το περιστατικό έφερε στο μυαλό μου όλα όσα στιγμάτισαν την ζωή μας τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ό,τι κάποιος κατέληξε να με κυνηγάει και να με απειλεί και πόσοι άλλοι να προσπαθούν να ανοίξουν τις ασφάλειες του αυτοκινήτου (χωρίς να έχουν καμία εμπλοκή στο αρχικό επεισόδιο) με έκανε να σκεφτώ την ψυχολογία της αγέλης και ό,τι συνέβη στην Marfin. Η απάθεια των αστυνομικών που είναι αδύνατον να μην έβλεπαν το περιστατικό από την συμβολή Ακαδημίας & Ασκληπιού μου θύμισε γιατί ο Παύλος Φύσσας πέθανε αβοήθητος. Η συμπεριφορά του κόσμου που περικλείεται στο “αφήστε τους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους” απλά ερμήνευσε την βαθιά απάθεια στην οποία έχουμε περιπέσει ως λαός. Οι δικοί μου άνθρωποι θεώρησαν ότι το φταίξιμο είναι δικό μου διότι άνοιξα διάλογο με μια γυναίκα που με έβριζε ακατάπαυστα. “Δεν ξέρεις ότι ο κόσμος είναι πλέον σε έξαλλη κατάσταση και δεν απαντάμε σε καμία πρόσκληση στον δρόμο”; ήταν η δική τους εκδοχή. Συζητώντας με φίλους, είδα πως όλοι είχαν μια παρόμοια ιστορία να διηγηθούν, είτε προσωπική, είτα από κάποιο φίλο ή γνωστό τους. Οι περισσότερες συνέβησαν ανάμεσα σε οπαδούς εντός ή εκτός γηπέδου. Άλλες είχαν ως στόχο την κλοπή. Αυτή η ιστορία όμως; Τι σκοπό είχε; Αυτοί που μου την έπεσαν δεν ήταν Χρυσαυγίτες . Ήταν άνθρωποι του μεροκάματου, ίσως και της ανεργίας. Δεν πιστεύω ότι το “κάψτε την”, είναι σύνθημα αναρχικών, όπως κάποιος μου είπε. Δεν ήμουν δημοσιογράφος. Ήμουν ένα απλός πολίτης. Δεν ήμουν πλούσια. Είχα ένα μικρού κυβισμού αδιάφορο αυτοκίνητο.  Εκτός βέβαια εάν έχουμε φτάσει στο σημείο να πιστεύουμε ότι αυτοί είναι αριστεροί (αφού ήταν στην πορεία), παίρνουν ναρκωτικά (αφού είναι αφηνιασμένοι), κι εγώ είμαι καπιταλίστρια αφού έχω αυτοκίνητο και πηγαίνω σε ‘δουλειά’. Το βέβαιο είναι ότι η βία δεν έχει πια την ταυτότητα που γνωρίζαμε. Σήμερα κινούνται όλοι εναντίον όλων.