Retro

Ρετσίνα, Ψάρι και Όπερα: Το Μουσικό Παρασκήνιο Πίσω από το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου

H πρεμιέρα της «Μαντάμα Μπατερφλάι» επί Μεταξά και οι μυστικές ιταλικές προετοιμασίες για εισβολή.
Screenshot 2020-10-28 at 00

Έμπειρος δημοσιογράφος αλλά και πολυγραφότατος λογοτέχνης, ο Κωστής Μπαστιάς ήξερε πώς να ζωντανέψει μια διήγηση, καθώς μετέφερε στον Γιώργο Λεονταρίτη όσα έγιναν ένα μεσημέρι Αυγούστου του 1940, σε μια Γλυφάδα αισθητά πιο εξοχική συγκριτικά με τη σημερινή. Με την ιδιότητα, τότε, του διευθυντή της Λυρικής Σκηνής, ο Μπαστιάς καθόταν στη θρυλική ταβέρνα του Ψαρόπουλου παρέα με τον Εμμανουέλε Γκράτσι – πρέσβη της Ιταλίας στην Ελλάδα. Φαινομενικά έτρωγαν ψάρια, έπιναν ρετσίνα και κουβέντιαζαν για μουσική και θέατρο· στην πραγματικότητα, όμως, ο ένας προσπαθούσε να ξεγελάσει τον άλλον, ως εκπρόσωποι δύο χωρών που όδευαν προς πόλεμο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μοιάζει ίσως με λιμπρέτο όπερας, αλλά είναι αληθινή ιστορία. Η οποία ξεκίνησε πράγματι από μια ιταλική όπερα, μα συνδέθηκε τόσο πολύ με τα πολεμικά καθέκαστα του 1940, ώστε έγινε τελικά μουσικό παρασκήνιο πίσω από το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου. Η «βιτρίνα» της, βέβαια, δεν είναι άγνωστη· η έλευση του Αντόνιο Πουτσίνι στην Αθήνα για το πρώτο ελληνικό ανέβασμα της διαχρονικά αγαπημένης «Μαντάμα Μπατερφλάι» του -πατέρα του- Τζάκομο Πουτσίνι, υπήρξε πολυσυζητημένο γεγονός. Οι λεπτομέρειες και οι πολιτικές ίντριγκες, όμως, πίσω από την επίσκεψη –η οποία συμφωνήθηκε ουσιαστικά εκείνο το μεσημέρι στου Ψαρόπουλου– παραμένουν άγνωστες στο ευρύ κοινό.

Οι ιθύνοντες της Λυρικής κατανοούσαν ασφαλώς ότι το καλλιτεχνικό τους εγχείρημα πραγματωνόταν σε δύσκολα χρόνια, αφού λίγους μόλις μήνες πριν τα εγκαίνια είχε ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αλλά ως τον Μάιο του 1940 που οι Γερμανοί επιτέθηκαν στη Γαλλία, οι άμεσες εχθροπραξίες μεταξύ των ισχυρών της Ευρώπης παρέμεναν περιορισμένες και οι μόνες χώρες που μετρούνταν ανάμεσα στα επίσημα θύματα των βίαιων συνοριακών αλλαγών ήταν η Πολωνία, η Δανία και η Νορβηγία. Σε αυτό το τεταμένο μεν, μα όχι άμεσα επικίνδυνο μεσοδιάστημα, η Λυρική συστήθηκε με την οπερέτα «Νυχτερίδα» (Μάρτιος 1940), προγραμματίζοντας κατόπιν τη «Μαντάμα Μπατερφλάι», τόσο για τη Θεσσαλονίκη (7 Σεπτεμβρίου 1940), όσο και για την Αθήνα (25 Οκτωβρίου 1940).

Μέχρι το καλοκαίρι όμως, η κατάσταση είχε αλλάξει άρδην: το Παρίσι είχε πέσει, οι Ναζί προσπαθούσαν να εισβάλουν στη Βρετανία και στις 15 Αυγούστου οι άνεμοι του πολέμου έφτασαν στην Ελλάδα, με τον αναίτιο τορπιλισμό του καταδρομικού Έλλη στο λιμάνι της Τήνου, από ιταλικό υποβρύχιο, που άφησε εννέα νεκρούς και 24 τραυματίες. Φοβούμενη μια όξυνση για την οποία δεν ήταν ακόμα έτοιμη, η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά απαγόρευσε στον Τύπο να δημοσιεύσει την εθνικότητα του εχθρικού υποβρυχίου, αλλά η κοινή γνώμη ήταν σίγουρη για την ταυτότητά του. Υπό το βάρος των γεγονότων, λοιπόν, ο Μπαστιάς σκέφτηκε ότι φαινόταν προκλητικό να ανεβάσουν τη «Μαντάμα Μπατερφλάι», δηλαδή μια ιταλική όπερα. Και αποφάσισε να συζητήσει το θέμα με τον Μεταξά. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο Μεταξάς γνώριζε καλά τον Μπαστιά, ο οποίος πλέον σύγκλινε προθύμως με τον εθνικισμό και με το αυταρχικό του καθεστώς, παρότι σε προγενέστερα χρόνια τον είχε αντιπολιτευτεί ως δημοσιογράφος και εκδότης, από ένα ιδεολογικό μετερίζι που σήμερα θα αναγνωρίζαμε μάλλον ως «κεντρώο». Τον άκουσε έτσι με προσοχή, αλλά του απάντησε ξεκάθαρα: Η «Μαντάμα Μπατερφλάι» θα ανέβαινε κανονικά, θα διαφημιζόταν όσο πιο εντυπωσιακά γινόταν, μάλιστα θα ερχόταν και ο ίδιος προσωπικά να δει την πρεμιέρα. 

Πρόκειται για διαφωτιστικό διάλογο, διότι αποδεικνύει πως το ΟΧΙ δεν ειπώθηκε σε μια ηρωική έκλαμψη, όπως ενίοτε παρουσιάζεται. Αντιθέτως, όπως προκύπτει και από άλλες πηγές, ήταν τελική πράξη μιας μελετημένης στρατηγικής, που οργανωνόταν με άξονα τη φιλοβρετανική εξωτερική πολιτική της χώρας μας, θεματοφύλακας της οποίας στεκόταν ο πιο ισχυρός σύμμαχος του Μεταξά: ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄. Παρά λοιπόν τα φιλοφασιστικά του ιδεώδη, ο δικτάτορας δεν επρόκειτο να παρεκκλίνει. Άλλωστε, ως στρατηγός και ο ίδιος, «διάβασε» σωστά τι σήμαινε η κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς (Απρίλιος 1939) κι ας βεβαίωνε ο Μπενίτο Μουσολίνι ότι η Ελλάδα δεν είχε κάτι να φοβάται από αυτή την κίνηση.

Πίνοντας λοιπόν ρετσίνες στου Ψαρόπουλου, ο Μπαστιάς γνώριζε ότι έριχνε προπέτασμα καπνού στον Γκράτσι, παριστάνοντας ότι παρά τον τορπιλισμό της Έλλης, οι Έλληνες διατηρούσαν μια αθώα ανάγνωση των εξελίξεων, οπότε θα προχωρούσαν με τη «Μαντάμα Μπατερφλάι», σαν να μην τρέχει τίποτα. Αντίστοιχα, ο Ιταλός πρέσβης δοκίμασε κι αυτός να περάσει ένα «όλα καλά» μήνυμα, προτείνοντας την επίσκεψη του Αντόνιο Πουτσίνι: ποιος θα υποψιαζόταν πόλεμο λίγα εικοσιτετράωρα μετά από μια τέτοια περίσταση; Όμως, αν και στα απομνημονεύματά του εκφράζει λύπη για την εισβολή των συμπατριωτών του –γράφοντας ότι μαχαιρώθηκε έτσι μια φτωχή χώρα– ήξερε καλά καθώς έτρωγε με τον Μπαστιά στη Γλυφάδα ότι ο Μουσολίνι είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις του, θεωρώντας την Ελλάδα ζωτικό εχθρό της ιταλικής εξάπλωσης στην ανατολική Μεσόγειο. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ανυποψίαστος τώρα για όλα αυτά, αλλά γνωρίζοντας από τις εφημερίδες το άσχημο κλίμα μεταξύ των δύο κρατών, ο Αντόνιο Πουτσίνι απόρησε όταν έλαβε επίσημη πρόσκληση για να μεταβεί στην Αθήνα. Επισκέφθηκε έτσι τον Υπουργό Λαϊκού Πολιτισμού, Αλεσάντρο Παβολίνι, ζητώντας τη γνώμη του. Ο Παβολίνι, ασφαλώς, ήταν ενήμερος· και τον διαβεβαίωσε ότι δεν έπρεπε να ανησυχεί, λέγοντάς του μάλιστα ότι ίσως βοηθούσε να βελτιωθούν οι σχέσεις  Ιταλίας και Ελλάδας. Ο Πουτσίνι και η γυναίκα του έφτασαν λοιπόν εδώ στις 24 Οκτωβρίου 1940, βρίσκοντας στην υποδοχή τον Γκράτσι με τον Μπαστιά.

Στην πρεμιέρα της «Μαντάμα Μπατερφλάι» στις 25 Οκτωβρίου, οι Πουτσίνι, ο Γκράτσι, ο Μεταξάς, ο Μπαστιάς, ο Γεώργιος Β΄ και ο διάδοχος Παύλος με τη σύζυγό του Φρειδερίκη, κάθισαν μαζί στη Λυρική Σκηνή σαν εγκάρδιοι φίλοι. Η ελληνική κυβέρνηση παρέθεσε μάλιστα δεξίωση προς τιμήν των Πουτσίνι, όπου παραβρέθηκε όλη η κοσμική Αθήνα της εποχής. Στην ανάλογη όμως δεξίωση της Ιταλικής Πρεσβείας, μετά τη δεύτερη παράσταση της 26ης Οκτωβρίου, το κλίμα ήταν αισθητά διαφορετικό: προετοιμαζόμενος να λάβει το τελεσίγραφο του Μουσολίνι, ο Γκράτσι εξαφανιζόταν για μεγάλα διαστήματα· προετοιμαζόμενη αντίστοιχα για την επικείμενη επίθεση, η ελληνική κυβέρνηση απείχε σύσσωμη από τη γιορτή – πήγαν μόνο δύο υφυπουργοί. 

Η τελευταία πράξη του όλου θεάτρου παίχτηκε το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου, όταν ο Μπαστιάς με τον Γκράτσι συνόδευσαν τους Πουτσίνι στον Σταθμό Λαρίσης, απ' όπου αναχώρησαν σιδηροδρομικώς για την Ιταλία. Στη συνέχεια ο Μπαστιάς κίνησε για το γραφείο του Μεταξά, ενώ ο Γκράτσι πήγε σε φιλικό σπίτι, όπου έπαιξε μπριτζ και αντάλλαξε ανέκδοτα. Είχε ήδη το τελεσίγραφο, στο οποίο λίγες ώρες αργότερα θα απαντούσε ΟΧΙ ο Μεταξάς και, πλέον, μόνη του έγνοια ήταν να μη μάθει τίποτα ο πρίγκιπας Βίκτορ φον Έρμπαχ – ο Γερμανός πρέσβης στην Ελλάδα. Ο Μουσολίνι φοβόταν ότι ο Αδόλφος Χίτλερ θα τον σταματούσε ξανά, όπως είχε κάνει και τον Ιούλιο, που ήθελε να εκστρατεύσει ενάντια στη Γιουγκοσλαβία. Θα τον έφερνε έτσι προ τετελεσμένων γεγονότων το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, όταν θα τον συναντούσε στη Φλωρεντία. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Τη «νύφη» του Μπατερφλάι παρασκηνίου πλήρωσε τελικά ο Αντόνιο Πουτσίνι, ο οποίος δεν πρόλαβε να περάσει τα σύνορα προς Γιουγκοσλαβία καθώς ξεκινούσε ο πόλεμος. Οι ελληνικές Αρχές τον συνέλαβαν μαζί με τη γυναίκα του και τους μετέφεραν σε σχολείο της Θεσσαλονίκης, όπου και κρατήθηκαν για λόγους ασφαλείας, μαζί με μέλη της εκεί ιταλικής παροικίας. Απελευθερώθηκαν στις 6 Νοεμβρίου, κατόπιν συνεννοήσεων, επιβιβαζόμενοι στο ειδικό τρένο με το οποίο εγκατέλειπε τη χώρα μας ο Γκράτσι.

Για τα καλύτερα θέματα του VICE Greece, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο Newsletter μας.

Περισσότερα από το VICE

«Κι ο Θεός θα Ήθελε να Πεθάνει Εκεί» - Το Ταξίδι Ενός Πρόσφυγα Από τη Μόρια στη Γαλλία

«Δεν Κάνουμε Κατάληψη για τη Μάσκα»- Μία Μέρα σε μια Μαθητική Κατάληψη των Εξαρχείων

Η "Kompania Bello" της Κόκας και ο Αλβανός Σύνδεσμος στην Αθήνα

Ακολουθήστε το VICE σε Twitter, Facebook και Instagram.