Χάιμε Σβαρτ, Χιλή«Ο πατέρας μου ήταν μέλος του Δημοκρατικού Αριστερού κινήματος. Στα 18 μου γνώρισα τον Πάμπλο Νερούδα σε μία αντιφασιστική συναυλία που είχαν οργανώσει. Ο Πάμπλο μου χάρισε ένα βιβλίο που το έχω ακόμα».Ο Χάιμε Σβαρτ δηλώνει ποιητής και επαναστάτης. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Σαντιάγκο της Χιλής και έζησε από πρώτο χέρι τη δικτατορία του Πινοσέτ. «Όταν βράδιαζε δεν κυκλοφορούσαμε στο δρόμο. Τα μόνα χρόνια που μπόρεσα να ζήσω ελεύθερα στην πατρίδα μου ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 70' όταν ήταν Πρόεδρος ο μαρξιστής Σαλβαντόρ Αγιέντε. Τότε αγοράζαμε Ντοστογιέφσκι, Νερούδα και Μαρκές στην ίδια τιμή που αγοράζαμε ένα πακέτο τσιγάρα. Εκείνη την περίοδο άκουσα τα πρώτα ροκ-εν-ρολ τραγούδια και έγραψα τα πρώτα μου ποιήματα. Τα πάντα γέμισαν χρώμα και τέχνη».Την δεκαετία του 70', ο Χάιμε αυτοεξορίστηκε στην Ιταλία, όπου έζησε για πέντε περίπου χρόνια. Εκεί γνώρισε την ελληνικής καταγωγής γυναίκα του και άλλους φοιτητές με έντονη αντιστασιακή δράση. «Δημιουργήσαμε μία ομάδα αλληλεγγύης για τον χιλιανό λαό, την Brigada Muralista, με σκοπό να τους βοηθήσουμε να πάρουν επιτέλους την κατάσταση στα χέρια τους. Έπειτα από πολλές προσπάθειες και αφού παντρεύτηκα, μετακόμισα στην Χιλή με τη γυναίκα μου και έζησα εκεί για αρκετά χρόνια». «Πώς ήρθες στην Ελλάδα;», ρωτώ στο τέλος της κουβέντας. «Βρίσκομαι σχεδόν 10 χρόνια εδώ. Είχε έρθει η ώρα», απαντά κάπως αινιγματικά. «Και τώρα τι κάνεις εδώ;» «Αρτοποιός», λέει και γελάει. «Ποιώ άρτο ποίημα!».«Όταν βράδιαζε δεν κυκλοφορούσαμε στο δρόμο. Τα μόνα χρόνια που μπόρεσα να ζήσω ελεύθερα στην πατρίδα μου ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 70' όταν ήταν Πρόεδρος ο μαρξιστής Σαλβαντόρ Αγιέντε».
Μαλαμίν Σέλιχ, Δημοκρατία της ΓκάμπιαΜιλώντας σπαστά ελληνικά, ο Μαλαμίν μου εξηγεί τους λόγους για τους οποίους έφυγε από τη χώρα του, λίγο πριν γίνει το πραξικόπημα το 1981. «Στην Γκάμπια δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα», μου λέει και διευκρινίζει ότι, ενώ δεν αντιμετώπιζε ιδιαίτερα οικονομικά προβλήματα, είχε επαναστατικό χαρακτήρα και αργά ή γρήγορα θα κινδύνευε με φυλάκιση. «Κανείς δεν μπορεί να πάει κόντρα στην κυβέρνηση ακόμη και σήμερα. Εδώ, μπορώ να εκφράζομαι. Κι αυτό είναι ανεκτίμητο», τονίζει.Όταν έφυγε ήταν 27 χρόνων και δούλευε στα καράβια. Έζησε στη Λιβύη για δυόμιση χρόνια και έπειτα ήρθε στην Ελλάδα, όπου και μένει τα τελευταία 35 χρόνια. Λόγω προβλημάτων υγείας αναγκάστηκε να σταματήσει τα ταξίδια και ξεκίνησε να εργάζεται σε οικοδομές. Πριν τέσσερα χρόνια όμως, ανακάλυψε ότι είχε ζάχαρο και υποβλήθηκε σε αναγκαστικό ακρωτηριασμό του ποδιού του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί πλέον να εργαστεί. «Είμαι τυχερός που είχα ασφάλιση, διότι χρήματα για φακελάκι δεν είχα να δώσω», μου λέει.Σήμερα, ζει με τα ελάχιστα χρήματα που παίρνει από την αναπηρική σύνταξη. Όμως, υπάρχει κάτι το οποίο τον προβληματίζει πολύ περισσότερο από το οικονομικό ή την υγεία του. «Αν και βρίσκομαι στην Ελλάδα πάνω από τρεις δεκαετίες, δεν έχω καταφέρει ακόμη να αποκτήσω ελληνική υπηκοότητα. Δεν με νοιάζει για μένα, αλλά για το γιο μου, ο οποίος ενώ έχει γεννηθεί εδώ, δεν έχει ελληνική ιθαγένεια, ούτε καν διαβατήριο. Είναι άδικο», επισημαίνει και με ρωτά: «Εσύ μπορείς να με βοηθήσεις να του βγάλω χαρτιά;».«Στην Γκάμπια δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα. Κανείς δεν μπορεί να πάει κόντρα στην κυβέρνηση ακόμη και σήμερα».
Ογκούστα Ερνέστα, ΣεϋχέλλεςΗ Ογκούστα έφυγε από τις Σεϋχέλλες όταν ήταν μόλις 12 ετών, μαζί με την αδελφή της, για τη Σιέρα Λεόνε. Εκεί έζησε εννέα ολόκληρα χρόνια. Στη συνέχεια ταξίδεψε για τη Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας, όπου βρήκε δουλειά σαν νταντά, φροντίζοντας τα παιδιά δύο Γάλλων διπλωματών. Στην Ελλάδα ήρθε στα 32 της και έγκυος. Και δεν ξαναέφυγε ποτέ.Ανύπαντρη, μεγάλωσε το γιο της, δουλεύοντας σαν οικιακή βοηθός, εδώ και 21 χρόνια. «Πήρα στα χέρια μου το μικρό αγόρι της οικογένειας όταν ήταν 5 ημερών και σήμερα είναι 18», λέει χαμογελώντας.Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει δεν είναι λίγα, αν και το σημαντικότερο, όπως και για τον Μαλαμίν, είναι τα «χαρτιά» του γιου της. «Τα πράγματα παλιά στην Ελλάδα ήταν καλύτερα. Τώρα οι περισσότεροι τα φέρνουν δύσκολα βόλτα. Αλλά το δικό μας θέμα είναι ότι ο γιος μου δεν μπορεί να συνεχίσει τις σπουδές του, επειδή δεν του δίνουν την υπηκοότητα, ενώ γεννήθηκε εδώ. Προς το παρόν πληρώνουμε για τις άδειες παραμονής. Όμως, αγαπάω τρομερά την Ελλάδα. Δεν θα άλλαζα αυτό το μέρος με τίποτα».«Ο γιος μου δεν μπορεί να συνεχίσει τις σπουδές του, επειδή δεν του δίνουν την υπηκοότητα, ενώ γεννήθηκε εδώ. Προς το παρόν πληρώνουμε για τις άδειες παραμονής».
Κρις Ποκαρέλ, Νεπάλ«Η ζωή στο Νεπάλ ήταν ήρεμη για μένα. Προέρχομαι από οικογένεια ακαδημαϊκών και η οικονομική μας κατάσταση, για τα δεδομένα της χώρας, μας επέτρεπε να έχουμε μία άνετη ζωή. Το 1992, ενώ σπούδαζα μηχανικός στην Κατμαντού, γνώρισα την γυναίκα μου, η οποία είχε έρθει για διακοπές από την Ελλάδα. Μέχρι να ολοκληρώσω τις σπουδές μου, εκείνη πηγαινοερχόταν Ελλάδα-Νεπάλ. Κάποια στιγμή ήρθαμε εδώ για διακοπές και δεν γύρισα ποτέ πίσω».«Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος στο Νεπάλ, τα πράγματα πέρασαν στο άλλο άκρο. Έγιναν επικίνδυνα. Φτάσαμε στο σημείο να προτιμάμε το προηγούμενο καθεστώς, όσο σκληρό κι αν ήταν».
«Αισθάνομαι τυχερή, διότι η οικογένεια του άνδρα μου δεν ήταν ποτέ προκατειλημμένη απέναντί μου. Δυστυχώς, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά κλειστά μυαλά».