FYI.

This story is over 5 years old.

Stuff

Οι Καταραμένοι Έρωτες του Αμπίτ

Μια σεξπηρική ερωτική ιστορία από το Πακιστάν ως την Ελλάδα.

Μελπομένη Μαραγκίδου (όπως της τα διηγήθηκε ο Αμπίτ)

«Όταν ζούσα στο Πακιστάν είχα δικό μου μαγαζί μέσα στην "Χρυσή Αγορά". Ήμουν πολύ καλός χρυσοχόος. Κάθε μέρα έβαζα στα μεγάφωνα ωραία ρομαντικά τραγούδια. Απέναντι από το μαγαζί, υπήρχε στον πρώτο όροφο ένα ωραίο σπίτι. Το σπίτι της. Την αντίκρισα για πρώτη φορά κάνοντας δουλειές στην ταράτσα. Κοίταξα προς τα πάνω και την είδα να μου χαμογελά. Εκείνη την εποχή είχα κολλήσει με ένα τραγούδι –το άκουγα για μέρες συνεχόμενα. Μετά σταμάτησα. Δεν το έβαλα καθόλου για δυο μέρες. Την επομένη βρήκα έξω από το μαγαζί μια πέτρα η οποία είχε τυλιγμένο ένα μικρό γράμμα που έγραφε: "Συγνώμη δεν ξέρω αν ισχύει, έχω ακούσει ότι το μικρό σου όνομα είναι Άμπιτ. Αν είσαι ο Άμπιτ, μπορείς να βάλεις το τραγούδι που είχες βάλει τρεις μέρες πριν;". Το έβαλα. Μου ξαναπέταξε μια πέτρα που έγραφε "ευχαριστώ πολύ". Έπειτα από λίγες μέρες μου έριξε ακόμα μία. "Θες να γίνουμε φίλοι;". Δεν απάντησα. Έβαλα το τραγούδι που της άρεσε. Επέμεινε. "Αν θες να γίνουμε φίλοι θα περάσει στις 18.00 η μικρή αδελφή μου από το μαγαζί να μου δώσεις απάντηση, αλλιώς θα έρχονται μόνο πέτρες". Γέλασα. Με είχε ζορίσει για τα καλά. Άσε που φοβόμουν ότι δε θα μου έρθουν μόνο πέτρες αλλά και τούβλα. Της απάντησα ότι δέχομαι. Oι γυναίκες ξέρουν να παίρνουν αυτό που θέλουν. Έτσι ξεκινήσαμε τα γράμματα και τα τραγούδια. Την έλεγαν Σαμπίν. Κρυφά από τους γονείς της πηγαίναμε ραντεβού. Κάποια στιγμή της αγόρασα κινητό. Σταματήσαμε τα γράμματα και αρχίσαμε να μιλάμε στο τηλέφωνο. Μετά τους έξι μήνες ορκιστήκαμε ότι θα ζήσουμε μαζί και πως μόνο ο θάνατος θα μας χωρίσει. Δεν είχαμε κάνει έρωτα. Μόνο φιλιά κι αγκαλιές. Μπορεί να κοιμόμασταν μαζί όλη νύχτα αλλά τίποτα. Ήταν καθαρή η αγάπη μας. Όπως τα παλιά χρόνια. Αγάπη που δεν κοιτάς το σώμα. Μόνο την ψυχή. Το είχε μάθει όλη η γειτονιά ότι αγαπιόμασταν. Κάποια στιγμή το έμαθε κι η μάνα της και με έβριζε. Ενάμιση χρόνο μετά το ανακάλυψε κι ο πατέρας της. Μια μέρα περνούσα έξω από το μαγαζί του που πούλαγε ρούχα κι άρχιζε να με βρίζει κι αυτός. Έγινε μεγάλος καυγάς. Ήρθαμε στα χέρια.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μια μέρα ήρθε από το σχολείο και μου ζήτησε να πάμε να βγάλουμε φωτογραφίες. Είχαμε φτάσει πια τα πέντε χρόνια και δεν είχαμε ούτε μία φωτογραφία μαζί. Πήγαμε και βγάλαμε περίπου 60 σε ένα φίλο μου φωτογράφο. Τις έχω φυλάξει όλες σε ένα κουτί σιδερένιο στο δωμάτιό μου στο Πακιστάν. Ήταν οι πρώτες και τελευταίες μας φωτογραφίες.

Το Φεβρουάριο του 2003, η μάνα της την πήρε να πάνε να δει τους παππούδες της που έμεναν μακριά, σε μία απόσταση σα να λέμε Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Τελευταία φορά μιλήσαμε στο κινητό για μισή ώρα μια Πέμπτη. Μου έλεγε ότι είχε έναν αδικαιολόγητο φόβο μέσα της. Μετά εξαφανίστηκε. Το Σάββατο το πρωί ήρθε η μικρή αδελφή της στο μαγαζί κλαίγοντας. Μου ανακοίνωσε ότι η Σαμπίν πέθανε. Δεν την πίστεψα. Μετά από λίγο έφτασε ένα γράμμα από την άλλη της αδελφή που επιβεβαίωνε ότι η Σαμπίν ήταν νεκρή.

Μου είπαν ότι μάλλον πέθανε από καρδιά. Αλλά δεν το πίστευα. Όταν ήρθε η σωρός έγινα κομμάτια. Δεν έκλαιγα όμως. Είχα πάθει σοκ. Το μόνο που έκανα ήταν να καπνίζω χασίς και να πίνω ουίσκι. Πήγαμε στο νεκροταφείο να τη θάψουμε. Ήθελα να την δω έστω και νεκρή για τελευταία φορά. Πήγα και σήκωσα το κάλυμμα. Έπεσαν όλοι πάνω μου και με απομάκρυναν. Είχα προλάβει όμως να την δω για τελευταία φορά. Τότε ξέσπασα σε λυγμούς. Μετά κάθε μέρα βρισκόμουν από τις 6 το πρωί στο νεκροταφείο. Έπαιρνα 3-4 κιλά λουλούδια και καθόμουν εκεί. Έπινα και κάπνιζα χασίς. Δε με ένοιαζε κανείς και τίποτα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Στην κηδεία γνώρισα τη θεία της. Της έφτιαξα ένα ζευγάρι βραχιόλια και πήγα να της πουλήσω ψεύτικη αγάπη για να μάθω την αλήθεια για το πώς είχε πεθάνει η Σαμπίν. Της είπα λίγα ερωτόλογα και τσίμπησε. Κανόνισα ραντεβού σε ένα ξενοδοχείο. Της πήγα ένα χρυσό δαχτυλίδι. Μπήκαμε μέσα, την έγδυσα και την απείλησα ότι έχω βάλει κάμερες στο δωμάτιο προκειμένου να μου πει όλη την αλήθεια για το θάνατο της Σαμπίν.

Στην πραγματικότητα η μάνα της Σαμπίν είχε κανονίσει το γάμο με έναν ανιψιό της χωρίς να πει τίποτα στην κόρη της. Ο γάμος ήταν προγραμματισμένος για εκείνο το Σάββατο στις 12.00 το μεσημέρι. Δυο μέρες πριν πεθάνει είχε κοπεί η επικοινωνία μας γιατί η μάνα της είχε πάρει το κινητό κι είχε ορκίσει τους πάντες να μην την αφήσουν να πάρει τηλέφωνο. Το πρωί του Σαββάτου ξύπνησε, κι αφού πήρε πρωινό, γύρισε στο δωμάτιο κι έκλεισε πίσω της την πόρτα. Όταν έσπασαν την πόρτα για να μπουν μέσα ήταν ήδη αργά. Είχε πάρει χάπια για να αυτοκτονήσει λίγο πριν από το γάμο. Μόνο ο θάνατος θα μπορούσε να μας χωρίσει, είχαμε ορκιστεί. Κι έτσι έγινε.

Μόλις η θεία της μου αποκάλυψε την αλήθεια, τρελάθηκα. Επιχείρησα δύο φορές να αυτοκτονήσω με τα ίδια χάπια που είχε πάρει κι εκείνη, αλλά δεν τα κατάφερα. Δεν είχα σκοπό να έρθω στην Ελλάδα. Η μάνα μου στενοχωριόταν με την κατάστασή μου και ήθελε να με στείλει στο μεγάλο μου αδελφό που ήταν εδώ γιατί πίστευε ότι αν μείνω στο Πακιστάν θα πεθάνω. Μέσα σε δυο μέρες μου ανακοίνωσαν ότι φεύγω.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ξεκινήσαμε πέντε άτομα. Φτάσαμε κοντά στα σύνορα του Πακιστάν-Ιράν με το τρένο. Εκεί συναντήσαμε κι άλλους από το Αφγανιστάν, την Ινδία και το Μπαγκλαντές. Είχαμε έναν οδηγό για να περάσουμε τα σύνορα. Όπου βρίσκαμε τρύπα περνάγαμε ή πηδούσαμε πάνω από τα σύρματα. Από Τεχεράνη στα σύνορα για Τουρκία, 12 ώρες τις πέρασα στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου με τρία ακόμα άτομα. Το χειρότερο όμως ήταν όταν περνούσαμε την Τουρκία. Είχε χιόνι παντού γύρω στο ένα μέτρο. Είχαμε παγώσει. Δεν μπορούσαμε ούτε να περπατήσουμε. Εκεί είδα τέσσερα άτομα νεκρά. Με είχαν στείλει για να γλιτώσω το θάνατο και θα πέθαινα στο δρόμο. Έλεγαν οι γονείς μου το παιδί πάει στην Ευρώπη. Ποια Ευρώπη; Ούτε το σώμα μου δε θα γυρνούσε νεκρό. Θα έμενε μαζί με αυτούς στο χιόνι εκεί. Σκεφτόμουν την Σαμπίν κι έπαιρνα δύναμη.

Από την Κωνσταντινούπολη μας πήρε φορτηγό και μας έφερε στη Θεσσαλονίκη. Χωρίς πράγματα, ρούχα, κινητό, τίποτα. Κανείς δεν ήξερε αν ζω. Μετά ήρθε μία νταλίκα. Μπήκαμε 85 άτομα εκεί μέσα από μια τρύπα. Μέσα είχε σκοτάδι και πέφταμε ο ένας πάνω στον άλλον. Παίρναμε αέρα από μια μικρή τρύπα. Μετά φτάσαμε στο Μενίδι. Μας πήγαν σε ένα σπίτι κι εκεί ήρθε η Αστυνομία και μας έπιασε. Δεν είχα περάσει τόσα για να με απελάσουν. Το έσκασα μέσα από την κλούβα, πήδηξα από το παράθυρο όταν σταμάτησε στο φανάρι και γλίτωσα. Χιόνιζε και έτρεχα χωρίς παπούτσια, με ένα τζιν κι ένα φανελάκι για 12 λεπτά. Δεν με κυνήγησαν.

Βρήκα έναν παππού που είχε ένα εργοστάσιο με έπιπλα. Άνοιξε την πόρτα, μου έπλυνε τα πόδια, μου τα έδεσε με πανί, μου έδωσε να φορέσω παπούτσια και το μπουφάν του. Μου πρόσφερε βοήθεια κι ασφάλεια. Κι ένα πακέτο Marlboro τσιγάρα. Ήξερα απ' έξω το τηλέφωνο του αδελφού μου. Τον πήραμε και μέσα σε μισή ώρα ήρθε και με πήρε. Έτσι έφτασα στον Πειραιά την 1η Φεβρουαρίου του 2006.

Ένα χρόνο μετά συνάντησα στο δρόμο ένα κορίτσι να κλαίει. Στην αρχή ντρεπόμουν. Μετά της είπα καλησπέρα και τι ρώτησα τι έχει. Την είχε διώξει η μητέρα της από το σπίτι και δεν είχε που να μείνει. Την πήγα σε ένα καφέ και την κέρασα. Μιλήσαμε. Το όνομα της; Βασιλική, ελληνίδα χωρισμένη με τέσσερα παιδιά. Της είπα να πάμε στη μητέρα της. Δεν ήθελε. Ήθελε να έρθει σπίτι μαζί μου. Ήταν στο δρόμο. Την λυπήθηκα. Γίναμε ζευγάρι από την πρώτη στιγμή. Είμαστε μαζί από τότε. Της έδωσα θέση στο σπίτι μου. Ξέρω τι σημαίνει φτώχεια. Δεν την ερωτεύτηκα. Σκέφτομαι πάντα τη Σαμπίν. Θέλω να γυρίσω μια μέρα στο Πακιστάν για να πάω στον τάφο της, να αφήσω λουλούδια και να βρω τις κρυμμένες φωτογραφίες που είχαμε βγάλει τότε για τελευταία φορά μαζί».