FYI.

This story is over 5 years old.

News

Το Πρόβλημα στις Σχέσεις Μεταξύ Ελλάδας και Δανειστών Δεν Είναι Πλέον Οικονομικό

Αρκεί όμως το δημοψήφισμα για να αρθούν οι αγεφύρωτες πολιτικές διαφορές;

Τα ξημερώματα του Σαββάτου, την ώρα που ο Τσίπρας φεύγει από το Μέγαρο Μαξίμου.

Τα διάγγελμα της Παρασκευής, με το οποίο ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωνε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος επί της πρότασης των δανειστών, έπιασε τους περισσότερους στον ύπνο. Επιασε στον ύπνο σίγουρα τα κανάλια, που είχαν ήδη στείλει τους μεγαλύτερους σταρ τους να κοιμηθούν, αλλά έπιασε και μεταξύ ύπνου και ξύπνιου και το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, που είχε ήδη βάλει τις θερινές πιτζάμες του, βέβαιο ότι η τελικά απόφαση για το «μεγάλο όχι» ή το «μεγάλο ναι» θα παρθεί στις Βρυξέλλες την επόμενη ημέρα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η ανακοίνωση του δημοψηφίσματος αναγέννησε κατ' ευθείαν το κλίμα αγοράς που είχε προκαλέσει η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και οι πρώτες μέρες τις κυβέρνησής του στα κοινωνικά δίκτυα και όχι μόνο, και το οποίο είχε εκφυλιστεί μετά το διαφαινόμενο αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων και τις ελάχιστα ανατρεπτικές τελικές προτάσεις τις κυβέρνησης. Το ενδιαφέρον και ο ενθουσιασμός –τουλάχιστον από τη μία πλευρά- μεγάλωνε εύλογα από μια ψυχολογική παράμετρο: οι πιο πολλοί από όσους συζητούσαν, δεν έχουν δει ποτέ τους δημοψήφισμα. Οι νεώτεροι από όσους πρόλαβαν να ψηφίσουν την τελευταία φορά που υπήρξε κάτι τέτοιο στην Ελλάδα (το 1974, με διακύβευμα τη μορφή του πολιτεύματος), έχουν πια κλείσει τα 60. Από τότε η έννοια του δημοψηφίσματος δεν τέθηκε καν σε συζήτηση στην Ελλάδα, με εξαίρεση μερικές ώρες τον Οκτώβρη του 2011 όταν η σχετική ιδέα του Γιώργου Παπανδρέου μάλλον κατέστρεψε οριστικά την πολιτική του καριέρα.

Σε ένα επίπεδο εντυπώσεων, η κυβέρνηση μπόρεσε –καταρχήν- να μεταστρέψει την αίσθηση ότι απέτυχε στην προσδοκία της να κατορθώσει να συμβιβάσει τις διαφορές της με τους εκπροσώπους των δανειστών και να αναθερμάνει –τουλάχιστον- τους υποστηρικτές της, που είχαν παγώσει βλέποντάς της να υποχωρεί σταδιακά στις απαιτήσεις τους και μάλιστα χωρίς αποτέλεσμα. Πρακτικά βέβαια, η υπόθεση αυτή εμπεριέχει αρκετές δυσκολίες. Η πρώτη εντύπωση μοιάζει να ευνοεί την κυβέρνηση και το ΟΧΙ σχεδόν συντριπτικά, όμως η εβδομάδα που ακολουθεί δίνει περισσότερες δυνατότητες ελιγμού στους δανειστές και τους υποστηρικτές τους παρά στους αντιπάλους τους. Αυτοί έχουν την ευκαιρία να αποστείλουν όλες τις επιθετικές «προειδοποιήσεις» τους (όπως έχουν ξανακάνει στο παρελθόν, πριν από εκλογές), να προκαλέσουν ένα πρόβλημα ρευστότητας που θα επηρέαζε το κλίμα στην κάλπη ή ακόμα, σε μια ακραία περίπτωση, να αποσύρουν την πρότασή τους, αφήνοντας το ερώτημα του δημοψηφίσματος χωρίς αντικείμενο και την κυβέρνηση χωρίς μια νίκη που θα την αναβαπτίσει στον ορίζοντα. Πώς όμως φτάσαμε ως το πρωθυπουργικό διάγγελμα της Παρασκευής και την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος;

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Διαβάστε ακόμα: Τι είπε στο VICE ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Βενζινοπωλών Ελλάδας για τις Ουρές στα Βενζινάδικα

Είναι σαφές ότι πίσω από αυτή τη «φυγή προς τα εμπρός», κρύβεται μια «αποτυχία»: η απόλυτη διάψευση της ιδέας ότι υπήρχε τρόπος να βρεθούν κοινοί τόποι ανάμεσα στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και τις απαιτήσεις των δανειστών ή, έστω, τις κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Προεκλογικά, ο Αλέξης Τσίπρας επαναλάμβανε συχνά ότι θα κάνει στην Ανγκελα Μέρκελ «μία πρόταση που δεν θα μπορεί να την αρνηθεί». Στην πολιτική όμως, μερικά συνθήματα έχουν μια ειρωνικά διττή σημασία. Όπως, για παράδειγμα εκείνο το άλλο αμφίσημο «ήρθε η ώρα της αριστεράς». Δεν ξέρουμε ακόμα σίγουρα ποια από τις δύο εναλλακτικές «ώρες της αριστεράς» διανύουμε, έχουμε όμως σαφείς ενδείξεις για το τι είδους πρόταση θα μπορούσε να κάνει ο Ελληνας πρωθυπουργός στη Γερμανίδα καγκελάριο προκειμένου αυτή η τελευταία να μην μπορεί να την αρνηθεί: μια πρόταση που δεν θα καλύπτει μόνο τις οικονομικές απαιτήσεις των δανειστών και με το παραπάνω, αλλά θα εξασφαλίζει επίσης και την πολιτική εξαφάνιση και τον εξευτελισμό του σχεδίου που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση στην Ελλάδα, έτσι ώστε κανείς στο μέλλον να μην εγείρει ανάλογες φιλοδοξίες.

Το σίριαλ των επαναλαμβανόμενων συνεδριάσεων και συσκέψεων στις Βρυξέλλες την τρίτη εβδομάδα του Ιουνίου κατέληξε σε αντίστοιχο αριθμό αδιεξόδων. Συνηθίζεται να λέμε ότι ένας καβγάς χρειάζεται δύο. Και πράγματι, έτσι είναι. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι κάθε φορά η ευθύνη επιμερίζεται: συμβαίνει συχνά κάποιος να επιθυμεί τον καβγά και ο άλλος να μην μπορεί να τον αποφύγει. Η περίπτωση του «θρίλερ» των Βρυξελλών ήταν μία από αυτές. Η ελληνική κυβέρνηση, μαθημένη από την ψυχρολουσία του περασμένου Φλεβάρη, εμφανίστηκε χωρίς μεγάλη διάθεση για μπλόφες και επίδειξη κακής πίστης. Όμως, αυτή τη φορά την περίμενε μια δεύτερη ψυχρολουσία. Δεν ήταν απλά ότι οι δανειστές αρνήθηκαν κατηγορηματικά τα λεγόμενα ισοδύναμα μέτρα (δηλαδή, μέτρα διαφορετικά από αυτά που ζητούσαν οι ίδιοι, αλλά που θα μπορούσαν δυνητικά να αποφέρουν ίσο αριθμό εσόδων), όπως εκνευρισμένος κατήγγειλε –σχεδόν- δημόσια ο Έλληνας πρωθυπουργός. Ήταν πολύ περισσότερο, ότι κάθε φορά που η ελληνική πλευρά κατέθετε μία νέα βελτιωμένη πρόταση, αυξάνονταν ταυτόχρονα και οι απαιτήσεις των δανειστών. Έτσι ώστε στο τέλος, το μεσημέρι της Παρασκευής, η ελληνική κυβέρνηση είδε έκπληκτη τους δανειστές να αρνούνται ως ανεπαρκή, μέτρα που οι ίδιοι είχαν προτείνει τον Φλεβάρη. Μια ξεκάθαρη ένδειξη ότι το πρόβλημα στις σχέσεις της Ελλάδας με τους δανειστές της δεν ήταν πλέον μόνο οικονομικό, ήταν πρωτίστως πολιτικό.

Σε αυτό τον αγώνα μποξ που ξεκίνησε στις 25 Ιανουαρίου –ή σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή πέντε ημέρες αργότερα, στην περίφημη επεισοδιακή κοινή συνέντευξη Τύπου του Βαρουφάκη με τον Ντάισελμπλουμ- η ελληνική πλευρά βρέθηκε στα σχοινιά αρκετά νωρίς εξαιτίας μιας λανθασμένης εκτίμησης. Ο υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας θεώρησε ότι για οικονομικούς λόγους η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει άμεσο συμφέρον να συνεχίσει τη χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους. Έτσι, ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις δηλώνοντας ότι η Ελλάδα δεν επιθυμεί πλέον αυτή τη χρηματοδότηση, ελπίζοντας ότι αυτό θα αναγκάσει τους εταίρους άμεσα να αναζητήσουν μια νέα συμφωνία. Φευ, η υπόθεση ήταν λάθος ή οι ευρωπαίοι διαισθάνθηκαν την παγίδα. Το αποτέλεσμα ήταν η κυβέρνηση να βρεθεί χωρίς όπλα στη διαπραγμάτευση και στις 20 Φεβρουαρίου να υπογράψει την παράταση των συμφωνιών που είχε έρθει για να καταργήσει. Η παράταση αυτή έγινε αντιληπτή με διαφορετικό τρόπο από την κάθε πλευρά. Η κυβέρνηση θεώρησε ότι κέρδισε χρόνο για να προβάλει την πολιτική της. Οι εταίροι θεώρησαν ότι ξεμπέρδεψαν νωρίς – νωρίς με τις θέσεις αρχής του ΣΥΡΙΖΑ. H διαφορά αυτή στην αντίληψη δεν άρθηκε ποτέ.

Και δεν μπορούσε να αρθεί γιατί, όπως αποδείχτηκε αυτούς τους πέντε μήνες, η διαφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με τους εταίρους δεν ήταν οικονομική, ώστε να μπορεί να λυθεί δια της μπακαλικής –δύο πάνω δύο κάτω. Ήταν πολιτική, είχε δηλαδή να κάνει με την ίδια την αρχιτεκτονική της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Γερμανία και οι σύμμαχοί της, επιθυμούν μια Ευρωπαϊκή Ενωση βασισμένη στη λιτότητα, το σκληρό νόμισμα και τη μείωση του εργατικού κόστους. Ταυτόχρονα, επιμένει σε αυτό που στην οικονομική ορολογία ονομάζεται «καταστροφή κεφαλαίων σε εποχή κρίσης». Τα ελλείμματα είναι εχθρός σε αυτή την πολιτική. Η ελληνική κυβέρνηση, αυτή που προέκυψε από τις εκλογές της 25ης Γενάρη, επιθυμεί μια επιστροφή σε πολιτικές επενδύσεων στην εργασία, κίνησης του χρήματος και άρα, η δημιουργία ελεγχόμενων ελλειμμάτων θα μπορούσε σε αυτή την κατεύθυνση να είναι προωθητική. Η διαφωνία αυτή δε λύνεται με προσθαφαιρέσεις μέτρων.

Θα λυθεί με το δημοψήφισμα; Εξαιρετικά αμφίβολο. Ωστόσο, καθώς η αντιδικία περνά από την οικονομία στην πολιτική, ο καθένας αναζητά τα όπλα του σε αυτή τη φαρέτρα. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι ένα ''ΟΧΙ'' θα της επιτρέψει να συνεχίσει την διαπραγμάτευση με πολιτικούς όρους, βελτιωμένους σε σχέση με τους προηγούμενους. Ένα ''ΝΑΙ'' θα σήμαινε την πρόωρη επιστροφή στην περίοδο 2010-2014. Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι την εβδομάδα που έρχεται δεν θα πλήξουμε.

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.