ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Είναι σαφές ότι πίσω από αυτή τη «φυγή προς τα εμπρός», κρύβεται μια «αποτυχία»: η απόλυτη διάψευση της ιδέας ότι υπήρχε τρόπος να βρεθούν κοινοί τόποι ανάμεσα στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και τις απαιτήσεις των δανειστών ή, έστω, τις κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Προεκλογικά, ο Αλέξης Τσίπρας επαναλάμβανε συχνά ότι θα κάνει στην Ανγκελα Μέρκελ «μία πρόταση που δεν θα μπορεί να την αρνηθεί». Στην πολιτική όμως, μερικά συνθήματα έχουν μια ειρωνικά διττή σημασία. Όπως, για παράδειγμα εκείνο το άλλο αμφίσημο «ήρθε η ώρα της αριστεράς». Δεν ξέρουμε ακόμα σίγουρα ποια από τις δύο εναλλακτικές «ώρες της αριστεράς» διανύουμε, έχουμε όμως σαφείς ενδείξεις για το τι είδους πρόταση θα μπορούσε να κάνει ο Ελληνας πρωθυπουργός στη Γερμανίδα καγκελάριο προκειμένου αυτή η τελευταία να μην μπορεί να την αρνηθεί: μια πρόταση που δεν θα καλύπτει μόνο τις οικονομικές απαιτήσεις των δανειστών και με το παραπάνω, αλλά θα εξασφαλίζει επίσης και την πολιτική εξαφάνιση και τον εξευτελισμό του σχεδίου που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση στην Ελλάδα, έτσι ώστε κανείς στο μέλλον να μην εγείρει ανάλογες φιλοδοξίες.Το σίριαλ των επαναλαμβανόμενων συνεδριάσεων και συσκέψεων στις Βρυξέλλες την τρίτη εβδομάδα του Ιουνίου κατέληξε σε αντίστοιχο αριθμό αδιεξόδων. Συνηθίζεται να λέμε ότι ένας καβγάς χρειάζεται δύο. Και πράγματι, έτσι είναι. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι κάθε φορά η ευθύνη επιμερίζεται: συμβαίνει συχνά κάποιος να επιθυμεί τον καβγά και ο άλλος να μην μπορεί να τον αποφύγει. Η περίπτωση του «θρίλερ» των Βρυξελλών ήταν μία από αυτές. Η ελληνική κυβέρνηση, μαθημένη από την ψυχρολουσία του περασμένου Φλεβάρη, εμφανίστηκε χωρίς μεγάλη διάθεση για μπλόφες και επίδειξη κακής πίστης. Όμως, αυτή τη φορά την περίμενε μια δεύτερη ψυχρολουσία. Δεν ήταν απλά ότι οι δανειστές αρνήθηκαν κατηγορηματικά τα λεγόμενα ισοδύναμα μέτρα (δηλαδή, μέτρα διαφορετικά από αυτά που ζητούσαν οι ίδιοι, αλλά που θα μπορούσαν δυνητικά να αποφέρουν ίσο αριθμό εσόδων), όπως εκνευρισμένος κατήγγειλε –σχεδόν- δημόσια ο Έλληνας πρωθυπουργός. Ήταν πολύ περισσότερο, ότι κάθε φορά που η ελληνική πλευρά κατέθετε μία νέα βελτιωμένη πρόταση, αυξάνονταν ταυτόχρονα και οι απαιτήσεις των δανειστών. Έτσι ώστε στο τέλος, το μεσημέρι της Παρασκευής, η ελληνική κυβέρνηση είδε έκπληκτη τους δανειστές να αρνούνται ως ανεπαρκή, μέτρα που οι ίδιοι είχαν προτείνει τον Φλεβάρη. Μια ξεκάθαρη ένδειξη ότι το πρόβλημα στις σχέσεις της Ελλάδας με τους δανειστές της δεν ήταν πλέον μόνο οικονομικό, ήταν πρωτίστως πολιτικό.Σε αυτό τον αγώνα μποξ που ξεκίνησε στις 25 Ιανουαρίου –ή σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή πέντε ημέρες αργότερα, στην περίφημη επεισοδιακή κοινή συνέντευξη Τύπου του Βαρουφάκη με τον Ντάισελμπλουμ- η ελληνική πλευρά βρέθηκε στα σχοινιά αρκετά νωρίς εξαιτίας μιας λανθασμένης εκτίμησης. Ο υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας θεώρησε ότι για οικονομικούς λόγους η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει άμεσο συμφέρον να συνεχίσει τη χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους. Έτσι, ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις δηλώνοντας ότι η Ελλάδα δεν επιθυμεί πλέον αυτή τη χρηματοδότηση, ελπίζοντας ότι αυτό θα αναγκάσει τους εταίρους άμεσα να αναζητήσουν μια νέα συμφωνία. Φευ, η υπόθεση ήταν λάθος ή οι ευρωπαίοι διαισθάνθηκαν την παγίδα. Το αποτέλεσμα ήταν η κυβέρνηση να βρεθεί χωρίς όπλα στη διαπραγμάτευση και στις 20 Φεβρουαρίου να υπογράψει την παράταση των συμφωνιών που είχε έρθει για να καταργήσει. Η παράταση αυτή έγινε αντιληπτή με διαφορετικό τρόπο από την κάθε πλευρά. Η κυβέρνηση θεώρησε ότι κέρδισε χρόνο για να προβάλει την πολιτική της. Οι εταίροι θεώρησαν ότι ξεμπέρδεψαν νωρίς – νωρίς με τις θέσεις αρχής του ΣΥΡΙΖΑ. H διαφορά αυτή στην αντίληψη δεν άρθηκε ποτέ.Και δεν μπορούσε να αρθεί γιατί, όπως αποδείχτηκε αυτούς τους πέντε μήνες, η διαφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με τους εταίρους δεν ήταν οικονομική, ώστε να μπορεί να λυθεί δια της μπακαλικής –δύο πάνω δύο κάτω. Ήταν πολιτική, είχε δηλαδή να κάνει με την ίδια την αρχιτεκτονική της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Γερμανία και οι σύμμαχοί της, επιθυμούν μια Ευρωπαϊκή Ενωση βασισμένη στη λιτότητα, το σκληρό νόμισμα και τη μείωση του εργατικού κόστους. Ταυτόχρονα, επιμένει σε αυτό που στην οικονομική ορολογία ονομάζεται «καταστροφή κεφαλαίων σε εποχή κρίσης». Τα ελλείμματα είναι εχθρός σε αυτή την πολιτική. Η ελληνική κυβέρνηση, αυτή που προέκυψε από τις εκλογές της 25ης Γενάρη, επιθυμεί μια επιστροφή σε πολιτικές επενδύσεων στην εργασία, κίνησης του χρήματος και άρα, η δημιουργία ελεγχόμενων ελλειμμάτων θα μπορούσε σε αυτή την κατεύθυνση να είναι προωθητική. Η διαφωνία αυτή δε λύνεται με προσθαφαιρέσεις μέτρων.Θα λυθεί με το δημοψήφισμα; Εξαιρετικά αμφίβολο. Ωστόσο, καθώς η αντιδικία περνά από την οικονομία στην πολιτική, ο καθένας αναζητά τα όπλα του σε αυτή τη φαρέτρα. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι ένα ''ΟΧΙ'' θα της επιτρέψει να συνεχίσει την διαπραγμάτευση με πολιτικούς όρους, βελτιωμένους σε σχέση με τους προηγούμενους. Ένα ''ΝΑΙ'' θα σήμαινε την πρόωρη επιστροφή στην περίοδο 2010-2014. Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι την εβδομάδα που έρχεται δεν θα πλήξουμε.Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.Διαβάστε ακόμα: Τι είπε στο VICE ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Βενζινοπωλών Ελλάδας για τις Ουρές στα Βενζινάδικα