FYI.

This story is over 5 years old.

Διασκέδαση

Μια Συνάντηση με τον William Gibson τον Πατέρα του Cyberpunk

Μιλήσαμε με τον «εφευρέτη» του cyberpunk για τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας και για το πως προέβλεψε το μέλλον.
JW
Κείμενο Joseph Walsh

William Gibson (Photo by Fred Armitage via)

Βαδίζοντας πλέον στα 66 του χρόνια, ο Gibson είναι αδύνατος, λιγομίλητος, καταδεκτικός και εμφανώς εξουθενωμένος από τις ατέλειωτες συνεντεύξεις με αφορμή το καινούργιο του βιβλίο, το The Peripheral. Είναι απλά ο άνθρωπος, όχι ο μύθος, και στέκεται σε μα γωνία, καθώς ένας πιανίστας γεμίζει τον χώρο με μουσικές, για ένα κοινό που δυστυχώς δεν μοιάζει καθόλου με τους ανθρώπους που συναντάμε στο The Matrix, την ταινία που ενέπνευσαν τα γραπτά του Gibson.O William Gibson, ο πατέρας του cyberpunk, στέκεται στην γωνία του Foyle's στο Charing Cross. To μέρος -ένα «στεγνό» βιβλιοπωλείο- δεν έχει καμία σχέση με τα κακόφημους και δυστοπικούς υπόκοσμους που περιγράφει στα μυθιστορήματά του. Ένα σκατένιο μπαρ κάπου στο Rotherhithe θα ήταν ένα πολύ πιο ταιριαστό μέρος για να συναντηθούμε, ή έστω το Computer Exchange στην Tottenham Court Road.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πριν τριάντα χρόνια, ο Gibson άλλαξε για πάντα τον χώρο της επιστημονικής φαντασίας με το Neuromancer, ένα βιβλίο που «γέννησε» ένα νέο είδος: το cyberpunk. To μυθιστόρημά του ήταν ένα τρελαμένο, ντελιριακό ταξίδι μέσα στον κυβερνοχώρο (μια λέξη που ο ίδιος επινόησε), με ήρωά του τον Case, έναν άτυχο καταφερτζή και πρώην hacker που ζει στο Sprawl, μια μεγαλούπολη αστικής σαπίλας στην οποία ο ουρανός «έχει το χρώμα της τηλεόρασης, όταν την έχεις γυρίσει σε ένα "νεκρό" κανάλι».

Το σενάριο περνάει μέσα από μια θύελλα δικτυωμένων υπολογιστών, εκεί που τα junkies σερφάρουν μέσα σε μια ψηφιακή παραίσθηση, χακάρωντας έναντι αμοιβής πολύτιμες πληροφορίες από παγκόσμιες πολυεθνικές. Ο Gibson μου περιγράφει την διαχρονική φύση του βιβλίου του ως «ένα ενήλικο παιδί που δεν βλέπει πολύ συχνά, αλλά τα πάει καλά σε έναν τομέα που εσένα δεν σε ενδιαφέρει και τόσο».

Για μια ολόκληρη γενιά, χάκερ, phreaker, προγραμματιστών και punks που ήξεραν τι να κάνουν με έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, ο Gibson ήταν προφήτης. Ήταν αυτός που προφήτεψε την έλευση του ψηφιακού κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε αυτήν την στιγμή. Ο ίδιος ο συγγραφέας βέβαια σπεύδει να «ξεφουσκώσει» τον μύθο του. Γιατί ναι, μπορεί να «ανακάλυψε» τον κυβερνοχώρο, να προέβλεψε τις επιπτώσεις και την παρουσία της τεχνολογίας σε κάθε κομμάτι της ζωής μας και να «είδε» τη reality τηλεόρασης να έρχεται, αλλά «έχασε» αρκετά.

«Αν προσέθετα όλον εκείνον τον χρόνο που έχω ξοδέψει σε συνεντεύξεις μιλώντας για τις "προβλέψεις" μου, θα έβλεπες ότι έχω μιλήσει περισσότερο γι αυτές, από ότι οτιδήποτε άλλο στην ζωή μου», μου λέει ο Gibson. «Υπάρχει μια πανάρχαια τάση να εστιάζει κανείς στις επιτυχίες ενός προφήτη, αλλά να αγνοεί τις αστοχίες του. Έχω "χάσει" μια μεγάλη σειρά από πράγματα σχετικά με το μέλλον. Οι επιτυχίες μου όμως κερδίζουν κλικς, έτσι ήταν πάντα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η εικόνα του ως «νουάρ προφήτης» μπορεί να είναι κάπως υπερβολική λοιπόν, αλλά τα «κλικς» έχουν κρατήσει τους αναγνώστες του εκεί. Έχει γράψει πάνω από δέκα μυθιστορήματα, άφθονες εκθέσεις και άρθρα στο WIRED, αλλά και μικρές ιστορίες. Είτε του αρέσει, είτε όχι, η εικόνα του ως τεχνολογικός προφήτης τον ακολουθεί, είναι η κληρονομιά του.

Κατά την διάρκεια της συνέντευξής μας, δείχνει μια έντονη διάθεση να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα. Μπορεί δηλαδή να έγραψε για φανταστικά τοπία του μέλλοντος, τα οποία θόλωσαν τις γραμμές μεταξύ του φυσικού και του ψηφιακού κόσμου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι περνάει τα βράδια του μαστορεύοντας motherboard ή χακάρωντας κυβερνητικές βάσεις δεδομένων.

«Όταν έγραψε το Neuromancer, ο μόνος προσωπικό υπολογιστής που είχα δει ποτέ, ήταν η αμερικάνικη έκδοση του Sinclair ZX, που ήταν συνδεδεμένος σε μια φτηνή τηλεόραση που είχε ένας εκκεντρικός φίλος μου στην δεκαετία του '70. Προσπαθούσε με πολύ κόπο να προγραμματίσει τον υπολογιστή να κάνει κάτι πολύ απλό, χρησιμοποιώντας ένα ογκώδες πληκτρολόγιο, που έμοιαζε με αυτούς τους φτηνούς αποκωδικοποιητές συνδρομητικής τηλεόρασης. Χρειάστηκε πίστη και φαντασία για να φτάσω σε αυτά τα σέξι μηχανήματα που συναντάμε στο Neuromancer».

(Photo via Wiki Commons) 

Ο Gibson και η δουλειά του έχουν εμπνεύσει μια σειρά από επιτυχίες (και αποτυχίες) στον χώρο της επιστημονικής φαντασίας, μια από τις οποίες ήταν και το cyber-thriller του Ian Softley, Hackers. Πώς του φάνηκε που το όνομα του σούπερ υπολογιστή στην ταινία είναι «The Gibson»;

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Περιέργως και χωρίς κάποιον συγκεκριμένο λόγο, δεν έχω δει ποτέ το Hackers», μου λέει. «Δεν με εκνεύρισε ποτέ, αλλά δεν πέταξα και την σκούφια μου».

Η σχέση του με τον κινηματογράφο περιλαμβάνει και την αποτυχία του Johnn Mnemonic, που είχε τον Keanu Reeves με μαλλί μιλιτέρ, να ενσαρκώνει έναν courier που μεταφέρει δεδομένα μέσα στο κεφάλι του. Η ταινία απέτυχε να ενθουσιάσει τους κριτικούς και ο Gibson μας εξήγησε το γιατί: «Ο σκηνοθέτης (Robert Longo) κι εγώ, ξεκινήσαμε μια προσπάθεια για να βρούμε ένα εκατομμύριο δολάρια, με τα οποία θα γυρίζαμε μια μαυρόασπρη ταινία μικρού μήκους, αλλά κανείς δεν μας χρηματοδοτούσε. Ένας εκ των συλλεκτών της δουλειάς του Longo, ήταν ένα από τα μεγάλα κεφάλι του Χόλιγουντ και μας είπε πως κανείς δεν θα μας δώσει ένα εκατομμύριο και ότι έπρεπε να ζητήσουμε δέκα! Το κάναμε, τα πήραμε και τα πράγματα κύλησαν από εκεί. Μας πήρε περίπου πέντε χρόνια η όλη διαδικασία και η όλη εμπειρία ήταν φανταστικά αλλόκοτη».

Γιατί όμως απέτυχε; Δεν εκνευρίστηκε; «Εμένα μου άρεσε η ταινία που έγραψα και που ο Robert γύρισε, αλλά η ταινία που κυκλοφόρησε η Sony Image Works, δεν είχε καμία σχέση με αυτό που κάναμε εμείς. Θεωρώ πως είναι ένα ακραίο παράδειγμα ταινίας που δεν έχει καμία σχέση με το όραμα του σκηνοθέτη. Γράφτηκε για να έχει έναν κωμικό χαρακτήρα και για να σχολιάσει το είδος των ταινιών επιστημονικής φαντασίας γενικότερα. Ο Keanu δεν έπαιξε ποτέ τον ρόλο του σοβαρά, γιατί κι εμείς δεν θέλαμε κάτι τέτοιο».

Επί σειρά ετών, ακούγεται πως το Neuromancer θα μεταφερθεί στην μεγάλη οθόνη. «Αν ήμουν σκηνοθέτης, που δυστυχώς δεν θα γίνω ποτέ, θα την ανανέωνα εννοιολογικά», παραδέχεται ο Gibson. «Δεν θα χρησιμοποιούσα τον όρο "cyberspace", μιας και θεωρώ πως είναι μια λέξη κάπως αναχρονιστική. Το 1984 ήταν σημαντικό να οριστεί με έναν τρόπο η αρένα μέσα στην οποία γίνονταν όλα αυτά που περιέγραφε το βιβλίο, γιατί πολύ απλά δεν υπήρχε. Σήμερα, η αρένα είναι ουσιαστικά ο κόσμος μας. Κανείς δεν χρειάζεται να του ονομάσουν αυτό που βλέπει. Το γνωρίζει».

Ο Gibson έχει παρατήσει την επιστημονική φαντασία στα τρία τελευταία του βιβλία, επιλέγοντας να επικεντρωθεί στον σύγχρονο κόσμο με την Bigend τριλογία, το πιο γνωστό κομμάτι της οποίας είναι το Pattern Recognition. Το μυθιστόρημα είναι εξίσου ντελιριακό με το Neuromancer, αλλά είναι τοποθετημένο σε έναν κόσμο πολύ κοντά στον δικό μας, εκεί που οι μαρκετίστες έχουν αναπτύξει μια ψυχολογική ευαισθησία στα λογότυπα. Φαντάζει σαν μια υγιής κλωτσιά στην σύγχρονη θρησκεία της ανάλυσης δεδομένων.

Περιέργως, ο Gibson ενδιαφέρεται να μιλήσει περισσότερο για τα παλιά του έργα, μιας και όταν τον ρωτάω για το ​Peripheral μου λέει πως έχει κουραστεί να μιλάει γι' αυτό. Υποθέτω πως όπως και οι υπόλοιποι οπαδοί του Gibson θέλω να τον πιέσω να ξανακοιτάξει την μαγική του σφαίρα και να μου πει για το μέλλον. Αλλά για μια ακόμη φορά, επιμένει ότι απλά δεν ξέρει.

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.