FYI.

This story is over 5 years old.

Μουσική

Ο Road Manager Των Led Zeppelin Παραμένει ένα Κακό Παιδί

Η καριέρα του Richard Cole είναι ένα χρονολόγιο για την ιστορία του Rock.
JL
Κείμενο John Liam Policastro

Ο Richard Cole (αριστερά) με τον Jimmy Page και τον Robert Plant.

Στέκομαι έξω από ένα βενζινάδικο του Tesco, στο κυριλέ Notting Hill του Λονδίνου, και περιμένω να συναντήσω τον θρυλικό road manager των Led Zeppelin και των Who, Richard Cole. Ήρθε στις 6 μμ ακριβώς, με ακρίβεια που μόνο ένας road manager θα μπορούσε να έχει. Πήγαμε σ' ένα χρωματοπωλείο όπου δήλωσε δυναμικά στον υπάλληλο ότι «Το ψαλίδι μου δεν δουλεύει πια.» Χτυπάει το τυλιγμένο ψαλίδι του στον πάγκο. Παρόλο που ο Cole δεν είχε την απόδειξη και θυμόταν μόνο αμυδρά ότι το αγόρασε κάποια στιγμή το Νοέμβρη, ο υπάλληλος δεν δίστασε να του δώσει ένα καινούργιο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο Cole μεγάλωσε στο μεταπολεμικό Λονδίνο και –όπως πολλά παιδιά της εποχής του- ερωτεύτηκε το rock 'n' roll που είχε 'διασχίσει' τον Ατλαντικό τη δεκαετία του '50.

Το 1961, σε ηλικία 15 ετών, άφησε το σχολείο για πάει δουλέψει σε σκαλωσιές στο Βόρειο Λονδίνο, και τον συνεπήρε η mod σκηνή. «Ήμασταν οι πρώτοι και οι καλύτεροι. Οι φίλοι μου και 'γώ ήμασταν οι αυθεντικοί mods.

Στα τέλη του 1963, στην ακμή της Βρετανικής σκηνής, ο Cole γοητεύτηκε από τα τοπικά μουσικά δρώμενα του γνωστού nightclub Marquee και του διπλανού του μπαρ, the Ship. Εκεί μάλλον έγινε και η πρώτη του 'αποκάλυψη'. «Δεν υπήρχαν γκόμενες στις σκαλωσιές.»

Ένα βράδυ, ενώ παρακολουθούσε μια τοπική μπάντα, τους Herbie Goings and the Night-Timers, διέλυσαν τα όργανά τους μετά τη συναυλία και τους ρώτησε αν έψαχναν για manager.

«Τους σκότιζα συνέχεια» μου είπε ο Cole, «και έλεγα τερατώδη ψέματα για τις γνώσεις μου στις επιχειρήσεις. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι είχα την άδεια οδήγησης για να μπορώ να μεταφέρω την μπάντα και τα όργανα.» Ο Cole πήρε τη δουλειά, και παρέμεινε στο rock 'n' roll μέχρι το λαιμό για τα επόμενα 40 χρόνια.

Έχοντας καθιερωθεί με τους Night-Timers και ενώ έψαχνε την επόμενη συναυλία, του έκαναν μια προσφορά να γίνει road manager για δυο μπάντες: τους Mersey Beat και τους Who. Η καλύτερη στιγμή που θα μπορούσε να μην είναι συνεπής ήταν όταν απάντησε για τη συναυλία των Mersey Beat, λίγες μέρες αργότερα –είχε ήδη αναλάβει άλλος τη δουλειά. Έτσι πήρε τη δουλειά για τους Who. Ήταν το 1965, και ο Cole δεν ήταν ούτε 20 χρονών.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο Cole τον Οκτώβρη του 1965, οδηγεί τους Who στο Λονδίνο.

Ο Cole θυμάται με αγάπη τις πρώτες ημέρες του με τους Who, καθώς έτρεχαν πάνω-κάτω στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφού έκαναν πέντε συναυλίες την εβδομάδα. «Ήταν ό,τι καλύτερο στον κόσμο. Ακόμα δεν υπάρχει κάτι σαν αυτούς, και δεν θα υπάρξει. Μουσική, στυλ, παρουσία -τα είχαν όλα. Ήταν όλοι τους υπέροχα παιδιά, αλλά με τον Keith και τον John γέλαγα ασταμάτητα», θυμάται με απλανές βλέμμα και ένα τρελό χαμόγελο. Αυτή ήταν η χρυσή εποχή-πριν κυριαρχήσουν τα σκληρά ναρκωτικά. «Τότε, όλα ήταν Purple Hearts [Dexamyl] και αλκοόλ."

Ο Cole παρέμεινε με την μπάντα για ένα χρόνο, επισημαίνοντας ότι το 1966, που έπαιξαν στο NME Pop Festival με τους Beatles, τους Rolling Stones και τους Yardbirds ήταν μια συναυλία ορόσημο για όποιον ήταν εκεί. Για την ακρίβεια, ο Cole έχασε τη δουλειά, όταν του πήραν την άδεια για υπερβολική ταχύτητα, πηγαίνοντας σε μια από τις πολλές συναυλίες των Who.

Εμπνευσμένος από ένα ταξίδι στην Αμερική με τους New Vaudeville Band, το 1967, ο Cole μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και έγινε manager των Vanilla Fudge μέχρι το 1968 -ένας χρόνος που, όπως λέει, ίσως ήταν η καλύτερη στιγμή της ζωής του. Ήταν στην Αμερική, όπου γνώρισε μερικούς από τους αγαπημένους του ανθρώπους όλων των εποχών -τις άγριες groupies της Νέας Υόρκης.

«Ήταν κάτι τρελές γκόμενες –τρελές με την καλύτερη δυνατή έννοια» μου λέει ο Cole. «Φανταστικά κορίτσια! Φρόντιζαν τ' αγόρια με κάθε τρόπο. Το κυριότερο, τους έκαναν βόλτα στην πόλη, στα καλύτερα clubs, και τους έκαναν τη μπουγάδα –την πιο βαρετή δουλειά που είχα να κάνω, κι έτσι κέρδιζα χρόνο και μπορούσα να βγω.»

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Λίγο μετά το managing του Jeff Beck Group, ο Cole άρχισε το managing της παλιάς μπάντας του Beck, τους Yardbirds, για την τελευταία περιοδεία τους -που τότε είχαν μαζί τους για τις περιοδείες έναν όχι και τόσο γνωστό κιθαρίστα, τον Jimmy Page. Δεν έχει πολύ καιρό μετά την τελευταία εμφάνιση των Yardbirds, σε μια καρότσα το 1968, που ο Cole βρέθηκε πάλι στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή –η νέα του μπάντα του Page, οι Led Zeppelin, σχηματιζόταν και χρειάζοτναν road manager.

Παρά το γεγονός ότι βρισκόταν στη βιομηχανία της μουσικής για λιγότερο από πέντε χρόνια, δεν πήρε πολύ καιρό στον Cole για να καταλάβει ότι έβλεπε να σχηματίζεται μιας από τις μεγαλύτερες ροκ μπάντες στην ιστορία. «Σε περίπου τέσσερις συναυλίες αυτής της πρώτης περιοδεία τους, 1968-1969, κατάλαβα ότι οι Led Zeppelin ήταν μια εξαιρετική μπάντα -απλά λαμπροί μουσικοί.»

Βγάζοντας τον ένα κλασικό δίσκο μετά τον άλλο, το μόνο πράγμα που αυξανόταν πιο γρήγορα από το θορυβώδες κοινό, ήταν η ηδονιστική δίνη στην οποία είχαν μπει η μπάντα και ο Cole. Έχουν ειπωθεί τόσα πολλά για το πανδαιμόνιο και την τρέλα γύρω από την μπάντα, εκείνες τις ημέρες, που θα μπορούσαν να καταλογιστούν όλα στον Cole –κάτι που αρνείται αδιάφορα καθώς κόβει τον κεφτέ του με το πιρούνι. «Θέλω να πω πως δεν βρήκα ποτέ τον μπελά μου. Αντιθέτως, έμπλεκα σε μπελάδες. Ήταν όλα τόσο αυθόρμητα τότε. Πιο σημαντικό, ήταν όλα πιο διασκεδαστικά.»

Οι Led Zeppelin είχαν γίνει θεοί του ροκ από το 1973, όταν ξεκίνησαν μία από τις πιο επιτυχημένες (και αμφιλεγόμενες) περιοδεία της καριέρας τους -μια περιοδεία που αργότερα ενέπνευσε τον Cameron Crowe για την ταινία του Almost Famous (Σχεδόν Διάσημοι).

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μετά τη συναυλία των Zeppelin, στη Madison Square Garden της Νέας Υόρκης, οι εισπράξεις του box office, συνολικού ύψους $203.000 δολαρίων –έγινε ευρέως γνωστό ότι εξαφανιστήκαν από το χρηματοκιβώτιο του ξενοδοχείου τους. Ο Cole ήταν ο τελευταίος που κράτησε τα χρήματα και ο μοναδικός που ήταν παρόν στη συνοδεία με το κλειδί.

Γρήγορα οι υποψίες έπεσαν πάνω στον Cole, αν και η μπάντα και η διαχείριση τον υποστήριζαν. Αλλά ο λόγος των Led Zeppelin δεν ήταν αρκετός για το FBI, το οποίο έφτασε αμέσως στο ξενοδοχείο, και χτύπησε την πόρτα του για να τον ανακρίνει. «Τους χαιρέτησα με ένα μπουκάλι Dom Pérignon στο χέρι και τους πρόσφερα ένα ποτήρι, αλλά φυσικά αρνήθηκαν» θυμάται ο Cole με ένα πνιχτό γέλιο. «Με έβαλα να κάνω τεστ ψέματος, το οποίο φυσικά πέρασα. Και αυτό ήταν. Στην πραγματικότητα, ήταν καλά παιδιά, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων. Τελικά μηνύσαμε το ξενοδοχείο και πήρε πίσω πολύ περισσότερα χρήματα. Είναι αστείο το πώς λειτουργεί.»

Έχοντας κουραστεί από τα ξενοδοχεία στις περιοδείες, ο Cole αποφάσισε ότι θα ήταν πολύ καλή ιδέα να νοικιάσει ένα «ράντσο-ξενώνα» για την εβδομάδα διακοπών των Zeppelin –τελικά δεν έκατσαν τόσο πολύ. Ο ιδιοκτήτης ράντσου, θυμάται, τους κοίταζε με αηδία την ώρα που έφταναν. «Είχε τη γριά του δίπλα του, στη βεράντα, με μια Αγία Γραφή στα πόδια του, και κατάλαβα ότι δεν θα τα πηγαίναμε καλά.»

Μετά από λίγες μέρες ασταμάτητων πάρτι και ατελείωτης ροής γυναικών, τελικά έγινε η έκρηξη μεταξύ των Led Zeppelin και του ιδιοκτήτης του ράντσου. Κλιμακώθηκε σχεδόν θανατηφόρα όταν ο ιδιοκτήτης τράβηξε ένα όπλο και το έστρεψε στον Cole. «Μας τελείωσε το ράντσο.»

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η μπάντα και οι roadies τους μπήκαν στα αυτοκίνητά τους και έφυγαν. Χάνοντας πολύτιμο χρόνο και ενώ δεν ήθελαν να μείνουν εκεί γύρω γιατί θα τους πέρναγαν ή με χειροπέδες ή με σάβανο, ο Cole σανίδωσε το αυτοκίνητο, πέρασε μέσα από τον φράχτη του ράντσου, και έτσι η μπάντα διέφυγε από ένα χωματόδρομο για να φτάσει στο αεροδρόμιο, την ώρα που έφτανε ο σερίφης.

Όσο η φρενίτιδα των Zeppelin μεγάλωνε τη δεκαετία του '70, το ίδιο γινόταν με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ που κατανάλωναν, και ο Cole βρέθηκε σε έναν ασφυκτικό κλοιό οπιούχων. Το πρώτο χτύπημα αφύπνισης, λέει, ήρθε στις 6 Σεπτεμβρίου 1978.

Εκείνο το βράδυ, ο Keith Moon των Who ήταν προσκεκλημένος των Paul και Linda McCartney, για το preview της ταινίας The Buddy Holly Story. Ήταν παρόν και ο Cole, και στη συνέχεια βγήκαν έξω για δείπνο. Ο Cole τονίζει, σε αυτό το σημείο, ότι ο Moon προσπαθούσε να 'καθαρίσει' και ήταν νηφάλιος ολόκληρο το βράδυ. «Πραγματικά ήταν ένα συνηθισμένο βράδυ, ήταν πολύ ωραία. Ο Keith φαινόταν καλά -ούτε ποτό ούτε οτιδήποτε άλλο. Εγώ ήμουν αυτός που έφυγε νωρίς για να πάω να πάρω τα σέα μου και να γίνω.»

Το επόμενο πρωί, ο Cole έλαβε την είδηση ότι ο Keith Moon πήρε κατά λάθος υπερβολική δόση χαπιών και πέθανε στο ίδιο διαμέρισμα που πέθανε η Mama Cass, πριν τέσσερα χρόνια. «Η λέξη 'σοκ' δεν είναι η καταλληλότερη» μου λέει. «Ακόμα δεν βρίσκω λόγια. Ο φτωχός, καλός μου φίλος είχε φύγει για πάντα.»

Ήταν γραμμένο μπροστά στον Cole, αλλά δεν το έβλεπε καθαρά για να το διαβάσει. Κατά της Ευρωπαϊκής περιοδείας των Zeppelin το 1980, που κατέληξε να είναι και η τελευταία, ο Cole απολύθηκε επίσημα από τη μακροβιότερη δουλειά που είχε ποτέ. Στην πρώτη του προσπάθεια ν' αλλάξει τη ζωή του, πήγε στην Ιταλία για αποτοξίνωση, αλλά τελικά τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, μια ιταλική αριστερή, τρομοκρατική ομάδα, βομβάρδισαν ένα σιδηροδρομικό σταθμό, και έγινε το τραγικό λάθος να περάσουν τον Cole για μέλος της ομάδας και συνελήφθη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Ήμουν στην Ιταλία για τόσο λίγο, αλλά είχα ήδη μαυρίσει και είχα μεγάλο μούσι -ταίριαζε στην περιγραφή.» Πέρασε τους επόμενους έξι μήνες σε μια ιταλική φυλακή, αν και -όπως κάθε Λονδρέζος εργατικής τάξης θα έκανε- κράτησε το καλύτερο απ' αυτό. «Το φαγητό ήταν υπέροχο. Έτρωγα μέχρι και ψητό αρνί με πατάτες φούρνου ύστερα από ειδική παραγγελία, γιατί μπορούσα να το πληρώσω.»

Όσο ήταν στη φυλακή, ο Cole έμαθε ότι ο παλιότερος φίλος του, ο John Bonham, πέθανε από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. «Ήταν ακόμα πιο επώδυνο, γιατί ήμουν κολλημένος στη φυλακή … Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Απλά καθόμουν εκεί και προσπαθούσα να το πάρω όσο καλύτερα μπορούσα. Ήταν περίεργο, γιατί θυμάμαι σκέφτομαι ότι αν επρόκειτο να πεθάνει κάποιος απ' αυτούς, το πιθανότερο ήταν να είναι ο Page. Ήταν πολύ αδύνατος και ασθενικός εκείνο τον καιρό, και πάλευε με τους δικούς του δαίμονες.» Για να μεγαλώσει κι άλλο η μιζέρια του πίσω από τα κάγκελα, ο Cole έμαθε ότι το σπίτι του είχε πλημμυρίσει, με αποτέλεσμα να χάσει πολλά πολύτιμα αντικείμενα -συμπεριλαμβανομένης ολόκληρης της συλλογής του δίσκων, η οποίο εκτιμάται ότι ήταν γύρω στους 2.500. «Σήμερα δεν έχω ούτε δίσκους ούτε πικ-απ. Ποιο το νόημα;»

Μετά την απελευθέρωσή του, ο Cole επέστρεψε στην Αγγλία, όπου κράτησε το κακό συνήθειο των ναρκωτικών και του αλκοόλ. Άστεγος και χωρίς λεφτά, επέστεψε στις σκαλωσιές -20 χρόνια αφού τις άφησε για τον κόσμο για rock 'n' roll. Αλλά η κανονική δουλειά δεν τον έβαλε σε σειρά. «Εξακολουθούσα να πίνω και να μαστουρώνω. Σκαρφάλωνα ψηλά στις σκαλωσιές και πήγαινα ακόμα ψηλότερα.»

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Παρατήρησα πόση τραγική ειρωνεία υπάρχει στη ζωή, αλλά ο Cole δεν το δέχεται. «Θα ήταν, αν είχα πεθάνει εκεί πάνω, αλλά δεν έχω πεθάνει ακόμα. Δεν έχω ξοφλήσει ακόμα.»

Στα τέλη του 1985, ο Cole ήπιε το τελευταίο του ποτό σε μια παμπ. «Δεν είχα καλά-καλά τελειώσει τη μπύρα μου όταν άκουσα μια φωνή να λέει « Εντάξει, Richard, αρκετά.» Άφησε το ποτήρι στο τραπέζι και δεν ξανάπιε ποτέ.

Ο Richard Cole σήμερα.

To rock 'n' roll του χτύπησε πάλι την πόρτα το 1986, όταν οι Black Sabbath χρειάζονταν έναν manager. «Με ρώτησαν αν θα μ' ενδιέφερε μια συναυλία και αν μπορούσα να το αναλάβω. Είπα ναι και στα δύο και ξεκίνησα πάλι.» Σημειώνει ότι ο Tony Iommi ήταν το μόνο αρχικό μέλος των Black Sabbath τότε, και δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά. «Τι γαμάτη μπάντα που είναι. Τεράστια. Ο Geezer, ο Tony, και ο Bill ήταν η απόλυτη δύναμη, αλλά πρέπει να δώσουμε τα εύσημα στον Ozzy για την επιτυχία τους. Ήταν ταλέντο. Οι Sabbath δεν έβγαζαν ιδιαίτερα χρήματα εκείνη την εποχή. Ο Ozzy έβγαζε ένα σκασμό λεφτά, και όταν ένωσαν τις δυνάμεις τους έκαναν την τύχη τους! «Με τις περιοδείες του Ozzy Osbourne, του Eric Clapton, και της Lita Ford τον πήγαν μέχρι τη δεκαετία του '90, όπου και εγκαταστάθηκε Λος Άντζελες.

Ενδεχομένως για να συμφιλιωθεί με τα φαντάσματα του παρελθόντος του, ο Cole έγινε σύμβουλος επίσης για τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Ο Cole επιστρέφει σποραδικά στο tour managing, και δουλεύει με μπάντες όπως οι Fu Manchu, οι Gypsy Kings, ακόμη και οι Crazytown. Έμεινε έκπληκτος όταν του είπα ότι πιστεύω πως οι Crazytown είναι εύκολα η χειρότερη μπάντα στην ιστορία της μουσικής. «Η δουλειά είναι δουλειά» είπε σηκώνοντας τους ώμους.

Η αναφορά στον John Entwistle, τον μπασίστα των Who, παιδικό φίλο του Cole, ζωγράφισε ένα πονεμένο βλέμμα στο πρόσωπό του Cole, πριν τον ρωτήσω αν του έκανε εντύπωση που πέθανε από καρδιακή προσβολή από χρήση κοκαΐνης, το 2002. «Όλα σου κάνουν εντύπωση» μου είπε. Κάποια στιγμή δάκρυσε και σήκωσε τα μάτια του στο ταβάνι. «Ήταν ένα υπέροχο παιδί, ο Old Ox. Τον ήξερα από 18 χρονών. Όλοι μέναμε με τη μαμά μας τότε. Πηγαίναμε και παίρναμε ο ένας τον άλλο για να βγούμε και περνάγαμε φανταστικά. Δεν γίνονται έτσι απλά οι φίλοι. Μου λείπουν πολύ.»

Πλησιάζει τα 70, με τρία μπαλονάκια και 50 χρόνια αναμνήσεων -μερικές από τις οποίες θα βάλει στο βιβλίο που γράφει για τις mod εποχές- ο Cole δεν έχει πολύ χρόνο για να ασχοληθεί με τη σημερινή μουσική. «Οι σημερινοί μουσικοί, είναι όλοι άνθρωποι που έχουν πάει στο πανεπιστήμιο -κυριλέ αγόρια που φαίνεται να τους ενδιαφέρουν μόνο τα χρήματα και όχι η διασκέδαση. Τότε, ήμασταν σε αυτό για τη διασκέδαση. Δεν υπήρχαν λεφτά! Αν είναι δυνατόν, ο Bonzo ήταν οικοδόμος όταν ξεκίνησε με τους Zeppelin! Δίσταζε ν' αφήσει τη δουλειά του για να πάει σε περιοδεία με τους Zeppelin. Τι σου λέει αυτό για τους σημερινούς μουσικούς; Αυτοί οι τύποι ήξεραν τα πάντα γι' αυτή τη δουλειά. Δούλευαν σαν τα σκυλιά για να βγάλουν τον δίσκο-επιτυχία.»

Αν και ζει μια σχετικά ήρεμη ζωή, εξακολουθεί να βλέπει τους παλιούς του φίλους-είχε βγει με τον Robert Plant πριν μια εβδομάδα, και με τον Jimmy Page μίλησε πριν από λίγους μήνες για τις τελευταίες πινελιές των επανεκδόσεων των Led Zeppelin. Μου είπε με ενθουσιασμό ότι θα έβγαινε με τον Steven Tyler την επόμενη ημέρα. Λέμε να δούμε τους Rolling Stones στην τρέχουσα περιοδεία τους. Το εστιατόριο που βρισκόμαστε έχει γεμίσει με κόσμο που ήρθε για δείπνο και σχεδόν φωνάζουμε ο ένας στον άλλο. Έχει άλλο ένα ραντεβού, και ετοιμαζόμαστε να αποχαιρετιστούμε. Ο Cole με ρωτάει αν θέλω να ρωτήσω κάτι άλλο. Δεν θέλω να τελειώσει αυτή η συζήτηση –με τα γκριζαρισμένα του μαλλιά, χτενισμένα προς τα πίσω, τα περιποιημένα γένια, και το χακί σορτσάκι, μου θυμίζει τον πατέρα μου. Του είπα ψέματα ότι δεν έχω κάτι άλλο.

Με την ίδια φιλική ενέργειας και το πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του, μου σφίγγει το χέρι. «Χάρηκα που σε γνώρισα, John. Να τα ξαναπούμε.» Είναι ήδη τρία μέτρα πιο πέρα όταν τελειώνει τη φράση του και σκέφτομαι those crimson suede loafers are already peeling up the road (Led Zeppelin).

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.