Τον συναντώ ένα απόγευμα σε ένα καφέ στο κέντρο. Έρχεται να με χαιρετήσει φορώντας ένα κόκκινο καρό πουκάμισο και ένα μπλου τζιν. Στο μυαλό μου, πριν καν μου μιλήσει, μοιάζει με πρωταγωνιστής νουάρ ταινίας, ίσως επειδή έφτασα στον προορισμό μου προκατειλημμένη, γνωρίζοντας την ιστορία που τον συνοδεύει και λαμβάνοντας υπόψη πως όλη του η ζωή θα μπορούσε άνετα να αποτελέσει μια κινηματογραφική περιπέτεια. Παρατάει άτακτα και αμήχανα τον καπνό και την μπίρα του στο τραπέζι. Οι σκέψεις που είχα πριν τον γνωρίσω και επικυρώθηκαν μετά τις φορές που βρεθήκαμε για να συνομιλήσουμε για το βιβλίο του, είναι πως η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον Τάσο δεν είναι μονάχα αυτή του γραφιά. Ακριβέστερα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «παρατηρητής της ζωής», ένας άνθρωπος με ενσυναίσθηση, παρατηρητικότητα και αντιληπτικότητα που μεταβολίζει ό,τι βλέπει και βιώνει σε λέξεις.«Από μικρός ήμουν πωρωμένος με το αστυνομικό ρεπορτάζ, οπότε είναι στην ουσία ένα κολάζ από αληθινές ιστορίες αστυνομικού ρεπορτάζ που μου είχαν τραβήξει το ενδιαφέρον» - Τάσος Θεοφίλου
Ο Οθέλος και ο ρατσισμός
Η υπαρκτή υπόθεση από την οποία άντλησε στοιχεία για το βιβλίο είναι η πολύκροτη υπόθεση του Βύρωνα, στην οποία εμπλέκονταν δυο Αλβανοί δραπέτες. Εκείνο το περιστατικό άφησε πίσω του ένα νεκρό πολίτη από πυρά αστυνομικών, ο οποίος σκοτώθηκε πάνω στη συμπλοκή διότι τον πέρασαν για έναν από τους δράστες λόγω της αλβανικής καταγωγής του. Στην πραγματικότητα ήταν ένας υδραυλικός, πατέρας ενός παιδιού 18 μηνών. «Αρχικά τα είχαν ρίξει όλα στους παράνομους. Μετά έγινε γνωστό ότι σκοτώθηκε από τους αστυνομικούς επειδή ήταν Αλβανός και τον θεώρησαν ύποπτο, ενώ ήταν ένας απλός περαστικός. Μου είχε κάνει εντύπωση το θέμα γιατί είχαν αρχίσει τα media να ασκούν κριτική τον Χρυσοχοΐδη. Είχε βγει τότε εκείνος στην Τρέμη και παραδόξως πήγε κι εκείνη να του τα χώσει για τη στάση της Αστυνομίας. Της απάντησε "δεν πειράζει που έχουμε κι έναν νεκρό, το θέμα είναι ότι πιάστηκαν οι κακοποιοί", κόβοντας τη συζήτηση. Αυτά ήταν και τα πρώτα στιγμιότυπα εμπέδωσης της σκληρής στάσης της Αστυνομίας. Ανάμεσα σε διάφορες άλλες ιστορίες, μου είχε τραβήξει και αυτή το ενδιαφέρον διότι ήταν ενδιαφέρουσα από άποψη πλοκής και αστυνομικού ρεπορτάζ. Τα υπόλοιπα στοιχεία αντλήθηκαν από διάσπαρτα αστυνομικά ρεπορτάζ και υπάρχουν και κάποιες φιγούρες που δεν υπήρχαν στην πρώτη εκδοχή. Είναι άνθρωποι που γνώρισα στη φυλακή αλλά δεν είναι ακριβής αποτύπωση του χαρακτήρα τους. Απλώς ορισμένα στοιχεία με ενέπνευσαν», υπογραμμίζει όταν τον ρωτώ γιατί επέλεξε τη συγκεκριμένη ιστορία και από που άντλησε έμπνευση για να δημιουργήσει τους χαρακτήρες του.«Πολλοί χαρακτήρες είναι άνθρωποι που γνώρισα στη φυλακή αλλά δεν είναι ακριβής αποτύπωση του χαρακτήρα τους. Απλώς, ορισμένα στοιχεία με ενέπνευσαν»
Κριτική από την Αντιτρομοκρατική
Ο Τάσος ξεκίνησε το γράψιμο για πλάκα δυο χρόνια πριν τη σύλληψή του. Έφτιαξε το Παρανουαρικό για να μοιράζεται τις ιστορίες που έφτιαχνε με τους φίλους του, όμως πολύ γρήγορα κατάλαβε πως αυτό ήταν που ήθελε να κάνει, μιας και το γράψιμο λειτουργούσε σαν ψυχοθεραπεία και ήταν ίσως αυτό που τον κράτησε υγιή ψυχικά μέσα στη φυλακή. Στο διάστημα της κράτησής του, έγραψε το βιβλίο «ΑΤΤΙΚΑ 45» για την εξέγερση των κρατουμένων στις φυλακές Άττικα της Νέας Υόρκης το 1971, αλλά και το «32 Βήματα ή Ανταποκρίσεις από το Σπίτι των Πεθαμένων» (εκδόσεις ΚΨΜ). «Ξεκίνησα να γράφω απ' την αρχή, απ' την πρώτη μέρα στη φυλακή. Αυτό το μοντέλο του πρωινού ξυπνήματος και γραψίματος το είχα ήδη δυο χρόνια πριν, απλώς μπορούσα να ξυπνάω ό,τι ώρα θέλω. Στη φυλακή δεν είχα αυτή τη δυνατότητα γιατί γινόταν φασαρία, οπότε έπρεπε να ξυπνάω από πολύ νωρίς. Ήταν σαν πρωινή γυμναστική για να πάει καλά η μέρα και λειτούργησε σαν ψυχοθεραπεία. Για πέντε χρόνια, υπήρχε ένα πολύ μονότονο μοτίβο, αφού ξυπνούσα στις 6:30 - ανάλογα και τη φυλακή δηλαδή γιατί στο Δομοκό δεν γινόταν. Επειδή σε ένα κελί μένεις συνήθως μαζί με άλλους δυο ή άλλους τρεις, αν ξυπνήσεις στις 9.00 δεν θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα χωρίς φασαρία. Πρέπει να ξυπνήσεις μια στιγμή που θα κοιμούνται οι υπόλοιποι. Επίσης, η ώρα που μπορώ να αποδώσω στο γράψιμο είναι η πρωινή ώρα. Να ξυπνάω, να ψιλονυστάζω, να πίνω καφέ και να γράφω», εξιστορεί όταν τον ρωτώ για την καθημερινότητα της πενταετούς άδικης φυλάκισής του.«Ξεκίνησα να γράφω απ' την αρχή, απ' την πρώτη μέρα στη φυλακή. Στη φυλακή γινόταν φασαρία, οπότε έπρεπε να ξυπνάω από πολύ νωρίς. Ήταν σαν πρωινή γυμναστική για να πάει καλά η μέρα και λειτούργησε σαν ψυχοθεραπεία»
Τα γραπτά του δημοσιοποιήθηκαν από τις ειδήσεις των 8 όταν τον συνέλαβαν και η σκέψη του ποινικοποιήθηκε από αρκετούς δημοσιογράφους μονάχα επειδή δήλωνε ανοιχτά πως είναι αναρχικός-κομμουνιστής. Αρκετά πράγματα απ' αυτά που είχε γράψει χρησιμοποιήθηκαν για να δέσει το προφίλ ενός στυγερού εγκληματία που ήθελαν να δημιουργήσουν, παρά το ότι ο ίδιος έχει δηλώσει πάρα πολλές φορές ότι η μοναδική φορά που ήρθε σε επαφή με όπλο ήταν όταν του κόλλησαν ένα περίστροφο στον κρόταφο για να τον συλλάβουν. Εκείνος επισημαίνει: «Με κατηγορούσαν για φόνο. Το ότι τα γραπτά μου χρησιμοποιήθηκαν με αυτόν τον τρόπο, ήταν το λιγότερο που με πείραξε». Και συμπληρώνει πως «αυτό που τεχνικά ήταν επιλήψιμο είναι ότι μπήκαν στη δικογραφία, στα αναγνωστέα, με την ένδειξη "Θα αναγνωστούν τα παρακάτω διηγήματα με σκοπό να σκιαγραφηθεί το προφίλ του κατηγορούμενου". Και αυτό το έκανε το δικαστήριο, ούτε η Αστυνομία, ούτε οι δημοσιογράφοι. Δεν αναγνώστηκαν μετά από παρέμβαση δική μου και των δικηγόρων μου, αλλά θεωρήθηκαν αναγνωστέα ωστόσο, γιατί δεν γίνεται να γίνει κι αλλιώς. Ακόμη και στην αθώωσή μου στο Εφετείο, όπου οι δικαστές ήταν τελείως διαφορετικής κουλτούρας, ήταν αναγκασμένοι να πουν ότι αναγνώστηκαν. Δηλαδή, από τη στιγμή που το προτείνει το βούλευμα, δεν είναι στο χέρι τους να το αφαιρέσουν από εκεί. Το θέμα είναι σε τι βαθμό έδωσαν βάση σε αυτά. Το πρωτόδικο δικαστήριο με έναν τρόπο, όχι ακριβώς επίσημα, αλλά με τα υπονοούμενα που πετούσαν, φαινόταν ότι δίνει βάση. Στο Εφετείο, δεδομένου ότι είχαμε μια έδρα δυτικού κράτους, δεν λειτούργησε έτσι». Ο Τάσος Θεοφίλου είναι απ' τους ανθρώπους που χρησιμοποιούν το γράψιμο σαν διέξοδο από τους εφιάλτες που τους μπλέκει η ζωή. Χωρίς να το επεδίωξε ποτέ, έμπλεξε σε έναν καφκικό εφιάλτη και κατάφερε να επιβιώσει μέσα από αυτόν σώος, να γεννήσει κάτι μέσα από τη δυστοπία. Αυτό δείχνει μια φλέβα πηγαίου ταλέντου, καθόλου επιτηδευμένου. Τον ρωτώ αν θέλει να μοιάσει σε κανέναν από τους ήρωές του. «Να μου λείπει», ψελλίζει χαμογελαστά, ενώ όπως λέει «Δεν ταυτίζεται ούτε καν με τον αφηγητή της ιστορίας».«Με κατηγορούσαν για φόνο. Το ότι τα γραπτά μου χρησιμοποιήθηκαν με αυτόν τον τρόπο, ήταν το λιγότερο που με πείραξε»
[VICE Video] Σαρωνικός SOS
Μέχρι να ολοκληρωθεί ο Οθέλος πέρασε αρκετός καιρός, διότι η επικοινωνία με τη σκιτσογράφο ήταν δύσκολη, αφού ο Τάσος δεν την είχε γνωρίσει καν. «Όταν αποφασίσαμε να το εικονογραφήσουμε πέρασαν άλλα δυο χρόνια. Η εικονογράφηση γινόταν με αλληλογραφία για πολύ καιρό. Δεν ήμουν εκεί ώστε να υπάρχει μια πιο άμεση συνεργασία. Όταν πήρα την πρώτη εικονογράφηση, ήμουν στον Δομοκό και φυσικά ενθουσιάστηκα», επισημαίνει.
Λίγο πριν τελειώσει την μπίρα του και το τελευταίο του τσιγάρο, τον ρωτάω αν γράφει τίποτα καινούριο τώρα. «Ναι, αλλά όπως οτιδήποτε έχω γράψει δεν είμαι σίγουρος ότι θα βγει ποτέ, οπότε καλύτερα να μην πούμε τίποτα», λέει γελώντας. Κι αν κάτι μου άφησε η συζήτηση με τον Τάσο, είναι ότι δεν διεκδικεί τίτλους, δάφνες και επιβεβαίωση. Όταν τον ρωτάς αν τον έσωσε το γράψιμο, σου λέει «Ήμουν τυχερός. Σκέψου να είσαι φωτογράφος και να μπαίνεις φυλακή, να μην έχεις μια φωτογραφική μηχανή και τόσα ερεθίσματα τριγύρω σου. Με το γράψιμο είναι αλλιώς. Ακόμη και στο Γκουαντάναμο, ένα στιυό θα το βρεις για να βγάλεις πράγματα από μέσα σου». Ακόμη και αν ο ίδιος δεν το υποψιάζεται, τα βιβλία που γράφτηκαν σε ένα κελί, σε μια φυλακή, στην οποία αυτό που επιδιώκεται από το σωφρονιστικό σύστημα είναι πρωτίστως να διαχειριστεί το είναι σου, το να βρίσκεις τη ζωή σε ένα κομμάτι χαρτί και ένα στιλό, επαναπροσδιορίζει το νόημα της ελευθερίας.«Ήμουν τυχερός. Σκέψου να είσαι φωτογράφος και να μπαίνεις φυλακή, να μην έχεις μια φωτογραφική μηχανή και τόσα ερεθίσματα τριγύρω σου. Με το γράψιμο είναι αλλιώς»