FYI.

This story is over 5 years old.

Μουσική

Τα «Σπιντάκια» του Φτωχού: H Ενηλικίωση στην Αναρχική Σκηνή της Northern Soul στο Γουίγκαν

Μια θρυλική ανακυκλούμενη κουλτούρα.
PM
Κείμενο Paul Mason

Ένα Σάββατο βράδυ, το 1975, συνάντησα τον κολλητό μου σε ένα μαγαζί στο Μάντσεστερ όπου πουλούσαν Bronchipax: Κάψουλες εφεδρίνης -το σπιντάκι του φτωχού. Τώρα είναι απαγορευμένο, τότε το πουλούσαν χωρίς συνταγή.

Έχουμε αγοράσει ένα πακέτο ο καθένας και καταπίνουμε όλη την παρτίδα πίνοντας τόνικ: Μόνο που πήραμε οκτώ φορές περισσότερο από τη μέγιστη δόση των ενηλίκων. Ε, και; Τι μας ένοιαζε η δόση των ενηλίκων; Ήμασταν 15 και κατευθυνόμασταν προς το μεγαλύτερο dance club στον κόσμο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Φτάσαμε στο Καζίνο του Γουίγκαν γύρω στα μεσάνυχτα με τον ξάδελφο της φίλης μου που ήταν μεγάλη «μούρη» στη σκηνή της Northern Soul. Αυτό μας οδήγησε σε ένα κοντινό καφέ, γεμάτο - όχι με τα αγόρια της soul όπως περίμενα - αλλά με δημοσιογράφους μουσικών περιοδικών από το Λονδίνο, κουλ Ιταλούς με μικροσκοπικά γυαλιά ηλίου, Αμερικανούς συλλέκτες βινυλίου και άλλους κοσμογυρισμένους μποέμηδες.

Αλλά δεν έδινα δεκάρα γι 'αυτούς. Άνοιξα δρόμο σπρώχνοντας, όπως και οι άλλοι, μέσα από την πόρτα στο Καζίνο και στη συνέχεια στη μεγάλη σφενδαμένια πίστα με τα ελατήρια. Εκεί, μέσα σε μια υγρασία ατμόλουτρου που βρωμούσε Brut, ιδρώτα και τσιγάρα, χόρευα σαν τρελός –με περιστροφές και back drops- μέχρι που «έπεσα». Αυτό έγινε περίπου στις 4:30, και συνοδεύτηκε με κράμπες στο στομάχι από το Bronchipax.

Μέχρι τις οκτώ, είχα συνέλθει - μπροστά μου ένα παιδί με αφέλειες κι ένα δερμάτινο μπουφάν, έκανε μεγάλες, αργές περιστροφές γύρω από μια αχτίδα ηλιακού φωτός. Ήταν μια χαριτωμένη κίνηση χωρίς τέλος, με τα χέρια κολλημένα στους γοφούς του και το βλέμμα του απλανές στο διάστημα πέρα από τον ορίζοντα. Είχε ακόμη στο στόμα του τη γεύση του Bronchipax. Είχε ήδη εθιστεί στη Northern Soul.

Εγώ στην πίστα του «Μίστερ Έμς», στο ξενύχτι της τέταρτης επετείου, Σεπτέμβριος 1977. Photo by: Julie Bennett.

Ο πρώτος νόμος της κοινωνιολογίας λέει ότι όλες οι νεανικές ιδιοκουλτούρες έχουν την τάση να επιστρέφουν. Η τελευταία καρμική επιστροφή της Northern Soul αφορούσε τα νεαρά παιδιά από το Γουίγκαν - ηλικίας 15 έως 18 - που όχι μόνο γούσταραν τα σπάνια βινύλια, αλλά φορούσαν και την πλήρη εξάρτηση: φαρδύ παντελόνι και άσπρες κάλτσες - αντιγραφή από το ντοκιμαντέρ του Tony Palmer, «Καζίνο Γουίγκαν» του 1977.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο δεύτερος νόμος της κοινωνιολογίας είναι πιο σκληρός: Όλοι οι οπαδοί της αναβιωμένης ιδιοκουλτούρας είναι καταδικασμένοι να πέσουν πάνω σε ανθρώπους που έχουν διατηρήσει ζωντανό το αυθεντικό πράγμα και το έχουν κρατήσει σε κίνηση υπόγεια, φορώντας προκλητικά τα σύμβολα της συγκεκριμένης μόδας, ακόμη κι αν τα ζωνάρια πρέπει πλέον να χαλαρώσουν, λόγω κοιλίτσας.

Έτσι, σήμερα οι 15χρονοι είναι μειοψηφία σε σχέση με τα χιλιάδες γερόντια από τη δεκαετία του ‘70, που ακόμα συρρέουν στα ολονύχτια αφιερώματα, που διοργανώνονται στις μικρές αίθουσες της βόρειας Βρετανίας, και διαμαρτύρονται με μουρμούρα για τους κανόνες που απαγορεύουν το ταλκ στην πίστα.

Έφυγα από την αυθεντική σκηνή γύρω στο 1979, επειδή η μουσική - και η μόδα - φαίνονταν κολλημένες στο τιμόνι του χρόνου ακόμα και τότε. Γι 'αυτό και δεν με ενθάρρυνε ιδιαίτερα που είδα το πλήθος στο ξενύχτι του Nuneaton αυτό τον Αύγουστο: Ομοιοπαθείς άνω των πενήντα ντυμένοι με μια ποικιλία από ρούχα εποχής, ενώ ένας - δύο χρειάζονταν στήριξη από μπαστούνι.

Μέσα στο καζίνο του Γουίγκαν. Photo by: Ντέιβ Molloy

Περιέργως, η συγκίνηση της μουσικής φάνηκε να εξομαλύνει τα σημεία τριβής ανάμεσα στους γέροντες και τα παιδιά της γενιάς του Spotify. Σε κάθε περίπτωση και οι δύο σκηνές -της αναβίωσης και της επιβίωσης- πρόκειται να αποκτήσουν ώθηση από την επερχόμενη ταινία μεγάλου μήκους της Elaine Constantine, Northern Soul.

Στην πραγματικότητα, η αναβίωση έχει εν μέρει συμβεί λόγω της ταινίας. Η Constantine εκπαίδευσε πάνω από 60 νέους ηθοποιούς και κομπάρσους για να ζωντανέψουν το στυλ χορού. Και οι έφηβοι ήταν τόσο καλοί σε αυτό, που για κάποιους έγινε τρόπος ζωής. Η έλξη για αυτούς είναι η ίδια όπως ήταν για εμάς.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Είναι απλά η ζωή!», λέει η Lauren Fitzpatrick, η οποία κάνει άλματα στον αέρα για να αγγίξει τα δάχτυλα των ποδιών της με μια κίνηση ιπτάμενου σπαγκάτο. «Αυτό που μου αρέσει τη στιγμή που χορεύω είναι να βλέπω κι άλλους ανθρώπους. Αισθάνομαι σαν να είμαστε όλοι συνδεδεμένοι. Το clubbing σήμερα είναι απλά σκουπίδια κι οι άνθρωποι αρχίζουν καβγάδες και τέτοια. Σε μια νύχτα Northern Soul όμως, είναι σαν μια οικογένεια».

Φαντάσου αυτή τη σκηνή: Το πρώτο ολονύχτιο αφιέρωμα στο Γουίγκαν ανοίγει στις 23 Σεπτεμβρίου 1973 μέσα σε έναν κόσμο τόσο ζοφερό, που ακόμη και το αρχείο της τηλεόρασης με τα καφέ στίγματα δεν μπορεί να αποδώσει δίκαια.

Η χώρα κατρακυλάει στην κοινωνική αναταραχή. Δεν είναι μόνο οι απεργίες και οι διακοπές ρεύματος, αλλά το συνηθισμένο χάος που μας περιβάλλει: βία στα γήπεδα, μαχαιρώματα, τρομοκρατία, βίαιοι καθηγητές και ιερείς παιδεραστές. Για να ανακουφίσεις την ένταση υπάρχει κάτι που ονομάζεται μουσική ποπ, που σ' την ταΐζει με το κουτάλι μέσω των «charts», μεταξύ άλλων κι ένας τύπος που ονομάζεται Jimmy Savile (ναι, ο σάτυρος παρουσιαστής του BBC που αποδείχθηκε μετά θάνατον ότι ήταν παιδεραστής).

Στο μεταξύ, σε κάμποσα club η εξελικτική διαδικασία που μεταμόρφωσε ήσυχα τους τύπους του συρμού σεστιλπνά μυαλά και στη συνέχεια σε αγόρια της σόουλ, προχωρεί. Στην ηλικία των 14, θα έρθει στη ζωή μου η έκρηξη - σε ένα club νέων στο Leigh.

Όλοι χορεύουν σαν ζόμπι, σε στυλ Top of The Pops, όταν ξαφνικά βάζουν έναν δίσκο, που αδειάζει την πίστα. Για τουλάχιστον 12 μπαρ είναι απλά ένας μαύρος που τραγουδάει a capella: Μια ραγισμένη φωνή, που ξεπροβάλλει μέσα από μια μελιστάλαχτη ιστορία θλίψης για τη χαμένη γκόμενα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Και τότε ξεσπάει σε ρυθμό: Είναι ο Harold Melvin και οι Blue Notes στο τραγούδι "GetOut (And Let Me Cry)".

Και ξαφνικά, στην άδεια πίστα, τρία αγόρια αρχίζουν να χορεύουν: Όχι σαν ζόμπι, αλλά σαν ακροβάτες. Και ένα πλήθος μαζεύεται καθώς όλοι τους παρακολουθούν να στριφογυρίζουν, να κάνουν τα περίφημα drop kicks και σπαγκάτο - στρίβοντας συνεχώς τα πόδια τους με αυτό το παράξενο, πλάγιο, μαγευτικό βήμα. Ήταν μόλις τρία αγόρια. Αλλά από την επόμενη εβδομάδα - μετά από πολλές ώρες που ξοδεύτηκαν μπροστά από έναν ολόσωμο καθρέφτη - έγιναν τέσσερις.

Σε αυτό το σημείο δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτή η μουσική. Ακουγόταν σαν Motown, μόνο πιο τραχιά. Το μπάσο ήταν πιο δυνατό και τα συναισθήματα πιο ωμά. Σύντομα έμαθα να παθιάζομαι με άγνωστες ετικέτες -όπως Okeh , Ric - Tic, Mala και Cameo Parkway- και με τις διάφορες φαρμακευτικές μορφές που είχαν τα σπιντάκια. Ακόμα κι αν ποτέ δεν είχες πάρει, δεν θα μπορούσες να αποφύγεις τις εμπορικές ονομασίες - Riker, Filon, SKF: είχαν γίνει τατουάζ παντού! Στα χέρια ανθρώπων και, για τους πιο αφοσιωμένους, στο λαιμό…

Ξέρω πια ξεκάθαρα τι ξεχωρίζει τη Northern Soul. Ο ίδιος ο όρος επινοήθηκε από τον συγγραφέα Dave Godin το 1970, όταν παρατήρησε ότι οι βόρειοι ποδοσφαιρόφιλοι στο δισκάδικό του στο Λονδίνο ζητούσαν πράγματα που κανείς δεν τα είχε ακούσει.

Ήταν ήδη η μουσική ενός παρελθόντος χρόνου: Τα κομμάτια demo των θαυμάτων της μιας φοράς και οι περιορισμένες εκδόσεις βινυλίου τοπικών τραγουδιστών, που τις πούλαγαν μέσα από βαλίτσες καθώς περιόδευαν στα σόουλ κλαμπ της βιομηχανικής Αμερικής. Οι περισσότεροι δίσκοι έγιναν μεταξύ 1965 και 1971 - η χρυσή εποχή της σόουλ πριν από τη μετακόμιση του Motown στο Λος Άντζελες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Αυτό που είχε κάνει τα περισσότερα από αυτά τα κομμάτια να κάνουν πάταγο ήταν πιθανότατα η ίδια η ύπαρξη της Motown. Η όλη διαδικασία -που εξακολουθεί να ονομάζεται Tamla- υπήρχε για να εμπορευματοποιήσει τη μαύρη μουσική, να δημιουργήσει επιτυχίες με έγχορδα, ζαχαρωμένες αρμονίες και χορογραφικές ρουτίνες. Παραδόξως, πολλά από αυτά έγιναν για να κάνουν την σόουλ αποδεκτή στο λευκό ακροατήριο. Αλλά το λευκό κοινό στο Γουίγκαν ήθελε κάτι διαφορετικό.

Εάν πάρετε τρία αριστουργήματα της Northern Soul, το “You Should’ o Held On” του Φράνκι Καρλ, το “Don’t Bring Me Down” της Ρίτα ντα Κόστα, ή το “If This Is Love” των «Precisions» μπορείτε να ακούσετε τι τους έκανε να διαφέρουν από την εμπορική σόουλ.

Υπάρχει η επίμονη χρήση των ματζόρε μετ’ εβδόμης ως αρμονικής συγχορδίας, η σόλο φωνή με λαρυγγισμούς, (καθώς τόσο ο Frankie Karl όσο και ο Billy Prince, ο τραγουδιστής των «Precisions», υπήρξαν τραγουδιστές των γκόσπελς), τα άγραφα πρότυπα κλήσης/ απάντησης των συνοδευτικών χορωδιών και πάνω απ’ όλα το μίγμα του πάθους με τη συναισθηματική ειλικρίνεια και την ελπίδα στους στίχους.

Χορευτές συγκεντρώνονται έξω από το καζίνο του Γουίγκαν. Photo by: Gill Cousins.

Ο DJ Richard Searling το περιέγραψε ως «βαθιά σόουλ με χορευτικό beat», αλλά υπάρχουν εξίσου πολλά ίχνη από doo-wop ή τζαζ (η Ρίτα ντα Κόστα ήταν ντίβα της τζαζ) και πάνω απ' όλα γκόσπελ. Η παντελής έλλειψη συναισθηματικών περιορισμών είναι μια απευθείας αντιγραφή από το αφρο-αμερικανικό εκκλησιαστικό τραγούδι, ώστε για μένα η σωστή περιγραφή να είναι «γκόσπελ για το θέμα του σεξ».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μόλις η Northern Soul σκηνή απογειώθηκε, ο Searling, μαζί με άλλους πρωτοπόρους DJs , θα χτένιζαν τις αποθήκες στις ΗΠΑ αναζητώντας μήτρες σβησμένων 45αριών, για να τα κυκλοφορήσουν ξανά σε αρκετά μικρές ποσότητες, ώστε να δημιουργηθεί τεχνητή σπανιότητα.

Ο Searling θυμάται: «Στη Φιλαδέλφεια υπάρχει μια αποθήκη που ονομάζεται House of Sounds και είναι περίπου στο μέγεθος ενός εργοστασίου βάμβακος. Με άφησαν εκεί το πρωί και με πήραν το βράδυ, με μοναδική συντροφιά το θόρυβο των αρουραίων στην αποθήκη που έτρεχαν τριγύρω, χωρίς ραδιόφωνο, μόνο σάντουιτς για το μεσημεριανό γεύμα. Βρήκα ένα αντίγραφο δίσκου του Johnny Moore ο οποίος λέγεται “Walk Like A Man”, που ήταν σπασμένος στη μέση. Κι όταν πήγα πίσω στο Ηνωμένο Βασίλειο, έμαθα ότι υπήρχε μόνο ένα ακόμη αντίγραφο σε κυκλοφορία – που ανήκει σε έναν τύπο που μάλλον θα πήγε εκεί πριν από μένα. Είπε: “Υπήρχαν δύο, αλλά έσπασα το άλλο ώστε να έχω το μοναδικό αντίγραφο”.

Αν αυτό ακούγεται σαν συμπεριφορά τρελών με εμμονές, αυτό ακριβώς είναι που σου κάνει η Northern Soul. Και τον 14χρονο εαυτό μου τον έκανε να θεωρεί όχι μόνο τη μουσική των ΑΒΒΑ, των Status Quo, του Bowie, των Roxy Music, αλλά και των Jackson Five και των Three Degrees να ακούγεται σαν αυτό που ήταν: εμπορευματοποιημένα σκατά.

Επειδή δεν υπήρχε internet, ούτε YouTube, ούτε προσεκτικά ερευνημένες δισκογραφίες -και επειδή DJs όπως ο Searling σκόπιμα συγκάλυπταν τις ταυτότητες των δίσκων για να τους κάνουν ανεκτίμητους- αν ήθελες να ακούσεις τη μουσική, έπρεπε να πας. Κι αυτό σήμαινε να πας στο Γουίγκαν.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Εγώ, ο φίλος μου ο Κεβ και το ΜΙΝΙ μου, έξω από το Καζίνο του Γουίγκαν το 1977

Μέχρι το 1977 είχα μια σταθερή θέση στην πίστα στο Καζίνο του Γουίγκαν. Όχι στο μπροστινό μέρος με την ελίτ, αλλά στο πλάι. Όταν συναντάς ανθρώπους που πήγαιναν στο Καζίνο, το πρώτο πράγμα που κάνουν πάντα είναι να σχεδιάσουν ένα φανταστικό πλάνο του χώρου στον αέρα και να ρωτήσουν: «Σε ποιο μέρος της πίστας χόρευες;».

Η ταινία της Constantine δείχνει ανθρώπους που παίρνουν τα σπιντάκια με τις χούφτες, αλλά κατά την εμπειρία μου, δεν ήταν έτσι. Κάθε επαφή με τους εμπόρους του σπιντ τότε, ήταν ακριβή και επικίνδυνη: Το σκηνικό ήταν γεμάτο με μυστικούς της Δίωξης Ναρκωτικών με πολιτική περιβολή. Στις αρχές της δεκαετίας του '70 η σκηνή της σόουλ τροφοδοτούνταν από φαρμακευτικά σπιντάκια κλεμμένα από φαρμακεία. Αλλά, όταν τα φάρμακα αποσύρθηκαν ακόμη και με ιατρική συνταγή, και τα φαρμακεία έγιναν πιο ασφαλή, μια παράνομη σκόνη σουλφιδίου της αμφεταμίνης μπήκε στην αγορά.

Ακόμη και σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα είδα ανθρώπους που καταστράφηκαν από αυτό: Να χρειάζεται να το συνθλίψουν και να κάνουν την ένεση για να εξασφαλίσουν την ίδια παραζάλη που έπαιρναν από τρεις κάψουλες ένα χρόνο πριν. Στην κουλτούρα της σόουλ υπήρχε σαφές και βαθύ μίσος για τα σύνεργα χρήσης ναρκωτικών της ροκ σκηνής - οι σύριγγες και ο τρόπος ζωής που είχαν τα πρεζόνια ήταν τόσο απεχθή, όσο τα καφτάνια και το πατσουλί.

Αλλά προς το τέλος, μπορούσες να δεις περίεργα "εργάκια" στις τουαλέτες του Γουίγκαν, και αίμα στους τοίχους. Δεδομένου ότι οι βρύσες ήταν πάντα χαλασμένες, υπήρχαν μακάβριες ιστορίες για ανθρώπους που συνέρχονταν με νερό μέσα από τις τουαλέτες ή από λακκούβες έξω.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Και υπήρχαν μερικά σκληρά καθάρματα στο Γουίγκαν. Η Elaine Constantine βρήκε μερικά από αυτά για το βιβλίο της ταινίας της (Northern Soul: An Illustrated History, Virgin 2013). Ο Chris Brick, ο οποίος θα έκανε 30 μήνες στη φυλακή επειδή λειτουργούσε μια παράνομη επιχείρηση σουλφιδίου, θυμάται:

«Οι άνθρωποι κουβάλαγαν το φαρμακείο τους μαζί τους στα ξενύχτια. Υπήρχε μια αναρχία σε όλο αυτό. Δεν μιλάμε για την οργανωμένη αναρχία πανκ ροκ που ενορχηστρώθηκε κάτω στο King’s Road. Υπήρχε πραγματική εδώ».

Και παρόλο που μου άρεσε έντονα η αναρχία, μου άρεσε επίσης αρκετά η αγγλική λογοτεχνία, και δεν την προσέφεραν στα Έϊ-Λέβελς των φυλακών ανηλίκων ή των αναμορφωτηρίων τότε. Παρακολούθησα ως επί το πλείστον τη σκηνή του Γουίγκαν εξοπλισμένος μόνο με ProPlus και δισκία δεξτρόζης.

Ακόμη και χωρίς σπιντ, μπορούσες να βιώσεις τη μαζική ευφορία που ήταν το καθοριστικό στοιχείο της ατμόσφαιρας για ένα ξενύχτι. Είμαι πεπεισμένος ότι ήταν το προϊόν της συλλογικής ψυχικής συμμετοχής σε ό,τι συνέβαινε στην πίστα και όχι μόνο τα ναρκωτικά . Μπορούσες να αισθανθείς το καρδιοχτύπι πριν να ανοίξει το Καζίνο, στις δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα ο κόσμος ένιωθε ένταση, ήταν συνεπαρμένος, είχε υποσυνείδητα συνδεθεί.

Ίσως είμαι το μόνο πρόσωπο που έχει την εμπειρία τόσο από το Γουίγκαν όσο, ας πούμε, και από την κατάληψη της πλατείας Ταξίμ στην Κωνσταντινούπολη φέτος, έτσι, αυτό είναι δύσκολο να εξακριβωθεί: Αλλά νομίζω ότι αυτές οι πολύ διαφορετικές ατμόσφαιρες μοιράζονται κάτι κοινό. Υπήρχε κάτι εμφανώς επαναστατικό και υποσυνείδητα πολιτικό στο Γουίγκαν. Όπως και με μια εξέγερση ή μια κατάληψη, θα μπορούσες να πεις αμέσως, μόνο με μια ματιά, ποιος αισθάνεται την παρααζάλη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Αυτό που κάναμε τότε ήταν να ξαναγράφουμε τους κανόνες του να είσαι λευκός και μέλος της εργατικής τάξης. Ξέραμε ακριβώς τι σημαίνει να χορεύεις με μαύρη μουσική στην εποχή του Εθνικού Μετώπου και του ρατσιστή της σταντ-απ κόμεντι. Η δική μας ήταν μια εξέγερση κατά της κουλτούρας της παμπ, της σκατο-μουσικής και των ύποπτων σεξιστικών νυχτερινών κέντρων. Όπλο μας ήταν το σπάνιο βινύλιο, το φτιαγμένο από μαύρα παιδιά που κανείς δεν είχε ακούσει ποτέ του.

Ο χορός της Northern Soul ήταν, φυσικά, αρσενικό πράγμα. Υπήρχαν υπέροχες χορεύτριες, αλλά η ατμόσφαιρα στην πίστα ήταν αρσενική και ήμασταν πολλαπλάσιοι από τα κορίτσια, ίσως 4:1. Παρ' όλους τους μυς και τη σάρκα που επιδεικνύονταν δεν ήταν ομο-ερωτικό, αλλά εξέθετες τα αισθήματά σου γυμνά μέχρι σπλάχνων. Η Elaine Constantine περιγράφει το σοκ που αυτό προκάλεσε, σε ένα κλαμπ της νεολαίας στο Bury στα μέσα της δεκαετίας του '70:

«Είδα αυτά τα παλικάρια, μεγάλα παλικάρια από το σχολείο, που ποτέ δεν θα έδειχναν κανένα συναίσθημα, να είναι ξαφνικά σε αυτή την δραματική κατάσταση όπου γίνονταν θέαμα, και δεν έδιναν δεκάρα. Είπα στον ξάδελφό μου: Τι είναι αυτό; Είπε, «Είναι Northern Soul!».

Εγώ με την τότε φίλη μου, Julie Bennett στο Ritz Alldayer στο Μάντσεστερ, το καλοκαίρι του 1977. Photo by: Julie Bennett

Για τον εορτασμό της 40ης επετείου, ο παραγωγός μου από το BBC με έπεισε να χορέψω μπροστά στην κάμερα. Η Fran Franklin, η οποία πρωτοπήγε στο Γουίγκαν την ίδια χρονιά που πήγα κι εγώ, και ήταν σύμβουλος χορού στην ταινία, επιστρατεύθηκε για να βοηθήσει.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Κόρη ενός Αφρο-Αμερικανού αεροπόρου, η Fran ήταν μία από τις ίσως δύο δωδεκάδες μαύρων θαμώνων στο Wigan. Δεν την αναγνώρισα την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε, αλλά αναγνώρισα το Άφρο της, όταν είδα τις φωτογραφίες της από εκείνη την εποχή.

Πίστευα ότι θα εξακολουθούσα να έχω μυική μνήμη των χορευτικών κινήσεων, αλλά μόλις εκείνη μου έδωσε το ερέθισμα, ήταν σαφές ότι μου έλειπε ένα βήμα από το βασικό μοτίβο. Μπορούσα, όμως, να σπινάρω. Αλλά, τα αποτελέσματα της προσπάθειας να κάνω ένα σκηνικό, ελπίζω ότι θα μείνουν στον όροφο του μοντάζ. Δεν βοηθά την αυτοπεποίθησή μου ότι οι βασικές οδηγίες της Fran στους 16χρονους της ταινίας ήταν: "Χορέψτε, όπως η γιαγιά σας».

Χορεύουμε το "Out On The Floor" του Dobie Gray - και μόλις δύο λεπτά και τριάντα δευτερόλεπτα αργότερα, αντιλαμβάνομαι γιατί έπαιζε τόσο πολύ το σπιντάκι στην ορίτζιναλ σκηνή: Ο χτύπος της καρδιάς μου έφτανε στο μάξιμουμ των δυνατοτήτων του.

Ρωτάω τη Fran πώς ήταν να είσαι μαύρος ανάμεσα σε αυτά τα φτωχά, λευκά, παιδιά της εργατικής τάξης, που τα έχουν ταΐσει με ρατσισμό από την τηλεόραση και από την κουλτούρα των ανεκδότων στο χώρο της δουλειάς τους. Η απάντησή της λέει όλη την ιστορία του τι πραγματικά συνέβαινε:

«Για μένα ήταν σαν να ανήκω κάπου, σαν να έχω μια οικογένεια. Κάθε άτομο που έχω γνωρίσει στη σκηνή, το ένιωθα σαν αδελφό μου ή αδελφή μου. Περάσαμε καλές εποχές, χάσαμε ανθρώπους, αλλά συναντηθήκαμε στο τέλος, γίναμε ένα.»

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η Northern Soul δεν ήταν κάποια μεμονωμένη πολιτιστική ιδιορρυθμία. Ήταν η κορυφή ενός κύματος πολιτισμού της εργατικής τάξης: Ανέβασε την παιδεία, την κοινωνική κινητικότητα και την αλληλεγγύη. Δεν είχαμε ιδέα ότι όλα αυτά επρόκειτο να καταστραφούν -από τη μαζική ανεργία, την ποινικοποίηση των φτωχών κοινοτήτων και τη βιομηχανική παρακμή. Αλλά νομίζω ότι αισθανθήκαμε ότι βρισκόμασταν σε μια κορύφωση.

Στο ντοκιμαντέρ του 1977, ο βασικός χαρακτήρας, ο Dave Withers , λέει ότι αν το Καζίνο έκλεινε, «θα είχα άμεσα νοσταλγία. Θα κοίταζα πίσω για το υπόλοιπο της ζωής μου». Και αφού το ντοκιμαντέρ βγήκε, άρχιζες να παίρνεις μια αίσθηση θλίψης και λύπης ακούγοντας μερικά κομμάτια που έγιναν δημοφιλή στη σκηνή. “Time Will Pass You By”, “It’s Not The Same”, “It’ll Never Be Over For Me”… αυτά είναι τα κομμάτια, παλιά σοουλ-άκια που τα χρησιμοποιούν σήμερα για να επενδύσουν μουσικά μοντάζ από τις φωτογραφίες τους του παλιού καιρού, στο YouTube . Αυτά είναι τα κομμάτια, τους τίτλους των οποίων κάποιοι κάνουν τατουάζ στους πήχεις των χεριών τους ή απαιτούν να ακουστούν στις κηδείες τους.

Αλλά η νοσταλγία ήταν ήδη εκεί στη σκηνή της σόουλ από τα τέλη της δεκαετίας του '70, επειδή -αντιμέτωπη με μια πολιτική επίθεση που επρόκειτο να καταστρέψει τον αυτοσεβασμό και την κουλτούρα της εργατικής τάξης- δεν είχε κανένα νέο μουσικό πόρο για να αντλήσει.

Μια δεύτερη πίστα άνοιξε στο εσωτερικό του Καζίνο, που ονομάσθηκε Mr M’s και έπαιζε αποκλειστικά "oldies" – που σημαίνει ότι αγνοούσε την επίδραση της funk και της disco στη μαύρη μουσική. Αν και η μόνη φωτογραφία που έχω με εμένα να χορεύω στο Γουίγκαν με δείχνει στην πίστα του M, μουσικά ήμουν στην άλλη πλευρά.

Αν θα μπορούσα να αρπάξω μόνο ένα δίσκο της σόουλ από ένα φλεγόμενο σπίτι θα ήταν το “She’ll Come Running Back”, του Mel Britt, που ηχογραφήθηκε το 1972 και έχει ήδη διάχυτα τα μουσικά συστατικά της funk: Συγκοπή και στατική ανάπτυξη στα έγχορδα.

Τελικά άρχισα να απομακρύνομαι από τη σκηνή, επειδή δεν ανταποκρίθηκε στην κοινωνική κατολίσθηση που ξεκίνησε το 1979: Το πανκ, το new wave, η funk και το hip - hop το έκαναν.

Αλλά η κληρονομιά της Northern Soul ήταν να γεννήσει τη σύγχρονη dance σκηνή. Όταν η rave σκηνή ξεκινούσε στη δεκαετία του 1980, οι πρώην DJs της Northern Soul (και έμποροι ναρκωτικών) την αναγνώρισαν ως ένα είδος νεκρανάστασης. Και σήμερα, αν θέλετε να ζήσετε λίγη από τη μανία, την αίσθηση εργατικής τάξης και την καλή θέληση ενισχυμένη από ένα σπιντάκι, μια νύχτα Gabber μπορεί βοηθήσει αρκετά, αν και υπάρχει μια νεκρική απουσία του ανθρωπισμού μέσα στη μουσική

Υπήρχε μια παλιά παροιμία που λέει για τη Northern σκηνή: «Όλα έγιναν για τη μουσική». Και νομίζω ότι αυτό είναι που μένει. Σήμερα το βλέπω σαν μια ασυνείδητη πράξη επικοινωνίας, που διασχίζει το χωροχρόνο, από μια γενιά με αυτοπεποίθηση, μορφωμένων, πολιτικοποιημένων μαύρων στην Αμερική της δεκαετίας του '60, σε μια ανερχόμενη γενιά των λευκών παιδιών της εργατικής τάξης στη Βρετανία της δεκαετίας του ‘70.

Έλεγε: Οι ελπίδες και οι κοινότητές μας σύντομα θα συνθλιβούν, και το ίδιο και οι δικές σας. Αλλά όσο διαρκεί, ας έχουμε λίγη ειλικρίνεια και λίγη ομορφιά και μερικές φευγαλέες, εύφορες φιλίες μέσα σε ένα δωμάτιο γεμάτο από ξένους . Γι 'αυτό, για μένα η Northern Soul δεν αφορά τη νοσταλγία για το παρελθόν. Είναι η νοσταλγία για τη ζωή, όπως θα μπορούσε να βιωθεί στο μέλλον, αν οι άνθρωποι σε πόλεις όπως το Γουίγκαν και το Ντιτρόιτ απαλλαγούν ποτέ από όλη τη φτώχεια και την ποινικοποίηση που τους επιβλήθηκε στις ενδιάμεσες δεκαετίες.