FYI.

This story is over 5 years old.

House of Crap

Η 37χρονη Εισαγγελέας από τα Πατήσια που τα Βάζει με τους Λύκους

Αν ο Σκορτσέζε γύριζε την ελληνική version του «Wolf of Wall Street», αυτή θα ήταν η πρωταγωνίστριά του.

H Πόπη Παπανδρέου είναι 37 ετών. Στα '90s πήγαινε σχολείο στα Πατήσια, στις τελευταίες αμιγώς μεσοαστικές εποχές της περιοχής, πριν αυτή μεταβληθεί σε περιοχή μεταναστών και κατ' επέκταση στην κοιτίδα στην οποία ανατράφηκε η παραδοξολογία που λέγεται Χρυσή Αυγή. Διάβαζε πολύ, ήταν επιμελής ίσως και τελειομανής και τελείωσε την Νομική με επαίνους. Μπήκε στο εισαγγελικό σώμα το 2008, τη χρονιά που η κρίση φαινόταν κάτι που δεν θα μας αγγίξει και τόσο, την χρονιά που η ελληνική φούσκα έμοιαζε τόσο αυτάρεσκα τσιτωμένη από καθαρό αέρα που κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί την έκρηξη που θα ακολουθούσε.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

 Το επώνυμο της -άλλο ένα συμβολικό όνομα της σύγχρονης Ελλάδας- εμφανίστηκε στην επικαιρότητα για πρώτη φορά το 2011, όταν ανακίνησε την υπόθεση των υποβρυχίων, μέχρι να ασχοληθεί ένα χρόνο αργότερα και με τα στημένα στο ποδόσφαιρο καταφέρνοντας να είναι ο μοναδικός άνθρωπος που δεν φοβήθηκε τη μυθιστορηματικά λούμπεν μορφή του Μάκη Ψωμιάδη. Παίρνει καθαρά, γύρω στα 2200 ευρώ τον μήνα. Και χωρίς να έχουμε δει ποτέ μια καθαρή φωτογραφία της, χωρίς να έχουμε διαβάσει μια συνέντευξη της, μαθαίνοντας μόνο θραύσματα της εργασίας της από το δικαστικό ρεπορτάζ, φανταζόμαστε το πρόσωπο της ως ενός ανθρώπου που είναι αποφασισμένος να κάνει τη δουλειά σωστά μέχρι τέλους. Προφανώς δεν την κάνει μόνη της. Αλλά αν θέλουμε να γίνουμε υπερβολικά συμβολικοί και λίγο λυρικοί, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε κάπου εκεί, στις θολές εικόνες της στο internet, την απόπειρα της ελληνικής Δημοκρατίας να ξανασηκωθεί.

Η Πόπη Παπανδρέου είναι η εισαγγελέας του οικονομικού εγκλήματος που μέσα στην προηγούμενη εβδομάδα και έπειτα από μήνες έρευνας, ανακοίνωσε τις διώξεις για το σκάνδαλο του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, μια υπόθεση που για τους εμπλεκόμενους είναι ασφαλώς «μια παρεξήγηση», ένα «εμπόδιο για την ανάπτυξη» αλλά για τους γνωρίζοντες είναι η αποκάλυψη της αλόγιστης σπατάλης του μεγάλου θησαυροφυλακίου των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών. Η υπόθεση αυτή ήρθε να προστεθεί στις προηγούμενες συλλήψεις της Δικαιοσύνης για την υπόθεση των εξοπλισμών. 'Εχουν προηγηθεί η τιμωρία του Άκη, τα ισόβια του Παπαγεωργόπουλου, μια διαρκής απειλή και μια ξεκάθαρη τάση της ελληνικής Δικαιοσύνης να κινηθεί όπως το απαιτεί ο θεσμικός ρόλος της: Οχι παράλληλα με το πολιτικό σύστημα, όχι με πολιτικές παρεμβάσεις, αλλά ανεξάρτητα -και αν χρειαστεί- σε σύγκρουση με αυτό.

Μέσα σε αυτό το κλίμα καχυποψίας, μεμψιμοιρίας και οριακής ματαίωσης που ζει η ελληνική κοινωνία, αυτές οι κινήσεις μπορεί να εκληφθούν ως άλλη μια θεωρία συνωμοσίας, ένα «έλα μωρέ το κάνουν για τα μάτια του κόσμου». Αν το δει κάποιος ψύχραιμα όμως, διακρίνει πολλαπλούς παράγοντες: Την κόντρα της δικαστικής με την πολιτική εξουσία με αφορμή την μείωση των αποδοχών των Δικαστικών. Τον ψυχολογικό παράγοντα της καλώς εννοούμενης μεγαλομανίας του μέσου δικαστικού, των ανθρώπων που αυτοπροσδιορίζονται ως η ύστατη καταφυγή του πολίτη για δικαιοσύνη. Την χαλάρωση (ή τον πανικό) του συστήματος που πλέον αδυνατεί να σηκώσει ένα τηλέφωνο και να σταματήσει μια έρευνα. Το γεγονός πως αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει «κοινό συμφέρον», «Μεγάλη Ιδέα» και δέσμευση της δικαιοσύνης.  Υπάρχουν αντικροοούμενες τάσεις και μόνο. Το ότι η κόντρα με την πολιτική εξουσία είναι φανερή με ανακοινώσεις σκληρών χαρακτηρισμών με κάθε αφορμή.

Τα media έχουν συνήθως μια αλλήθωρη λογική, βλέπουν την καθημερινότητα μυωπικά, κυνηγούν την επικαιρότητα, την διαμορφώνουν κατά το δοκούν. Μιλούν για την απόδραση ενός παλαίμαχου τρομοκράτη, για την μεταμφίεση ενός χαρωπού πολιτικού σε παπά σε ένα καρναβάλι, για τις πινακίδες ενός ξεμωραμένου πολιτικού, για έναν πρώην συγγραφέα που ασχολείται με τα like και την πολιτική με αυτή τη σειρά. Και υποθέσεις όπως αυτή του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου (ζημιά  500.000.000 ευρώ) ή αυτή των εξοπλιστικών, πραγματικές ακτινογραφίες που δείχνουν τον κακοήθη όγκο του πολιτικού συστήματος, αντιμετωπίζονται ως μια «έλλειψη συνεννόησης» αντί για την πραγματική τους υπόσταση: Μια απόπειρα κάθαρσης, σπάνια στα ελληνικά χρονικά, την προσωποποίηση της οποίας δείχνει η δημόσια διαπόμπευση και φυλάκιση ενός ανθρώπου που προφανώς λειτουργούσε ως ανέγγιχτος από κάθε εξουσία, ενός παράγοντα του τόπου που -όσο λαϊκίστικο και αν ακούγεται- δεν πήγε σχολείο στα Πατήσια, αλλά στο Κολλέγιο και έμοιαζε να το θεωρεί κεκτημένο και όχι προνόμιο του. Και γι' αυτό λειτουργούσε έτσι μέχρι να εμφανιστεί το μήνυμα πως κανείς δεν είναι ασφαλής πια.

Αυτές τις μέρες, στη σκοτεινή Ελλάδα παίζεται η τελευταία ταινία του Μάρτιν Σκορτσέζε «Ο Λύκος της Γουόλ Στριτ», η πραγματική ιστορία ανόδου και πτώσης του μεγαλοαπατεώνα Τζόρνταν Μπέλφορντ, ενός κλασικού white collar εγκληματία που κάποτε ένιωσε τόσο πλούσιος που έβγαζε λογύδρια για το πόσο φτωχοί ήταν οι διώκτες του που αναγκάζονταν να πάρουν το μετρό και όχι μια λιμουζίνα για να πάνε σπίτια τους. Βλέποντας την, δεν μπορείς να σκεφτείς πως υπό προυποθέσεις θα μπορούσαμε να εξάγουμε καλύτερα σενάρια διαφθοράς και διαπλοκής, αλλά υστερούμε σε κινηματογραφική παραγωγή.

Σε μια σκηνή προς το τέλος, ο εισαγγελέας που τον έκλεισε (έστω και για λίγο) στη φυλακή διαβάζει μέσα σε ενα βρώμικο βαγόνι του μετρό, την καταδίκη του κάποτε πανίσχυρου απατεώνα. Είναι ανάμεσα σε κουρασμένους ανθρώπους που γυρνάνε σπίτι ηττημένοι μετά από κοπιαστικές μέρες με ανύπαρκτα μεροκάματα. Φαίνεται ανέκφραστος, σκεπτικός και μελαγχολικός συνειδητοποιώντας ξανά την δομική αδικία στη διανομή του πλούτου. Αν παρατηρήσεις καλά όμως, θα δεις την ταξική δικαίωση να εμφανίζεται για λίγο στα μάτια του, τον θρίαμβο όχι της εκδίκησης, αλλά της δικαιοσύνης.  Για κάποιο λόγο, σκέφτηκα πως αυτή η σκηνή θα μπορούσε να επαναληφθεί στον ηλεκτρικό των Πατησίων, όταν ένα άγνωστο πρόσωπο στα media, επιστρέφει στην παλιά της γειτονιά, γνωρίζοντας πως ακόμα και αν οι κατηγορούμενοι με τα λευκά κολλάρα γλιτώσουν, αυτή θα έχει κάνει τη δουλειά της σωστά. Και το ξέρουν όλοι: οι ωραιότερες ιστορίες γράφονται πάντα από τρελούς που αποφάσισαν κάποια στιγμή να κάνουν σωστά τη δουλειά τους.