Για Αυτά τα Παιδιά η Κατάληψη Είναι Κάτι Περισσότερο από Απλή Επιβίωση

FYI.

This story is over 5 years old.

Photo

Για Αυτά τα Παιδιά η Κατάληψη Είναι Κάτι Περισσότερο από Απλή Επιβίωση

Μπήκαμε σε μια κατάληψη στο κέντρο της Αθήνας.

Το σύνθημα στον 7ο όροφο του εγκαταλελειμμένου νεοκλασικού στο κέντρο της Αθήνας ήταν σαφές και προμήνυε τις διαθέσεις των ενοίκων του - «Fuck you all». Τριγύρω, οι ετοιμόρροποι τοίχοι μετά βίας συγκρατούσαν τα σπασμένα παραθυρόφυλλα, ενώ τα φθαρμένα ξύλινα πατώματα έτριζαν σε κάθε μας βήμα. Μόνο οι επιβλητικές μαρμάρινες σκάλες και οι τεράστιοι καθρέφτες απέμεναν για να θυμίζουν ότι κάποτε αυτό το δωμάτιο χρησίμευε ως αίθουσα χορού, σφύζοντας από ζωή. «Χορεύουμε;», μου είχε πει ένα βράδυ ο Α. αδιαφορώντας για το χάος γύρω μας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ήταν Ιανουάριος του 2014 όταν συνάντησα μια παρέα νέων ανθρώπων, οι οποίοι προερχόμενοι από διαφορετικές χώρες της Ευρώπης και την Ελλάδα, αποφάσισαν -κόντρα στα στερεότυπα της εποχής- να ζήσουν χωρίς χρήματα. Έτσι, έσπασαν την πλαϊνή πόρτα ενός μισογκρεμισμένου επταώροφου κτιρίου, το κατέλαβαν και το μετέτρεψαν σε χώρο ελευθερίας και συνύπαρξης, εφαρμόζοντας στην πράξη το περίφημο σύνθημα των Ολλανδών καταληψιών «Κατάληψη σημαίνει περισσότερα από απλή επιβίωση».

Είναι περασμένα μεσάνυχτα και ο Α., από τη Λετονία, πίνει ακόμα μπύρες με τον Ι. στην πλατεία Εξαρχείων. Οι δυο τους γνωρίστηκαν σε μια κατάληψη στο Αλικάντε, στο νότιο κομμάτι της Βαλένθια και έπειτα από λίγο καιρό αποφάσισαν να επισκεφτούν την Ελλάδα - για την ακρίβεια, τα Εξάρχεια. «Στις καταλήψεις που μείναμε ανά την Ευρώπη, ακούγαμε πάντοτε πολλές ιστορίες για τα Εξάρχεια. Έτσι, κάποια στιγμή αποφασίσαμε να έρθουμε στην περιοχή και να ζήσουμε εδώ για ένα διάστημα» μου λέει ο Α., ο οποίος στη Λετονία δούλευε ως πωλητής σε ένα κατάστημα μέχρι που μια μέρα παράτησε τη δουλειά του και άρχισε να ταξιδεύει σε πόλεις της Ευρώπης, μένοντας συνήθως σε καταλήψεις. «Η κατάληψη για μένα είναι ένας τρόπος ζωής, ένας τρόπος να ανήκεις σε μια κοινότητα ανθρώπων».

Κάθε βράδυ μετά τα μεσάνυχτα και λίγο πριν τα απορριμματοφόρα βγουν στους δρόμους της Αθήνας, τριγυρνούσαμε στα στενά της Ομόνοιας μαζεύοντας το φαγητό που πετούσαν στους κάδους τα ψητοπωλεία και οι φούρνοι της περιοχής. «Δεν είναι ότι δεν έχουμε χρήματα, απλώς είναι λάθος να πηγαίνει χαμένο τόσο φαγητό», μου είπε ένα βράδυ ο Ν. «Όπως λάθος είναι και να το πετάς μέσα στους κάδους. Καλύτερα να το αφήνεις σε εμφανές σημείο, μέσα σε σακούλες. Με αυτόν τον τρόπο, ίσως βοηθήσεις κάποιον που το έχει ανάγκη».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Οι καταλήψεις στέγης δεν αποτελούν ευρέως διαδεδομένη πρακτική στην Ελλάδα, αν και παγκοσμίως γνωρίζουν μεγάλη άνθιση ως προσπάθεια έμπρακτης επίλυσης του στεγαστικού προβλήματος. Ήδη από το 1649, οι Diggers στην Αγγλία προσπάθησαν να επαναπροσδιορίσουν την έννοια της ιδιοκτησίας καταλαμβάνοντας και καλλιεργώντας από κοινού ακαλλιέργητες εκτάσεις.

Τον Οκτώβριο του 1981, λίγες μόλις ημέρες μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, έγινε η πρώτη κατάληψη κτιρίου στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα στην οδό Βαλτετσίου στα Εξάρχεια. Η κατάληψη της Βαλτετσίου αποτέλεσε έναν αυτοοργανωμένο χώρο ελεύθερης έκφρασης και δραστηριοτήτων. Εκείνη την εποχή ξεκινάνε οι μαζικές καταλήψεις κτιρίων, οι οποίες θα κορυφωθούν την τριετία 1988-91.

Σήμερα, αρκετές ιστορικές καταλήψεις έχουν εκκενωθεί μετά από επέμβαση της αστυνομίας. Το ίδιο έγινε και με την κατάληψη αυτού του επταώροφου κτιρίου. Πριν όμως τα ΜΑΤ σφραγίσουν οριστικά την ξύλινη πόρτα του νεοκλασικού, μια ομάδα νέων ανθρώπων είχε καταφέρει -έστω και για λίγo- να κερδίσει το στοίχημα και να επιβιώσει χωρίς χρήματα, σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και τρεχούμενο νερό. Να κάνει δηλαδή το όνειρό της πραγματικότητα και να ζήσει ουσιαστικά ελεύθερη. Ή διαφορετικά, να εφαρμόσει στην πράξη το μότο της βρετανικής αναρχο-πανκ κολεκτίβας Crass «Η μόνη εξουσία είναι ο εαυτός σου».

Περισσότερα από το VICE

Φωτογραφίες από τη Zωή σε μια Γυναικεία Σωφρονιστική Αποικία

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Οι καταλήψεις έχουν χαρακτηριστεί πολλές φορές ως χώροι ανομίας και χρήσης παράνομων ουσιών.

«Fuck you all». Αυτό το σύνθημα αντίκριζε κανείς μόλις έμπαινε στο κεντρικό δωμάτιο του επταώροφου κτιρίου.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι το φαινόμενο των καταλήψεων στέγης εμφανίστηκε κυρίως σε κοινωνίες αυξημένης έντασης και σε περιόδους οικονομικο-κοινωνικών αναδιαρθρώσεων και μεταβάσεων.

Πολλές καταλήψεις έχουν διαλυθεί μετά την –πολλές φορές βίαιη– επέμβαση της αστυνομίας, ενώ οι καταληψίες έχουν διωχθεί ποινικά μεταξύ άλλων και για φθορά δημόσιας περιουσίας, κλοπή ηλεκτρικού ρεύματος και διατάραξη οικιακής ειρήνης.

Σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε η Περιφέρεια Αττικής το 2014 υπάρχουν περίπου 1.200 εγκαταλελειμμένα κτίρια στην Αθήνα, πολλά από τα οποία ανήκουν σε δημόσιους φορείς και ασφαλιστικά ταμεία. Ωστόσο, ο πραγματικός αριθμός εκτιμάται, ότι είναι πολύ μεγαλύτερος.

Η κατάληψη ως πρακτική συναντάται χρονικά από τη στιγμή που κτίρια και γη εγκαταλείπονταν από τους ιδιοκτήτες.

Από τα τέλη της δεκαετίας του '60, δεκάδες χιλιάδες καταλήψεις εμφανίζονται ως μια προσπάθεια αντιμετώπισης του στεγαστικού προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές χώρες.

«Στις καταλήψεις που μείναμε ανά την Ευρώπη ακούγαμε πάντοτε πολλές ιστορίες για τα Εξάρχεια. Έτσι, κάποια στιγμή αποφασίσαμε να έρθουμε στην περιοχή και να τη ζήσουμε για ένα διάστημα», μου λέει ο Α., ο οποίος στη Λετονία δούλευε σε ένα κατάστημα κινητής τηλεφωνίας μέχρι που μια μέρα πέταξε τη στολή εργασίας κι έκτοτε ταξιδεύει σε πόλεις της Ευρώπης, μένοντας συνήθως σε καταλήψεις.

Η κατάληψη γι' αυτά τα παιδιά υπήρξε ένα στοίχημα, ότι μπορούν να συμβιώσουν σε ένα ερειπωμένο κτίριο και να επιβιώσουν χωρίς χρήματα και τις ανέσεις της σύγχρονης κοινωνίας.

Παλαιότερα στο κτίριο φιλοξενούνταν μια σχολή αισθητικής και μια σχολή χορού – σήμερα το ξύλινο πάτωμα έχει ξεφτίσει και οι καθρέφτες στους τοίχους είναι ετοιμόρροποι. Ωστόσο, τα παιδιά αδιαφορούσαν για όλα αυτά, αποδεχόμενα την αταξία της ζωής.

Το κτίριο δεν είχε τρεχούμενο νερό και ηλεκτρικό. Μπάνιο έκαναν άλλες φορές στη βεράντα και άλλες φορές έξω, στον λόφο του Στρέφη.

Πολλές φορές η κατάληψη αποκτά πειραματική διάσταση ελέγχου του κοινωνικού χώρου.

Τις ημέρες που είχαν ανάγκη από χρήματα έβγαιναν στον δρόμο κάνοντας ζογκλερικά για λίγα ευρώ.

Οι περισσότεροι δεν ξόδευαν καθόλου χρήματα για τις καθημερινές τους ανάγκες – ψωμί έπαιρναν αργά το βράδυ από τους κάδους όπου έριχναν οι φούρνοι της Ομόνοιας τα περισσευούμενα της ημέρας και φαγητό με τον ίδιο τρόπο από συγκεκριμένα ψητοπωλεία της περιοχής. «Δεν είναι ότι δεν έχουμε χρήματα, απλώς είναι λάθος να πηγαίνει χαμένο τόσο φαγητό», μου είπε ένα βράδυ ο Ν. «Όπως λάθος είναι και να το πετάς μέσα στους κάδους. Καλύτερα να το αφήνεις σε εμφανές σημείο, μέσα σε σακούλες. Ίσως βοηθήσεις κάποιον».

Τις μέρες που δεν υπήρχε πεταμένο φαγητό στους κάδους απορριμάτων, η παρέα κατηφόριζε στα στριτφουντάδικα της Μάρνη και έτρωγε με ένα ευρώ το πιάτο. Όταν πάλι χρειάζονταν νερό, έπαιρναν κάμποσα μεγάλα πλαστικά δοχεία και πήγαιναν σε ένα κοντινό strip club που ο ιδιοκτήτης τούς επέτρεπε να παίρνουν νερό από τη βρύση του. Έπειτα τα κουβαλούσαν πίσω στην κατάληψη.