FYI.

This story is over 5 years old.

Μουσική

Εξοικειώνοντας τη Ρατσιστική Νότια Αφρική με την Punk Κουλτούρα

Η μάχη με την πολιτισμική ανισότητα και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
MS
Κείμενο Murray Stassen

Οι φωτογραφίες και τα scans είναι απ' το The Obscenely Loud

Το να μεγαλώνεις στη σκιά του απαρτχάιντ στην ύπαιθρο της Νοτίου Αφρικής είναι περίπλοκο. Ακόμη και την εποχή που έκλεινα τα 18, το 2006, μία γεμάτη άγνοια αντίληψη περί του «άλλου», του «ξένου» παρέμενε βαθιά ριζωμένη στις ψυχές πολλών ανθρώπων. Μία αντίληψη που έκανε τη ζωή πολύ δύσκολη. Όντας αγγλόφωνος σε μια αγροτική περιοχή όπου κυριαρχούν τα Αφρικάανς, συχνά ένιωθα ξένος στην ίδια την γενέτειρά μου, παρά το γεγονός ότι είχα γεννηθεί στο ίδιο χώμα όπως όλοι οι άλλοι.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Το ANC, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, το κυρίαρχο κόμμα των μαύρων, απέτυχε να δημιουργήσει μια κοινωνία ίσων ευκαιριών σχεδόν 20 χρόνια μετά το τέλος του απαρτχάιντ. Η διαφθορά μαστίζει το κυρίαρχο σύστημα, η φτώχεια είναι ευρέως διαδεδομένη, η εγκληματικότητα και η ανεργία βρίσκονται σε πολύ υψηλά επίπεδα και η κοινωνική αναρρίχηση και ευελιξία αποτελούν άπιαστο όνειρο για τους περισσότερους ανθρώπους. Ως έφηβος, ένιωσα ότι ένας φτωχός, αγγλόφωνος λευκός της Νότιας Αφρικής, δεν είχε απολύτως καμία φωνή στη δική μου επαρχία, που παραδόξως ονομάζεται Free State.

Ενώ προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τη θέση μου στην κοινωνία που γεννήθηκα, κατάλαβα ότι στερούμαι πολιτισμικής ταυτότητας και κάποιας χειροπιαστής οικονομικής προοπτικής. Αυτοί είναι πιθανόν οι λόγοι που σύντομα γοητεύθηκα από τη βρετανική και την αμερικανική πανκ της προηγούμενης από μένα γενιάς, που έγραφε και τραγουδούσε για τον ρατσισμό, την ανεργία, τη φτώχεια και άλλα παρόμοια κοινωνικά ζητήματα που αντιμετώπιζα μεγαλώνοντας στην αγροτική Νότια Αφρική.

Ευτυχώς, βρήκα κάποια αλληλεγγύη σε άτομα με τις ίδιες ιδέες στην πανκ σκηνή του Bloemfontein μεταξύ του 2006 και του 2007, άτομα που ως επί το πλείστον ήταν skateboarders, καλλιτέχνες, μουσικοί και φιλελεύθεροι στοχαστές, προερχόμενοι από διαφορετικό κοινωνικοοικονομικό και πολιτισμικό υπόβαθρο. Είχαμε μετακομίσει στην πόλη από την μικροσκοπική και συντηρητική γενέτειρά μου που τώρα ήταν δύο ώρες μακριά, εκεί όπου υπήρχαν μόνο μερικά παιδιά που ασχολούνταν με το καλλιτεχνικό πατινάζ και την πανκ ροκ μουσική.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η εναλλακτική κουλτούρα του Free State ήταν πολύ λιγότερο ανεπτυγμένη απ' ό, τι στις μεγαλύτερες πόλεις, όπως το Ντέρμπαν, το Κέιπ Τάουν και το Γιοχάνεσμπουργκ. Τα περιοδικά για skateboard που διάβαζα στην αρχή της εφηβείας μου, συχνά έδειχναν να αγνοούν τη γεωργική επαρχία, και μπορώ να καταλάβω το γιατί. Το μόνο πάρκο για skateboard στην πόλη την εποχή εκείνη, ήταν μια παλιά σάπια σαβούρα, με σκουριασμένα μέταλλα στη ράμπα και με ρωγμές στο τσιμέντο- που δεν είχε καμία σχέση με το βελούδινο πάρκο Tony Hawk, 600 χιλιόμετρα μακριά, στο Durban.

Μπουχτισμένοι με τον περίγυρό μας και χωρίς να έχουμε μία πλατφόρμα για να εκφραστούμε, ο φίλος μου ο Ruan κι εγώ αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε ένα περιοδικό για να καλύψει την ολοένα αναπτυσσόμενη εναλλακτική σκηνή της πόλης, στο οποίο δώσαμε το όνομα «The Obscenely Loud» ή εν συντομία TOL. Θέλαμε να πληροφορήσουμε τον κόσμο για το τι συνέβαινε σε τοπικό επίπεδο και να δώσουμε σε όσους πήγαιναν στις συναυλίες και στις εκδηλώσεις skate, κάτι που θα μπορούσαν να πάρουν μαζί τους και να το μοιραστούν με άλλους, με την ελπίδα ότι λίγο περισσότεροι άνθρωποι θα εμφανίζονταν στις επόμενες εκδηλώσεις.

Ο διαμοιρασμός υλικού μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν μας βοήθησε και πολύ εκείνη την εποχή -τα περισσότερα σπίτια της περιοχής δεν διέθεταν ευρυζωνική σύνδεση- έτσι, εκ των υστέρων, ήταν η τέλεια στιγμή για να ξεκινήσουμε ένα περιοδικό, λίγο πριν κατακλύσουν το Ιντερνετ ιστότοποι όπως το Billboard, και ο καθένας με φωτογραφική μηχανή μπορέσει να «πετάει» online περιοδικά για τα στυλ του δρόμου ή να ανταλλάσσει φωτογραφίες μέσω site όπως το Facebook. Και θέλω να πιστεύω πως το περιοδικό μας, που ήταν μια δουλειά cut-and-paste και διανεμόταν δωρεάν στα αγαπημένα μας δισκοπωλεία και στις μουσικές σκηνές, ίσως βοήθησε στη δημιουργία κάποιας κίνησης στην τοπική μουσική σκηνή. Στο αποκορύφωμα του TOL, είχαμε κάποια συγκροτήματα και πολύ περισσότερους ανθρώπους που πήγαιναν σε συναυλίες, κάτι που σίγουρα είχε να κάνει με το γεγονός ότι η μουσική γενικά τα πήγαινε πολύ καλύτερα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Το πρώτο μας τεύχος ήταν ένα είδος γνωριμίας- είχαμε μια συνέντευξη με ένα τοπικό συγκρότημα, άρθρα για την τοπική σκηνή του skate και το «Κουβέντες της Πιάτσας», όπου γράφαμε τα δικά μας νέα όπως και τις λίστες με τις συναυλίες. Μετά το πρώτο τεύχος, αρχίσαμε να παίρνουμε μία ιδέα για το τι πραγματικά κάναμε, τυπώνοντας περίπου 200 αντίτυπα τη φορά και περιλαμβάναμε υλικό όπως ανασκοπήσεις συναυλιών, άρθρα γνώμης και ιστοριούλες.

Το περιοδικό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο έκφρασης των πολιτικών μας απόψεων, αλλά εμείς δεν το κάναμε αυτό. Αντί γι' αυτό, προσπαθήσαμε να είμαστε αστείοι και να μιλάμε για ό, τι κάναμε στην καθημερινότητά μας: για μουσική, για skate και τέτοιες μαλακίες. Το να διαμαρτυρόμασταν για την πολιτική κατάσταση από τις σελίδες ενός περιοδικού για fans, ας είμαστε ρεαλιστές, δεν θα έδινε λύσεις σε τίποτα, έτσι το μόνο που μπορούσαμε πραγματικά να κάνουμε ήταν να κοροϊδεύουμε τους γύρω μας.

Πολύ σύντομα, η συντακτική ομάδα μεγάλωσε, οι εξωτερικοί συνεργάτες αυξήθηκαν και το TOL άρχισε να γίνεται γνωστό και να βάζει διαφημίσεις τοπικών εταιρειών, χρηματοδοτώντας έτσι το κόστος εκτύπωσης. Μετά από δύο τεύχη, αποφασίσαμε να κάνουμε ένα πάρτι για να διαφημίσουμε το περιοδικό και με την υποστήριξη της punk και metal σκηνής του Γιοχάνεσμπουργκ καταφέραμε να κλείσουμε αρκετούς καλλιτέχνες και από τις δύο πόλεις, για ένα πάρτι που μεταμορφώθηκε σε ολονύκτιο φεστιβάλ με το όνομα Obscenefest.

Το φεστιβάλ ήταν τόσο πρόχειρο και ασταθές όσο ήταν το ίδιο το περιοδικό. Βρήκαμε έναν ντόπιο με κάποια γη στα προάστια της πόλης που ήταν πρόθυμος να μας αφήσει να κάνουμε την εκδήλωση εκεί, και με τη βοήθεια πολλών φίλων μας προετοιμάσαμε την περιοχή για ένα μουσικό φεστιβάλ- κάτι που ασφαλώς δεν ξέραμε καθόλου να κάνουμε. Αλλά όλα πήγαν εκπληκτικά καλά, με δεδομένο ότι βρήκαμε τον εξοπλισμό και χτίσαμε την σκηνή μόνοι μας.

Και δεν ήταν μόνο πανκ ροκάδες ή χεβιμεταλάδες που ήρθαν εκεί, ήταν πολλοί άνθρωποι από την πόλη, πολλοί με τους οποίους δεν είχαμε ξανασυναντηθεί, ήρθαν εκεί έξω για να δουν τι ήταν αυτό που κάναμε. Το Obscenefest βοήθησε να βγει η underground σκηνή της πόλης από την αφάνεια, και παρά το ότι δουλεύαμε με ελάχιστο προϋπολογισμό, σχεδόν χωρίς λεφτά, με παντελή έλλειψη εμπειρίας, αυτή η μικρή, αρχική ιδέα συνέβαλε στην προώθηση μιας κοινής αντίληψης για την πολιτιστική ταυτότητα αλλά και στο να ακουστεί μια φωνή για τους άφωνους.

Παρόλο που το περιοδικό σταμάτησε το 2008 μετά από αρκετά τεύχη, το προσωπικό του TOL κατέληξε να διοργανώνει το μεγαλύτερο Obscenefest την επόμενη χρονιά, με ακόμη μεγαλύτερη μουσική ποικιλία από το πρώτο- ένα μεγάλο γεγονός για ένα μέρος όπως το Bloemfontein. Δυστυχώς, η έλλειψη οικονομικών ευκαιριών στο Free State σημαίνει ότι πολλοί άνθρωποι φεύγουν για μεγαλύτερες πόλεις ή για το εξωτερικό, με συνέπεια η σκηνή της οποίας ήμουν μέρος, σταδιακά να ξεθωριάσει.

Αλλά η ανάμιξη μου με την κοινότητα που κάλυπτε το TOL, μού έδωσε την αίσθηση της πολιτιστικής ταυτότητας που είχα στερηθεί. Και μπορεί η πανκ σκηνή της πόλης να έχει διαλυθεί, όμως υπάρχει τώρα μια πολύ πιο ποικιλόμορφη εναλλακτική κουλτούρα σε σχέση με την νοοτροπία του αθλητικού τύπου που κυριαρχούσε στα πράγματα όταν είχα πρωτοέρθει- μια αίσθηση ότι οι γεμάτες άγνοια απόψεις της παλιάς Νότιας Αφρικής αρχίζουν να εξαπλώνονται έξω από τη επικρατούσα τάση, προς την περιφέρεια.