fylaki-08
Εικονογράφηση: Παναγιώτης Πανταζής
Η Φυλακή από Μέσα

Ο Κώστας Μπαινοβγαίνει στις Φυλακές της Ευρώπης Εδώ και Είκοσι Χρόνια

«Τον διάλεξα τον δρόμο μου. Όμως η φυλακή είναι θάνατος, όσες φορές και να έχεις ξαναμπεί».

«Όταν κλείνει αυτή η ρημάδα η πόρτα της φυλακής, είναι θάνατος. Το μυαλό σου μπορεί να ξεφύγει. Πρέπει να είσαι πολύ δυνατός χαρακτήρας για να αντέξεις μέσα, ειδικά στην Ελλάδα. Αυτό το συμπέρασμα έχω βγάλει απ’ όλα τα χρόνια που μπαινοβγαίνω στις φυλακές. Αν δεν ήμουν δυνατός, θα είχα πεθάνει, θα είχα τρελαθεί.

»Δεν υπάρχουν λόγια. Έχουμε δει αυτοκτονίες, χαρακώματα, έχουμε δει πολλά. Κατ’ αρχάς, κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή. Στη φυλακή είναι όλοι έτοιμοι για καβγά, βράζει το αίμα τους να τσακωθούν».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο Κώστας εκτίει την ποινή του στις φυλακές του Ναυπλίου, τους τελευταίους 27 μήνες. Ο 65χρονος έχει καταδικαστεί σε 12 χρόνια κάθειρξη, για λαθρεμπόριο τσιγάρων. Η ιστορία του θυμίζει ταινία του Οικονομίδη. Οι περισσότεροι δύσκολα θα γνωρίσουν έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν, στους κύκλους που κινούνται.

Το 2020, ο Κώστας πέρασε την πύλη της φυλακής για πέμπτη φορά, από το 2001. Φυλακή στην Ιταλία, την Ελλάδα, την Κροατία, τη Γερμανία και ξανά στην Ελλάδα, στο κατάστημα κράτησης Ναυπλίου. Φορτηγατζής, «μια ζωή τσιγαράς παράνομος», λέει με ειλικρίνεια.  

Κάθε φορά ήξερε ότι αυτό που έκανε είχε ημερομηνία λήξης, ήξερε ότι θα τον ξαναπιάσουν αργά ή γρήγορα. Δεν ήθελε, όμως, να προσπαθήσει να αλλάξει ζωή. «Τον διάλεξα τον δρόμο μου, δεν έχω και παράπονα πολλά», λέει χαρακτηριστικά απ’ την άλλη άκρη του τηλεφώνου.

Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που επί 21 χρόνια μπαινοβγαίνει στις φυλακές της Ευρώπης, αλλά το σύστημα αποδείχτηκε αναποτελεσματικό στον σωφρονισμό του - τουλάχιστον μέχρι τώρα.


«Στην Ελλάδα, οι φυλακές είναι τριτοκοσμικές»

Είμαι στη φυλακή στο Ναύπλιο 27 μήνες. Η ποινή μου είναι 12 χρόνια. Είμαι 65 ετών. Εγώ έχω διαλέξει αυτόν τον δρόμο. Είμαι εντάξει με τον εαυτό μου, δεν μου φταίει κανείς. Ήξερα κάθε φορά ότι έχει ημερομηνία λήξης αυτό το πράγμα, ότι θα με πιάσουν. Εγώ, όμως, είμαι μια ζωή με τα τσιγάρα, τσιγαράς παράνομος. Έχω κάνει φυλακή Ιταλία, Γερμανία, Κροατία και είχα ξαναμπεί στη φυλακή στο Ναύπλιο το 2012.

Στην Ελλάδα, οι φυλακές είναι τριτοκοσμικές μπροστά σ’ αυτές τις φυλακές που έχω περάσει έξω. Εδώ, για να βγάλεις μια φυλακή, πρέπει να έχεις τσουβάλια λεφτά πίσω σου και να πληρώνεις, ενώ «έξω» είναι αλλιώς. Στη Γερμανία, ας πούμε, είναι το number one σύστημα. Σε θέματα φυλακής είναι μπροστά, πάρα πολλά χρόνια. Εδώ τώρα ήρθα σε ένα κελί μικρό, έχεις άλλα τέσσερα άτομα, μπορεί και πέντε, μπορεί και έξι. Αυτό είναι θάνατος. Άσε που δεν δίνουν εύκολα μεροκάματα, είναι δύσκολες οι συνθήκες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πάλι καλά όμως που είμαι στο Ναύπλιο, που είναι μια καλή φυλακή, σε σχέση με τις άλλες. Αν είσαι σωστός θα έχεις το καλό το κελί. Έβαλα και πόρτα στην τουαλέτα, γιατί δεν είχαν. Εγώ είμαι ένα παιδί που θέλω να έχω λίγο την άνεσή μου, παραγγέλνω απ΄ την καντίνα 200 ευρώ μαζί με τα τσιγάρα μου, να φτιάξω να φάω αυτό που θέλω να φάω.

«Στην πρώτη φυλακή νόμιζα ότι με θάψαν 50 μέτρα κάτω απ΄ τη γη»

Κάθε φορά που μπαίνω φυλακή, είναι πρώτη φορά. Όταν μπήκα στη φυλακή στο Ναύπλιο ήταν σαν να μου κοπήκαν τα πόδια. Είναι έγκυος και η γυναίκα του γιου μου, και εγώ είμαι εδώ. Τι ψυχολογία να έχω; Πώς δεν έχω τρελαθεί και δεν έχω πάρει ποτέ ούτε ένα χάπι, ούτε για να κοιμηθώ, δεν ξέρω!

Η πρώτη φορά που πέρασα την πόρτα της φυλακής ήταν το 2001 στην Ιταλία. Τότε νόμιζα ότι με θάψαν 50 μέτρα κάτω απ΄ τη γη, γιατί ήταν η πρώτη φυλακή. Κάθε βδομάδα ερχόταν η γυναίκα μου με τα παιδιά μου στην Ιταλία κι έτσι κρατήθηκα.

Απ’ την πρώτη μου μέρα στη φυλακή, τα θυμάμαι όλα. Πέσαν όλοι πάνω μου σαν τα κοράκια - «από πού είσαι; τι κάνεις;». Βρήκα και κάνα δυο Έλληνες. Μετά είχε ζόρι, αλλά σιγά-σιγά προσαρμόστηκα γιατί είχα το πρόγραμμά μου. Ήξερα ότι την τάδε ώρα θα βγω στο προαύλιο, την τάδε ώρα θα φάω, την τάδε ώρα θα κάτσω με τους άλλους να παίξουμε χαρτιά κι έτσι περνάει η ώρα.

Το πρώτο βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου. Εκατό φορές να πας φυλακή, το πρώτο βράδυ δεν κοιμάσαι. Ήμουνα στο κελί με ένα παιδί από την Αλγερία. Τον ξενύχτησα κι αυτόν. Του έλεγα «δεν ξέρω πόσο καιρό θα κάτσω, αλλά πρέπει να μου πεις πώς είναι εδώ τα πράγματα, να προσαρμοστώ». Ξέραμε κι οι δυο ιταλικά και συνεννοηθήκαμε.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Εκεί ήταν γρήγορη φυλακή, οκτώ μήνες. Τότε, κατάλαβα ότι μόνο η οικογένεια μετράει. Και στη Γερμανία όταν με έπιασαν, το ίδιο. Έρχονταν να με δουν τρία άτομα, πληρώναμε 2.500 ευρώ, για να με δουν για τρεις ώρες. Τη δεύτερη φορά που ήρθαν, με φώναξε η κοινωνική υπηρεσία και μου έδωσε οκτώ ώρες, στο επισκεπτήριο. Έβγαινα και με άδειες και έρχονταν οι δικοί στη Γερμανία. Αλλιώς, θα επικοινωνούσαμε μόνο με γράμματα. Ένα τηλέφωνο τον μήνα δικαιούμασταν. Η οικογένεια με κράτησε και δεν τρελάθηκα.

«Η φυλακή είναι θάνατος, όσες φορές και να έχεις ξαναμπεί»

Εγώ παραδέχομαι ότι το έκανα αυτό που με κατηγορούν. Έχω καλή διαγωγή, δουλεύω μέσα στη φυλακή και είμαι τυπικός. Εγώ έχω βγάλει δύο χρόνια στη Γερμανία, ένα οκτάμηνο στην Ιταλία, 14 μήνες στην Κροατία και έναν χρόνο Ελλάδα, στις φυλακές στο Ναύπλιο το 2012-13. Και τώρα, πάλι στο Ναύπλιο. Εδώ και 27 μήνες.

Αυτό είναι να πούμε. Έξω δεν σε κρατάνε 100 χρόνια. Στην Ελλάδα άκουσα 12 χρόνια ποινή. Είναι πολύ μεγάλες οι ποινές. Πάλι καλά που δεν άκουσα ισόβια. Τι λες ρε; Σκότωσα άνθρωπο ή βίασα; Και τι γίνεται με τα Εφετεία; Έχω γνωρίσει δυο-τρεις ανθρώπους εδώ που δεν γίνονται τα Εφετεία τους. Αυτό είναι παράνομο. Το Εφετείο είναι μια δεύτερη ευκαιρία να μπορέσεις να βγεις πιο γρήγορα. Στη Γερμανία άκουσα την ποινή μου, τέσσερις μήνες μετά πήγα στο Εφετείο και ήξερα ότι θα βγάλω δύο χρόνια, εδώ δεν ξέρεις ποτέ.

Η φυλακή είναι θάνατος, όσες φορές και να έχεις ξαναμπεί. Η φυλακή είναι φυλακή και για μένα που το έχω ξαναπεράσει το λούκι άλλες τέσσερις φορές.  Η αρχή κι εδώ στο Ναύπλιο ήταν πάρα πολύ άσχημη, γιατί πέσαμε και στις καραντίνες – άθλια κατάσταση. Έμεινα 15 μέρες στην καραντίνα σε ένα θάλαμο με άλλα 30 άτομα – δεν ξέρω τι σόι καραντίνα είναι αυτή. Άσε που υπήρχαν κοριοί κάργα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Οι πιο πολλοί εδώ μέσα δεν σέβονται, αυτό με έχει πειράξει εμένα. Σε κάνουν να τους μιλήσεις διαφορετικά, για να σε σεβαστούν κι εγώ έχω μάθει να μιλάω αλλιώς. Έχει πολλή «ζήτα» το πράγμα, «δώσε μου ένα τσιγάρο, δώσε μου ένα χαρτάκι, δώσε μου λίγο καφέ». Τις πρώτες μέρες δεν ήθελα να βλέπω άνθρωπο. Στη αρχή, δεν πιστεύεις ότι είσαι μέσα. Έλα όμως που δεν είναι όνειρο. Τον πρώτο καιρό ξυπνούσα, άνοιγα τα μάτια μου και για μια στιγμή, νόμιζα ότι ήμουν έξω. Κάποια στιγμή, το συνειδητοποιείς.

Την τελευταία φορά, με πιάσανε την ώρα που παρέδιδα τα τσιγάρα. Εκείνη την ώρα είναι σαν να μου έριξες μια πιστολιά και δεν κατάλαβα τη σφαίρα. Κυριακή με ‘πιάσαν, με είχαν για ανάκριση μέχρι τις πέντε η ώρα το πρωί. Ομολόγησα. Είπα αυτά που έπρεπε να πω, ότι δεν υπάρχει καράβι, δεν υπάρχει τίποτα. «Πώς τα ‘κάνες όλα μόνος σου;», με ρωτάγανε κι εγώ τους έλεγα «όλα μόνος μου».

Όταν ξέρεις τι είναι αυτό που κάνεις, δεν μιλάς για κανέναν άλλο. «Είσαι βλάκας», μου έλεγαν οι αστυνομικοί. Καλύτερα βλάκας, παρά ρουφιάνος. Δευτέρα πρωί ήμουν στο κρατητήριο στην Αθήνα που έκατσα μια βδομάδα. Μετά, με πήγαν στο κρατητήριο στο Ναύπλιο και τη Δευτέρα το πρωί στη φυλακή. Τον Αύγουστο του 2020 είχα πάει για διακοπές στο Ναύπλιο με τη γυναίκα μου, στο καλύτερο ξενοδοχείο και τον Σεπτέμβρη μπήκα φυλακή.

«Όταν κλείνει αυτή η ρημάδα η πόρτα της φυλακής, είναι θάνατος»

Οι πρώτες μέρες είναι θάνατος, έκοψα το φαγητό κι ανέβασα πίεση 17-18. Χάνεις τη γη κάτω απ’ τα πόδια σου. Τώρα πια δεν είμαι και μικρός. Η φυλακή με έχει κουράσει πάρα πολύ. Και στενοχωρήθηκα που δεν μου φέρανε να δω το εγγονάκι μου ρε γαμώτο. Από μια πλευρά όμως, είμαι ευχαριστημένος με τη ζωή μου. Έχω φερθεί ωραία στην οικογένειά μου και για αυτό με έχουν μια χαρά. Δεν έβγαλα πέντε δραχμές και τις έφαγα δεξιά κι αριστερά. Η γυναίκα μου, φυσικά, δεν ήξερε τίποτα. Έπεσε απ΄ τα σύννεφα.

Δεν κοιμάσαι τα πρώτα βράδια. Πήγαινε τρεις η ώρα και το μυαλό δούλευε συνέχεια. Δεν ήθελα να πάρω χάπι ποτέ, οπότε έλεγα θα βασανιστώ, αλλά θα κοιμηθώ κάποια στιγμή. Και με έπαιρνε ο ύπνος τρεις η ώρα και στις έξι όρθιος. Οι πρώτοι δυο-τρεις μήνες είναι πολύ δύσκολοι. Μετά, ξεκινάς να προσαρμόζεσαι. Μπήκα στη δουλειά, με έβαλαν στα μαγειρεία, μιλάω περισσότερο με τους άλλους και ξεχνιέμαι λίγο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Όταν κλείνει αυτή η ρημάδα η πόρτα της φυλακής, είναι θάνατος. Το μυαλό μου πάει αλλού. Χθες πήρα ένα τηλέφωνο κι έμαθα ότι και οι δύο συγκρατούμενοι που θα πήγαιναν τώρα Εφετείο, ξαναγυρνάνε στο Ναύπλιο και θα πάνε από Ιανουάριο και οι άνθρωποι είναι μέσα τέσσερα χρόνια, πάνε για λήξη της ποινής.

Και με πιάνει αυτή η σκέψη ότι θα γίνει το ίδιο και με μένα και δεν μ’ αφήνει. Και πάει μία, πάει δύο η ώρα και να μην μπορώ να κοιμηθώ. Τίποτα δεν είχα όρεξη να κάνω, επειδή κι εγώ περιμένω για το Εφετείο. Σκέφτηκα μετά ότι και να μην πάω τώρα και να κάτσω εδώ άλλα δυο χρόνια, θα το βγάλω. Τόσα χρόνια έχω βγάλει στις φυλακές.

Όμως είμαι και σε μια μεγάλη ηλικία, που τώρα πια θέλω να χαρώ, γιατί οι χαρές της ζωής είναι μετρημένες στα δάκτυλα. Εγώ έλειπα στον γάμο του γιου μου και στη γέννηση του πρώτου εγγονιού μου. Αυτά δεν διορθώνονται με τίποτα.  

Στη φυλακή μετράει πάρα πολύ ο συγκάτοικος – έτσι μ’ αρέσει να τον λέω. Πρέπει να έχεις καλό συγκάτοικο. Εγώ είμαι στο κελί μ’ ένα παιδάκι από την Ουκρανία που παίζουμε τάβλι, φτιάχνουμε το τσάι μας, με προσέχει. Στην αρχή δεν περίμενα ότι θα έχουμε τόσο καλή συμβίωση κι όμως σ’ αυτό το παιδάκι είναι σαν να βλέπω τον γιο μου, που είναι πολύ κοντά στην ηλικία του. Αυτός κι αν έχει τραβήξει. Να έχεις πόλεμο στην πατρίδα σου, να είναι το παιδί σου εκεί και εσύ να είσαι στη φυλακή στην Ελλάδα.

Στη φυλακή με κρατάει ζωντανό το ότι έχω πολύ καλή σχέση με την οικογένειά μου, τίποτα άλλο δεν με ενδιαφέρει. Ούτε φίλοι, ούτε παλιοί συνεργάτες. Ούτε καν τους έχω ενοχλήσει. Μιλάμε τηλεφωνικά με τη γυναίκα και τα παιδιά μου 100 φορές την ημέρα. Μόνο αυτοί με ενδιαφέρει να είναι καλά. Ξέρω τα ωράριά τους. Τι ώρα θα ξυπνήσει η γυναίκα μου, ο γιος μου, η κόρη μου. Αυτό με κρατάει.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Άκου τώρα πώς αλλάζει η ζωή»

 Εγώ ήμουν από οικογένεια καλή. Θέλω να σου δώσω να καταλάβεις με ποιον μιλάς. Ο μόνος απ’ την οικογένειά μου που πήρε αυτόν τον δρόμο, ήμουν εγώ. Αλλά μ’ αγαπάνε. Θυμάμαι πάντα εκείνο το τραγούδι του Πορτοκάλογλου που λέει «τα είχα όλα μια φορά κι ήθελα παραπάνω».

Η μία αδερφή μου να φανταστείς είναι στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, η άλλη είναι συμβολαιογράφος. Ήμουν από πλούσια οικογένεια. Είχα ό,τι ήθελα. Άκου τώρα πώς αλλάζει η ζωή. Όταν ήμουν 28 χρονών, έχασα τον πατέρα μου. Είχα βγάλει άδεια για ταξί και είχα δικό μου ένα ταξί. Ο πατέρας μου είχε μισό φορτηγό στη λαχαναγορά. Αρρώστησε ο πατέρας μου κι έχασα τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. Πούλησα το ταξί για να γίνει καλά. Και γίνομαι φορτηγατζής.

Δεν μου άρεσε στην Ελλάδα και βγαίνω στο εξωτερικό. Τριάντα χρονών είχα ήδη βγει στο εξωτερικό. Το ένα φορτηγό μου τρακάρει και στο άλλο χαλάει η μηχανή, κι εγώ να έχω ένα γραμμάτιο τότε 7.400 τον μήνα. Μες στο καράβι λέω σε έναν «έτσι κι έτσι, έπαθα αυτό». «Εγώ είμαι εδώ», μου λέει. «Τι να κάνω;». «Θα φορτώσεις από ‘δω ένα φορτίο τσιγάρα, θα τα πας στη Γερμανία και θα πάρεις 25.000 χιλιάρικα». Τότε, το 2004, το φορτίο από Ελλάδα-Γερμανία ήταν 2.500 χιλιάδες.

 Πριν απ’ αυτό, είχα κάνει ήδη την πρώτη φυλακή στην Ιταλία, γιατί είχαν τρυπώσει κάτι μετανάστες στο φορτηγό – ούτε λεφτά είχα πάρει για αυτό, ούτε τίποτα. Τέλος πάντων. Φορτώνω στην Ανκόνα τα τσιγάρα για Γερμανία. Και παίρνω 25.000 ευρώ. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Γιατί έχανα και τα φορτηγά τότε, το ένα μετά το άλλο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ό,τι είχα δουλέψει όλα αυτά τα χρόνια, τα έχασα σε μια μέρα. Μόλις πήρα την πρώτη 25άρα, αυτό ήταν. Μετά, έπαθα «ανοσία» με τα λεφτά. Μπορεί να έβγαζα για μια δουλειά 50.000, 60.000, 100.000 ευρώ και τα ξόδευα. Τενερίφη, Αμερική όπου θες έχω πάει.

Η φυλακή, να ξέρεις, είναι θάνατος. Ευτυχώς εγώ έχω και πέντε ανθρώπους, που ξέρουν ποιος είμαι κι έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Είναι ένα παιδάκι ο Χρηστάκης, εδώ στο Ναύπλιο. Είναι η πρώτη του φυλακή. Προσπαθώ να του δώσω λίγο κουράγιο. Του λέω «Ξέρεις κάτι; Έγινε. Τώρα πρέπει να προσαρμοστείς, να είσαι σωστός, να μπεις σε μια δουλειά να περνάει η ώρα σου. Θα περιμένεις να περάσει ο καιρός, για να πας στα παιδάκια σου και στη γυναίκα σου».

Εγώ δεν μπορώ να του πω κάτι άλλο σαν συμβουλή, μετά αποφασίζει αυτός τι θα διαλέξει. Όσο μπορώ, βοηθάω. Εγώ μιλάω με όλους εδώ μέσα, με όλους όμως, αλλά δεν είμαι με κανέναν. Το ξέρω ότι είμαι μόνος μου. Τον διάλεξα τον δρόμο μου, δεν έχω και παράπονα πολλά.

Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.

Περισσότερα από το VICE

Η Σρεμπρένιτσα Ακόμα «Μιλάει» για τη Φρίκη του Πολέμου και τον Παραλογισμό του Εθνικισμού

Η Ιστορία του Jeffrey Dahmer: Σταμάτα να Λυπάσαι τους Serial Killer

Τα Βίντεο-Κλαμπ του Σήμερα Έχουν το Άρωμα των Παιδικών μας Χρόνων