tineri dependenti alcool romania
Φωτογραφία: GABOR VIKTOR/FORTEPAN Κολάζ: FLAVIA FLOREA/VICE ROMANIA
Υγεία

Όταν Συνειδητοποιείς ότι Είσαι Αλκοολικός

«Ένας καλός φίλος μου είπε "Άδικα σε σώσανε οι γιατροί". Αυτό με πόνεσε.
AG
Κείμενο Andrei Gudu

Η Ρουμανία, όπου μεγάλωσα, έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά κατανάλωσης αλκοόλ στην Ευρώπη. Αλλά αν ζεις εδώ, έχεις την εντύπωση ότι αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί σε εσένα ή στους ανθρώπους σου. Οι αλκοολικοί παρουσιάζονται στην τηλεόραση ως ηλικιωμένοι που πίνουν άθλια ποτά, γίνονται κομμάτια και λένε ασυναρτησίες ενώ ζουν μοναχικές, δυσλειτουργικές ζωές. Αυτά τα στερεότυπα κάνουν τους ανθρώπους να νιώθουν άνετα, επιτρέποντας σε όσους δεν ταιριάζουν σ’ αυτό το μοντέλο να αποφύγουν να κάνουν στον εαυτό τους ορισμένες δύσκολες ερωτήσεις.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Αλλά ο εθισμός στο αλκοόλ μπορεί να επηρεάσει οποιονδήποτε, ανεξάρτητα από την κατάσταση, το φύλο, τις πεποιθήσεις ή την ηλικία του. Ο Adrian Marcu, ψυχολόγος στη “Συμμαχία για την Καταπολέμηση του Αλκοολισμού και του Εθισμού στα Ναρκωτικά (ALIAT)”, λέει ότι είναι πιο συνηθισμένο να εμφανίσεις πρόβλημα αλκοολισμού όταν είσαι μικρός και αν έχεις μεγαλώσει με συγγενείς που έκαναν κατάχρηση αλκοόλ.

«Κάποιος που καταναλώνει αλκοόλ έχει γενικά μια πιο εύθραυστη συναισθηματική δομή», εξηγεί ο Marcu. Ελλείψει υγιών εναλλακτικών λύσεων για την αντιμετώπιση των συναισθημάτων και των κοινωνικών απαιτήσεων, στρέφονται στο αλκοόλ ως μηχανισμό ανταμοιβής και χαλάρωσης.

Ο εθισμός στο αλκοόλ ξεκινά στις περισσότερες περιπτώσεις ως μηχανισμός αντιμετώπισης, αλλά γρήγορα μετατρέπεται σε κάτι που είναι αδύνατο να αντιμετωπίσεις μόνος σου. «Ο αλκοολικός θέλει να διατηρήσει τον εθισμό του γιατί τον κάνει να νιώθει καλά», λέει ο Marcu. «Θέλει να πιστεύει ότι έχει τον έλεγχο». Γι' αυτό πολλοί άνθρωποι καταφεύγουν στην άρνηση (“Δεν έχω πρόβλημα”), στον εξορθολογισμό (“Μου αξίζει να πίνω γιατί είμαι λυπημένος”) και στη χειραγώγηση των γύρω τους. Πολλοί αποτραβιούνται και κρύβονται από τα αγαπημένα τους πρόσωπα».

Τελικά, η διαδικασία απεξάρτησης ξεκινά με τη συνειδητοποίηση ότι εθισμός σου είναι επιβλαβής. «Το δεύτερο βήμα είναι η ανάληψη ευθύνης», λέει ο Marcu. «Και αν δεν μπορείς να το κάνεις μόνος σου, τότε μπορείς να απευθυνθείς σε φίλους, οικογένεια, ειδικούς ή ομάδες υποστήριξης». Αντί να θεωρούμε τον εθισμό ντροπή ή αδυναμία, πρέπει να τον αντιμετωπίζεται ως ασθένεια, κατά την οποία το άτομο που επηρεάζεται χρειάζεται φροντίδα, κατανόηση και υποστήριξη – ιδιαίτερα όταν του γίνεται για πρώτη φορά διάγνωση.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μίλησα με αρκετούς νέους ανθρώπους που πρόσφατα συνειδητοποίησαν ότι ήταν εθισμένοι στο αλκοόλ. Μοιράστηκαν τις ιστορίες τους και μίλησαν για το πώς κατάφεραν να κόψουν το ποτό. Λόγω του στίγματος που συνδέεται με τον αλκοολισμό, οι ερωτηθέντες (εκτός από τον Vlad) επέλεξαν να χρησιμοποιούν ψευδώνυμα.

«Ένα απόγευμα, ήπια μια μπύρα με άδειο στομάχι. Αυτή ήταν η αρχή ενός αλκοολικού επεισοδίου που διήρκεσε σχεδόν τρία χρόνια»

«Προέρχομαι από μια δυσλειτουργική οικογένεια», λέει η Mihaela. «Είχαμε τόσα πολλά προβλήματα λόγω του αλκοόλ που το θεωρούσα δηλητήριο, με αηδίαζε». Αφού το δοκίμασε στα 17 της, η Mihaela έμεινε μακριά από το ποτό για χρόνια. Δεν της άρεσε  το πόσο γρήγορα μέθυσε και πόσο άσχημα ένιωθε την επόμενη μέρα.

Στα 28 της, άρχισε να πίνει όλο και περισσότερο για να αντιμετωπίσει ένα καταθλιπτικό επεισόδιο. «Ήθελα να βγαίνω με τους φίλους μου όσο πιο συχνά γινόταν, να είμαι μέρος της φάσης, να δραπετεύω», λέει. «Έπινα περιστασιακά, αλλά δεν ένιωθα καλά την επόμενη μέρα, έτσι δεν καταλάβαινα γιατί συνέχιζα να το κάνω».

Πέρασαν έξι μήνες και αποφάσισε να κόψει το ποτό. Αλλά μερικά χρόνια αργότερα, στα 30 της, πέρασε μια περίοδο βαθιών κρίσεων που την έκαναν να πιάσει ξανά το μπουκάλι. «Ένα απόγευμα, ήπια μια μπύρα με άδειο στομάχι», λέει. «Αυτή ήταν η αρχή ενός αλκοολικού επεισοδίου που διήρκεσε σχεδόν τρία χρόνια».

Η Mihaela έχασε γρήγορα τον έλεγχο – τρεις εβδομάδες μετά το πρώτο ποτό, άρχισε να πίνει μπύρα κάθε μέρα και σύντομα άρχισε να θέλει ποτό δυο ώρες αφότου ξυπνούσε. Έχασε τη δουλειά της και την άδεια οδήγησής της – είχε προκαλέσει ατύχημα υπό την επήρεια και μεταφέρθηκε στο ψυχιατρείο με χειροπέδες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Κατέληξα στα επείγοντα με ηπατική ανεπάρκεια», λέει η Mihaela. «Οι γιατροί μού είπαν ότι αν συνέχιζα έτσι, θα πέθαινα. Αλλά θεωρούσα ότι η ζωή μου ήταν χάλια, οπότε γιατί να σταματούσα;».

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, είχε πάει σε μερικές ομάδες υποστήριξης, αλλά δεν τη βοήθησαν. «Ήμουν απελπισμένη, περίμενα πότε θα πεθάνω», λέει. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, παρόλο που ήταν μεθυσμένη, αποφάσισε να απευθυνθεί στους Ανώνυμους Αλκοολικούς. «Δεν ξέρω πώς, αλλά την επόμενη μέρα ξύπνησα με την επιθυμία να το κόψω», λέει. «Ήμουν αποφασισμένη να κάνω τα πάντα. Έμεινα στην ομάδα υποστήριξης και, από την 1η Ιανουαρίου είμαι νηφάλια».

«Ένας καλός φίλος μου είπε: “Άδικα σε σώσανε οι γιατροί”. Αυτό με πόνεσε»

Ο Radu άρχισε να πίνει με τους φίλους του στο γυμνάσιο, αλλά απέκτησε πρόβλημα όταν ξεκίνησε το διδακτορικό του στα 25 του. «Είχα μια σχέση και είχα ερωτευτεί πολύ, αλλά δυστυχώς τελείωσε μέσα σε τρεις μήνες. Μέχρι τότε, δεν είχα μπει στον πειρασμό να πιω αλλά είχα έναν συγκάτοικο που είχε μεγάλο απόθεμα στο δωμάτιο της εστίας μας. Πήγε στους γονείς του για το Πάσχα και εγώ ήπια τα πάντα μέσα σε λίγες μέρες. Τότε άρχισα να πίνω με έναν σκοπό: να γεμίσω το κενό».

Σύντομα το πρόβλημα του Radu έγινε χρόνιο και άρχισε να επηρεάζει τη ζωή του όλο και περισσότερο. Χρειάστηκε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο μερικές φορές γιατί έπεσε στο δρόμο. «Μια φορά, με πήγαν ακόμη και στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο της Obregia», θυμάται. «Ήταν δύσκολο για μένα το ότι άνθρωποι εθισμένοι στο αλκοόλ και άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας αντιμετωπίζονταν το ίδιο».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο Radu υποσχόταν να το κόψει, αλλά μετά ξανακυλούσε. Ο κύκλος του εθισμού έγινε τόσο άσχημος που προσπάθησε να αυτοκτονήσει. «Πήρα τηλέφωνο τους δικούς μου, τους είπα ότι πήρα τα χάπια και έκλεισα το τηλέφωνο», λέει. «Ήρθε το ασθενοφόρο και μου έσωσαν τη ζωή, αλλά δύο εβδομάδες αργότερα, μέθυσα ξανά. Ένας καλός φίλος μου είπε, “Άδικα σε σώσανε οι γιατροί”. Αυτό με πόνεσε. Συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να το κάνω μόνος μου».

Μετά από επτά χρόνια αλκοολισμού, ο Radu έφτασε στους Ανώνυμους Αλκοολικούς και κατάφερε να παραδεχτεί ότι είχε πρόβλημα μετά την πρώτη συνάντηση. «Επέλεξα την πλήρη αποχή, αυτός ήταν ο μόνος τρόπος», λέει. «Η αίσθηση ότι ανήκω κάπου με βοήθησε. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν καταφέρει μαζί να είναι νηφάλιοι».

Ο Radu έχει να πιει από το 2018, αλλά εξακολουθεί να θεωρεί τον εαυτό του αλκοολικό. «Πάντα ένιωθα, και ακόμα νιώθω, μόνος και παρεξηγημένος», λέει. «Γι’ αυτό πηγαίνω συνεχώς σε συναντήσεις – για να βοηθήσω άλλους κοινοποιώντας την εμπειρία μου και δίνοντάς τους ελπίδα και δύναμη. Θα ζω με αυτή την ασθένεια για το υπόλοιπο της ζωής μου και θα πείσω τον εαυτό μου ότι πρέπει να συνεχίσω κάθε μέρα».

«Πήγα στην αγρυπνία του παππού μου μεθυσμένος»

Ο Vlad άρχισε να πίνει στα 27 του μετά από έναν άσχημο χωρισμό. «Ο παππούς μου είχε αλτσχάιμερ, η οικογένειά μου ήταν στα όρια της απόγνωσης, το άγχος ήταν καθημερινότητα για μένα», λέει. «Με λίγα λόγια, επέλεξα να κάνω αυτοθεραπεία με αλκοόλ».

Όταν ο παππούς του μπήκε σε ίδρυμα, ο Vlad άρχισε να πίνει πιο πολύ. Κάποια στιγμή, έπρεπε να συναντηθεί με τον ψυχοθεραπευτή του παππού του για να τον πληρώσει, αλλά πήγε πρώτα στο σούπερ μάρκετ της περιοχής του. «Η κυρία από την οποία παίρνω συνήθως τυρί και αυγά πουλούσε σπιτικό κονιάκ», λέει. «Όταν έφτασα στον ψυχοθεραπευτή, είχα ήδη πιει μισό λίτρο. “Πρόσεχε, σε βλέπω ότι έχεις πιει”, με προειδοποίησε. Ένιωσα μεγάλη ντροπή».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο παππούς του πέθανε έξι μήνες αργότερα. Ο Vlad δεν μπορούσε να απαντήσει στο τηλέφωνο εκείνο το πρωί, επειδή είχε λιποθυμήσει από το ποτό το προηγούμενο βράδυ. «Πήγα στην αγρυπνία μεθυσμένος», λέει. «Όσο αγχωτική κι αν ήταν η εμπειρία, δεν άξιζε στον παππού μου να είμαι έτσι».

Για τα επόμενα δύο χρόνια, ο Vlad συνέχισε να πίνει φτηνό ποτό αραιωμένο με νερό ή χυμό. Ένα σφηνάκι κάθε λίγες ώρες για να αντιμετωπίσει το άγχος. «Έτσι είναι όταν σε νοιάζει μόνο το ποτό και δεν έχεις λεφτά», λέει.

Έπειτα άρχισε να κόβει το αλκοόλ σταδιακά, πίνοντας μόνο με τα γεύματα - αν και υποτροπίασε μερικές φορές κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Από το 2021, πίνει μόνο περιστασιακά – «μια μπύρα κάθε τρεις ή τέσσερις ημέρες», λέει.

«Δεν έχω μεθύσει εδώ και χρόνια», προσθέτει ο Vlad. «Η ψυχοθεραπεία με βοήθησε περισσότερο απ’ όλα. Μπορώ να πω ότι δεν είμαι πια αλκοολικός. Δεν μετανιώνω ωστόσο για τις εμπειρίες μου».

«Όταν οι φίλοι μου προσπαθούσαν να μου πουν ότι έχω πρόβλημα, τους έλεγα ότι ήταν ο τρόπος μου να χαλαρώνω»

«Άρχισα να πίνω αλκοόλ όταν ήμουν μικρή – πάντα μου έδιναν μια γουλιά πριν από τα γεύματα για να αυξήσω την όρεξή μου», λέει η Alexandra. «Ο πατέρας μου ήταν εθισμένος, οπότε μάλλον το πήρα από αυτόν».

Το πρόβλημα της Alexandra ξεκίνησε στις αρχές της εφηβείας της. Μια φορά στο σπίτι ήπιε τόσο πολύ που έπαθε σοβαρή δηλητηρίαση από αλκοόλ. «Θυμάμαι ότι η μητέρα μου κρατούσε τη γλώσσα μου για να μην την καταπιώ», λέει. «Δεν ήθελε να καλέσει το ασθενοφόρο γιατί φοβόταν ότι θα το μάθουν οι γείτονές μας. Ευτυχώς, ανάρρωσα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Στο πανεπιστήμιο, το ποτό έγινε καθημερινή συνήθεια. Έφτασε να πίνει έως και οκτώ μπύρες, ή περισσότερο από ένα μπουκάλι κρασί, κάθε βράδυ. «Δεν το είχα συνειδητοποιήσει τότε, αλλά είχα εθιστεί», λέει. «Όταν οι φίλοι μου προσπαθούσαν να μου πουν ότι έχω πρόβλημα, τους έλεγα ότι ήταν ο τρόπος μου να χαλαρώνω. Τους έλεγα ψέματα, έλεγα ψέματα και στον εαυτό μου».

Γύρω στα 30 εμφανίστηκαν τα πρώτα προβλήματα υγείας. «Έπαιρνα κιλά, κοιμόμουν χάλια, δεν μπορούσα να εκφράσω αυτό που σκεφτόμουν», λέει. «Τώρα βλέπω τη διαφορά, αλλά τότε δεν είχα μέτρο σύγκρισης γιατί η τοξικότητα είχε γίνει συνήθεια».

Η Alexandra κατάφερε να κόψει το ποτό για δύο εβδομάδες, αλλά δεν μπορούσε να φάει τίποτα. Έχασε πολύ βάρος, έκανε ψυχοθεραπεία, αλλά άρχισε να πίνει ξανά. «Ξαναπήρα πολύ γρήγορα βάρος, και πιανόμουν άσχημα κάθε φορά που έκανα μια ξαφνική κίνηση», λέει. «Οι γιατροί μου είπαν ότι η πίεση στη σπονδυλική μου στήλη ήταν πολύ μεγάλη, έτσι άρχισα να ασκούμαι για να χάσω βάρος».

Πέρυσι, η Alexandra συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει να πίνει και να ασκείται ταυτόχρονα. Αρχικά αντιμετώπισε το στερητικό σύνδρομο βάζοντας πού και πού μια γουλιά κρασί στο στόμα της χωρίς να το καταπίνει, αλλά μέσα σε έξι μήνες, δεν χρειαζόταν να το κάνει πια. «Κατάφερα να μειώσω δραστικά την κατανάλωσή μου σε φυσιολογικό επίπεδο», λέει. «Εξακολουθώ να πίνω μερικές φορές, αλλά μόνο σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Έχω πετύχει μια ισορροπία».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ