Σχέσεις

Υπάρχει Ένα Ειδικό Μέρος στην Κόλαση για τις Παλιές Τοξικές Σχέσεις

Είσαι πολύ κοντά στην «απεξάρτηση» από την τελευταία κακή σχέση, όταν αρχίζεις να αναρωτιέσαι «τώρα τι θα απογίνω χωρίς τη στενοχώρια;».
heart

«Μην ξανακυλήσεις», «Πρόσεχε», «Μη στείλεις», «Μη διανοηθείς να απαντήσεις», «Θα σου πάρω το κινητό από τα χέρια», «Θα σε πάμε στις ΑΕΠ -Ανώνυμες Εξαρτημένες από Πρώην». Αυτές είναι μερικές μόνο από τις ατάκες που έχω ακούσει τον τελευταίο ενάμιση μήνα από φίλους και γνωστούς. Κοινό σημείο της αντιμετώπισης όλων είναι ότι με βλέπουν ως «εθισμένη». Και μάλλον έχουν δίκιο.

Όπως κάποιος με έναν «αόρατο» εθισμό που δεν επηρεάζει την εικόνα του, όλο το προηγούμενο διάστημα, ήμουν κι εγώ απόλυτα λειτουργική. Δούλευα τα κομμάτια μου, έβγαινα με φίλους –ακόμα και νέα dates– αλλά τίποτα δεν με διαπερνούσε.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πρώην εξαρτημένος απ’ τον τζόγο μού περιέγραφε πώς ζούσε σχεδόν για δέκα χρόνια στον αυτόματο πιλότο – είχε παιδιά, διεκπεραίωνε με επιτυχία επαγγελματικές υποχρεώσεις αλλά η σκέψη για το πότε και πώς θα παίξει περνούσε από το κεφάλι του περίπου 1.000 φορές τη μέρα, κάθε μέρα.

Έτσι κι εγώ. Δεν πέρασα ποτέ τον χωρισμό όπως αναπαρίσταται στις ρομαντικές κομεντί –με Netflix, παγωτό και καρό φλις πιτζάμες– αλλά το μυαλό μου διαχωρίστηκε από το σώμα. Τα πόδια μου με πήγαιναν σαν μην τρέχει τίποτα, στο γραφείο και σε διάφορα ωραία μέρη. Για την ακρίβεια, τα πόδια μου έβγαλαν κάλους, γιατί δεν μπορούσα να κάτσω σε μία μεριά.

Δουλεύω full-time και τις τελευταίες 45 ημέρες δεν έχω κάτσει ούτε ένα βράδυ σπίτι. Η υπερκόπωση είναι μια λύση, αν είναι να σταματήσω να σκέφτομαι. Έτσι κι έμενα μόνη μου, ακίνητη στον καναπέ του σπιτιού μου, το τέρας θα με έβρισκε ανυπεράσπιστη και θα με έτρωγε. Ο μαύρος σκύλος που ακολουθούσε τον Τσώρτσιλ, τις περιόδους που είχε κατάθλιψη, για μένα είχε τη μορφή ενός άνδρα μετρίου αναστήματος με μακριά, καστανά μαλλιά.

«Θέλω να στείλω – Δεν πρέπει». Αυτό ήταν το προσωπικό μου εκκρεμές του τρόμου. Στις μέρες της «υποτροπής», έμπαινα στη συνομιλία μας τρεις φορές συνεχόμενα, για να βεβαιωθώ ότι δεν με είχε μπλοκάρει. Έπρεπε πάντα να έχω την επιλογή.

Δεν ξεφτιλιζόμουν (τουλάχιστον σ’ αυτόν), δεν έστελνα, μόνο μαινόταν μέσα μου ο Γ’ Παγκόσμιος ανάμεσα στην επιθυμία και τη γνώση ότι δεν βγάζει πουθενά. Ή μάλλον βγάζει, είναι ένα εισιτήριο εξπρές για τη Χώρα του Πόνου Δίχως Τέλος και δεν πρέπει να επιστρέψω εκεί, όσο αβίαστο κι αν μου φαίνεται το να γλιστρήσω πίσω.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Στο απόγειο της «στέρησης», δεν μπορώ να συζητήσω τίποτα άλλο και σίγουρα δεν μπορώ να κάνω χαλαρό small talk – καλύτερα να μιλάω για πολέμους ή φρικιαστικές ειδήσεις του αστυνομικού δελτίου.

Κάθομαι στο ξύλινο μπαρ και ακούω «είπα να φύγω, να αλλάξω δρόμο στην καρδιά» και «να σε σκεφτώ και να σε νοσταλγήσω και αν υπάρχει λόγος να γυρίσω» - άραγε υπάρχει; Και το σημαντικότερο: αν θέλω, μπορώ; Η φίλη μου έχει ήδη μερακλώσει και δεν συμμερίζεται τα αγωνιώδη ερωτήματά μου. Αυτό το άτιμο το «αν». Το τι θα μπορούσε να (είχε) συμβεί, μου έχει γίνει κάτι σαν εμμονή ή guilty pleasure. Γράφω σενάρια - όχι αστεία. «Εσωτερικό, Μπαρ, Νύχτα».

Για να μην εκραγεί το κεφάλι μου, αρχίζω και πίνω. Μιλάω με άγνωστους τύπους που νομίζουν ότι θέλω το σώμα τους. Το μόνο σημείο πάνω τους που με αφορά αυτήν τη στιγμή είναι τα αυτιά τους. Ψάχνω φρέσκα αυτιά να ακούσουν το θέμα μου.

Δεν χρειάζεται καν να πω ότι εκείνη η βραδιά πήρε μια πολύ προβλέψιμη τροπή και χόρεψα μια χορογραφία με πέντε απλά βήματα, τόσο παλιά, όσο κι ο άνθρωπος: ήπια, μέθυσα, έστειλα, έκλαψα, ξέρασα.

Η απάντηση στο μεθυσμένο μου μήνυμα ήρθε ακριβώς μια βδομάδα αργότερα, Σάββατο στις 5.30 το πρωί, πάνω που πήγαινα να κλείσω τα μάτια μου και ήταν λες και έβαλα το δάχτυλο στην πρίζα. Μάζεψα ό,τι κουράγια είχα και πολέμησα με νύχια και με δόντια την παρόρμηση να πάρω τηλέφωνο. Είναι σαν να προσπαθείς να κόψεις το αλκοόλ. Ένιωθα ότι αν πληκτρολογούσα τον αριθμό και μιλούσαμε, αύριο θα ξεκινούσα πάλι από την αρχή. «Με λένε Ντιάννα και απέχω μία μέρα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Flash-forward σε επόμενη σκηνή. Κάθομαι σε άλλο ξύλινο μπαρ, δίπλα η φίλη μου κάνει τη DJ κι εγώ μιλάω με τον μπάρμαν και την παρέα του. Extra piece of info: ο …αυτός μένει δίπλα. Η εσωτερική πίεση να τηλεφωνήσω/επικοινωνήσω/βομβαρδίσω, είναι ευθέως ανάλογη της εγγύτητας. Όσο πιο κοντά βρίσκομαι, τόσο πιο επιρρεπής γίνομαι.

«Παιδιά, έχω ένα πρόβλημα. Για να μην του στείλω, πρέπει να σας πω την ιστορία από την αρχή». Πάλι τα ίδια, να λέω τα εσώψυχά μου σε αγνώστους – έχω γίνει ο φόβος και ο τρόμος των ταξιτζήδων. Η ετυμηγορία είναι ομόφωνη και αμείλικτη. Ακούω ατάκες του τύπου «μήπως έχεις κάποιο άλλο μεγαλύτερο πρόβλημα στη ζωή σου και θες υποσυνείδητα να ασχολείσαι με μια τοξική σχέση, για να μην το αντιμετωπίζεις;» ή «γιατί πιστεύεις ότι σου αξίζει αυτό;».

«Πρέπει να σκοτώσεις την ελπίδα. Αν ξαναγυρίσεις, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Όλα θα γίνουν πολύ χειρότερα».

Ένας από τους φίλους του μπάρμαν με αρχαιοπρεπές όνομα μιλάει στην ψυχούλα μου που βολοδέρνει: «Αυτό που σου λείπει δεν υπήρξε ποτέ. Θες την πλασματική εικόνα που έχεις κατασκευάσει για έναν άνθρωπο, και όχι τον ίδιο τον άνθρωπο».

Τα κλισέ γίναν κλισέ, επειδή είναι αλήθεια. Και ο καλός ξένος συνέχισε: «Πρέπει να σκοτώσεις την ελπίδα. Αν ξαναγυρίσεις, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Όλα θα γίνουν πολύ χειρότερα. Άκου κι εμένα που έφαγα 15 χρόνια απ’ τη ζωή μου σε κακές σχέσεις. Ας σωθεί τουλάχιστον ένας άνθρωπος».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Σαν να διαγράφεις αρχείο σε Mac και να ακούς τον βαθιά ικανοποιητικό ήχο γυαλιών που σπάνε, είδα την ιδέα που είχα για αυτόν να θρυμματίζεται για πρώτη φορά. «Μήπως αυτό είναι σημάδι ότι αρχίζω και γιάνω σιγά-σιγά;», σκέφτομαι.

Στην απουσία του άλλου, σφυρηλατούσα εμμονικά μια αληθοφανή εικόνα που όμως καμία σχέση δεν έχει με τον άνθρωπο. Ήταν κυριολεκτικά σαν να πλάθεις ένα κινηματογραφικό χαρακτήρα και να δανείζεσαι ένα-δυο χαρακτηριστικά από κάποιον γνωστό σου.

Έτσι κι αλλιώς, όπως έχουν πει, τραγουδήσει, γράψει εκατοντάδες καλλιτέχνες πολύ καλύτερα από μένα, ο έρωτας είναι μια προβολή που δεν έχει σχέση με τον άλλο άτομο, αλλά με τον αντικατοπτρισμό του στο φαντασιακό μας.

Όλα αυτά προσπαθούσα να τα θυμάμαι και στη φάση της «έξαρσης» και να κρατηθώ από τις λογικοφανείς σκέψεις για τους μηχανισμούς του έρωτα. Όμως, δεν πάει έτσι - κι ευτυχώς. Η συζήτηση αυτή με τον σοφό γνωστό γνωστού απλώς με πέτυχε στη σωστή στιγμή και την ένιωσα σαν ένα σκοινί που με τραβάει από τον πάτο του πηγαδιού.

Αυτές οι καταστάσεις πρέπει να κάνουν τον κύκλο τους σαν γρίπη. Όπως η επήρεια του εμβολίου για τον Covid που περνάει ξαφνικά. Τη μια στιγμή νιώθεις «μαστουρωμένος» και την επόμενη όπως πάντα.

Σκέφτομαι, τώρα που αρχίζω δειλά-δειλά να νιώθω κανονική, ότι ίσως το πέρασα πιο άσχημα, γιατί προσπαθούσα πάση θυσία να αποφύγω τη στεναχώρια – ο σίγουρος τρόπος για να πονέσεις περισσότερο, όταν σε ανύποπτη στιγμή, αντικρίσεις το βουνό θλίψης που χτίζεις μέσα σου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η προσγείωση στην πεζή πραγματικότητα μετά την ιερή καταβύθισή σου στα τάρταρα είναι πάρα πολύ ανώμαλη. Επειδή οι άνθρωποι είμαστε τρελοί, είσαι πολύ κοντά στη θεραπεία, τη στιγμή που αρχίζεις να αναρωτιέσαι «τώρα τι θα απογίνω χωρίς Αυτό;».

Διότι, όταν φύγει η «κουρτίνα» του χαμένου έρωτα μπροστά από τα μάτια σου, σου επιτίθενται τα μαύρα σκυλιά της ΚΚ – της Καθημερινής Κόλασης. Άλλωστε, η πονεμένη καρδιά λειτουργεί σαν μια υπέροχη κρυψώνα από τα δεκάδες τετριμμένα αλλά ασφυκτικά προβλήματα της καθημερινότητας. «Είναι σαν ένα καταφύγιο από την πραγματικότητα. Μέσα στο παιχνίδι, ξεχνάω οτιδήποτε άλλο είναι πιεστικό στη ζωή μου», μου είχε πει κάποιος κάποτε. Μιλούσε για τον τζόγο.

Περισσότερα από το VICE

Η Μικαέλα Ξύπνησε με Πονοκέφαλο που Κράτησε Ενάμιση Χρόνο και οι Γιατροί Έλεγαν ότι Είναι στο Μυαλό της

Κάποιοι Πληρώνουν για να Γίνουν «Πραγματικοί Άνδρες» σε Στρατόπεδα Μαχητών

Επηρεάζει ο Καθημερινός «Βομβαρδισμός» Δυσάρεστων Ειδήσεων την Ψυχολογία μας;

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ακολουθήστε το VICE σε FacebookInstagram και Twitter.