Διασκέδαση

Γιάννης Οικονομίδης: «Η Χώρα Διαλύεται με Έναν Πρωτόγνωρο Τρόπο»

«Ο κόσμος είναι ήδη ευνουχισμένος, έχει ξεπουπουλιαστεί. Ας μην τα ζητάμε κι όλα απ' τον κόσμο». Λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα του «Σπιρτόκουτο: The Musical» συναντήσαμε τον sui generis σκηνοθέτη.
5

«Στις παρέες μου, σε κάποιους συνεργάτες μου, το είχα πει μέσα στα χρόνια ότι ήθελα το “Σπιρτόκουτο’’ να γίνει μιούζικαλ. Όλοι έδειχναν ενδιαφέρον, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο όντως πίστευαν ότι ήταν κάτι που μπορούσε να συμβεί. Μπορεί να το θεωρούσαν μια παραξενιά του Οικονομίδη».

Μια εβδομάδα και κάτι πριν την πρεμιέρα του «Σπιρτόκουτο: The musical» στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, όταν οι πρόβες είναι σε «τούρμπο φάση» συναντάμε τον -μια κατηγορία μόνος του- σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη, στο γραφείο του στα Εξάρχεια, κάτι δρόμους πιο κάτω απ’ το σπίτι του.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Είκοσι χρόνια πριν. Το «Σπιρτόκουτο» βγαίνει στις κινηματογραφικές αίθουσες, λίγο σαν φυσικό φαινόμενο. Όπως συμβαίνει με πολλούς «κεραυνούς εν αιθρία», στην αρχή, πολλοί δεν καταλαβαίνουν από πού τους ήρθε.

Η ταινία, όπως και όλη η φιλμογραφία του Οικονομίδη, μέσα στα χρόνια βρήκε φανατικό κοινό που επιστρέφει σε εμβληματικές σκηνές και μιλάει με τις ατάκες της, αλλά και όχι λιγότερο φανατικούς πολέμιους που αρνούνται να παρακολουθήσουν ένα σινεμά όπου η βία κυριαρχεί, χωρίς να επιχειρούν να την αποκωδικοποιήσουν. Για του λόγου το αληθές, ο Οικονομίδης έχει ζήσει «εμφύλιους πολέμους» στα σινεμά που παίζονταν οι ταινίες του, με τους μισούς θεατές να βρίζονται με τους άλλους μισούς. Άνετα, μια σκηνή που θα έβρισκε χώρο σε κάποια ταινία του.

Όλα ξεκίνησαν με το «Σπιρτόκουτο» το 2002. Η ιστορία του μάς είναι πιο οικεία και γνώριμη απ’ ό,τι ίσως θα θέλαμε. Καύσωνας στην Αθήνα, μικροαστικό διαμέρισμα, ένα air-condition που δεν δουλεύει («φτιάξ’ το, το  μπουρδέλο»), καφές, τσιγάρα, ουρλιαχτά, πάντα ανοιχτή τηλεόραση, απατηλά όνειρα μεγαλείου και μυστικά που θα βγουν στη φόρα, τώρα που όλα τινάζονται στον αέρα και τίποτα δεν έχει σημασία. Ένα «Κολοσσαίο» στην κοιλιά της Αθήνας που βράζει.

Το 2022 αυτό το οικογενειακό μακελειό γίνεται μιούζικαλ. Τα πρόσωπα μπαινοβγαίνουν στο «σπιρτόκουτο» και τραγουδάνε την απόγνωσή τους. Ο Δημήτρης, ιδιοκτήτης καφετέριας, η σύζυγός του Μαρία, ο γιος, η κόρη, ο κουνιάδος ζουν έναν πόλεμο σε τέσσερις τοίχους και κάνουν την απελπισία τους κορόνα σε σολ ματζόρε.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Είναι αλήθεια ότι πολλοί περιμένουν τον Οικονομίδη στη γωνία σ’ αυτό του το εγχείρημα. Εκείνος, όμως, πάντα πίστευε ότι αν βρισκόταν το ταλέντο και ευνοούσαν οι συνθήκες, το φαινομενικά παλαβό μπορούσε να συμβεί. «Ένα έργο σαν το Σπιρτόκουτο μπορεί να τραγουδηθεί». Το ταλέντο βρέθηκε στο πρόσωπο του εξαιρετικού ηθοποιού Γιάννη Νιάρρου, που με το Σπιρτόκουτο κάνει το βήμα να σκηνοθετήσει και του μουσικού Αλέξανδρου Λιβιτσάνου, που συνυπογράφει τη μουσική μαζί με τον Νιάρρο.

Δεν θα μπορούσε να μην υπάρχει φυσικά σφραγίδα Οικονομίδη, ο οποίος έχει την καλλιτεχνική επιμέλεια και συνυπογράφει το λιμπρέτο με τον Δώρη Αυγερινόπουλο. Στους τριαντάρηδες συνεργάτες του που έχουν στήσει αυτό το πολυστυλιστικό θέαμα, ο Οικονομίδης έχει δώσει χώρο και ουσιαστική ελευθερία κινήσεων. «Εγώ μόνο χαρά νιώθω, γιατί τελικά οι νέοι άνθρωποι που έρχονται πίσω από μας είναι γεμάτοι ταλέντο, αποφασιστικότητα και όραμα. Είναι μεγάλη ιστορία αυτό». Για αυτό στην πρεμιέρα δεν θα είναι στα παρασκήνια, αλλά θα κάτσει κάτω με το κοινό.

Με τον Γιάννη Οικονομίδη, όμως, δεν μιλήσαμε μόνο για ακραίες ιδέες που παίρνουν σάρκα και οστά. Συζητήσαμε για τον ζόφο που κυριαρχεί σήμερα και που τον είχε δει από την εποχή του Σπιρτόκουτου, για τον κόσμο στην Ελλάδα που είναι ξεπουπουλιασμένος και μπροστά του βλέπει μόνο γκρεμό και τους «καπετάνιους» που δεν κάνουν τίποτα.

Μιλήσαμε, επίσης, για εμβληματικές προσωπικότητες που αν ζούσαν, θα έδινε πολλά για να κάνουν μια cameo εμφάνιση σε ταινία του, μούρες που τα σπάνε όπως λέει. Απ’ την άλλη, αν βρίζετε καλά ή έχετε ένα φίλο που είναι φατσάρα, μην του προτείνετε να παίξετε σε ταινία του. «Πολλοί με προσεγγίζουν και μου λένε “έχω έναν φίλο που είναι φατσάρα’’ ή αυτό που με εκνευρίζει περισσότερο απ’ όλα: “Βρίζω κι εγώ καλά, θα με πάρεις στις ταινίες σου;’’. Μακάρι, το σινεμά να ήταν μια φατσάρα ή κάποιος που μπορεί να βρίζει».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Είπαμε πολλά κι έχουμε και τον τίτλο της επόμενης ταινίας του, σε σενάριο που ολοκλήρωσε πρόσφατα, μαζί με τον ηθοποιό, κλασική φυσιογνωμία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, Βαγγέλη Μουρίκη.

4.jpg

VICE: Πώς σου μπήκε η ιδέα να γίνει το Σπιρτόκουτο μιούζικαλ; Πώς ξεκίνησαν όλα;
Γιάννης Οικονομίδης: Καθαρά διαισθητικά. Πώς είναι καμιά φορά που σου τρυπώνει μια παλαβή ιδέα στο κεφάλι; Για κάποιο περίεργο, ανεξήγητο λόγο αυτή η ιδέα έχει βάση. Απλά δεν ξέρεις από πού εκπορεύεται, από πού ξεκινάει. 

Σου έσκασε δηλαδή μια μέρα ότι θα είχε ενδιαφέρον να γίνει το έργο αυτό μιούζικαλ;
Ναι. Αυτό συνέβη χρόνια πριν. Έμπαινε κι έβγαινε αυτή η ιδέα μες στο κεφάλι μου. Πολλές φορές πήγαινα να το εκστομίσω, το μάζευα πίσω. Ενδεχομένως στην παρέα μου να το είχα πει μέσα στα χρόνια, κανά δυο φορές και μετά σκεφτόμουν «Τι μαλακίες λες; Δεν γίνεται αυτό».

«Όπως δείχνουν τα πράγματα πάμε για τη μεγάλη έκπληξη, πάμε για μεγάλο σκορ».

Βέβαια, πάντα είχα μια ακαθόριστη πεποίθηση βαθιά μέσα μου ότι αυτό έχει μια βάση, ότι γίνεται. Πίστευα ότι αν βρεθεί το ταλέντο και ευνοήσουν οι συνθήκες, μπορεί να συμβεί, μπορεί ένα έργο σαν το Σπιρτόκουτο να γίνει μιούζικαλ, να τραγουδηθεί.

Επειδή το εγχείρημα είναι τολμηρό, φοβήθηκες μια ενδεχόμενη αστοχία, να πουν κάποιοι «σε αυτό ο Οικονομίδης δεν τα κατάφερε»;
Φυσικά, η πιθανότητα να αποτύχεις υπάρχει πάντα – πόσο μάλλον όταν το εγχείρημα είναι τόσο ακραίο, δύσκολο, επικίνδυνο, ιδιαίτερο, τόσο ξεχωριστό, αλλά τι στον διάολο; Θέλω να σου πω ότι άμα δεν υπάρχει το ρίσκο, άμα δεν τολμάς, δεν έχει νόημα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Εν πάση περιπτώσει, δεν είμαι μόνο εγώ σ’ αυτό, απλά η ιδέα μου γίνεται πραγματικότητα. Αυτήν τη στιγμή, είναι δύο υπερταλαντούχοι άνθρωποι, ο Γιάννης Νιάρρος και ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος, μαζί με μια απίστευτη ομάδα συνεργατών –οι καλύτεροι στο είδος τους– που το έχουν πάρει πάνω τους. Όπως δείχνουν τα πράγματα πάμε για τη μεγάλη έκπληξη, πάμε για μεγάλο σκορ.

Ποιο θα είναι για σένα το μεγάλο σκορ;
Να γεννηθεί ένα καινούριο έργο, το οποίο θα έχει αυθυπαρξία, ταυτότητα, οντότητα, τη δική του γλώσσα, τη δική του αξιοπρέπεια, τη δική του τοποθέτηση μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Να αποσυνδεθεί από την ταινία, στην προκειμένη περίπτωση. Αυτό το έχουμε συναντήσει πολλές φορές στην τέχνη να συμβαίνει.

Σε τι φάση βρίσκεστε στις πρόβες;
Είμαστε στην τελική ευθεία. Είναι πάρα πολλά πράγματα που πρέπει να διευθετηθούν. Είναι μεγάλος ο θίασος και πάρα πολλές οι δυσκολίες. Είναι ακραίο το θέαμα, όλο αυτό που συμβαίνει πάνω στη σκηνή. Είναι ένα μουσικό, πολυ-στιλιστικό θέαμα. Η αγωνία μας και η μέριμνά μας είναι όλο αυτό το πράγμα να δοθεί και με ένα επίπεδο και με μια ποιότητα προς τον θεατή. Θέλουμε να τιμήσουμε τον κόσμο που θα έρθει να το δει, όσο καλύτερα μπορούμε.

«Κατά περιόδους, νιώθω να εγκλωβίζομαι σ’ αυτό που περιμένει ο θεατής από μένα, αλλά δεν το αφήνω να με καπελώσει».

Δεν είναι μόνο το να κάνουμε εμείς αυτό που έχουμε στο κεφάλι μας. Το θέμα είναι να περάσει και κάτω, να επικοινωνήσει. Στο θέατρο, στο μιούζικαλ που είναι ένα ζωντανό πράγμα, όλη η διαδικασία της δημιουργίας, της έρευνας, του στησίματος του έργου μπορεί να πάει χαμένη για πλάκα, αν δεν φροντίσεις το έργο να είναι συμπαγές και να μπορεί ο άλλος να το προσλάβει αβίαστα, σαν γάργαρο νερό.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
3.jpg

Στην κινηματογραφική σου διαδρομή, ένιωσες ποτέ να εγκλωβίζεσαι απ’ αυτό που περιμένει ένας θεατής όταν πάει να δει μια ταινία του Οικονομίδη;
Κατά περιόδους, κατά διαστήματα το νιώθω αυτό, αλλά δεν το αφήνω να με καπελώσει. Είναι πολύ ισχυρό το θέλω μου, οπότε όταν έρθει η ώρα αυτό που έχω εγώ στο κεφάλι μου θα κάνω, με τον δικό μου τρόπο. Η πεπατημένη δεν με ενδιαφέρει. Ή αυτό το «ανακάλυψα τώρα τι περνάει, τι πουλάει και πάμε να το κάνουμε». Τίποτα.

«Η χώρα διαλύεται και δεν κάνουν τίποτα αυτοί που οφείλουν να κάνουν. Ο κόσμος είναι ήδη ευνουχισμένος, έχει ξεπουπουλιαστεί. Ας μην τα ζητάμε κι όλα απ΄ τον κόσμο».

Κάθε φορά, βάζω μπρος για καινούρια πράγματα, βάζω αλλού τον πήχη, βάζω καινούρια διακυβεύματα, καινούρια ζητήματα κυνηγάω κάθε φορά. Εννοείται ότι αν δεις όλες μου τις ταινίες, είναι ταινίες ενός ανθρώπου αλλά διαφέρουν. Από ταινία σε ταινία, υπάρχουν μεγάλες διαφορές.

Και στην «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» υπήρχε μεγάλη μετακίνηση.
Βέβαια. Και για την Μπαλάντα άκουσα διάφορα. Κάποιοι τη λατρέψανε, κάποιοι είπαν «μαλάκωσε ο Οικονομίδης, δεν είναι η ταινία σαν τις άλλες». Ο καθένας έχει το δικαίωμα στην άποψή του. Εν πάση περιπτώσει, εγώ νιώθω καλά με κάθε ταινία που κάνω – και προχωράω.

Αυτήν τη στιγμή, συνεχίζετε να γράφετε ένα σενάριο μαζί με τον Βαγγέλη Μουρίκη;
Το τελειώσαμε. Η επόμενη μας ταινία θα λέγεται «Μεγάλη Πέτρα σε Μικρό Κεφάλι». Αυτό είναι ο τίτλος και θα είναι ένα σκοτεινό ρεαλιστικό δράμα, το οποίο αγγίζει τα όρια της τραγωδίας. Σύγχρονο, Αθήνα σήμερα, χειμώνας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Όσο γραφόταν αυτό το σενάριο, ποιο ήταν το διακύβευμα που λέγαμε πριν;
Δεν ξέρω πάλι πώς ξεκίνησε αυτή η επιθυμία, αλλά ήθελα να κάνω ένα πολύ στιβαρό, βαθύ ρεαλιστικό δράμα – ελληνικό, της εποχής. Ίσως να με επηρέασε η περίοδος μετά την Μπαλάντα, όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης, τα lockdown, όλο αυτό το πράγμα που ζήσαμε, η χώρα που διαλύεται με έναν τρόπο πρωτόγνωρο. Και παλιά διαλυόταν η παράγκα, αλλά αυτά τα χρόνια που ζούμε, διαλύεται με ένα ιδιαίτερο στιλ (γελάει), αν θες να το διακωμωδήσουμε και λίγο. Σκάνε απίστευτα πράγματα μέσα στα μούτρα μας, καθημερινά.

«Η επόμενη ταινία θα λέγεται ‘‘Μεγάλη πέτρα σε μικρό κεφάλι’’, ένα σκοτεινό ρεαλιστικό δράμα».

Και δεν κάνουμε τίποτα για αυτό;
Κανένας δεν κάνει τίποτα. Τέλος πάντων. Το πιο σημαντικό είναι ότι δεν κάνουν αυτοί που οφείλουν να κάνουν. Ο κόσμος είναι ήδη ευνουχισμένος, έχει φάει τις φάπες του, τις τάπες του, έχει ξεπουπουλιαστεί. Ας μην τα ζητάμε κι όλα απ΄ τον κόσμο. Το θέμα είναι οι «κύριοι-κύριοι καπετάνιοι» τι κάνουν. Οι πολιτικοί, όλοι αυτοί που κρατάνε το τιμόνι. Κυριαρχεί ο ζόφος, τον οποίο εμείς τον είχαμε δει από την εποχή του Σπιρτόκουτου. Μάλλον όλο αυτό το συναίσθημα με οδήγησε σ΄ αυτό το σενάριο με τον Βαγγέλη, να κάτσουμε και να πούμε μια τέτοια ιστορία.

1.jpg

Πώς τη βλέπεις την πολιτική κατάσταση σήμερα;
Δεν τη βλέπω.

Θεωρείς ότι υπάρχει κάπου κάποιο φως;

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Αυτό είναι το πιο δύσκολο, μωρέ. Αυτό είναι το πιο δύσκολο σημείο που έχει βρεθεί πια ο σημερινός Έλληνας, ότι δεν βλέπει φως, δεν υπάρχει τίποτα. Μπροστά βλέπουμε μόνο γκρεμό, έτσι όπως τα έχουνε φέρει, τα έχουνε φτιάξει, τα έχουνε οργανώσει. Δεν αξίζει να παλέψεις για τίποτα. Μόνο γκρεμός, μόνο σκοτάδι. Αυτό είναι το πιο δυσάρεστο, το πιο δύσκολο σημείο και ψυχικά.

Αλίμονο στη νέα γενιά. Γι’ αυτό σου λέω ότι είμαι πάρα πολύ χαρούμενος και βαθιά αισιόδοξος, όταν βλέπω ότι νέοι άνθρωποι σηκώνονται απ’ τον καναπέ τους και δημιουργούν. Τελικά, η δημιουργία και η ομορφιά είναι τα μόνα πράγματα απ’ τα οποία μπορείς να πιαστείς. Μόνο αυτά μπορούν να μας σώσουν. Εννοείται φυσικά και η επανάσταση, αλλά μάλλον αυτή –πώς το λέει ο Τζιμάκος;- κόλλησε βλεννόρροια, χρόνια τώρα. Θα έχει πεθάνει ήδη.  

Η επανάσταση αργεί ακόμα ή δεν θα έρθει ποτέ;
Ποιος ξέρει; Αυτό που πιστεύω βαθιά είναι ότι αν θα έρθει, δεν θα έρθει από εμάς. Εμείς είμαστε επαρχία, είμαστε περιφερειακή κατάσταση. Αν θα ‘ρθει, θα ‘ρθει απ΄ τις μητροπόλεις, οι οποίες μητροπόλεις βράζουν. Βράζουν. Αν θα ξεσπάσει κάτι, τις επόμενες δεκαετίες, θα ξεκινήσει από τις μητροπόλεις και μετά θα ακολουθήσουμε ενδεχομένως κι εμείς.

«Παράγκα ήμασταν, παράγκα είμαστε και πολύ πιθανό, παράγκα να είμαστε. Πώς είναι η παράγκα του Καραγκιόζη που στάζει; Αυτό».

Η Αθήνα δεν «βράζει»;
Ναι, αλλά βρίσκεται ο τρόπος –πώς να το πω;- η χύτρα να βγει απ΄ τη φωτιά.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Εσύ γιατί πιστεύεις ότι έφτασαν τα πράγματα μέχρι εδώ;
Αυτά τα ξέρει όλος ο κόσμος, τα λέμε στα καφενεία. Παράγκα ήμασταν, παράγκα είμαστε και πολύ πιθανό, παράγκα να είμαστε. Πώς είναι η παράγκα του Καραγκιόζη που στάζει, αυτό. Δες πώς στήθηκε όλο το μαγαζί, όλη η ψευτοϊστορία του μαγαζιού, τι λατρεύουμε, ποιο θεό προσκυνάμε. Εντάξει, τι να λέμε τώρα; Έχουμε κουραστεί να λέμε τα ίδια και τα ίδια. Σαν γκρινιάρηδες γέροι έχουμε γίνει.

Εν τω μεταξύ, είναι πράγματα που τα ξέρουν όλοι. Ακόμα κι αυτοί που λένε τις παπαριές τους, μέσα τους ξέρουν, αλλά τις λένε για άλλους λόγους. Όλο το πράγμα έχει στηθεί στη διαπλοκή, είναι όλο πλεγμένοι ιστοί, συγκοινωνούντα δοχεία από τους Μαυρογιαλούρους και τα ψηφουλάκια, το πελατειακό σύστημα, τις μίζες μέχρι το να βολέψω το παιδί μου στο Δημόσιο. Η Δεξιά…μετά το ΠΑΣΟΚ. Ο καλύτερος ανθός του ελληνισμού, στο χώμα στον Εμφύλιο ή έφυγε. Άμα σκάψεις λίγο σ’ όλους αυτούς που κάνουν κουμάντο, θα βρεις ένα πολύ βρόμικο παρελθόν που φτάνει μέχρι και την Κατοχή. Τουλάχιστον, να μην κοροϊδευόμαστε.

Είκοσι χρόνια πριν, το «Σπιρτόκουτο» ήταν ένας τρόπος να πεις αυτό που λες τώρα ότι αν μη τι άλλο -ας μην κοροϊδευόμαστε- αυτά ζούμε;
Ενδεχομένως, σε επίπεδο χαρακτήρων όμως. Εγώ πρώτιστα είμαι καλλιτέχνης, δημιουργός, δραματουργός και ασχολούμαι με ένα σινεμά που έχει να κάνει με τις ανθρώπινες σχέσεις, τον ψυχισμό και από εκεί και πέρα υπάρχουν τα πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα. Αυτό που προσπάθησα να κάνω στις ταινίες μου είναι να ξεγυμνώσω τους χαρακτήρες μου, να τους βάλω μπροστά σε δύσκολα αιτήματα, ούτως ώστε να φτάσουν στα όριά τους. Ο στόχος είναι να πέσει φως.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Όλοι οι ήρωές μου έχουν ένα παρελθόν, από κάπου έρχονται και κάπου πηγαίνουν. Είναι όλοι χαρακτηρισμένοι, έχουν όλοι σαφή προσδιορισμό, άρα άγονται και φέρονται βάσει του πολιτισμού τους, της πολιτικής, κοινωνικής, ταξικής, ψυχολογικής καταγωγής τους. Και από εκεί προκύπτουν θέματα και ζητήματα.

Φαίνεται ότι οι χαρακτήρες σου είναι άνθρωποι που τους ξέρεις, τους έχεις ζήσει.
Τους ξέρω και τους αγαπώ. Απλά, είμαι πολύ καλός παρατηρητής του κόσμου και της ζωής που με περιβάλλει. Όμως όλους τους ήρωές μου τους αγαπώ. Κάνω ένα σινεμά που είναι στο ύψος τους, δεν τους κρίνω, δεν τους κοιτάζω αφ’ υψηλού. Δεν θεωρώ ότι εγώ είμαι ο κύριος καθηγητής κι αυτοί τα πειραματόζωα και πάμε να λύσουμε το πρόβλημα και να βγάλουμε το αποτέλεσμα.

Αυτό δημιουργεί μια θερμοκρασία, όταν έρχεται η ώρα να πάμε για την αναπαράσταση του κόσμου τους, όταν ζωντανεύουμε το σενάριο και το κάνουμε πραγματικό. Και βγαίνει αυτή η θερμοκρασία η οποία είναι ακαταμάχητη. Όταν ο κινηματογραφικός φακός συλλάβει αλήθεια, αυτό περνάει αυτομάτως κάτω με μια δύναμη, γίνεται αποδεκτό άνευ όρων.

2.jpg

Υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να κλείσουν την ταινία σου ή να φύγουν απ’ το σινεμά; Τι είναι αυτό που δεν αντέχουν, τη βία;
Μπορεί να σημαίνει ένα εκατομμύριο πράγματα. Θεμιτό είναι κι αυτό. Μπορεί σήμερα να μην μπορούν να δουν μια ταινία και αύριο να μπορέσουν ή να μην γουστάρουν ποτέ των ποτών. Είναι μέσα στο παιχνίδι, έτσι κι αλλιώς εγώ δεν κάνω ένα σινεμά για να αρέσω σε όλους. Δεν πρέπει να γίνω αρεστός και να με αγαπήσουν όλοι.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Υπάρχουν και άνθρωποι που θέλουν να μπουν, θέλουν να «διαβάσουν» τις ταινίες, αλλά δυσκολεύονται. Στις πιο πολλές τέτοιες περιπτώσεις, μιλάμε για έναν κόσμο που έχει πολλά θέματα δικά του και του τα σκαλίζει μια ταινία. Ειδικά η «Ψυχή στο Στόμα» είναι μια ταινία που πολύς κόσμος δεν αντέχει να τη δει ή τη βλέπει σε κομμάτια, αλλά το καταλαβαίνω. Αν ο άλλος τραβάει ζόρια, θέλει τον χρόνο του

Πας να δεις τις ταινίες σου στην αίθουσα; Ποιες είναι οι αντιδράσεις που σου έχουν μείνει;
Μέσα στα χρόνια αυτό που θυμόμαστε, είναι οι αρνητικές καφρίλες. Ή κάποιοι άνθρωποι που δεν ξέρω πώς να τους ονομάσω, συντηρητικούς, κυριούληδες, κυράτσες που αρχίζουν και φωνάζουν φεύγοντας «τι πράγματα είναι αυτά», «δεν μιλάνε έτσι οι Έλληνες», «ντροπή», «μια ταινία είπαμε να δούμε». Ειδικά τα πρώτα χρόνια, όταν ο πολύς κόσμος ήταν ανυποψίαστος τι εστί σινεμά του Οικονομίδη. Εντάξει, τώρα πια προσέχουν.

Μια φορά μόνο στο δημοτικό σινεμά της Ηλιούπολης πήγε να γίνει εμφύλιος πόλεμος. Παιζόταν η «Ψυχή στο Στόμα» . Το μισό σινεμά άρχισε να βρίζει και το άλλο μισό να υπερασπίζεται την ταινία. Άρχισε να γίνεται μάχη, παρά λίγο να σταματήσει η ταινία. Εντάξει, μετά κάποιοι έφυγαν, ηρέμησαν τα πνεύματα και παίξαμε την ταινία.

Το πιο ωραίο, τώρα που συζητάμε, είναι αυτό που μου μετέφερε μια φίλη που άκουσε δυο ηλικιωμένες κυρίες να συζητάνε στον δρόμο, το καλοκαίρι που παιζόταν η «Μπαλάντα» στα θερινά. Λέει η μία στην άλλη: «Να πας να δεις την Μπαλάντα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

- «Τι ταινία έχει κάνει;»

- «Έκανε μια ταινία για τη μητρότητα, είναι πολύ καλή να πας να τη δεις».  

Εντάξει, αυτό ήταν αριστουργηματικό (γελάει). Θα μπορούσε να είναι και το tagline της ταινίας. «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς»/Μια ταινία για τη μητρότητα». Δεν είναι τέλειο;

Ισχύει ότι δεν γράφεις και δεν μοντάρεις ποτέ μόνος σου;  
Ναι μωρέ, θέλω συντροφιά. Και βαριέμαι και είμαι ανασφαλής. Τρέχει το κεφάλι μου και σε εκατό διευθύνσεις και πρέπει κάποιος να με μαζεύει.

Μπορεί να σκαλώσεις κάπου και να θες τον συνεργάτη απέναντί σου;
Ναι, πάντα. Χρειάζομαι συνομιλητή – και να μην έχω, θα τον εφεύρω. Χρειάζονται σύντροφο αυτές οι διαδικασίες. Είναι πολύ ιδιαίτερες και καθοριστικές. Εννοείται ότι τον τελευταίο λόγο πάντα τον έχω εγώ, αλλά εμένα με πάει μπροστά, με βοηθάει η διάδραση, η σύγκρουση.

Όταν είσαι στη φάση συγγραφής του σεναρίου, γράφεις με πρόγραμμα;
Πάντα, ναι. Γράφω κυρίως πρωινές ώρες, αλλά τα βράδια μπορεί να κάθομαι να γράφω τους διαλόγους που θα τους φέρω την επόμενη μέρα το πρωί να τους τσεκάρω με τον συνεργάτη.

Θα πας κανονικά το πρωί γραφείο, δηλαδή;
Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, αν δεν μπουν ώρες κάτω, γιατί υπάρχουν deadline. Αλλιώς, δεν τελειώνεις ποτέ. Πρέπει να νιώθεις κάτι να σε πιέζει. Εννοείται ότι άμα δεν βγαίνει κάτι, δεν βγαίνει.

Αν για κάποιο λόγο καταστρέφονταν όλες οι κόπιες απ’ όλες τις ταινίες εκτός από μία, ποια θα έσωζες;
Ξέρω ‘γω! Είναι πολύ δύσκολη ερώτηση αυτή, γιατί όλες μου τις ταινίες τις υπογράφω με πολλή αγάπη και τιμή, οπότε δεν ξέρω.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Αν έμπαινε κάποιος και σου έβαζε το πιστόλι στον κρόταφο, όπως στην «Μπαλάντα», τι θα απαντούσες;
Εντάξει, θα έλεγα κάτι για να γλιτώσω, αλλά δεν θέλω να πω τώρα σε σένα μια παπαριά που δεν την πιστεύω (γελάει).

Υπάρχει κάποιο πρόσωπο που μπορεί να μην είναι απαραίτητα ηθοποιός, το οποίο σου έχει «κολλήσει» και θα ήθελες να το δεις σε ταινία σου; Μπορεί να δεις έναν βουλευτή -λέμε τώρα_ και να πεις ότι η φάτσα του κάτι μου κάνει;
Καλά, αυτοί είναι όλοι ρολάρες ρε! Αυτοί δεν παίζονται και δεν μπορεί να τους παίξει κανένας – οι μεγαλύτεροι ηθοποιοί. Δεν υπάρχουν οι άνθρωποι, είναι απίστευτοι. Γενικά, υποθετικά, θα ήθελα να ζούσε ο Τίτος Βανδής, τέτοιου βεληνεκούς ηθοποιούς μπορώ να σου πω. Ο Αλέξης Δαμιανός, επίσης. Κάποιες τέτοιες μούρες θα ήταν ωραίο να τις είχαμε και σήμερα.

Μιας και μιλάμε υποθετικά, θεωρώ ότι ο Καζαντζίδης ήταν μια πάρα πολύ κινηματογραφική φάτσα. Αν δεις τον Καζαντζίδη νέο, είχε μια μούρη που τα «έσπαγε». Και ωραίος άντρας και μούρη, και απ’ όλα. Πολλές φορές μου περνάει απ’ το μυαλό, όταν τον βλέπω στις παλιές ταινίες να είναι στο πάλκο και να τραγουδάει, λέω κοίτα να δεις. Και βέβαια, ο Άκης ο Πάνου. Αυτός θα ήταν ένα μυστήριο μεγάλο, αν τον είχαμε τώρα εδώ. Θα ήταν ευέλικτος; Θα έμπαινε σε μια ταινία; Όπως συμβαίνει στις αμερικάνικες ταινίες που κάποιες τέτοιες εμβληματικές μορφές, ξαφνικά εμφανίζονται, όπως ο Μπάροουζ που έπαιξε μια σκηνή κι έφυγε.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Είχες πει ότι η «Ψυχή στο Στόμα» είναι η πιο γυναικεία ταινία σου, γιατί περιγράφει το ανδρικό σύμπαν, στην απουσία των γυναικών. Θεωρείς ότι έχεις αποπειραθεί να περιγράψεις το γυναικείο σύμπαν;
Έτσι κι αλλιώς, μιλάω για μια κατάσταση που είναι όλοι ριγμένοι μέσα σε μια κόλαση. Στην κόλαση ή στον παράδεισο της ζωής ανάλογα – διάλεξε και πάρε. Μιλάω και για το γυναικείο σύμπαν. Εκεί μέσα είναι άντρες, γυναίκες, παιδιά, μεγάλοι, μικροί, ζώα – σου θυμίζω τα ντόπερμαν στον Μαχαιροβγάλτη. Όλοι εκεί είναι. Απλά, εντάξει περιγράφω λίγο πιο πολύ τον ανδρικό κόσμο γιατί τον γνωρίζω καλύτερα. Και τυχαίνει κιόλας. Ωστόσο, πολλές φορές μιλώντας για κάτι, μιλάς για κάτι άλλο.

Αυτή η καλλιτεχνική σου «εμμονή» με την οικογένεια πώς προέκυψε; Τι ψάχνεις να βρεις φωτίζοντας τα κακώς κείμενά της;
Δεν έχει να κάνει στην πραγματικότητα με την ελληνική οικογένεια. Έχει να κάνει με χαρακτήρες, με ανθρώπους, με σχέσεις. Έχει να κάνει με ζόρικα ζητήματα ανάμεσα σε άτομα, έχει να κάνει με την Ελλάδα. Από εκεί και πέρα, μοιραία σ’ όλα αυτά, μπαίνει και η οικογένεια, γιατί η οικογένεια είναι η κυρίαρχή μας μυθολογία.

Όπου και να πάμε, χτυπάμε πάνω στο ζήτημα «οικογένεια». Αυτός είναι ο βασικός μας μύθος. Η μάνα μας, ο πατέρας μας, τα αδέρφια μας, τα σκατά μας, τα τραύματά μας. Και όχι μόνο εμάς, όλων των μεσογειακών χωρών. Και ο «Νονός» του Κόπολα οικογενειακή ιστορία είναι. Οι Αμερικάνοι, οι Ρώσοι, οι Γερμανοί έχουν άλλη μυθολογία. Κάθε λαός έχει τα δικά του. Εμάς είναι τα σόγια (γελάει).

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πόλεμος σε τέσσερις τοίχους λοιπόν;
Όποια πόρτα ανοίξεις θα πέσεις πάνω στην οικογένεια. Δεν μπορείς στην Ελλάδα να χαθείς, να εξαφανιστείς. Πίσω από κάθε τι είναι ο παππούς μας, η γιαγιά μας, το παιδί μας, η μάνα μας. Δεν μπορείς να ξεφύγεις απ’ αυτό. Είναι το κυρίαρχο σόου. Και το πρώτο επίπεδο, και το φόντο και το βάθος.

Και η «Ψυχή στο Στόμα» και ο «Μαχαιροβγάλτης» οικογενειακές ιστορίες είναι. Και το «Μικρό Ψάρι» επίσης. Και η «Μπαλάντα» μπορεί να μη φαίνεται, αλλά είναι. Είπαμε μια ταινία για τη μητρότητα (γελάει). Και δεν είναι τυχαίο ότι πιο μακροβιότερο σίριαλ στην ελληνική τηλεόραση είναι οι «Οικογενειακές Ιστορίες». Δεν ξέρω πόσα επεισόδια έχει, άπειρα.

* Το «Σπιρτόκουτο: The Musical» θα παίζεται στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση από τις 11 Νοεμβρίου μέχρι τις 30 Δεκεμβρίου 20222.

Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.

Περισσότερα από το VICE

Η Σρεμπρένιτσα Ακόμα «Μιλάει» για τη Φρίκη του Πολέμου και τον Παραλογισμό του Εθνικισμού

Η Ιστορία του Jeffrey Dahmer: Σταμάτα να Λυπάσαι τους Serial Killer

Τα Βίντεο-Κλαμπ του Σήμερα Έχουν το Άρωμα των Παιδικών μας Χρόνων

Ακολουθήστε το VICE σε FacebookInstagram και Twitter.