FYI.

This story is over 5 years old.

Paranormal

Οι Παράξενες Εμπειρίες που Βίωσα Μεγαλώνοντας σε Ένα Στοιχειωμένο Σπίτι

Οι μαρτυρίες των φίλων μου που έμεναν εκεί μετά από πάρτι που διοργάνωνα, δικαίωσαν τις δικές μου.
Caroline Thompson
Κείμενο Caroline Thompson

To άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE US

Το 1995, οι γονείς μου και εγώ μετακομίσαμε στο σπίτι που μεγάλωσε η προγιαγιά μου. Ήταν ένα παλιό βικτωριανό σπίτι στο St. Paul της Μινεσότα, χτισμένο το 1902 και παρατημένο για μισό περίπου αιώνα από τον ερημίτη θείο μου Frank, ο οποίος δεν καθάρισε και δεν πέταξε ποτέ τίποτα. Όταν φτάσαμε, το σπίτι ήταν σε τραγική κατάσταση, με τη σκουριά, τα σκουπίδια, τα αγριόχορτα και τα δέντρα να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μέσα στο σπίτι, οι σκισμένες ταπετσαρίες και η ξεφτισμένη μπογιά ίσα που φαίνονταν πίσω από τις στοίβες των σκουπιδιών που έκρυβαν τους τοίχους. Ο προ-προπάπους μου, Joseph Renz, είχε αγοράσει το σπίτι το 1905 και μέσα στον επόμενο αιώνα διάφορα ηλικιωμένα μέλη της οικογένειάς μας ξεψύχησαν μέσα σε αυτό, ένα στοιχείο που δεν γνώριζα όταν μπήκαμε στο σπίτι. Οι γονείς μου ήξεραν πως δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα να πουν σε ένα εξάχρονο με ανεπτυγμένη φαντασία, για όλα αυτά τα πτώματα που κάποτε είχαν βρεθεί εκεί.

Δεν είχε σημασία, όμως, τι ήξερα. Υπέφερα από τρομακτική αϋπνία και κάθε βράδυ για χρόνια παρακολουθούσα έναν θίασο φαντασμάτων να κάνει παρέλαση στο δωμάτιό μου. Υπήρχε μια λυπημένη γυναίκα στην ντουλάπα μου, η οποία μου ψιθύριζε ανάμεσα από τις μπλούζες μου. Όταν μπορούσα να κοιμηθώ λίγο, την ονειρευόμουν στην άκρη του κρεβατιού μου, ντυμένη με ένα μακρύ άσπρο φόρεμα και τα μαλλιά της πιασμένα σε έναν περίτεχνο κότσο. Μου τραγουδούσε και, ξυπνώντας, μπορούσα να ακούσω το τραγούδι να βγαίνει από την ντουλάπα.

Αν ανακατέψεις έφηβους με αλκοόλ και ένα στοιχειωμένο σπίτι, τότε σίγουρα θα γίνουν «περίεργα» και «απόκοσμα» πράγματα.

Η λυπημένη γυναίκα ήταν καλή. Αλλά τα βήματα του φαντάσματος που έμενε στη σοφίτα έδειχναν ότι εκείνο δεν ήταν και τόσο καλό. Τα άκουγα. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, ακριβώς πάνω από το κρεβάτι μου. Ένα ανήσυχο πνεύμα που τριγυρνούσε μέσα στην αχανή και μισοχτισμένη σοφίτα, που ήταν γεμάτη ιστούς αράχνης και που ο μόνος τρόπος να ανέβεις σε αυτήν ήταν μέσω μιας απότομης και σκοτεινής σκάλας. Καμιά φορά, ένιωθα κρύα χέρια να μου ακουμπούν τα πόδια μου κάτω από τα σκεπάσματα και συχνά ξυπνούσα για να αντικρίσω μια σκοτεινή φιγούρα που εξατμιζόταν προς τα επάνω, προς την σοφίτα, μόλις η όρασή μου καθάριζε από τον ύπνο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Αρχικά, ξυπνούσα τους γονείς μου ουρλιάζοντας. Με έβαζαν και πάλι για ύπνο, λέγοντάς μου πως όλα τα παλιά σπίτια έχουν περίεργους θορύβους από τη φύση τους. Ό,τι ήχους άκουγα από την ντουλάπα και τη σοφίτα, προέρχονταν από τον άνεμο, τα σάπια ξύλα ή τα ποντίκια. Προσπάθησα να τους πιστέψω αλλά ήξερα τι άκουγα.

Η συντάκτρια ποζάρει στο κατώφλι του στοιχειωμένου σπιτιού. Φωτογραφία της Caroline Thompson.

Δεν μιλούσα πολύ για τα φαντάσματα όταν ήμουν μικρή. Ήμουν μοναχοπαίδι, οπότε μεγάλωσα ανάμεσα σε πολλούς ενήλικους και έμαθα γρήγορα ότι κάθε αναφορά σε κάτι το παραφυσικό ακουγόταν με συμπάθεια από τους «μεγάλους», αλλά ποτέ δεν γινόταν πιστευτό. Μεγαλώνοντας, απεχθανόμουν αυτό το κλασσικό τους χαμόγελο όταν προσπαθούσα να μιλήσω για τη γυναίκα στην ντουλάπα ή τον άνδρα στην σοφίτα. Ήταν πάντα ευγενικοί όταν με άκουγαν, αλλά τους άκουγα να χαχανίζουν όταν έφευγα από το δωμάτιο.

Το να μιλάω στους φίλους μου για αυτό, είχε κάποιο ρίσκο. Δεν ήμασταν ιδιαίτερα θρησκόληπτη οικογένεια, οπότε δεν είχα καμία γνώση περί των δαιμόνων. Όταν ήμουν εννιά ή δέκα ετών, έκανα το λάθος να μοιραστώ με μια χριστιανή φίλη μου τις εμπειρίες μου και εκείνη φρίκαρε. Μου είπε ότι όλο αυτό ήταν διαβολικό, ότι μάλλον ήμουν δαιμονισμένη και πως έπρεπε να μετανοήσω και να παραδοθώ στην αγάπη του Χριστού. Δεν μείναμε φίλες για πολύ καιρό μετά από αυτό.

Είναι φοβερό το τι μπορείς να συνηθίσεις. Μετά από μερικούς μήνες, δεν φοβόμουν πλέον αυτές τις νυχτερινές επισκέψεις. Μου παρείχαν μια ζεστασιά, λες και εκείνοι που ζούσαν στο σπίτι πριν από εμένα με πρόσεχαν. Σταμάτησα να ουρλιάζω. Σταμάτησα να τρέχω στους δικούς μου. Άρχισα να κοιμάμαι τα βράδια.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Τα πράγματα συνέχισαν έτσι για χρόνια.

Οι γονείς μου συχνά έλειπαν σε ταξίδια όταν πήγαινα λύκειο, κάτι που έκανε το σπίτι μου εξαιρετικό μέρος για πάρτι. Αν ανακατέψεις έφηβους με αλκοόλ και ένα στοιχειωμένο σπίτι, τότε σίγουρα θα γίνουν «περίεργα» και «απόκοσμα» πράγματα. Η φίλη μου η Ellen αποκοιμήθηκε στον καναπέ του σαλονιού και ξύπνησε, αντικρίζοντας μια γυναίκα να κουνιέται πέρα-δώθε στην γωνία της τραπεζαρίας. Η Laura μια φορά κοιμήθηκε στον ξενώνα και μου παραπονέθηκε το άλλο πρωί πως το αγόρι μου – το οποίο δεν είχε μείνει μαζί μας εκείνο το βράδυ – είχε περάσει όλη τη νύχτα καθισμένο στην άκρη του κρεβατιού.

Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το  Newsletter του VICE Greece

Αυτές οι εμπειρίες δικαίωσαν τις δικές μου. Για χρόνια ολόκληρα, κανείς δεν με άκουγε όταν μιλούσα για φαντάσματα. Οι γονείς μου έλεγαν πως όλα ήταν όνειρα, ότι είχα πολύ ανεπτυγμένη φαντασία, ότι έπρεπε να σταματήσω να διαβάζω τόσες ιστορίες τρόμου. Όταν και οι φίλοι μου είδαν τα ίδια πράγματα όμως, ήξερα πως δεν ήμουν τρελή. Μπορούσα επιτέλους να μοιραστώ τις παιδικές μου εμπειρίες με ανθρώπους που πραγματικά πίστευαν αυτά που τους έλεγα.

Μου άρεσε που έγινα γνωστή ως η κοπέλα που έμενα στο στοιχειωμένο σπίτι. Με μια πρώτη ματιά, ήμουν απλά ένα λυκειόπαιδο με σκισμένο τζιν, αλλά οι φήμες που κυκλοφορούσαν για το στοιχειωμένο μου σπίτι, μού έδιναν έναν αέρα μυστηρίου. Αν και πολύς κόσμος ερχόταν στα πάρτι μου για να πιεί αλκοόλ χωρίς την περιφρούρηση των μεγάλων, κάποιοι έρχονταν για την πρωτοτυπία τού να παρτάρεις σε ένα στοιχειωμένο σπίτι. Πολλές από εκείνες τις μεθυσμένες νύχτες, τελείωναν με διάφορα παιδιά από το σχολείο, καθισμένα σε έναν κύκλο στο σαλόνι να μιλούν για τα φαντάσματα και να προσπαθούν να επικοινωνήσουν με το υπερπέραν.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θυμάμαι πότε σταμάτησε. Έφυγα από τα σπίτι στα 18 μου χρόνια και έκτοτε τα φαντάσματα που μου έκαναν παρέα καθώς αποκοιμόμουν δεν φαίνεται πια να θέλουν να δηλώσουν την παρουσία τους. Αλλά τα θυμάμαι. Ξέρω πως η ανθρώπινη μνήμη είναι ελαττωματική και πως πολλές από τις εμπειρίες μου ίσως να στηρίζονται στην παιδική μου φαντασία, στα θέματα που είχα με τον ύπνο μου ή στα τρωκτικά που ζούσαν μέσα στους τοίχους και στη σοφίτα, αλλά έστω και έτσι αρνούμαι να σταματήσω να πιστεύω.

Ανά διαστήματα γυρίζω στο πατρικό μου για κάποια σαββατοκύριακα και τις νύχτες μένω ξύπνια μέσα στο σκοτάδι. Ακούω προσεκτικά μήπως και διακρίνω κάποιον ψίθυρο από την ντουλάπα, αλλά εκείνη δεν μου μιλά πια. Εκείνη η λυπημένη γυναίκα έχει βαρεθεί πλέον να μιλά μαζί μου. Ίσως τα παιδιά είναι πιο δεκτικά σε αυτά τα πράγματα, ίσως η ικανότητά μου να ακούω τα φαντάσματα εξαφανίστηκε μαζί με την παιδική μου ηλικία. Όπως και να έχει, η σιωπή είναι εκκωφαντική.

Περισσότερα από το VICE

Κάπως Έτσι Ήταν να Μεγαλώνεις σαν Αλβανάκι στην Ελλάδα του 1990

Εξομολογήσεις: Η Δύσκολη Ζωή μιας Swinger στην Αθήνα

Μια Σύντομη Ιστορική Αναδρομή στο MILF Πορνό

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter Facebook και Instagram.