Μια Αληθινή Ιστορία

Μαρσέλ: Μια Ιστορία που Φωνάζει Πόσο Σκατά Είναι ο Ρατσισμός

Στα 17 του έγινε πρόσφυγας. Σήμερα είναι μαθητής, αθλητής, εργαζόμενος και θέλει να φτιάξει τη ζωή του στην Ελλάδα.
IMG_5224

Συνάντησα τον Μαρσέλ έξω απ’ το σπίτι του, δυο δρόμους κάτω από την Πατησίων. Το σχολείο της γειτονιάς βούιζε από τις φωνές των παιδιών - πολλά γεννήθηκαν ή ήρθαν στην Αθήνα με τους πρόσφυγες και μετανάστες γονείς τους.

Κατεβήκαμε τα λίγα σκαλιά προς το μικρό υπόγειο διαμέρισμά του και όταν ο Μαρσέλ άνοιξε το παράθυρο, το μάτι μου κόλλησε στο σύνθημα στον τοίχο του σχολείου: Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΚΑΤΑ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
IMG_5374.jpg

Στην κουζίνα κόχλαζε μια κατσαρόλα με κρέας και πατάτες σε συνταγή του Καμερούν, της πατρίδας του οικοδεσπότη. Στο χολ, ακουμπισμένες σε μια γωνία, οι πατερίτσες του, ενθύμιο του τραυματισμού του στο ποδόσφαιρο. Και το γραφείο του, κατάφορτο με στοίβες σχολικά βιβλία.

Ο Μαρσέλ, 22 χρονών σήμερα, ήρθε στην Ελλάδα πριν πέντε χρόνια - μόνος του, με εκατό δολάρια στην τσέπη κι έναν σάκο μούσκεμα από τη θάλασσα. Έφυγε από τη χώρα του για να μην τον σκοτώσουν, έγινε «ασυνόδευτος ανήλικος πρόσφυγας» για να αποφύγει την σκοτεινή μοίρα των αγαπημένων του.

Μέσα στα προσφυγικά camp ενηλικιώθηκε, εκεί άρχισε να μαθαίνει ελληνικά, να πηγαίνει ξανά σχολείο, να προσαρμόζεται στο ελληνικό περιβάλλον. Και όταν αφέθηκε ελεύθερος, όταν του δόθηκε η άδεια να ζήσει κανονικά, πήρε τη ζωή στα χέρια του. Με χαμόγελο και δύναμη μαζί.

IMG_5519.jpg

Τώρα πάει σχολείο. Και γουστάρει, αστράφτει το πρόσωπό του όταν μιλάει για το σχολείο του. Τώρα εργάζεται, «κρατάει» δικό του σπίτι, παίζει και μπάλα. Αφοσιωμένος στο σχολείο, δυναμικός στην προπόνηση, χαρούμενος στη δουλειά του. Θαυμαστός μου φάνηκε ο τρόπος που τα «μέτρησε», τα ιεράρχησε μέσα του όλα αυτά και τα έδεσε μεταξύ τους.

«Προσπάθησα πολύ φίλε», μου λέει.

Τώρα θέλει να μείνει μόνιμα στην Ελλάδα, η Αθήνα δεν ήταν για αυτόν ενδιάμεσος σταθμός. Χαίρομαι που τον ακούω να το λέει.

Θυμάμαι τον στίχο του Λεξ, «με χαιρετάν σε γλώσσες που δεν ξέρω και μ’ αρέσει».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο Μαρσέλ το κάνει ακόμη πιο real. «Θα φτιάξω τη ζωή μου εδώ», λέει. «Να μιλήσω και να γράψω καλά τα ελληνικά - να δείξω ότι μπορώ. Και να βοηθήσω άλλους ανθρώπους. Αυτά θέλω».

Αυτή είναι η ιστορία του. Μέχρι τώρα. 

Και μας φωνάζει, πόσο σκατά είναι ο ρατσισμός.

IMG_5482.jpg

«Φίλε, γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό στο Καμερούν, λέγεται Μέλο. Από μικρό παιδί  μου άρεσε πολύ η μπάλα, να παίζω ποδόσφαιρο», μου λέει με μεγάλη έμφαση, με αγάπη.

«Όταν έφτασα δέκα χρονών το σχολείο πήρε  την πρώτη θέση στην καρδιά μου - αγαπούσα πολύ τα μαθηματικά και τη φυσική. Και η μάνα μου πάντα μου έλεγε: πρώτα σχολείο και μετά μπάλα».

«Ο μπαμπάς μου πέθανε όταν ήμουν δύο χρονών, τον θυμάμαι μόνο από φωτογραφίες. Μέχρι τα δεκαεπτά μου μεγάλωσα με τη μητέρα μου». Λέει αυτά και μια μακρόσυρτη σιωπή ακολουθεί. «Όταν θυμάμαι όλα αυτά που έγιναν στο Καμερούν, είναι πολύ δύσκολο, δε νιώθω καλά», συνεχίζει ο ίδιος. 

«Στα δεκαπέντε μου μετακομίσαμε στο χωριό της μάνας μου, Μανθέ λέγεται - η μάνα μου ήθελε να γίνει δήμαρχος εκεί. Η ίδια ήταν μέλος του κόμματος RDPC, αλλά οι κάτοικοι του χωριού ήταν εναντίον αυτού του κόμματος. Και ξεκίνησαν συγκρούσεις στην περιοχή, σαν πόλεμος, σαν εμφύλιος πόλεμος», μου λέει.

IMG_5272.jpg

«Βγήκανε μαχαίρια και ματσέτες. Τον μεγάλο αδερφό μου τον σκοτώσανε μπροστά μου, τον μαχαίρωσαν, όπως και τον σύντροφο της μητέρας μου. Μπροστά μου, μπροστά μου τους σκοτώσανε, στο σπίτι μας. Μπήκανε μέσα μια νύχτα -ήταν γύρω στις εννιά- δέκα το βράδυ και θυμάμαι έβρεχε πολύ. Σπάσανε την πόρτα και μπήκανε μέσα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Τη μητέρα μου τότε την έχασα - ακόμα δεν ξέρω αν ζει ή αν έχει πεθάνει. Έχω προσπαθήσει να την εντοπίσω, αλλά δεν έχω καταφέρει τίποτα. Εύχομαι μια μέρα να την ξαναδώ».

Κομπιάζει, σταματάει. «Δυσκολεύομαι να μιλάω για αυτά φίλε, είναι μια ιστορία που δεν θέλω να γυρίζω πίσω, με πονάει πολύ».

«Βάλανε φωτιά για να κάψουν το σπίτι. Εμένα με έπιασαν και με έβαλαν σε ένα αμάξι. Με πήγαν σε μια ερημιά - δεν θυμάμαι τη διαδρομή ούτε εκείνο το μέρος, ελάχιστα πράγματα μόνο, όπως ότι είχε δέντρα, σαν αφρικανικό δάσος. Και με χτύπησαν τόσο που νόμιζα ότι πεθαίνω. Μετά υπάρχει κενό στη μνήμη μου, έσβησαν όλα».

«Όταν ξύπνησα κατάλαβα ότι βρισκόμουν σε ένα άγνωστο σπίτι- ρώτησα τον άνθρωπο που ήταν μαζί μου και μου είπε ότι αυτός με βρήκε λιπόθυμο, παρατημένο. Στην αρχή με είχε νομίσει κι αυτός για νεκρό».

«Είχα αίματα παντού. Να, βλέπεις...» μου λέει και μου δείχνει σημάδια κι αμυχές στο κεφάλι και το σώμα του.

«Αυτός ο καλός άνθρωπος, όταν συνήλθα κάπως με ρώτησε ποιος είμαι και για την οικογένειά μου. “Ξέρω καλά τη μάνα σου”, μου είπε. Ήταν καλός άνθρωπος, στο λέω ξανά, γιατί όταν με έσωσε, άγνωστος του ήμουνα, δεν ήξερε τίποτα για μένα».

«“Αν μείνεις εδώ, θα σε σκοτώσουν”, μου είπε. Ο ίδιος ήταν φτωχός άνθρωπος, δεν μπορούσε μόνος του να με φυγαδεύσει. Επικοινώνησε με τον δήμαρχο ενός κοντινού χωριού και του εξήγησε την κατάσταση. “Ξέρω τι συνέβη”, του απάντησε ο άλλος. “Φέρε το παιδί εδώ γρήγορα”. ‘Ήταν κι αυτός φίλος της μάνας μου».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Όταν τον συνάντησα, μου είπε ότι πρέπει να φύγω, ότι ήταν πολύ επικίνδυνα εκεί για μένα. Και με μετέφερε στο Γιαουντέ, την πρωτεύουσα - ταξίδεψα στην καρότσα ενός φορτηγού, ανάμεσα στα εμπορεύματα. Στο Καμερούν η κατάσταση ήταν χάλια, χαοτική - φυλές συγκρούονταν μεταξύ τους».

«Έμεινα περίπου 2 βδομάδες στο Γιαουντέ και μια μέρα ο δήμαρχος του χωριού με πήρε τηλέφωνο - “το βράδυ θα ταξιδέψεις, φεύγεις από τη χώρα”, μου είπε. Δεκαεπτά χρονών ήμουνα».

«Με φίλους του αστυνομικούς είχαν ετοιμάσει για μένα ψεύτικο διαβατήριο και πέταξα για Κωνσταντινούπολη. Συνάντησα εκεί μια Αφρικανή γυναίκα - τα είχαν κανονίσει όλα οι φίλοι της μάνας μου. Πήγαμε μαζί με αυτή τη γυναίκα  σε ένα ξενοδοχείο. Ήτανε Κυριακή, Σεπτέμβριος του 2018. “Την Τρίτη ξεκινάς για Ελλάδα”, μου είπε».

«Τότε για την Ελλάδα ήξερα μόνο από το σχολείο. Από το μάθημα της Ιστορίας - la Grece, la Grece…!», μου λέει ο Μαρσέλ και το πρόσωπό του λάμπει. «Μαθηματικά, φιλοσοφία, Pithagor...», λέει με ένα χαμόγελο για πρώτη φορά από  τη στιγμή που το κασετοφωνάκι ξεκίνησε να γράφει. 

«Πήγαμε στη Σμύρνη με λεωφορείο μέχρι ένα σημείο της διαδρομής και μετά συνεχίσαμε με φορτηγό, κρυμμένοι. Όταν πια μπήκαμε στη βάρκα -ένα φουσκωτό με εξωλέμβια μηχανή- είχε βραδιάσει».

«Ήμασταν γύρω στα 50 άτομα - πολλά παιδιά και γυναίκες, από την Αφρική, την Συρία, το Πακιστάν. Το δικό μου αντίτιμο ήταν ήδη πληρωμένο από τους φίλους στο Καμερούν - εγώ μαζί μου είχα λίγα χρήματα, ούτε εκατό δολάρια στην τσέπη μου και μια μικρή τσάντα με λίγα ρούχα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Τρεις ώρες ήμασταν στη θάλασσα. Ήμουν πολύ φοβισμένος, δεν ήξερα να κολυμπάω. Φώναξα στον Θεό, “έλα να με βοηθήσεις”. Μετά τα μεσάνυχτα βγήκαμε στη Σάμο - χάλια ήμουνα, βρεγμένος μούσκεμα παντού, εξαντλημένος, φοβισμένος ακόμα. Εκείνες τις στιγμές ήθελα μόνο να γυρίσω στο Καμερούν, ήθελα να δω τη μάνα μου», λέει συγκινημένος.

IMG_5234.jpg

«Ήρθε η αστυνομία - η αλήθεια είναι ότι μας φέρθηκαν καλά, νορμάλ. Και γύρω στις 3 το πρωί ήμασταν πια στο camp. Η ζωή στο camp ήταν δύσκολη - δεν υπήρχε βία αλλά είχε κρύο, το φαγητό ήταν άσχημο, το ρεύμα κοβότανε συνέχεια, τηλέφωνο δικό μου δεν είχα ακόμη για να μιλήσω με δικούς μου ανθρώπους. Ήταν κακές οι συνθήκες».

«Έμεινα εκεί 6 μήνες σχεδόν - πέρασα συνέντευξη και είπα την ιστορία μου στην Υπηρεσία Ασύλου. Τα τσεκάρανε και τα γράψανε όλα. Και με Έλληνες αστυνομικούς που μίλησα και τους διηγήθηκα  την ιστορία μου, “μην γυρίσεις στο Καμερούν”, μου είπανε. “Είναι επικίνδυνο για σένα”». 

«Τον φίλο της μάνας μου, που τόσο με βοήθησε, λίγο μετά που έφυγα από το Καμερούν, τον σκότωσαν», λέει ο Μαρσέλ.

«Έκανα αίτηση για άσυλο. Και μου έδωσαν ένα έγγραφο με το οποίο έχω δικαίωμα να ταξιδέψω παντού στην Ελλάδα.  Από τη Σάμο βρέθηκα σε άλλο camp στη Νέα Καβάλα. Εκεί ήταν όλα πολύ καλύτερα - πήγα σχολείο επτά μήνες, είχαμε καλούς δασκάλους και ξεκίνησα να μαθαίνω ελληνικά».

«Και τον επόμενο Σεπτέμβριο ξεκίνησα κανονικά σχολείο σε ΕΠΑΛ της περιοχής- μπήκα στην Α΄τάξη. Είχε ρατσισμό εκεί», μου λέει.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Σου έκαναν bullying;», τον ρωτάω.

«Όχι bullying, αλλά δεν μου μιλούσαν, δεν με έκαναν παρέα - μπορεί να τους ρωτούσα τι σημαίνει μια λέξη στα ελληνικά και κανείς δεν έδινε σημασία. Μόνο η κοπέλα μου, που ήτανε μαζί μου εκεί, συνέχεια, μόνο αυτή με βοήθησε.. Γνωριστήκαμε στο σχολείο, συνδεθήκαμε- πλέον δεν είμαστε μαζί αλλά μιλάμε συχνά, μείναμε φίλοι. “Πολλοί Έλληνες είναι έτσι, Μαρσέλ”, μου έλεγε. “Σε βλέπουν μαύρο και φέρονται με ρατσισμό”. Ένιωθα πολύ άσχημα και σταμάτησα το σχολείο. Και έφυγα για την Αθήνα».

«Ένας φίλος από το camp, Αφρικανός κι αυτός, μου είπε να έρθω εδώ, ότι στην Αθήνα είναι καλύτερα τα πράγματα. Αυτός με φιλοξένησε, έμεινα 8 μήνες στο σπίτι του στην Κυψέλη».

Του εξηγώ πόσο δύσκολη μου φαίνεται όλη αυτή η κατάσταση βάζοντας τον εαυτό μου στη θέση του - ξένος, άφραγκος, σε μία ξένη χώρα.

«Ούτε για μένα ήταν εύκολο φίλε», μου λέει. «Προσπάθησα πολύ για να τα καταφέρω».

IMG_5731.jpg

«Το σχολείο το βρήκα μέσω Ίντερνετ, το γκούγκλαρα», λέει. «Και πήγα από ‘κει. Μπήκα μέσα και τους είπα ότι θέλω να σπουδάσω. Τους έδειξα τα χαρτιά μου από το προηγούμενο ΕΠΑΛ, μέχρι και τα βιβλία είχα μαζί μου. Το έψαξαν κι αυτοί από το σύστημά τους, είδαν ότι λέω αλήθεια- και γράφτηκα στο σχολείο μου. Εσπερινό ΕΠΑΛ, κοντά στην Ομόνοια».

Τον ρωτάω για τους καθηγητές του εδώ, αν τον βοήθησαν.

«Πολύ, πάρα πολύ», απαντάει. «Δεν το έχω ξαναζήσει αυτό». 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Το σχολείο μου είναι πάνω απ’ όλα», μου λέει. «Ξεκινάμε στις 6.30 το απόγευμα - και σχολάμε 10.30 το βράδυ. Περνάω πάρα πολύ καλά όταν είμαι στο σχολείο μου, έχω φίλους, με αγαπούν οι συμμαθητές και οι καθηγητές μου - και τους αγαπώ πολύ κι εγώ. Όλοι είναι πολύ καλά παιδιά, καταπληκτικοί άνθρωποι».

IMG_5744.jpg

«Νιώθω τόσο καλά στο σχολικό περιβάλλον που όταν είναι σαββατοκύριακο θέλω να έρθει γρήγορα η Δευτέρα», μου λέει και γελάμε μαζί. «Ότι δεν καταλαβαίνω μου το εξηγούν, με υποστηρίζουν πολύ. Τώρα μπορώ να διαβάσω καλά, καταλαβαίνω τη γλώσσα και όσο γίνομαι καλύτερος, το χαίρομαι, συμμετέχω στο μάθημα. Πριν 2-3 χρόνια δεν μπορούσα και αυτό με στενοχωρούσε. Θέλω ακόμα να βελτιώσω τα ελληνικά μου, μέρα με τη μέρα νομίζω θα το καταφέρω κι αυτό».

«Πιστεύω στον εαυτό μου, ελπίζω ότι σε λίγα χρόνια θα μπορώ να μιλάω τα ελληνικά σαν να έχω γεννηθεί εδώ», λέει. Το χαμόγελό του σταθερό.

«Δεν μιλήσαμε καθόλου για μπάλα», του λέω. «Στο Καμερούν έπαιζες σε κάποια ομάδα;».

«Όχι, μόνο με τους φίλους μου, στη γειτονιά, για την πλάκα μας. Αλλά από μικρός ήμουν καλός, πολύ καλός. Υπήρχαν ομάδες Α’ Εθνικής που με ήθελαν στις ακαδημίες τους - η μάνα μου δεν το ήθελε όμως».

Και σε αυτό το σημείο, ο Μαρσέλ με αγάπη μόνο μιλάει για τη μητέρα του. «Η μάνα μου είχε σπουδάσει στις ΗΠΑ, πέντε χρόνια στο πανεπιστήμιο εκεί», μου λέει. «Ήταν πολύ μορφωμένη γυναίκα - και αυτό ήθελε και για μένα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
IMG_5580.jpg

Τον ρωτάω πως άρχισε να ασχολείται λοιπόν με το ποδόσφαιρο στην Αθήνα. 

«Προσπάθησα σε μια ομάδα της Superleague. Ο τρόπος του κόουτς δε μου άρεσε. Έκανα κάποιες προπονήσεις στην ομάδα του Φόρουμ των Προσφύγων (GRFC) στην Κυψέλη, έπαιξα και σε αγώνες. Χάρηκα ξανά το ποδόσφαιρο». 

«Μετά πήγα σε μια ομάδα που παίζει Γ’ κατηγορία - μου είχε μιλήσει ένας φίλος Αφρικανός που έπαιζε εκεί, τους βρήκα στο Ίντερνετ, πήγα και τους μίλησα. “Είσαι καλός;” με ρώτησαν. Τους λέω “ναι, είμαι καλός!”. “Θα το δούμε στο γήπεδο”, μου είπαν (γελάει). “Μπες μέσα!”. Και τους άρεσα πολύ. Ξεκίνησα προπονήσεις αλλά μετά από ένα μήνα χτύπησα στο γόνατό μου. Ήταν μεγάλη ατυχία για μένα γιατί θα είχα και μισθό εκεί, κάπου στα 700 ευρώ/μήνα. Αλλά δεν είχα προλάβει καν να υπογράψω».

«Ο τραυματισμός ήταν σοβαρός, ρήξη μηνίσκου, φυσικοθεραπεία στο ΚΑΤ και έμεινα εκτός γηπέδου οκτώ μήνες, τους πρώτους τέσσερις ήμουν με πατερίτσες. Ούτε να δουλέψω δεν μπορούσα τότε. Και μετά, για αρκετό καιρό, παράτησα το ποδόσφαιρο και ήμουν μόνο δουλειά-σχολείο. Τώρα έχω ξεκινήσει ξανά».

«Αγαπώ πολύ το ποδόσφαιρο αλλά πρέπει να καταλάβεις ότι δεν μπορούσα να αφήνω το σχολείο και τη δουλειά μου για τη μπάλα. Το σχολείο μου είναι πάνω απ’ όλα», μου λέει. «Σε άλλη ομάδα είχα βγάλει δελτίο και δεν με πλήρωσαν ποτέ. Δεν μπορώ να παίζω τζάμπα. Επέλεξα να αφοσιωθώ στο σχολείο μου».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Είχα κι άλλη πρόταση από ομάδα Γ΄ Εθνικής αλλά αρνήθηκα- θα είχα περισσότερες προπονήσεις, ταξίδια για αγώνες. Δεν “έβγαινε” με τη δουλειά και το σχολείο μου. Για μένα που δυσκολεύομαι ακόμη με τη γλώσσα και πρέπει να διαβάζω αρκετά, δεν θα έβγαινε με τίποτα».

IMG_5606.jpg

«Τώρα παίζω στον Κολωνό - για να μη χάσω τη φόρμα μου και γιατί αγαπάω την μπάλα. Παίρνω κάποια χρήματα, έχω και ένα γεύμα κάθε μέρα δωρεάν σε ένα εστιατόριο της περιοχής. Και μπορώ να συνδυάσω και το σχολείο μου, δεν πηγαίνω σε όλες τις προπονήσεις».

«Δυο-τρεις μέρες μέρες τη βδομάδα είμαι πρωί στη δουλειά, απόγευμα στην προπόνηση και βράδυ στο σχολείο. Το ένα μετά το άλλο, σερί».  

«Πού εργάζεσαι;», τον ρωτάω.

«Σε ένα βενζινάδικο», απαντάει. «Και νιώθω πολύ καλά- οι συνάδελφοί μου πολύ καλοί, το αφεντικό μου καλός άνθρωπος, έχω το μισθό μου, κανά πουρμπουάρ από τους πελάτες, τα ένσημά μου κανονικά, όλα καλά. Πρωινή δουλειά, 07.00- 15.00. Γυρίζω σπίτι για λίγο, φεύγω για προπόνηση και μετά σχολείο».

«Θέλω να μαζέψω λίγα χρήματα, να βγάλω δίπλωμα και να αγοράσω ένα μηχανάκι για να δουλέψω ντελίβερι. Για να έχω περισσότερο χρόνο για διάβασμα. Θέλω να πάρω το πτυχίο μου. Επιθυμώ να εργαστώ ως νοσηλευτής, αυτή την κατεύθυνση έχω επιλέξει», μου λέει. «Θέλω να βοηθήσω ανθρώπους που είναι σε ανάγκη».

«Αυτό είναι το πλάνο μου», συνεχίζει ο ίδιος. «Και το όνειρό μου, να κάνω κάτι δικό μου, να ανοίξω ένα δικό μου μαγαζί».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Από το 2020 μπορώ να ταξιδέψω και στο εξωτερικό» απαντάει όταν τον ρωτάω αν η Ελλάδα είναι για αυτόν σταθμός ενός ταξιδιού που δεν τελείωσε ακόμη. «Έχω φίλους που μου λένε συνέχεια να πάω. “Τι κάνεις στην Ελλάδα...”, μου λένε. “Έλα στη Γαλλία”. Εγώ το βλέπω ανάποδα. “Τι να κάνω στη Γαλλία;”, αυτό σκέφτομαι. Νιώθω καλά στην Ελλάδα».

«Θα φτιάξω τη ζωή μου εδώ. Νιώθω ασφαλής. Μου αρέσει η ιστορία και οι άνθρωποι, έχω υγεία, πάω σχολείο. Είμαι καλά», μου λέει.

«Ας υπάρχουν και προβλήματα στη ζωή μου εδώ. Και οι Έλληνες έχουν προβλήματα, κανενός η ζωή δεν είναι εύκολη. Όπως τα αντιμετωπίζουν αυτοί, θα τα αντιμετωπίσω κι εγώ, μαζί τους».

«Νιώθω ότι γίνομαι Έλληνας. Εδώ θα μείνω. Κι ας  μου λένε οι φίλοι μου στη Γαλλία ότι είμαι μαλάκας που δεν φεύγω».

Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.

Περισσότερα από το VICE

Μπήκαμε στα Δωμάτια Δύο 18χρονων που Πέτυχαν Πρωτιές στις Πανελλήνιες

Πώς Είναι να Είσαι Παρθένος στα 20, στα 30, στα 40 και Αργότερα

Μια «Βουτιά» στον Κόσμο του Ελληνικού Comedy Rock

Ακολουθήστε το VICE σε FacebookInstagram και Twitter.