Διασκέδαση

Περάσαμε Ένα Βράδυ στο Στούντιο του "Fight Club"

Μιλήσαμε με τον Γιάννη Τσαούση και τον Κώστα Βαϊμάκη για την εμβληματική ραδιοφωνική εκπομπή, που μεγάλωσε δυο και τρεις γενιές.
73480707_2441905256070552_3700539631278975615_n (1)
ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΟΥΣΗ ΚΑΙ ΚΩΣΤΑ ΒΑΪΜΑΚΗ

Το βραδινό πρόγραμμα της πιο άχαρης ηλικίας του ανθρώπου -εκεί γύρω στα 12 με 16- ήταν για μένα στάνταρ: Στον υπολογιστή να παίζω Football Manager, δεξιά στο γραφείο μου ένα ραδιόφωνο όπου ακουγόταν το Fight Club και αριστερά στον τοίχο μία ανοιχτή τηλεόραση στο mute. Κάπως έτσι γεννιούνται οι ροκ σταρ.

Την επίδραση του Fight Club βέβαια θα την καταλάβαινα χρόνια μετά. Κι ας το άκουγα σχεδόν κάθε μέρα. Θα την καταλάβαινα όταν θα γνώριζα όλο και περισσότερους ανθρώπους, παντελώς άγνωστους κατά τα άλλα, με τους οποίους θα βρίσκαμε κοινές αναφορές είτε στο ίδιο το Fight Club είτε σε όλο αυτό τον ημίκλειστο κώδικα χιούμορ και αναφορών που εκείνο καλλιέργησε. Ακόμη περισσότερο θα την καταλάβαινα όταν άκουγα φαϊτκλαμπικού τύπου αστεία, ρωτούσα «άκουγες κι εσύ Fight Club, ε;» και έπαιρνα ένα βλέμμα πλήρους άγνοιας ως απάντηση. Αυτή η ραδιοφωνική εκπομπή έχει επηρεάσει ανθρώπους που δεν είχαν ιδέα για την ύπαρξή της. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Τα τυπικά για όσους δεν ξέρουν τι είναι αυτό για το οποίο μιλάμε: To Fight Club είναι μία ραδιοφωνική εκπομπή που ξεκίνησε το μακρινό 2001 από τη συχνότητα της ΕΡΑ Σπορ. Έμεινε εκεί για μερικά χρόνια μέχρι που πήρε τη μεταγραφή στον Sport-Fm από όπου και εκπέμπει μέχρι σήμερα, με μία διακοπή περίπου τριών χρόνων. Οι βασικοί συντελεστές της είναι οι Γιάννης Τσαούσης και Κώστας Βαϊμάκης (στα πρώτα χρόνια μαζί με τον Παύλο Κοντογιαννίδη) και, θεωρητικά, το θεματικό της κέντρο είναι το ποδόσφαιρο.

Στην πραγματικότητα πάντως μικρή σημασία έχουν τα θεματικά κέντρα. Αν είχαν, η απάντηση «γιατί είχε τόση σημασία αυτή η εκπομπή για δυο-τρεις γενιές ανθρώπων;», θα μπορούσε να δοθεί μέσα σε μερικές γραμμές. Εδώ έχουμε γράψει 3.000 λέξεις και σίγουρα δεν τα καταφέραμε επαρκώς. Άλλωστε, το πρώτο που κράτησα ψάχνοντας για την εκπομπή και μιλώντας με τους συντελεστές της είναι ότι τελικά κανείς δεν εμπνεύστηκε από την αρχή το Fight Club, βάζοντάς το σε μία μακέτα και στήνοντας πλάνα πάνω του. Το Fight Club κάπως προέκυψε.

Μου το επιβεβαίωσε και ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης, που αποτελεί κατά μία έννοια έναν από τους ανθρώπους που δημιούργησαν το δίδυμο αυτό στην ΕΡΑ Σπορ. «Δεν χρειάστηκε να κάνω πολλά πράγματα. Τους πέταξες στο γήπεδο και αυτοί άρχισαν να παίζουν κατευθείαν». Ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης είχε χρέη υποδιευθυντή σε μία ΕΡΑ Σπορ που κατά τον ίδιο έδινε την ελευθερία να βγουν εκπομπές σαν το Fight Club. Για να προκύψουν πράγματα χρειάζεται να έχουν φτιαχτεί και οι κατάλληλες συνθήκες. Ο ίδιος ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης δεν πολυήθελε τα credits, «το μόνο που έκανα εγώ είναι να προτείνω με κλειστά μάτια τον Γιάννη Τσαούση, μετά απλά ταίριαξαν. Είναι και οι δύο υπέροχα κυνικοί και ειρωνικοί, οπότε κούμπωσαν πολύ καλά μεταξύ τους».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μιλώντας για το Fight Club

Πριν πάω στο στούντιο αποφάσισα να μιλήσω με δύο ανθρώπους που βρίσκονται σε key spots του λεγόμενου ιντερνετικού χιούμορ και οι οποίοι άκουγαν ή ακούνε ακόμα φανατικά Fight Club. Πρώτα στράφηκα στο Κουλούρι από όπου μου επιβεβαίωσαν την υποψία: «Αρκετά από τα μέλη του Κουλουριού πέρασαν μπόλικα μαθητικά και φοιτητικά βράδια τους ακούγοντας Fight Club». Πώς κόλλησε όμως το Fight Club με το Κουλούρι; «Η σουρεάλ αντιμετώπιση της επικαιρότητας, το καμένο χιούμορ και η σάτιρα σε όσα παλαβά συμβαίνουν γύρω μας, σίγουρα έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση του χιούμορ μας, ενώ ο θρυλικός Καζαμίας έχει μέσα στοιχεία από τη φαντασία του Κουλουριού».

Τα παιδιά θυμούνται και μία ιστορική στιγμή για τους ίδιους: «Όταν πριν μερικά χρόνια, πετύχαμε βίντεο του Τσαούση να διαβάζει γελώντας κείμενο του Κουλουριού στον αέρα, το σύμπαν έκανε τον τέλειο κύκλο, καλύτερο και από την τρύπα ενός κουλουριού. Τους ευχαριστούμε τώρα, έστω και ετεροχρονισμένα».

Στη συνέχεια απευθύνθηκα στον Γιώργο Τσαγκόζη, επιφανές τρολ του Luben και των Τριών Μούτρων. Τον ρώτησα αν μικρός άκουγε Fight Club. Μου απάντησε ότι άκουγε χθες. «Το μακρινό 2001 δεν υπήρχε το γρήγορο Ίντερνετ, το στρίμινγκ και όλες οι σημερινές ευκολίες, οπότε η μόνη διέξοδος για κάτι το διαφορετικό ήταν η αναζήτηση στα ερτζιανά». Γιατί όμως συγκεκριμένα το Fight Club; «Όπως πάντα σε αυτή τη γωνιά των Βαλκανίων, τα σοβαρά θέματα βλέπονται σαν ιλαροτραγωδία και τα μη σοβαρά, όπως ο αθλητισμός, με μία εξαιρετική σοβαροφάνεια».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Αυτό που κέρδισε τον Γιώργο ήταν η διαφορετική οπτική που έδινε στα πράγματα. «Οι Τσαουσοβαϊμάκηδες ουσιαστικά ανέδειξαν ότι είμαστε πολλοί εκεί έξω που βλέπουμε τον αθλητισμό αλλιώς, πάτησαν πάνω σε αυτό, εισήγαγαν χαρακτήρες και δική τους γλώσσα, που έγινε η γλώσσα όλων των οπαδών τους, γλώσσα που αναπαράγουμε για να δείξουμε κι εμείς ότι ανήκουν στον μαγικό κόσμο του Fight Club».

«Τo Fight Club δεν βασίστηκε σε μία σκαλέτα»

Μετά από όλα αυτά, πήρα την τσάντα μου και πήγα να βρω τον Γιάννη Τσαούση και τον Κώστα Βαϊμάκη, λίγη ώρα πριν μπουν στο στούντιο. Το να γνωρίζεις τους ανθρώπους που σε διαμόρφωσαν είναι πάντα κάτι ξεχωριστό.

VICE: Γνωρίζατε ο ένας τον άλλο πριν ξεκινήσει η εκπομπή;
Γιάννης Τσαούσης:
 Δεν γνωριζόμασταν. Βρεθήκαμε κατευθείαν στο δοκιμαστικό που κάναμε. Εγώ έκανα ήδη εκπομπή στην ΕΡΑ. Δουλεύαμε μαζί με τον Δημήτρη Κωνσταντινίδη στην ομάδα του στοιχήματος στο Flash.gr και επειδή ο Δημήτρης έγινε κατά κάποιον τρόπο υποδιευθυντής στην ΕΡΑ Σπορ μού πρότεινε να κάνω εκεί μία εκπομπή στοιχήματος. Η ιδέα για το Fight Club προέκυψε αργότερα.

Κώστας Βαϊμάκης:  Εγώ είχα το καλύτερο βύσμα, τον Νίκο Ασημακόπουλο. Ψάχνανε ουσιαστικά για το 10-12 τη νύχτα που τότε για το ραδιόφωνο ήταν μία ζώνη πεταμένη. Πριν τις 12 που ανοίγουν οι γραμμές και ταυτόχρονα στο τέλος της ημέρας, που έχουν βγει όλα τα ρεπορτάζ 15 φορές. Κανονικά δηλαδή ήταν μία ώρα που μουσική βάζανε και άντε να λέγανε και κανένα στοίχημα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Το είχατε στο μυαλό σας από πριν το ραδιόφωνο;
K.B:
Εγώ ναι. Δουλεύαμε με τον Ασημακόπουλο στο περιοδικό ΜΕΝ και σε άσχετη φάση, πολύ πριν αναλάβει αυτός την ΕΡΑ, κάναμε μία κουβέντα όπου του έλεγα πόσο πολύ μου άρεσε το ραδιόφωνο. Το κράτησε αυτό στο μυαλό του και κάνα χρόνο μετά και με πρότεινε.

Γ.Τ: Κι εμένα μου άρεσε το ραδιόφωνο πολύ. Ήμουν φανατικός ακροατής. Μου άρεσε πάρα πολύ ως μέσο και συνεχίζει να μου αρέσει. Τα είχα πάει και καλά ως σπουδαστής στο Εργαστήριο Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας, οπότε μου είχε αυξήσει τον ενθουσιασμό.

Θα μου αφηγηθείτε πώς πήγε το δοκιμαστικό;
Γ.Τ:
Βρισκόμαστε εκεί, γνωριζόμαστε για πρώτη φορά με κάτι γραφικότητες-αστεία του στιλ «αν κάνουμε την εκπομπή να την πούμε “Κοντός-ψηλός, Αλληλούια”». Μετά από λίγο μας βάζουν σε ένα από τα παλιά στούντιο της ΕΡΑ, το οποίο ήταν πολύ μικρό και είχε μόνο ένα μικρόφωνο. Ήμασταν κολλητά ο ένας στον άλλο και απέναντί μας στήνονται, απ’ έξω, η Ιερά Εξέταση: Ασημακόπουλος, Ανδρικάκης, Μαργαρίτα Μυτιληναίου. Αρχίζουμε να λέμε μαλακίες για τον Ολιζαντέμπε, το Big Brother και ό,τι κατέβαινε στο κεφάλι μας. Σε κάποια φάση σηκώνω το βλέμμα μου και ψιλογελάγανε.

K.B: Αυτό, ξέρεις, είναι ή πολύ καλό ή πολύ κακό. Είτε δηλαδή τους άρεσε είτε θα φύγουμε με κλοτσιές και “στον διάολο από εδώ γραφίκουλες”. Τελικά ήταν καλό. Βγαίνουμε, λοιπόν, από εκεί και μας λένε ότι ξεκινάμε την Τρίτη. Στην παρέα μας μπήκε και ο Παύλος Κοντογιαννίδης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ENTHESI-2.jpg

Η αρχική ιδέα ήταν κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι τώρα το Fight Club, σωστά;
K.B:
Ναι, η αρχική ιδέα ήταν να είμαστε ένας Ολυμπιακός, ένας Παναθηναϊκός και ένας ΑΕΚτζής και να πλακωνόμαστε όπως είχαν μία εκπομπή στο 10-12 με τον Κοντό και τον Παπανικολάου, που πλακώνονταν Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός. Είχαν βρει και τον τίτλο “Εδώ θα γίνει ο τάφος σας” που εμείς τον αρνηθήκαμε. Είπαμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση.

Γ.Τ: Το όνομα τελικά ήταν ιδέα του Κώστα. Έδειχνε και αυτό το ξύλο που θα υπήρχε δήθεν στην εκπομπή αλλά ήταν προφανώς και reference στην ταινία που είχε βγει τότε πρόσφατα και μας άρεσε πάρα πολύ.

To χιούμορ ήταν εξαρχής μέρος της ιδέας;
K.B:
Να σου πω την αλήθεια, συγκεκριμένη ιδέα δεν υπήρχε. Δεν ήταν ότι είπαμε ότι θα κάνουμε αυτό με τη συγκεκριμένη δομή, συγκεκριμένη σκαλέτα. Τίποτα από αυτά. Απλά μπήκαμε μέσα και επειδή ταιριάξαμε σαν άνθρωποι οι κώδικές μας, οι παραστάσεις μας και οι μουσικές μας, κάπως βγήκε.

Να το πω αλλιώς. Ήθελαν-δεν ήθελαν, εμείς το χιούμορ αυτό είχαμε να δώσουμε. Δεν είχαμε να δώσουμε ούτε οπαδιλίκι ούτε αναλύσεις επί αναλύσεων(10 το βράδυ που ο άλλος θέλει να χαλαρώσει) γύρω από ένα γελοίο πράγμα που είναι ο αθλητισμός. Λέω «γελοίο» με την άποψη ότι δεν είναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό.

Δεν θυμάμαι πάντως καθόλου αν υπήρχαν πριν εκπομπές που να έβλεπαν έτσι κωμικά το ποδόσφαιρο…
Γ.Τ:
Ο Μητσικώστας υπήρχε σίγουρα που έκανε όμως άλλο πράγμα με μιμήσεις. Υπήρχε και ο Ζαραλίκος με τον Παπαγεωργίου που δεν θυμάμαι αν είχαν ξεκινήσει νωρίτερα. Μάλλον κάπου μαζί ξεκινήσαμε. Όπως και να έχει πάντως, αν γράφαμε τη συνταγή της εκπομπής, που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, θα ήταν: α) προσπάθησε να μιλάς για πράγματα που ενδιαφέρουν εσένα αλλά και αυτούς που σε ακούνε, β) μίλα γι’ αυτά χωρίς να χάνεις τον ρυθμό σου. Για μένα το να έχει μία εκπομπή ρυθμό, χωρίς εεε και χασμωδίες, είναι κάτι πάρα πολύ βασικό.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ως επιρροή για το χιούμορ σας τι θα μου λέγατε;
Κ.Β:
Εμείς γεννηθήκαμε τη δεκαετία του 1970 και η εφηβεία μας ήταν τη δεκαετία του 1980. Παίρνεις και βλέπεις εκεί τι υπήρχε. Ο Χάρρυ Κλυνν, για παράδειγμα. Μεγαλώσαμε μαζί του. Φρέντυ Γερμανό που μπορεί να βλέπαμε παλαιότερα. Επίσης δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε τις σειρές που βγήκαν τη δεκαετία του 1990 στην ιδιωτική τηλεόραση. Αυθαίρετοι και Απαράδεκτοι ήταν σίγουρα επιρροή μας.

Γ.T: Γενικότερα, θα έλεγα ότι μεγαλώσαμε με αυτό το χιούμορ που σήμερα αποκαλούμε χοντροκομμένο. Αυτό το χιούμορ το σεξιστικό, το λίγο χωριάτικο και χονδροειδές. Κατάλοιπά του υπάρχουν ακόμα μέσα μας. Πιθανόν κιόλας να το έχουμε χρησιμοποιήσει. Βεβαίως μπορούμε πια να ξεχωρίζουμε πολύ καλά το τι είναι τι. Η βασική μας προσέγγιση πάντως είναι ότι μπορούμε να αστειευτούμε με τα πάντα. Προφανώς, το δεύτερο σκέλος του χιούμορ του Fight Club είναι η ειρωνεία.

Το concept των μηνυμάτων πώς σας βγήκε;
Γ.Τ:
Στα μηνύματα πέσαμε πάνω από την αρχή.  Να τονίσω εδώ ότι όταν ξεκινήσαμε, δεν υπήρχαν στο ραδιόφωνο. Αυτά ήρθαν το 2002 ως φόρμα. Σε μας, λοιπόν, ο κόσμος έστελνε στην αρχή παράξενα μηνύματα, λίγο μαλακισμένα: «εμείς σας πληρώνουμε», «πείτε κανένα στοίχημα» κτλ.

Εμείς αφού τα παρατηρήσαμε για λίγο καιρό συμφωνήσαμε ότι είναι ένα πράγμα ενδιαφέρον που μπορεί να έχει ζουμί. Το προσπαθήσαμε γιατί πιστεύαμε ότι υπάρχει μία σιωπηρή πλειοψηφία η οποία ίσως θα βρει έτσι βήμα να εκφραστεί. Δεν ήταν όμως τα μηνύματα που θέλαμε. Αυτό που τελικά κάναμε ήταν να επιλέγουμε πολύ συγκεκριμένου ύφους και ήθους μηνύματα, ώστε αυτοί που ακούνε να καταλάβουν ποια μηνύματα διαβάζονται. Το χτίζαμε για περίπου έναν χρόνο και σιγά-σιγά ξεκίνησε να στήνεται μία κοινότητα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Αγαπημένο nickname που να σας έχει μείνει όλα αυτά τα χρόνια;
Κ.Β:
Είναι αδύνατον να ξεχωρίσουμε, είναι πάρα πολλά τα nickname. Εντάξει, εμένα ο κρυπτονίτης μου είναι το Αλκέτας Αναγούλιας. Είναι ένα πράγμα που με έχει φέρει στην ενδεχομένως πιο άβολη ραδιοφωνική της ζωής μου.

Γ.Τ: Είναι πάρα πολλά. Το Πονοδοντοστογιέφσκι είναι από τα πιο εμπνευσμένα ψευδώνυμα.

Screenshot_2019-11-15 Fight Club 2 0 ( fightclub2001) • Instagram photos and videos.png

Υπήρξε διαφορά για εσάς όταν μετακομίσατε στον Sport-FM;
Γ. Τ:
Ο Sport-Fm είχε τότε εκτοξευτεί. Θυμίζω ότι είμαστε σε εποχή μετά το Euro. Εκείνα τα χρόνια ήταν νομίζω η υψηλότερη ακροαματικότητα που έχει σημειώσει ποτέ αθλητικό ραδιόφωνο με διψήφιους μέσους όρους.

Κ.B: Το κοινό βέβαια εδώ ήταν διαφορετικό και πολύ πιο αγριεμένο. Οι πρώτες μέρες ήταν λίγο περίεργες για εμάς από τα μηνύματα που λαμβάναμε. Ήρθαμε εμείς και φέραμε ένα πράγμα που σε πολλούς κακοφάνηκε. Δεν αλλάξαμε όμως ποιοι είμαστε, συνεχίσαμε όπως ξέραμε και τελικά σιγά-σιγά κερδίσαμε το κοινό.

Για την ταυτότητα της εκπομπής προέκυψε ποτέ καμία σοβαρή διαφωνία μεταξύ σας;
Γ.T:
Ναι, εμένα μου την είχε βαρέσει κάπου εκεί στο 2012. Έχοντας ταραχτεί από εκείνη την πρώτη φάση των μνημονίων και την πρώτη σοβαρή κοινωνική αναταραχή ένιωθα άσχημα με το περιεχόμενο της εκπομπής. Ένιωθα ότι πια δεν συμβαδίζουμε καθόλου με το τι γίνεται έξω και ότι θα έπρεπε να βάλουμε και άλλα πράγματα που αφορούν την έξω πραγματικότητα. Ο Κώστας είχε αντίθετη άποψη θεωρώντας ότι εμείς κάνουμε αυτό που κάνουμε και μας ακούνε για ακριβώς αυτόν τον λόγο ως βαλβίδα αποσυμπίεσης. Είχε τελικά δίκιο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

K.Β: Το μόνο που θυμάμαι εγώ ήταν ότι σε κάποια φάση είχα πάει να ξεστρατίσω λίγο και λόγω της ενασχόλησής μου με τη SportDay, όπου έγραφα τότε. Εννοώ ότι είχα αρχίσει να γέρνω λίγο οπαδικά και στα κείμενά μου και καμιά φορά και στο ραδιόφωνο. Μαζεύτηκα όμως γρήγορα γιατί και ο Γιάννης ήταν πολύ εντάξει εκείνη την περίοδο και κάποια μηνύματα από ακροατές ήρθαν και με επανέφεραν στην τάξη. Κατάλαβα ότι αυτή η εκπομπή έπρεπε να είναι ένα ησυχαστήριο για τον κόσμο. Ό,τι κι αν κάνεις έξω από εδώ, αυτόν τον χώρο πρέπει να τον σέβεσαι σαν εκκλησία. Να βγάζεις τα παπούτσια σου, να μην υψώνεις τη φωνή σου, να μην τσιτώνεις για οτιδήποτε.

Luben, Κουλούρι, ΤΣΙΛΙ Καφενείο είναι μόνο μερικά από τα πράγματα που μου έρχονται στο μυαλό ως συνέχεια του χιούμορ σας στο Ίντερνετ. Εσείς το βλέπετε αυτό;
Γ.Τ:
To βλέπουμε. Σίγουρα για το ΤΣΙΛΙ και για το Luben, λιγότερο ίσως για το Κουλούρι. Νομίζω ότι είναι σχεδόν αδύνατον να πεις τι ποσοστό επιρροής μπορεί να υπάρχει εκεί πέρα. Όλη η ουσία για εμάς είναι ότι κάποιος μπορεί να βλέπει το Luben και να του θυμίζει το Fight Club ή να βλέπει το ΤΣΙΛΙ και να του θυμίζει το Fight Club. Μέχρι εκεί.

Κ.Β: Θα ήταν ψωνίστικο από μέρους μας να πούμε ότι, ναι, επηρεάσαμε το τάδε. Εμένα ήρθε για παράδειγμα ο φίλος μου ο Ουγγαρέζος και μου είπε όταν ξεκινούσε στο ραδιόφωνο οι καταβολές του ήταν το Fight Club και η Ελληνοφρένεια. Ωραία. Και; Εγώ τι θα μπορούσα να πω επ’αυτού; 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
73066460_2428731273862892_489788780421578752_n.jpg

Γιατί είναι όμως τόσο εμφανείς αυτές οι επιρροές;
Γ.Τ:
Νομίζω ότι οι αναφορές αυτές γίνονται γιατί στην προ-social media εποχή υπήρχαν ελαχιστότατες εκπομπές που έκαναν ένα πράγμα του οποίου η αίσθηση της καβλάντας μεταφέρθηκε στα μέσα τα οποία ανέφερες. Το Fight Club ήταν μία από αυτές και, πιστεύω, ότι αυτός είναι ο κύριος λόγος που γίνεται η σύνδεση.

Θέλετε να μου πείτε πώς ζήσατε εκείνη την τελευταία εκπομπή;
K.Β:
Ήταν πολύ βαριά εκείνη η εκπομπή. Επρόκειτο για μία απόφαση ζωής του Γιάννη να φύγει και το συζητήσαμε πολύ λίγες μέρες πριν βγει η εκπομπή. Δεν ήξερε κανείς τίποτα και βγήκαμε και χαιρετήσαμε. Πολύ δύσκολη ημέρα. Πάρα πολλά μηνύματα που τα είχαμε τυπώσει. Πολλή στεναχώρια από μας και από τον κόσμο. Κλάμα φεύγοντας. Έμοιαζε το τέλος μίας εποχής.

Γ.T: Το σοκ ήταν μεγάλο, ακριβώς και επειδή δεν είχαμε προειδοποιήσει νωρίτερα. Μας ακολούθησε μάλιστα για πολύ καιρό αργότερα. Χιλιάδες τηλέφωνα, μηνύματα, mail. Θυμάμαι ότι πήραμε περίπου 350 mail εκ των οποίων τα 40 ήταν από κοπέλες οι οποίες μας έλεγαν «σας γράφω αυτό το γιατί έχω το αγόρι μου εδώ και κλαίει που σταμάτησε η εκπομπή». Δεν νομίζω να υπάρχει τέτοιο δέσιμο με άλλη ραδιοφωνική εκπομπή και είναι τρομερό.

Είναι χαρακτηριστικό ένα πράγμα που μου λέει ένας φίλος που είναι και ακροατής: «Πραγματικά δεν ξέρεις τι χάνεις που δεν είσαι ακροατής της εκπομπής σου, γιατί αν ήσουν ακροατής θα καταλάβαινες τα πράγμα πολύ διαφορετικά από ό,τι τώρα. Δεν ξέρεις εσύ τι είναι το Fight Club, γιατί το παρουσιάζεις».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μέσα σε αυτά τα 22 χρόνια νιώθετε ότι έχει αλλάξει το κοινό σας;
K.B:
Αν ήταν το ίδιο κοινό που ξεκίνησε μαζί μας και έφτασε μέχρι σήμερα θα είχαμε τρομερό πρόβλημα. Θα ήταν μπαρμπαδο-μπουμεράδικο. Ευτυχώς όμως -και γι’αυτό συνεχίζουμε- ανανεώνεται η βάση. Υπάρχουν κάποιοι που ακολουθούν ακόμα, άλλοι που έφυγαν. Μπαίνουν όμως και καινούργιοι άνθρωποι, πιο πιτσιρικάδες. Δεν θα είχε νόημα απλά να μεγαλώνουμε με τους ίδιους ανθρώπους. Αν δεν βρίσκεις τρόπους να απευθύνεσαι σε νέες γενιές δεν έχει νόημα να συνεχίσεις να την κάνεις.

Ακούμε δεξιά κι αριστερά ότι το ραδιόφωνο περνάει μία βαθύτατη κρίση. Το πιστεύετε εσείς αυτό;
Γ.T:
To ραδιόφωνο νομίζω ότι έχει αρχίσει και πάσχει από έλλειψη ακροατών σε μικρές ηλικίες. Σε αυτό πάσχει σοβαρά. Ωστόσο, παραμένει με διαφορά ακόμα και σήμερα και το πιο φιλικό μέσο και το πιο αξιόπιστο. Αυτό είναι εντυπωσιακό γιατί είναι το πιο αδικημένο σε σχέση με όσα προσφέρει αλλά εξακολουθεί να είναι αυτό που ταιριάζει περισσότερο από κάθε άλλο στον άνθρωπο. Είναι το μοναδικό που μπορεί να ενεργοποιήσει τη φαντασία σου και αυτό τώρα με τα social media έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία.

K.Β: Ότι έχει αλλάξει το ραδιόφωνο, έχει. Μάλλον προς το χειρότερο. Εμένα το μόνιμό μου παράπονο είναι οι playlists. Είμαστε άνθρωποι που μεγαλώσαμε με το ραδιόφωνο, με πειρατικούς σταθμούς, με τον Τσαουσόπουλο, με τον Πολυχρονίου που έπαιζαν μουσική και έκαναν ραδιόφωνο κανονικό. Το να φτάνουμε σήμερα και τα τελευταία πολλά χρόνια σε ένα ραδιόφωνο που είναι 200-300 τραγούδια τη μέρα που ανακυκλώνονται και ένας παραγωγός που λέει για τον καιρό και ένα εμπορικό, αυτό δεν είναι ραδιόφωνο. Δεν το λέω με καμία έπαρση. Το ραδιόφωνο πρέπει να είναι κάβλα. Αν δεν είναι, μην το κάνεις.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
118422529_3145044425564903_7358744315874302323_n.jpg

To μέλλον του Fight Club ποιο είναι;
K.Β:
Θα σου πω αυτό που έχω συζητήσει με τον Γιάννη αρκετά χρόνια. Κάποια στιγμή το καταλαβαίνεις όταν κάτι τελειώνει. Δεν υπάρχει κάποιος κανόνας ότι θα το λήξουμε όταν πιάσει τα τάδε νούμερα. Θα καταλάβουμε ότι δεν θα έχουμε πια touch με τους ανθρώπους που ακούνε ή ότι δεν μπαίνουν πια νέοι άνθρωποι. Δεν μπορούμε να φτάσουμε 70 χρονών και να κάνουμε ακόμα το Fight Club. Όσο περνάει ο κόσμος καλά, όσο περνάμε και εμείς καλά, θα το συνεχίζουμε. Και περνάμε καλά.

Διότι αν το σκεφτείς είναι ένα βάσανο. Το να έχεις να πας κάθε μέρα επί 22 χρόνια 10 η ώρα να κάνεις ραδιόφωνο δεν είναι εύκολο. Να μην μπορείς να κάνεις τίποτα. Κάποιος θα πει ότι «Πώς κάνετε έτσι; Δουλειά είναι». Ναι, είναι. Αλλά είναι για 22 χρόνια, κάθε μέρα. Όταν όλοι άνθρωποι θέλουν να πάνε σινεμά, εσύ δεν θα πας. Όταν θέλουν να πάνε για φαγητό, εσύ δεν μπορείς. Όταν σου λένε έλα σπίτι να δούμε μπάλα, εσύ έχεις εκπομπή. Δεν είναι απλό αλλά το ευχαριστιόμαστε.

Κι όσο το ευχαριστιόμαστε κι εμείς και ο κόσμος, το Fight Club θα συνεχίσει. Αν σταματήσουμε να το ευχαριστιόμαστε θα κάνουμε μία υπόκλιση, θα πέσει η αυλαία και θα σηκωθούμε να φύγουμε.

Ακολουθήστε τον Νίκο Σταματίνη στο Instagram

Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.

Περισσότερα από το VICE

Ο Αγώνας Δρόμου του Παναγιώτη από την Ηρωίνη στον Μαραθώνιο

«Δούλεψα σε Studio με Μεξικανούς Gangster» - Ο Joza Είναι Νομάς Tattoo Artist

Γιατί Αποκαλούμε «Μαϊμού» τις Απομιμήσεις Γνωστών Προϊόντων;

Ακολουθήστε το VICE σε FacebookInstagram και Twitter.