Διασκέδαση

Έγκλημα και Καλοκαίρι: «Ούζι»

Το διήγημα του Χρήστου Οικονόμου για το αφιέρωμα βιβλίο του VICE Greece.
VICE Staff
Κείμενο VICE Staff
46644638545_0e67d1a5e5_k
Φωτογραφία: Flickr/siamesepuppy

Το VICE Greece παρουσιάζει σε πρώτη δημοσίευση διηγήματα με θέμα «Καλοκαίρι και Έγκλημα». Το παρακάτω διήγημα που έγραψε ο Χρήστος Οικονόμου για το αφιέρωμα βιβλίο έχει τίτλο «Ούζι». Ο Χρήστος Οικονόμου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και το Λογοτεχνικό Βραβείο Νέων Ευρωπαίων. Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες συνολικά, έχουν εμφανιστεί σε ελληνικές και διεθνείς ανθολογίες, και έχουν μεταφερθεί στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του, "Οι Κόρες του Ηφαιστείου", κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Eπιμέλεια αφιερώματος: Μελπομένη Μαραγκίδου


Ο τυφλός είχε βαφτίσει το γεράκι Ούζι. Το γεράκι δεν ήταν δικό του. Είχε πετάξει πάνω απ’ το σπίτι στις αρχές Ιουνίου, με τη μεγάλη φωτιά στα Ρούματα, και είχε κουρνιάσει όλη νύχτα στο κυπαρίσσι πού σκίαζε τη βορινή πλευρά της βεράντας. Εκείνη τη νύχτα η γυναίκα του τυφλού κολυμπούσε στην πισίνα με κάποιον Τζίμι. Ήταν εκείνος ο Τζίμι που είδε πρώτος το γεράκι να κάνει κύκλους πάνω από την πισίνα, που σίγουρα από εκεί ψηλά θα έμοιαζε με πελώριο γαλαζοπράσινο μάτι. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και ο άνεμος έφερνε τη μυρωδιά του καμένου ξύλου μαζί με νιφάδες στάχτης και καψαλισμένες πευκοβελόνες, όταν ο τυφλός άκουσε εκείνον τον Τζίμι να φωνάζει «Ντρόουν! Ντρόουν!» και ύστερα άκουσε τη γυναίκα του να γελάει δυνατά και να πετάει με τις χούφτες νερό στον άντρα, που έβαλε κι εκείνος τα γέλια. Ο τυφλός ήξερε ότι η γυναίκα του κι ο Τζίμι έκαναν μπάνιο γυμνοί—το ήξερε αυτό βαθιά μες στην καρδιά του, όπως ήξερε πως η γυναίκα του βάφτιζε με δισύλλαβα ονόματα τους άντρες που έφερνε κάθε νύχτα στο σπίτι—Μπίλι, Ντάνι, Τζίμι—όπως ήξερε ότι το πουλί ήταν γεράκι, πολύ πριν ακούσει τις στριγκές κραυγές—κιιιιιιι, κιιιιιιι, κιιιιιιι—που θα αντιλαλούσαν όλη νύχτα πέρα από τους ψηλούς πέτρινους τοίχους που περικύκλωναν το σπίτι, πέρα από τα σκοτεινά δέντρα που κατέβαιναν μέχρι την ερημική παραλία της Μαγούς, πέρα από την αστραφτερή ομίχλη της φωτιάς, που είχε σκεπάσει ολόκληρο το νότιο τμήμα του νησιού και άπλωνε τις αιθέριες, μαύρες φτερούγες της πάνω από το αφρισμένο πέλαγος. Μπίλι, Ντάνι, Τζόνι, Τζίμι. Τα ξημερώματα, όταν εκείνος ο Τζίμι ξέσκιζε τη γυναίκα του τυφλού πάνω σ’ ένα στρώμα θαλάσσης που είχε τη μορφή ροζ μονόκερου, το γεράκι βούτηξε αθόρυβα από την κορυφή του κυπαρισσιού και αθόρυβα ήρθε και γαντζώθηκε με τα οχτώ του νύχια στον δεξιό ώμο του τυφλού, που καθόταν σε μια πολυθρόνα μπαμπού και είχε σφηνωμένο ανάμεσα στα γόνατά του το τρίτο μπουκάλι τσίπουρο εκείνης της νύχτας. Ο τυφλός ένιωσε τα κοφτερά νύχια του πουλιού να τρυπούν το δέρμα του κάτω από το μαύρο πουκάμισο που φορούσε κι ένιωσε ένα ρίγος να τραντάζει το βαλσαμωμένο από το αλκοόλ και τη ακινησία κορμί του. Είχε ξεχάσει τι σημαίνει πόνος, και για μια στιγμή πανικοβλήθηκε. Κράτησε την ανάσα του κι ένιωσε τον πόνο να ξεχύνεται παντού και κάτι σαν κρούστα να σπάει γύρω του—τ’ αυτιά και η μύτη του ξεβούλωσαν, η γλώσσα του αναστήθηκε, το κορμί του ολόκληρο ζωντάνεψε. Άκουσε τα πνιχτά βογγητά της γυναίκας του που ανακατεύονταν με το γλιτσερό σκουίκ-σκουίκ-σκουίκ του ροζ μονόκερου και το θριαμβευτικό, ιδρωμένο, μαστουρωμένο λαχάνιασμα εκείνου του Μπίλι/Ντάνι/Τζόνι/Τζίμι, που μπαινόβγαινε μέσα της με απλωτά, καρφωτά τινάγματα—και τότε, με τα νύχια του γερακιού να μπήγονται ακόμη πιο βαθιά στη σάρκα του, αναστέναξε ηδονικά και άφησε την ουροδόχο κύστη του να αδειάσει μέσα στην πάνα που φορούσε. Ύστερα άγγιξε το κεφάλι του πουλιού και μ’ ένα τυφλό χάδι το βάφτισε Ούζι. Μπίλι, Ντάνι, Τζόνι, Τζίμι—Ούζι.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

***

Πέρασαν δυο μήνες από τότε, και μαζί τους πέρασαν κι άλλοι άντρες από την πισίνα, όλοι με δισύλλαβα ονόματα—Μπίλι, Ντάνι, Τζόνι, Τζίμι—όλοι με βραχνό γέλιο και μπάσα φωνή, όλοι με άτριχο, μαυρισμένο κορμί και τατουάζ και λογαριασμούς στο Facebook, στο Instagram, στο Viber. Μια Δευτέρα βράδυ η γυναίκα του τυφλού κολύμπησε στην πισίνα με έναν Άλι. Ο τυφλός καθόταν στην πολυθρόνα από μπαμπού και τους κοιτούσε με τ’ αυτιά, τη μύτη και τη γλώσσα του. Ο Ούζι είχε κεχριμπαρένια μάτια αλλά δεν κοιτούσε ποτέ τον τυφλό, και ο τυφλός ένιωθε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό. Όταν βγήκαν από την πισίνα, ο Άλι έπεσε ανάσκελα σε μια ξαπλώστρα και είπε στη γυναίκα του τυφλού να του φέρει μια μπίρα. Ο τυφλός άκουσε τις σταγόνες νερού που κυλούσαν από το γυμνό σώμα του άντρα πάνω στο ντεκ από ιρόκο, και άκουσε τον γδούπο από τις γυμνές πατούσες της γυναίκας, που έφερε από το μπαρ την μπίρα κι ένα ποτήρι λευκό κρασί και στριμώχτηκε ανάμεσα στ’ ανοιχτά πόδια του Άλι. Ο τυφλός μπορούσε να μυρίσει ότι ο Άλι ήταν μελαψός, με κατάλευκα τετράγωνα δόντια, ξυρισμένο κεφάλι, και γένια πλεγμένα σε τρία κοτσιδάκια με χάντρες από μαύρο ινδικό αχάτη. Μπορούσε να μυρίσει, επίσης, ότι ο Άλι είχε ένα φρέσκο τατουάζ στο στήθος—το πελώριο μαύρο κεφάλι ενός ταύρου με χρυσαφιά κέρατα—κι ακόμη ένα, κάτω από τον αφαλό—ΗΕΡΕ ΣΤΑΡΤΣ ΤΗΕ ΠΑΙΝ—χαραγμένο με σκληρά, γοτθικά γράμματα.


Η Φυλή του Κρητικού Σερφ

Παρακολουθήστε όλα τα βίντεo του VICE, μέσω της νέας σελίδας VICE Video Greece στο Facebook

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η γλώσσα της γυναίκας του τυφλού ήταν πολύ μεγάλη για το στόμα της. Ο τυφλός το ήξερε αυτό, όπως ήξερε ότι όσο περνούσε ο καιρός η γλώσσα της μεγάλωνε ακόμη περισσότερο. Όταν έπινε, ήταν σαν να έτρωγε το ποτό—ήταν σαν να μασούσε το ποτό και το κατάπινε. «Αληθινό είναι;» Ο τυφλός ένιωσε το βλέμμα του Άλι να πέφτει σαν σκιά πάνω στο πρόσωπό του. Το ήξερε καλά αυτό το βλέμμα. Ήξερε καλά πώς κοιτάζουν τους τυφλούς αυτοί που νομίζουν ότι βλέπουν. Αμέτρητα βλέμματα σαν αυτό είχαν περάσει πάνω από το πρόσωπό του από τότε που θυμόταν τον εαυτό του—αμέτρητα βλέμματα βίαζαν, έσκαβαν, ίσκιωναν, όργωναν, στοίχειωναν, τρυπούσαν, χάραζαν το πρόσωπό του, αμέτρητα βλέμματα περπατούσαν, παραπατούσαν, σέρνονταν, χόρευαν πάνω στο πρόσωπό του, σημαδεύοντάς το με ίχνη ανεξίτηλα, κάθε βλέμμα και μια βαθιά πληγή, εξάνθημα φοβερό, ανίατη δερματοπάθεια. Τις νύχτες έβλεπε το πρόσωπό του γεμάτο με αναρίθμητα μάτια που δεν έκλειναν ποτέ, μάτια υγρά και άγρυπνα, μάτια που πάλλονταν μ’ έναν ένδον ρυθμό, προνύμφες πολύποδων πλασμάτων. Ξυπνούσε ουρλιάζοντας, κουνώντας τα χέρια, παλεύοντας να τινάξει από πάνω του τα μάτια—ο τυφλός ήξερε πως ο εφιάλτης δεν ήταν αληθινός, όμως ο φόβος που γεννούσε ο εφιάλτης ήταν πιο αληθινός από την πραγματικότητα. Οι εφιάλτες είχαν αραιώσει τους τελευταίους δύο μήνες, και αυτό ήταν κάτι που έκανε τον τυφλό να νιώθει ακόμη μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη για τον Ούζι. «Για το πουλί λέω», είπε ο Άλι. «Είναι αληθινό;» Ο Ούζι ανοιγόκλεισε το ράμφος του και αναπήδησε πάνω στον ώμο του τυφλού, τινάζοντας τα φτερά του. «Ουάου», είπε ο Άλι. «Τι πουλί είναι;» Ο τυφλός ήπιε τσίπουρο απ’ το μπουκάλι κι έσφιξε τα χείλη του. «Βραχοδεντροποταμοτσοπανάκος». «Ου-ου-ουάου», είπε ο Άλι. «Σπάνιο, ε;» Ο τυφλός άκουσε τη γυναίκα του να γελάει—ένα γέλιο βαθύ και βραχνό, που έμοιαζε να έρχεται απ’ όλες τις κατευθύνσεις ταυτόχρονα, όπως ο ήχος στο νερό. Ύστερα την άκουσε ν’ αφήνει κάτω το ποτήρι και ν’ αλλάζει θέση στην ξαπλώστρα. Την άκουσε να σκύβει ανάμεσα στα πόδια του Άλι και να τον παίρνει βαθιά μέσα στο στόμα της, έτσι βρεγμένο και ζαρωμένο όπως ήταν ακόμα. Άκουσε το λιγωμένο μουρμουρητό του Άλι και τα μπουκωμένα βογκητά της γυναίκας του, που έμοιαζε τώρα σαν να είχε δυο και τρεις γλώσσες. Άκουσε τα υγρά να ανακατεύονται μέσα στο στόμα της, γεύτηκε κάτι ξινό και πικρό μέσα στο δικό του στόμα, και την ύστατη στιγμή, πριν το σάλιο της γίνει ένα με το σπέρμα του Άλι, την άκουσε να στρώνει πίσω από τ’ αυτί της μια αδέσποτη τούφα από τα μαλλιά της που είχαν ξανθύνει από τον ήλιο και το χλώριο και να τον κοιτάζει αγέρωχα στα τυφλά του μάτια, καταπίνοντας αργά, με απόλαυση, το πηχτό σαν βλέννα υγρό που ξεχείλιζε μέσα στο στόμα της. Ο τυφλός ένιωσε τα νύχια του Ούζι να αγκιστρώνονται στον ώμο του, αλλά κατάφερε να κουμαντάρει τον πόνο, οδηγώντας τον από τα νεφρά στην ουροδόχο κύστη, κι από εκεί στην πάνα του.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

***

Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα, η γυναίκα του τυφλού πλύθηκε, ντύθηκε και σκαρφάλωσε στη μηχανή του Άλι—θα κατέβαιναν για ποτό στη Χώρα. Ο τυφλός άκουσε το μουγκρητό της μηχανής να χάνεται στην ερημιά κι ύστερα τέντωσε το δεξί του χέρι προς τον δρόμο. Ο Ούζι γαντζώθηκε φτερουγίζοντας πάνω στη σφιγμένη του γροθιά, και για πρώτη φορά ύστερα από εκείνη τη νύχτα του Ιουνίου τον κοίταξε κατάματα με τα κίτρινα, στρογγυλά του μάτια. Ο τυφλός κούνησε το κεφάλι του και τότε ο Ούζι άνοιξε τις φτερούγες του και πέταξε στον ουρανό. Ισορρόπησε το πέταγμά του πάνω στο ανοδικό ρεύμα του αέρα και τα φτερά του απλώθηκαν σαν δάχτυλα που ψηλαφούσαν τον άνεμο, ενώ τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο έδαφος. Έμεινε μετέωρος για μια στιγμή κι ύστερα ξεχύθηκε με μια βουτιά προς τον δρόμο, που στριφογύριζε σαν χρυσαφένιο φίδι κάτω από το φως του φεγγαριού. Ο τυφλός σηκώθηκε από την πολυθρόνα και έβγαλε τα ρούχα του. Κλώτσησε μακριά τη λερωμένη πάνα και μετά πήρε φόρα και, βγάζοντας ένα ουρλιαχτό, βούτηξε με το κεφάλι στην πισίνα. Το νερό ήταν ανάλαφρο και δροσερό—αληθινή απόλαυση. Κολύμπησε με απλωτές, σίγουρες κινήσεις κι όταν έφτασε στην απέναντι πλευρά έκανε μακροβούτι και τότε, κάτω από το νερό, άκουσε τους ήχους που έρχονταν απ’ όλες τις κατευθύνσεις ταυτόχρονα—την κραυγή του Ούζι, το σκλήρισμα των λάστιχων της μηχανής, τον βαρύ γδούπο των σωμάτων που γκρεμίζονταν πάνω στην ανελέητη άσφαλτο ή—ποιος ξέρει—στα κοφτερά βράχια. Όταν βγήκε από την πισίνα, στάθηκε στητός πάνω στο ντεκ και σήκωσε το κεφάλι του ψηλά. Κράτησε τα μάτια του κλειστά κι ύστερα τα άνοιξε ξανά. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε τη διαφορά. Η πρώτη φορά. Λίγα λεπτά αργότερα, τέντωσε το δεξί του χέρι και γέλασε νευρικά, παίζοντας με την προσμονή του πόνου. Το ανεπαίσθητο φτερούγισμα από ψηλά, το υπόκωφο κρώξιμο, το οδυνηρό άδραγμα—ο Ούζι ήρθε και κούρνιασε στο τεντωμένο χέρι. Ο τυφλός τον φίλησε ψιθυρίζοντας λόγια τρυφερά, χαϊδεύοντας τις ακατάλυτες φτερούγες, ακούγοντας με τα ακροδάχτυλα την καρδιά που χτυπούσε ξέφρενα μέσα στο πουπουλένιο στήθος. Ύστερα έριξε λίγο τσίπουρο στις χούφτες του και με απαλές, αργές κινήσεις άρχισε να καθαρίζει από το ράμφος και τα νύχια του το αίμα που γυάλιζε ολοζώντανο κάτω από τη φοβερή πανσέληνο του Αυγούστου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Για τα καλύτερα θέματα του VICE Greece, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο Newsletter μας.

Περισσότερα από το VICE

Η Fahima, η Rabiya και η Farzana Δολοφονήθηκαν στα Ελληνοτουρκικά Σύνορα

Μέσα στα Ασιατικά Μπαρμπέρικα της Θεσσαλονίκης

Φωτογραφίες Από τη Lowriding Σκηνή του Λος Άντζελες

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.