Διασκέδαση

Έγκλημα και Καλοκαίρι: Ένα Πρωινό του Αυγούστου

Το διήγημα της Βίκυς Χασάνδρα, για το αφιέρωμα «Βιβλίο» του VICE Greece.
VICE Staff
Κείμενο VICE Staff
Screen Shot 2019-07-31 at 15
Φωτογραφία: goodfreephotos.com

Κάθε μέρα, το VICE Greece παρουσιάζει σε πρώτη δημοσίευση διηγήματα με θέμα «Καλοκαίρι και Έγκλημα». Το παρακάτω διήγημα που έγραψε η Βίκυ Χασάνδρα, έχει τίτλο «Ένα Πρωινό του Αυγούστου». Η Βίκυ Χασάνδρα γεννήθηκε στη Χαλκίδα. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι επαγγελματίας σεναριογράφος από το 1998. Έχει γράψει σενάρια για ταινίες μεγάλου μήκους («Η Τρίτη Νύχτα», «Ξένες σε Ξένη Χώρα» κ.ά.), τηλεταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Απόφοιτος του Centre de Traduction Littéraire (Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, IFA), έχει μεταφέρει στην ελληνική γλώσσα έργα κλασικών και σύγχρονων Γάλλων συγγραφέων (Mme de Sévigné, Anatole France, Alfred de Musset κ.ά.). Από το 2006 διδάσκει σενάριο στο New York College, στο τμήμα Κινηματογραφικών Σπουδών (Film Studies), ενώ είναι συνεργάτιδα του Πανεπιστημίου Greenwich του Λονδίνου. Mέλος της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδας, είναι επίσης ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Η «Άμμος στον Βυθό» είναι το δεύτερο μυθιστόρημά της και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος. Το πρώτο, «Αόρατες Φωνές», (Τόπος, 2015) ήταν ανάμεσα στα δέκα καλύτερα στις προτιμήσεις κοινού στα βραβεία Public 2016.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Eπιμέλεια αφιερώματος: Μελπομένη Μαραγκίδου


Το πλοίο έδεσε στο λιμάνι, έπειτα από αρκετές προσπάθειες. Τα οκτώ μποφόρ που φυσούσαν σε όλο σχεδόν το ταξίδι, από τα ανοιχτά της Τζιάς και μετά, με είχαν κρατήσει καθηλωμένο στο κάθισμά μου για πάνω από πέντε ώρες και τώρα χαιρόμουν που επιτέλους περπατούσα, κατέβαινα τα σκαλιά του πλοίου, πατούσα στον καταπέλτη. Ήταν το μόνο συναίσθημα για το οποίο ένιωθα σίγουρος εκείνη τη στιγμή. Πέρασα το σακίδιό μου στην πλάτη και έκανα λίγα βήματα στην προβλήτα, κόντρα στον δυνατό αέρα που με έσπρωχνε προς τα πίσω. Ένιωθα το σώμα μου ανυπεράσπιστο, το βιβλίο στο σακίδιό μου δεν έμοιαζε αρκετό για αντίβαρο. Ούτε το γράμμα που είχα φυλαγμένο μέσα στις σελίδες του. Περπατούσα στο κέντρο της προβλήτας, για να μη με φτάνει το κύμα που έσκαγε πάνω στα βράχια του κυματοθραύστη, μόνος μου, λες και το πλοίο είχε σταματήσει για να κατέβω εγώ και κανένας άλλος. Τα μαλλιά μου κολλούσαν πάνω στο πρόσωπό μου, με δυσκολία κρατούσα τα μάτια μου ανοιχτά, έτσουζαν από τη σκόνη και την άμμο. Το μόνο που έλειπε για να ολοκληρωθεί η εικόνα του ανεμοδαρμένου ταξιδιώτη ήταν το βουητό του ανέμου, που από την ώρα που πάτησα το πόδι μου στο στέρεο έδαφος της προβλήτας δεν έφτανε στ’ αυτιά μου, λες και ξαφνικά είχα χάσει την ακοή μου. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία τότε, άλλωστε λένε ότι η θολή όραση δημιουργεί ταυτόχρονα και πρόβλημα ακοής. Οπότε, υπέθεσα ότι τα μισόκλειστα μάτια μου έφταιγαν για όλα. Αναρωτήθηκα μόνο αν η αντίσταση που έβρισκα στην προσπάθειά μου να προχωρήσω μού έδειχνε πως ίσως ήταν καλύτερα να γυρίσω πίσω, να μην ανέβω στα πάνω σπίτια. Άλλωστε, στο γράμμα της μου έλεγε ότι της είχα λείψει, τίποτε άλλο. Δεν μου έλεγε ότι ήθελε να με δει.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Γύρισα και κοίταξα πίσω μου, το πλοίο είχε ήδη ξανοιχτεί, φαινόταν μικρό και ελαφρύ καθώς κλυδωνιζόταν πάνω στα κύματα. Μόλις το βράδυ το είχα αποφασίσει. Ένας δυνατός θόρυβος, οι μπλε άσπρες ρίγες ενός αεροπορικού φακέλου, μια στοίβα από βιβλία χυμένα στο πάτωμα. Οι τρεις λέξεις που τις ξαναδιάβασα έναν χρόνο μετά. Και τώρα, το μόνο που ήξερα ήταν ότι δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω.

Περπατούσα στον παραλιακό τσιμεντένιο δρόμο και ένιωθα πως είχα βγει από τη δίνη του αέρα για να πέσω στη δίνη του χρόνου. Κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα ήταν 12, ο δείκτης των δευτερολέπτων γύριζε κανονικά, άρα ο χρόνος δεν είχε σταματήσει. Κι όμως, το νησί εξακολουθούσε να μοιάζει σαν να είχε πέσει σε βαθύ ύπνο. Η παραλία απέναντι στην άκρη του κόλπου έμοιαζε άδεια. Προλάβαινα ακόμα να την πάρω από το χέρι και να τρέξουμε κάτω, σκέφτηκα. Θα αφήναμε τα ρούχα μας στο τρίτο αρμυρίκι και θα πέφταμε αμέσως στο νερό. Άρχισα να ανεβαίνω γρήγορα τα πρώτα ασβεστωμένα σκαλιά προς τον οικισμό. Αν αργούσα λίγα λεπτά, θα έβρισκε πάλι δικαιολογία.

Ο αέρας είχε πάλι δυναμώσει. Ξαναέμπαινα στη δίνη του. Με γύριζε πίσω, σαν να τα είχε βάλει αποκλειστικά μαζί μου, μιας και δεν υπήρχε κανείς άλλος σε αυτό το έρημο τοπίο με τα ξερά κιτρινισμένα χόρτα και το στεγνό χώμα. Κι εγώ ένιωθα σαν να περπατούσα μόνος μου στη σελήνη, ένα ανθρωποειδές απαλλαγμένο από τους νόμους της βαρύτητας. Ο ήλιος τα έκαιγε όλα, τα πεζούλια, τον λευκό ασβέστη, τη θάλασσα χαμηλά κάτω που με κάθε ευκαιρία γύριζα και την κοιτούσα. Ενώ ακουγόταν μόνο η ανάσα μου που σε κάθε σκαλοπάτι γινόταν όλο και πιο βαριά. Τίποτε άλλο, κανένας άλλος θόρυβος.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Και τώρα, τι θα έλεγε μόλις με έβλεπε;». Δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ, καθώς ένιωθα την αλμύρα του ιδρώτα στο στόμα μου που ερχόταν να ανταγωνιστεί στη μνήμη μου την αλμύρα της θάλασσας. Είχα σκεφτεί κάποιες στιγμές ότι θα με είχε μισήσει. Κάποια καλοκαίρια που είχαμε πιάσει λιμάνι με το πλοίο της γραμμής για να συνεχίσουμε πιο βαθιά μέσα στο πέλαγος, σε άλλο νησί. Το είχα σκεφτεί και πέρυσι, όταν κοιτούσα γερμένος στην κουπαστή τα άσπρα σπίτια στην άκρη του βράχου. Και ξαφνικά, έναν μήνα αργότερα, μου έγραφε: «Μου έχεις λείψει». Σαν να ήξερε τι είχα κάνει, σαν να με είχε δει από την άκρη του βράχου. Σαν να μη μου κρατούσε κακία.

Ήταν το τελευταίο σπίτι πριν τον ανεμόμυλο. Τα μέτρησα – ένα, δύο, τρία, όπως μου έλεγε να κάνω για να είμαι σίγουρος. Τώρα δεν άκουγα ούτε την ανάσα μου, λες και η καρδιά μου είχε συμμορφωθεί με την απόλυτη ησυχία του νησιού. Το χέρι μου έσπρωξε τη χαμηλή ξύλινη πόρτα. Μια μηχανική κίνηση που έμοιαζε με επανάληψη του χθες ή του προχθές.

Την είδα μπροστά στο στενό παράθυρο, με γυρισμένη την πλάτη, να κοιτάζει το πέλαγος. Μια ψηλόλιγνη γυναίκα με άσπρο φόρεμα που δεν φάνηκε να ενοχλείται από την παρουσία μου. Αναρωτήθηκα αν ήταν εκεί όση ώρα παρατηρούσα ασάλευτος το δωμάτιο μέσα στο μισοσκόταδο, όση ώρα πάλευα να καταλάβω αν αυτή η μυρωδιά που ανάσαινα ήταν μούχλα, υγρασία ή κάτι άλλο, κάτι στυφό και ξινό που γέμιζε το στόμα μου.

Δεν αναρωτήθηκα πώς να ήταν, αν θα την αναγνώριζα. Δεν είχα αναρωτηθεί ούτε όταν περπατούσα στα σοκάκια, ούτε όταν ανέβαινα τα σκαλοπάτια, ούτε όταν μετρούσα τις ώρες μέσα στο πλοίο. Ούτε καν όταν διάβασα για πρώτη φορά τις τρεις λέξεις στο γράμμα της. Όποιο πρόσωπο και να έβλεπα, θα ήταν εκείνη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Γύρισε επιτέλους μόνη της και με κοίταξε. Κατευθείαν μες στα μάτια. Ξαφνιάστηκα. Χάθηκε ακόμη και αυτό το μούδιασμα σε όλο μου το σώμα, στο δέρμα, στα σωθικά, η μοναδική αίσθηση που μου έλεγε ότι βρισκόμουν εκεί και όχι κάπου αλλού. Ήταν εκείνη; Για πρώτη φορά συνειδητοποίησα ότι δεν είχα κρατήσει στη μνήμη μου κάτι από το πρόσωπό της. Λευκή λεία επιδερμίδα, καστανά μάτια που με κοιτούσαν όχι όπως θα περίμενα από μια τόσο νέα γυναίκα, αλλά με τη σκοτεινιά που με τα χρόνια καλύπτει τη λάμψη. Με κοιτούσε σαν να μη με αναγνώριζε, σαν να μην ένιωθε τίποτα. Ή ένιωθε κάτι και ταυτόχρονα δεν με αναγνώριζε; Όπως εγώ; «Σε περίμενε», άκουσα να λέει μια βαθιά χαμηλή φωνή που δεν θυμόμουν να την είχα ξανακούσει. Σαν να είχε βγει αυτή η κουβέντα από κάποιο άλλο πρόσωπο, όχι από τα χείλη της που είχα την αίσθηση ότι δεν είχαν καν κουνηθεί. Συνέχισα να την κοιτάζω, λες και είχα βαλθεί να αποφασίσω εκείνη τη στιγμή αν μου άρεσε ή όχι. Ήξερα ότι μου άρεσε, πάντα μου άρεσε. Κι ας είχα μείνει μακριά της το επόμενο καλοκαίρι. Ή το μεθεπόμενο. Κι ας είχα υπερασπιστεί σθεναρά την ανάγκη ενός νέου που αφήνει πίσω του παρελθόν για να ξέρει ότι έχει μέλλον. «Ήθελε να σε δει, έτσι έλεγε. Το έλεγε συχνά». «Ποια; Κι εσύ;», ψέλλισα. Μιλούσε εκείνη, ήμουν βέβαιος τώρα. Όμως και πάλι τα χείλη της κινούνταν ελάχιστα. Καμία έκφραση δεν άφηνε να φανεί στο δέρμα της η παραμικρή ζαρωματιά. Ακολούθησα με το βλέμμα μου το βλέμμα της. Πριν προλάβω να σκεφτώ τι έψαχνε, πριν προλάβω να θυμηθώ τι υπήρχε πίσω από το πορτάκι όπου κοιτούσε ανήσυχη, την είδα να στρέφει πάλι τη ματιά της πάνω μου. Είχε έναν τρόπο να μου αποσπά συνεχώς την προσοχή και ταυτόχρονα να με κάνει να νιώθω ότι δεν ήμουν στο σωστό μέρος, με τον σωστό άνθρωπο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Είχα περιέργεια να σε δω κι εγώ. Για να είμαι ειλικρινής, ήθελα να σε δω κι εγώ. Να δω πώς είσαι», είπε.

«Πώς είμαι;».

Ανασήκωσε πάλι τους ώμους της. Δεν έδωσε άλλη απάντηση.

«Πώς είμαι;», επανέλαβα με μια μικρή αγωνία αυτή τη φορά. Λες και είχα ξεχάσει για ποιο λόγο είχα έρθει. Ή μήπως ήταν αυτός ο λόγος που είχα έρθει; Για να δω αν της άρεσα ακόμη; «Της είπα ότι ήταν ανόητη που σε περίμενε. Δεν έβγαινε ποτέ. Περίμενε μόνο. Και τις περισσότερες φορές κάτω. Σπάνια ανέβαινε πάνω να κοιτάξει από το παράθυρο. Δεν χορταίνω να κοιτάζω κάτω το πέλαγος». Είχα αρχίσει να μπερδεύομαι. Ποια ήταν αυτή η γυναίκα; Την τελευταία φράση της την είχε πει με πραγματική λαχτάρα για κάτι που είχε στερηθεί όχι με δική της ευθύνη. «Ίσως και να με άκουσε που της έλεγα ότι ήταν ανόητη που σε περίμενε. Δεν ξέρω». Με κοιτούσε αλλιώτικα τώρα. Στο ύφος της διέκρινα κάτι παρακλητικό. «Μπορείς να μου πεις πώς είμαι; Πώς είμαι;», ξαναέκανε την ερώτηση με περισσότερη αγωνία και αθωότητα μαζί. «Πώς είμαι;», ξαναρώτησε ενόσω εγώ δεν της απαντούσα.


H Aγρότισσα που Κατέκτησε την Κορυφή της Βιομηχανίας του Πορνό

Παρακολουθήστε όλα τα βίντεo του VICE, μέσω της νέας σελίδας VICE Video Greece στο Facebook.


Κοίταξα γύρω, δεν υπήρχε πουθενά κανένας καθρέφτης. Μπήκα στον πειρασμό να της πω. Σκέφτηκα ότι θα εννοούσε πώς τη βλέπω εγώ. Ότι με ρωτούσε, όπως αυθόρμητα την είχα ρωτήσει κι εγώ νωρίτερα.

«Είσαι ωραία», της είπα. «Έχεις καστανά μακριά μαλλιά, λεία επιδερμίδα, ροζ χείλη, καστανά μάτια». Δεν της είπα ότι τα μάτια της είχαν κάτι σκοτεινό. «Σου αρέσω δηλαδή;», είπε με μια αθώα απορία. Και μου φάνηκε σαν να γνώρισα τη φωνή της. Είχα αρχίσει να θυμάμαι τη φωνή της. Ακόμα δεν μπορούσα να καταλάβω. «Μου αρέσεις», της είπα. Ποτέ δεν είχα απαντήσει σ’ αυτήν την ερώτηση. Απαντούσα για πρώτη φορά, για όλες τις φορές. Λες και είχα ξαναπιάσει ένα παιχνίδι από εκεί που το είχα σταματήσει λίγο πριν, όταν με ρωτούσε ξανά και ξανά αν μου αρέσει. Κι εγώ έσφιγγα τα χείλη μου όλο και πιο πολύ όσο εκείνη προσπαθούσε γελώντας να βρει λέξεις για την αινιγματική μου έκφραση. «Πόσων χρονών με κάνεις;», συνέχισε. Την κοίταξα. Αυτή η ερώτηση ίσως να έμενε πάλι αναπάντητη. Δεν ήξερα πού να σταματήσω το βλέμμα μου. Στα μαλλιά, στην επιδερμίδα, στα χείλη; Απέφυγα όμως να σταθώ στα μάτια της. «Είσαι νέα», της είπα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Πόσο νέα;», με ρώτησε αχόρταγα.

«Νέα», είπα. Και το βλέμμα μου σαν να ήθελε να με διαψεύσει. Το ένιωσα να αντανακλά τη σκοτεινιά των ματιών της. Ενώ αυτή τη φορά και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της, το μέτωπο, τα χείλη, τα μάγουλά της, καλύφθηκαν από μια θαμπάδα που ανταγωνιζόταν τη λάμψη τους. Δεν της έλεγα ψέματα, αλλά δεν της έλεγα την αλήθεια.

«Δεν έχω ζαρωμένα μάγουλα, έτσι δεν είναι;», επέμεινε εκείνη με την ίδια αγωνία. «Σου αρέσω πιο πολύ από αυτή;».

Είχα αρχίσει να μπερδεύομαι. Το παιχνίδι αυτή τη φορά είχε ερωτήσεις που δεν τις γνώριζα. Με ρωτούσε αν μου άρεσε εκείνη πιο πολύ από ποια; Ποια ήταν αυτή; Ένιωθα τον ανταγωνισμό της, την προσπάθειά της να κερδίσει ένα κομμάτι στη μνήμη μου, να κυριεύσει ολόκληρη τη μνήμη μου.

Δεν είχε κάνει καμία κίνηση να με σταματήσει ενώ ένιωθα ακόμη το βλέμμα της να με ακολουθεί. Σε κάθε σκαλί που κατέβαινα, ένιωθα τα πέλματά μου να παγώνουν, λες και πατούσα ξυπόλητος πάνω στο τσιμέντο. Μου απαγόρευε να κατεβαίνω στο κρησφύγετό της με τις βρόμικες σαγιονάρες μου. Η ξινή και στυφή γεύση που είχα ξεχάσει όσο μιλούσα μ’ εκείνη τη γυναίκα γινόταν όλο και πιο έντονη. Μέχρι που την είδα. Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, εκείνο το μονό κρεβάτι που μας είχε χωρέσει και τους δύο. Το ένα της χέρι κρεμόταν, τα δάχτυλά της άγγιζαν το τσιμεντένιο πάτωμα. Το αίμα έσταζε ακόμη, ίσως ήταν οι τελευταίες σταγόνες που έπεφταν μέσα στην πηχτή βαθυκόκκινη λιμνούλα, πριν στερέψουν τελείως οι φλέβες της. Και είχε αυτή τη στυφή μυρωδιά. Κοίταξα το πρόσωπό της. Είχε ένα χαμόγελο από την μια άκρη των χειλιών της ως την άλλη. Αμέσως κατάλαβα τι έλειπε από το πρόσωπο της νέας γυναίκας στον επάνω όροφο. Το χαμόγελο έλειπε. Την κοίταξα ακόμη μια φορά. Και έτρεξα επάνω. Βρήκα τη γυναίκα με το άσπρο φόρεμα να κοιτάζει πάλι από το παράθυρο. Όμως κατάλαβα ότι δεν κοιτούσε τη θέα του πελάγους. Σαν να προσπαθούσε να καθρεφτιστεί μπροστά στο τζάμι, να δει το είδωλό της. Γι’ αυτό με ρωτούσε πριν πώς ήταν, προσπαθούσε να δει το πρόσωπό της μέσα από τον καθρέφτη του δικού μου προσώπου. Γύρισε και με κοίταξε. Έλειπε ακόμη το χαμόγελο. Τώρα, το βλέμμα της είχε γίνει ακόμη πιο σκληρό. Όλη η έκφρασή της δήλωνε απέχθεια. «Την είδες;», είπε. Και τα χείλη της σφίχτηκαν πιο πολύ. «Ήταν ανόητη. Περίμενε, περίμενε… Δεν έβγαινε έξω. Δεν έφευγε. «Ήταν ψεύτρα», συνέχισε. «Δεν ήθελε να φύγει». «Θα φύγουμε;», είπε αμέσως μετά σαν μικρό παιδί που περιμένει να το βγάλουν έξω. Όμως, πάλι δεν χαμογελούσε. «Ελεονώρα!», τόλμησα να πω. Είχα αρχίσει να καταλαβαίνω. Ή να φοβάμαι τον θυμό που πάλευε στο πρόσωπό της με το χαμόγελο. Λες και ήξερε τι χρειαζόταν για να με σαγηνεύσει, να με πείσει να την πάρω μαζί μου. Κατευθύνθηκα προς την πόρτα. «Πάμε να φύγουμε», της είπα με χαμηλή φωνή. Και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Όμως εκείνη έμενε στη θέση της. Δεν ήθελε να με ακολουθήσει; Μου κρατούσε κακία; Ή έκανε κι εκείνη το ίδιο λάθος με την άλλη; Εκείνη που ήταν κάτω.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Έλα!», της είπα τρυφερά. «Θα φύγουμε μαζί». Και τότε, πριν αγγίξω το χερούλι, η πόρτα άνοιξε απότομα. Ένας δυνατός αέρας σαν να είχε περάσει μέσα από το σώμα μου και τώρα έσπρωχνε προς τα πίσω τη γυναίκα με το άσπρο φόρεμα που είχε φτάσει δειλά μέχρι τη μέση του δωματίου. Την έσπρωχνε όλο και πιο βαθιά μέσα στο δωμάτιο, όλο και πιο κοντά στην τσιμεντένια σκάλα του υπογείου. Έκανε μια προσπάθεια να μου χαμογελάσει. Το πρόσωπό της αντιστεκόταν.

«Ελεονώρα!», ψιθύρισα κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια. Με κοιτούσε σαν να με ικέτευε, έκανε μια προσπάθεια να μου χαμογελάσει. Το πρόσωπό της αντιστεκόταν. Κι εγώ δεν ήξερα αν ήθελα ακόμη και τώρα να τη βγάλω έξω από αυτό το δωμάτιο, να την πάρω μαζί μου.

Η σφιχτή σάρκα ζάρωσε, ενώ τα μάτια απέκτησαν τη λάμψη που έλειπε, τη λάμψη της νιότης. Όμως το χαμόγελο έλειπε ακόμη. «Μου έλειψες», της είπα. Και είδα τα μάτια της να αντανακλούν αυτό το χαμόγελο που δεν θα έφευγε ποτέ ξανά από τη μνήμη μου. Είχα ξεχάσει την εικόνα της νεκρής γυναίκας που λίγο νωρίτερα είχα αντικρίσει στο υπόγειο, είχα ξεχάσει τον φόβο μου. Να πάρω μακριά την άλλη γυναίκα. Ένιωθα ευγνώμων που είχα μπροστά μου τη γυναίκα που είχα ερωτευθεί. Που επιτέλους ήμουν μόνος μαζί της. Ήταν τόσο απλό. Δυο λέξεις χρειάζονταν, λιγότερες από αυτές που μου είχε πει εκείνη στο γράμμα της. Για μια στιγμή φάνηκαν όλα να ησυχάζουν. Το φως άρχισε να χαμηλώνει, η πόρτα έγειρε, ο αέρας έμεινε έξω από το δωμάτιο. Κοίταξα ασυναίσθητα προς το κλειστό παράθυρο. Έξω είχε σκοτεινιάσει, λες και η νύχτα είχε πέσει νωρίτερα, δεν είχα αίσθηση του χρόνου. Έστρεψα με αγωνία ξανά το βλέμμα μου προς εκείνη. Μου χαμογελούσε ακόμη. Δεν μου κρατούσε κακία. Αν δεν άνοιγα την πόρτα, αν δεν άφηνα το σκοτάδι να μπει μαζί με τον αέρα, αν σκίαζα το παράθυρο. Είδα το σκοτάδι να διαλύει τη μορφή της, να την εξαϋλώνει. Έψαξα με αγωνία να βρω έναν διακόπτη στον τοίχο, να ανάψω το φως, να βάλω μέσα στο δωμάτιο έναν εχθρό του σκοταδιού. Όμως μάταια. Μέχρι που η λάμψη των ματιών της έσβησε τελευταία μέσα στο δωμάτιο, κι εγώ συνέχισα να βλέπω εκείνη τη σπίθα από το χαμόγελό της που δεν θα έχανε ποτέ τη σάρκα του από τη μνήμη μου. *** Έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Προτίμησα να κάνω τον γύρο του σπιτιού πριν κατηφορίσω το καλντερίμι, σαν ένα μικρό τελετουργικό πριν τον τελικό αποχωρισμό. Θέλησα να κοιτάξω για μια τελευταία φορά προς τα μέσα από το στενό παράθυρο. Ήταν σκοτάδι, διέκρινα μόνο την αντανάκλασή μου. Έναν άντρα γύρω στα 60, με γκρίζα μαλλιά, κοντά, πολύ κοντά. Στο λιμάνι, ενώ περίμενα το βραδινό πλοίο για να φύγω, δυο ηλικιωμένοι σε ένα παγκάκι, που σίγουρα θα κάθονταν εκεί κάθε βράδυ την ίδια ώρα και θα έλεγαν τις ίδιες ιστορίες, μιλούσαν για την άτυχη Ελεονώρα που έφυγε μόνη της από τη ζωή έναν μήνα πριν. Ήταν μόλις σαράντα οχτώ χρονών. Έπιασα το βιβλίο μέσα στον σάκο. Εκεί που κρυβόταν το γράμμα της. Δεν ξέρω σε ποια δίνη του χρόνου είχα βρεθεί από την ώρα που κατέβηκα από το πλοίο, όμως ακόμη νιώθω ευγνώμων που μπόρεσα να δω πάλι το χαμόγελό της.

Για τα καλύτερα θέματα του VICE Greece, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο Newsletter μας.

Περισσότερα από το VICE

Η Fahima, η Rabiya και η Farzana Δολοφονήθηκαν στα Ελληνοτουρκικά Σύνορα

Μέσα στα Ασιατικά Μπαρμπέρικα της Θεσσαλονίκης

Φωτογραφίες Από τη Lowriding Σκηνή του Λος Άντζελες

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.