Η Ζωή στη Φυλακή

«Ο Άνθρωπος που Ήμουν Πριν τη Φυλακή Έχει Πεθάνει»: Πώς Είναι για μια Αθώα να Περνάει 18 Μήνες στο Κελί

Η Θεοδότα, κατηγορήθηκε άδικα για τη δολοφονία του πρώην συντρόφου της και προφυλακίστηκε, πριν αθωωθεί ομόφωνα στο δικαστήριο.
20170503121229_img_08491493803282
Φωτογραφια: KONSTANTINOS TSAKALIDIS/SOOC 

Ο εναλλακτικός τίτλος αυτού του θέματος θα ήταν πώς καταστρέφεται μια ζωή, ή μάλλον δύο, της Θεοδότας, αλλά και του νυν συντρόφου της, Δημήτρη. «Σοκ στη Φθιώτιδα: Η πρώην του και ο σύντροφός της σκότωσαν τον Γερμανό κυνηγό»/«Συνέλαβαν τους δολοφόνους του Γερμανού κυνηγού - Τον σκότωσε η πρώην του με τον σύντροφό της». Αυτοί είναι δύο μόνο από τους αμέτρητους πηχιαίους τίτλους που έβαλαν εφημερίδες και ιστοσελίδες σε άρθρα σχετικά με τη δολοφονία του Κερτ από τη Γερμανία, ο οποίος ζούσε σε χωριό της Φθιώτιδας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Όταν ανέβηκε στο διαδίκτυο αυτή η είδηση, η Θεοδότα, τότε φερόμενη ως ηθική αυτουργός της δολοφονίας και ο σύντροφός της, Δημήτρης, που κατηγορήθηκε ότι διέπραξε το έγκλημα, δεν είχαν προλάβει καν να φτάσουν στο αστυνομικό τμήμα της Λαμίας. Βρίσκονταν στο περιπολικό και το μόνο που τους είχαν πει οι αστυνομικοί ήταν ότι θα έπρεπε να απαντήσουν σε μερικές ερωτήσεις.

Τα μίντια τούς είχαν ήδη καταδικάσει. Στην τηλεόραση έλεγαν ότι έπιασαν τους δολοφόνους του Γερμανού κυνηγού ενώ μερικά sites και όχι μόνο, έφτασαν στο σημείο να δημοσιεύσουν το ονοματεπώνυμο και τις φωτογραφίες των δύο συλληφθέντων, οι οποίοι, 17 μήνες και 21 μέρες αργότερα, αθωώθηκαν ομόφωνα στο δικαστήριο, αφού εξάντλησαν το 18μηνο της προσωρινής κράτησης.

«Ξέρεις πόσοι αθώοι είναι μέσα; Είναι πολύ εύκολο στην Ελλάδα να βρεθείς πίσω από τα κάγκελα.»

Δύο αθώοι, σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου που ακολούθησε, πέρασαν ενάμιση χρόνο στη φυλακή, ως κατηγορούμενοι για τη δολοφονία του πρώην συντρόφου (δεν είχαν παντρευτεί ποτέ, παρά τα όσα γράφτηκαν) της Θεοδότας, Κερτ, με τον οποίο είχαν χωρίσει εδώ και πολλά χρόνια, αλλά διατηρούσαν μια επαφή. 

Πήγα να συναντήσω τη Θεοδότα Αϊβάζη, με αυτή την ερώτηση καρφωμένη στο μυαλό μου: Πώς είναι για μια αθώα να βρίσκεται στη φυλακή, χωρίς να ξέρει αν θα καταφέρει να αποδείξει την αθωότητά της, ενώπιον του δικαστηρίου; «Ξέρεις πόσοι αθώοι είναι μέσα; Είναι πολύ εύκολο στην Ελλάδα να βρεθείς πίσω από τα κάγκελα. Πολλές φορές, αρκεί μια ψευδής κατάθεση», ήταν από τα πρώτα πράγματα που μου είπε, από την πρώτη τηλεφωνική μας επικοινωνία πριν τη δω από κοντά.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Η φυλακή είναι αργός θάνατος»

«Ο άνθρωπος που ήμουν πριν τη φυλακή έχει πεθάνει. Κατάλαβα ότι δεν έχουμε τίποτα, ούτε καν την ελευθερία μας. Ανά πάσα στιγμή, μπορεί να τη χάσουμε κι αυτή άδικα. Δεν μπορείς να περιγράψεις πώς είναι η φυλακή σε κάποιον που δεν το έχει ζήσει. Θάνατος. Η φυλακή είναι αργός θάνατος, αλλά δεν ξέρεις πότε θα έρθει η λύτρωση και πώς», καταφέρνει να πει η Θεοδότα, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να μην ξεσπάσει σε κλάματα. «Σαν ένας καρκίνος που σε τρώει», συμπληρώνει.

Η εμπειρία της φυλακής χώρισε τη ζωή της στο πριν και το μετά. Η αθώωσή της για κάποιους ανθρώπους συνεχίζει να μην σημαίνει τίποτα: «Εγώ δεν είμαι πλέον η Θεοδότα, η ή Γερμανίδα, όπως με φώναζαν παλιά. Στο δικό τους μυαλό είμαι αυτή που σκότωσε τον Κερτ, η «μαύρη χήρα». Αυτό πιστεύουν κι εγώ δεν μπορώ να τους αλλάξω τη γνώμη. Ούτε με ενδιαφέρει πλέον. Εγώ εκεί που έπρεπε να πω την αλήθεια, την είπα. Δεν χρειάζεται να μιλήσω στον γείτονά μου για την ιστορία της ζωής μου. Ας νομίζει ότι θέλει».

«Το τραύμα της φυλακής δεν ξεπερνιέται ποτέ»

Μια αθώα «μαύρη χήρα»/«γυναίκα-αράχνη» λοιπόν. Η αλήθεια είναι δυστυχώς, ότι μερίδα των μίντια δεν είναι πολύ ευφάνταστη, όταν μια γυναίκα κατηγορείται για τη δολοφονία πρώην συντρόφου της. Τρία χρόνια μετά την αθώωσή της, η Θεοδότα λέει ότι το τραύμα της φυλακής δεν ξεπερνιέται ποτέ, με όλα αυτά που βλέπεις και ζεις εκεί μέσα. Η ίδια διηγείται από την αρχή την ιστορία προφυλάκισής της ίδιας και του συντρόφου της και της ομόφωνης αθώωσής του στο δικαστήριο, ενάμιση χρόνο μετά:

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Από τη στιγμή που πήραν εμένα και τον Δημήτρη από μια καφετέρια, δήθεν για να μας κάνουν κάποιες ερωτήσεις στο τμήμα της Λαμίας στις 27 Σεπτεμβρίου του 2018, δεν γυρίσαμε σπίτι μας, παρά 17 μήνες και 21 μέρες αργότερα. Οδηγηθήκαμε στο τμήμα και εκδόθηκε ένταλμα για τη σύλληψή μας, λίγες ώρες αργότερα, αφού μια γυναίκα είχε αλλάξει την κατάθεσή της, το ίδιο πρωί. Ετοιμάστηκε μια δικογραφία με απίστευτη ταχύτητα», θα μου πει η Θεοδότα.

Στην αρχή, στο τμήμα, με έβαλαν σε ένα γραφείο για μερικές ερωτήσεις. Μετά, αγρίεψε το πράγμα. Ήμουν εγώ και πολλοί αστυνομικοί σε έναν πάρα πολύ μικρό χώρο. Μου είπαν ψέματα ότι ο Δημήτρης ομολόγησε και στον Δημήτρη δήθεν ότι ομολόγησα εγώ. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ. Στις εννέα το βράδυ, βγήκε το ένταλμα σύλληψης και οδηγηθήκαμε κάτω στα κρατητήρια, ο καθένας στο κελί του.

Τις πρώτες μέρες μόνο έκλαιγα. Δεν σκεφτόμουν τίποτα, δεν το πίστευα αυτό που συνέβαινε. Προσπάθησα να τηλεφωνήσω σε φίλους μου έξω και ένας-ένας, με τη σειρά, μου το έκλειναν. Θα έμπλεκαν με «δολοφόνους»; Δεν ξέρω πώς αντέξαμε τις πρώτες μέρες στο κρατητήριο, δεν περιγράφεται αυτό που ζήσαμε.

Εγώ ήμουν σε κατάσταση σοκ. Δεν ήθελα να ούτε φάω, ούτε να πιω νερό, τίποτα, μόνο να αρχίσω να ουρλιάζω. Στο κρατητήριο κοιμόμουν στο πάτωμα σε ένα στρώμα που μόλις καθόσουν χτυπούσες τσιμέντο. Ήλπιζα συνεχώς, ότι θα μπει κάποιος και θα μου πει «συγγνώμη, έχει γίνει λάθος», αλλά αυτό δεν συνέβη. Ακόμα και τώρα, κανένας δεν μας έχει ζητήσει συγγνώμη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Στα ζώα δεν λέμε καλημέρα, τους πετάμε φαγητό και φεύγουμε»

Περάσαμε πέντε μέρες στα κρατητήρια και μετά οδηγηθήκαμε στον ανακριτή. Μετά από 10 ώρες στο γραφείο του, βγήκε η απόφαση και κριθήκαμε προφυλακιστέοι. Με χειροπέδες, δεμένα χέρια και πόδια, μας πήγαν από τη Λαμία στην Υποδιεύθυνση Μεταγωγών στην Πέτρου Ράλλη. Στη διαδρομή, τους έλεγα ότι πονάω και οι αστυνομικοί μού έλεγαν να μην κουνιέμαι. Τα χέρια μου μάτωσαν και άνοιξαν από τις χειροπέδες.  

Το κελί μου στο Μεταγωγών μύριζε κάτουρο και μπισκότο - αυτό είναι το μόνο που θυμάμαι – γιατί δίπλα υπήρχε ένα εργοστάσιο. Το πρωί, ένας νεαρός αστυνομικός μού έφερε φρυγανιές και καφέ για πρωινό και μου είπε «καλημέρα». Τον άκουσε ο πιο παλιός και του είπε «στα ζώα δεν λέμε καλημέρα, τους πετάμε το φαγητό και φεύγουμε. Είναι μερικά πράγματα που δεν ξεχνιούνται ποτέ (σ.σ. κλαίει).

Στη συνέχεια, με πήγαν στις φυλακές του Κορυδαλλού. Αμέσως, με έστειλαν στο ιατρείο να μου βάλουν επιδέσμους στα χέρια και μετά στο κελί μου με άλλες έξι γυναίκες. «Μαύρη χήρα/ γυναίκα αράχνη/σατανικό ζευγάρι», αυτοί ήταν οι πιο κόσμιοι χαρακτηρισμοί που έλεγαν για μένα.

«Όλη η Ελλάδα σε ξέρει από την τηλεόραση», μου είπε μια συγκρατούμενη. Και τότε κατάλαβα, ότι με έπαιζαν όλη μέρα στα κανάλια και έδειχναν φωτογραφίες μου, χωρίς καν να έχω καταδικαστεί.

Το κυνηγητό ήταν ανελέητο. Έξω από τον εισαγγελέα, ένας δημοσιογράφους μού βάζει το μικρόφωνο στη μούρη και με ρωτάει «γιατί τον σκότωσες μωρή;» και ο αστυνομικός μου λέει «μην μιλάς». Μια άλλη φορά, ήμουν στον ανακριτή και ζήτησα να πάω τουαλέτα. Πηγαίνω και βλέπω έναν δημοσιογράφο κρυμμένο πίσω από την τουαλέτα, μιλάμε για τρελά πράγματα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Πολλές φορές μου πέρασε από το μυαλό να βάλω τέλος στη ζωή μου, όμως αν αυτοκτονούσα, θα πείθονταν όλοι ότι είμαι στ’ αλήθεια ένοχη.»

Για να αντέξω στον Κορυδαλλό, ξεκίνησα να παρακολουθώ μαθήματα στο σχολείο των φυλακών. Επειδή έχω μεγαλώσει στη Γερμανία, δεν ήξερα να διαβάζω στα ελληνικά. Ήθελα να μάθω, για να μπορώ να διαβάζω μόνη μου όλα τα έγγραφα που αφορούσαν την υπόθεσή μου. Επί 18 μήνες στη φυλακή, μόνο με την υπόθεσή μου ασχολιόμουν, για να μην σαλτάρω εντελώς. Μετά τον Κορυδαλλό, με πήγαν στις φυλακές της Θήβας, όπου ήμασταν 22 γυναίκες στον ίδιο θάλαμο. Η φυλακή μού άφησε χρόνια βρογχίτιδα.

Πολλές φορές μου πέρασε από το μυαλό να βάλω τέλος στη ζωή μου, σκεφτόμουν ότι τίποτα δεν είχε νόημα. Αν δεν υπήρχε ο Δημήτρης, μπορεί και να το είχα κάνει. Αυτός με κράτησε και το γεγονός ότι αν αυτοκτονούσα, θα πείθονταν όλοι ότι είμαι στ’ αλήθεια ένοχη.

Όμως, απελπιζόμουν γιατί πίστευα ότι θα καταδικαζόμουν άδικα. Δεν ξέρω πώς κρατήθηκα και δεν τρελάθηκα. Μέσα στη φυλακή, ζεις ένα συνεχές πάνω-κάτω: τη μια μέρα ήθελα να πεθάνω και την άλλη σκεφτόμουν ότι θα τους αλλάξω τα φώτα, ότι είμαι αθώα και θα βγω. Μετά δεν καταλάβαινα γιατί όλο αυτό συνέβη σε μένα. Περνούσα απ’ όλα. Το έριξα στο γράψιμο για να αντέξω.

Επίσης, δούλευα στην καντίνα, όχι για να μειώσω την ποινή μου, σε περίπτωση που καταδικαζόμουν, αλλά γιατί δεν άντεχα να μένω μέσα στο κελί. Το πρωί καθόμουν κι έγραφα, μετά έκανα μεροκάματα στην καντίνα και το βράδυ διάβαζα τη δικογραφία της υπόθεσής μου. Το βασικό ήταν αυτό. Κανένας δεν ήξερε τον Κερτ καλύτερα από μένα. - έτσι νόμιζα τουλάχιστον τότε. Όσο ήμουν στη φυλακή, διάβαζα τις καταθέσεις ανθρώπων που ήξερα και έλεγα «δεν είναι δυνατόν, δεν έγιναν έτσι τα πράγματα». Όσα έλεγαν οι μάρτυρες δεν ταίριαζαν μεταξύ τους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Συγκρατούμενές μου που είχαν κάνει έγκλημα και είχαν καταδικαστεί ήταν ήρεμες. Εγώ έτρεμα τη μέρα του δικαστηρίου»

Αν είσαι στη φυλακή, επειδή στα αλήθεια έχεις κάνει αυτό για το οποίο σε κατηγορούν είναι μια άλλη ιστορία. Συγκρατούμενές μου που είχαν κάνει έγκλημα και είχαν καταδικαστεί ήταν ήρεμες. Είχαν τη ζωή τους εκεί μέσα. Το είχαν πάρει  απόφαση ότι από εδώ και πέρα αυτή θα ήταν η ζωή τους. Η φυλακή θα ήταν το σπίτι τους για τα επόμενα χρόνια. Άκουσαν την ποινή τους και ήξεραν ότι αυτό είναι.

Εγώ έτρεμα τη μέρα του δικαστηρίου. Περάσαμε με το Μεταγωγών από τα Καμένα Βούρλα. Καθόταν μια κοπέλα δίπλα μου και μου λέει «θα την ξαναδούμε τη θάλασσα;». Εγώ θα την ξαναδώ, θα πολεμήσω και θα την ξαναδώ, σκέφτηκα. Δεν περιγράφεται το συναίσθημα να περνάς με την κλούβα του Μεταγωγών από την περιοχή σου και να βλέπεις το σπίτι σου. Μέσα στη φυλακή, έκανα υπομονή, πολεμούσα κάθε μέρα για να μην τρελαθώ.

«Ξυπνάω ακόμα και σήμερα και νομίζω ότι βλέπω κάγκελα»

Στο δικαστήριο πρέπει να είχα την εικόνα χαζού κουταβιού. Προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω τι έλεγαν, γιατί στα ελληνικά δεν τα καταλαβαίνω όλα . Στην αρχή, δεν κατάλαβα ούτε ότι αθωωθήκαμε. Νόμιζα ότι θα με στείλουν πίσω στον Κορυδαλλό και είπα στη δικηγόρο μου «εγώ δεν πάω πάλι στη φυλακή, δεν γίνεται». Κι εκείνη μου απάντησε: «σύνελθε, θα πας σπίτι».

Όταν κατάλαβα ότι γυρίζω στο σπίτι μου, δεν μπορώ να πω με λέξεις πώς ένιωσα. Στον δρόμο, ως αθώα πια, ζήτησα από τον αστυνομικό να μου πάρει τσιγάρα και μου είπε «πήγαινε μόνη σου, είσαι ελεύθερη». Δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω. Λειτουργείς για καιρό μετά λες και δεν έχεις αποφυλακιστεί. Το απίστευτο ήταν ότι η γυναίκα μέσα στο περίπτερο με τη μάσκα της, μου είπε «ούτε φυλακή να ήταν εδώ μέσα, τώρα με τον Covid. «Ξέρεις τι πάει να πει φυλακή;», της απάντησα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ακόμα ξυπνάω και νομίζω ότι βλέπω κάγκελα. Όταν ακούω περιπολικό, λέω «για μένα έρχονται». Δεν φεύγει αυτό το συναίσθημα ποτέ. Με πιάνει ένα σφίξιμο στο στομάχι. Όταν περνάει κάποιος έξω από το σπίτι και γαβγίζουν τα σκυλιά, το ίδιο.

«Φοβάμαι ότι όλος ο κόσμος θα με κοιτάει και θα σκέφτεται ότι βγήκε η ‘‘μαύρη χήρα’’»

Τη βραδιά που περάσαμε στα κρατητήρια της Λειβαδιάς, ως αθώοι πια κι εγώ και ο Δημήτρης, το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να παραγγείλουμε φαγητό απ΄ έξω, όσο αστείο κι αν ακούγεται. Την άλλη μέρα, μας πήγαν στον Κορυδαλλό για να πάρουμε τα χαρτιά μας και να αποφυλακιστούμε.

Περίμενα στην πύλη του Κορυδαλλού τον Δημήτρη. Ήμουν έξω πια, είχα κάνει το πρώτο μου βήμα εκτός φυλακής. Ένας σωφρονιστικός υπάλληλος μου είπε «μην κοιτάς πίσω, βγες έξω».

Φοβόμουν ότι όλος ο κόσμος θα με κοιτάει και θα σκέφτεται ότι βγήκε η μαύρη χήρα. Αυτό το έχω ακόμα, δεν το έχω ξεπεράσει. Νομίζω ότι κάποιος που με κοιτάει δεν βλέπει τη Θεοδότα, αλλά τη μαύρη χήρα. Θέλω πολλές φορές να πω στον άλλον «αν έχεις κάποιες ερωτήσεις, έλα σε μένα να μάθεις πώς έγιναν τα πράγματα». Όμως, δεν έχουν τα κότσια να με ρωτήσουν τίποτα, μόνο κοιτάζουν.

«Τώρα είμαι φυλακισμένη στον έξω κόσμο, στο σπίτι μου.»

Τίποτα δεν μπορεί να μου δώσει πίσω αυτούς τους 18 μήνες που πέρασα στη φυλακή, πριν αθωωθώ. Ακόμα και αποζημίωση να παίρναμε, δεν εξαγοράζεται η ελευθερία με λεφτά. Αν υπήρχε ένα κουμπί, θα το πάταγα να γυρίσω πολλά χρόνια πίσω. Στη φυλακή βρήκα μια δύναμη που δεν πίστευα ότι την έχω. Εκεί κατάλαβα πόσο δυνατή είμαι. Πολλές φορές είπα δεν αντέχω, δεν θέλω άλλο, σταματήστε τα πάντα, δεν έχω τη δύναμη να συνεχίσω. Κι όμως κάθε μέρα που ξυπνούσα στο κελί, άντεχα, χωρίς να ξέρω πότε και αν θα βγω.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

VICE Video: Μετά τη Φυλακή


«Η ρετσινιά θα μου μείνει μια ζωή, δεν φεύγει»

Πριν συμβεί αυτό που συνέβη, ήμουν ανεξάρτητη, πήγαινα όπου ήθελα. Μου πήραν την ελευθερία μου. Τώρα είμαι φυλακισμένη στον έξω κόσμο, στο σπίτι μου. Δεν έχω πια καμία οικονομική δυνατότητα. Με τον Δημήτρη, ανοίξαμε μια καφετέρια, στην οποία δεν ερχόταν κανείς. Ποιος θα πάει σε μια «δολοφόνα» να πάρει καφέ; Κανέναν δεν ενδιαφέρει που έχουμε αθωωθεί ομόφωνα. Σκέφτονται τα δικά τους, ότι πληρώσαμε για να βγούμε ή δεν ξέρω εγώ τι.

Ο κόσμος δεν έχει καταλάβει ότι όλοι είμαστε πίσω από κάγκελα, άλλοι από τη μία πλευρά, άλλοι από την άλλη. Είναι φυλακισμένοι οι ίδιοι από τα θέλω των άλλων, ζουν για τους άλλους και όχι για τον εαυτό τους. Και αυτά κάγκελα είναι. Εγώ ξέρω πώς είναι η μία πλευρά και ξέρω πώς είναι και οι άλλη. Η ρετσινιά θα μου μείνει μια ζωή, δεν φεύγει.

Δεν υπάρχει πλέον η Θεοδότα που υπήρχε μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου του 2018, στις 16.00μ.μ. Είμαι μια άλλη. Ο άνθρωπος που ήμουν πριν, με τη δουλειά μου, τους φίλους μου, τις γνωριμίες μου, έχει πεθάνει. Όταν μπαίνεις στη φυλακή, χάνεις την παλιά σου ζωή, αποκτάς έναν εντελώς καινούριο εαυτό.

Ο χαρακτήρας μου έχει αλλάξει. Δεν βλέπω τίποτα πλέον ως δεδομένο. Αυτό που πέρασα μέσα, τώρα μου βγαίνει. Έχω γίνει πιο νευρική, θυμώνω εύκολα, δεν έχω πλέον την υπομονή να αντέξω πολλά. Η φυλακή με κούρασε πολύ ψυχολογικά. Πλέον το μόνο που θέλω είναι η ησυχία μου.

Ακολουθήστε την Ντιάννα Βασιλείου στο Instagram.

Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.

Περισσότερα από το VICE

Αστεγία στην Ελλάδα: Εξαθλίωση και Καταγγελίες για Εφόδους σε Δομές Φιλοξενίας τη Νύχτα

Μια Μέρα στον «Παράδεισο» των Τετράποδων Φίλων μας στη Θεσσαλονίκη

Τα Νεοκλασικά της Αθήνας: Πότε Γκρεμίστηκαν και «Καταστράφηκε» η Πρωτεύουσα

Ακολουθήστε το VICE σε FacebookInstagram και Twitter.