O Αμπντούλ από τα Εξάρχεια Ζει στο Μάλμε

Kοινοποίηση



Ο Αμπντούλ, γεννημένος στις 30 Ιανουαρίου του 1988, απόψε πάλι θα κοιμηθεί στις 10 γιατί έχει να ξυπνήσει στις 5 το πρωί, να φτιάξει καφέ, να πάρει το λεωφορείο, να είναι στην δουλειά του  το αργότερο μέχρι τις 7 παρά 15 και να ξεκινήσει να δουλεύει στις 7 και 10. Ο Αμπντούλ είναι Κούρδος από την Συρία -ψέματα βασικά είναι από τα Εξάρχεια. Από τον Σεπτέμβριο του 2012 ξυπνά στο Μάλμε της Σουηδίας. Στις 9 Σεπτεμβρίου  του ’12 έφτασε και στις 13 παραδόθηκε και ζήτησε άσυλο. Πρώτη φορά τον είχα δει το 2011 σε ένα πάρτυ στο Στέκι Μεταναστών, φιλούσε παθιασμένα μια ζουμερή Ιταλίδα, την Ρομίνα, είχε μια τζίβα και κρατούσε μια μπύρα στο χέρι. Θα σας πω την ιστορία του, όπως μου την διηγήθηκε εκείνος.

«Δέκα χρόνια  τραβάει ζόρι ο Αμντούλ, ρε» μου λέει στρίβοντας τσιγάρο όταν τον ρωτάω πότε ξεκίνησε το ταξίδι του. Την τζίβα δεν την έχει πια, μόνο το σκουλαρίκι στο πηγούνι.

Ήρθε στην Ελλάδα Σεπτέμβριο του 2004. Τον ρωτώ πώς. Κομπιάζει. «Δώδεκα μέρες περπατούσα, τι νομίζεις πως είναι απλό;» Από την πόλη Χαλέπι της Συρίας, μαζί με τον θείο του και έναν φίλο του θείου του, πέρασαν με βίζα στην Τουρκία, μετά από την Σμύρνη πέρασαν Αλεξανδρούπολη, ποδαράτο, μετά Κομοτηνή, ποδαράτο Ξάνθη και από ‘κει Λεωφορείο για Θεσσαλονίκη και μετά τρένο για Αθήνα. «Και δεν σε πιάσανε πουθενά» απορώ. «Αυτό που σου λέω είναι η δεύτερη φορά» απαντάει «την πρώτη φορά μας πιάσανε στην Αλεξανδρούπολη, ήμασταν πάλι οι τρεις μας και μετά από τέσσερις ημέρες που περπατούσαμε, κοιμόμασταν κάτω από κάτι δέντρα και ήρθαστυνομία από πάνω μας και μας πιάσανε “μαλάκες σηκωθείτε” μας είπαν, μας έβαλαν φυλακή και το βράδυ μας πέταξαν απέναντι, Τουρκία, με το καράβι. Μετά ξαναγυρίσαμε».

Videos by VICE

Πως ξαναγύρισαν, με τι κουράγιο, αναρωτιέμαι. «Περπατήσαμε πολύ στην Τουρκία, μέρες σου λέω, φτάσαμε σε ένα χωριό και πήραμε από ‘κει λεωφορείο για Κωνσταντινούπολη, μείναμε εκεί μια εβδομάδα και μετά ξαναπεράσαμε». Πως και δεν σας ξαναέπιασαν, απορώ. «Ε, την δεύτερη φορά είχαμε ήδη πάρει χαμπάρι, περπατούσαμε παράλληλα στις γραμμές του τρένου, μόνο βράδυ, μέχρι την Κομοτηνή». 

Το κόλπο της μάνας του 

Μα καλά με τι λεφτά, με τι ασφάλεια, τον διακόπτω (κάνει και κάτι διακοπές το skype). «Α, να σου πω τι κόλπο είχε κάνει η μάνα. Στα γόνατα του παντελονιού του τζιν είχε φτιάξει από μέσα τσέπες κρυφές και είχαμε από 300 ευρώ σε κάθε γόνατο. Μας είχε βάλει και κονσέρβες.  Μια βδομάδα προετοιμαζόμασταν στη Συρία. Μετά μπήκαμε σε ένα ταξί στο Χαλέπι και έτσι ξεκίνησαν όλα». Από τότε δεν έχει ξαναπάει στην Συρία. 

Του λείπει η μάνα του. «Μου ‘χει βρει νύφη, ξέρεις πως είναι οι μανάδες» μου λέει. Θέλει να πάει να τους δει, πάει στην τουρκική πρεσβεία στην Σουηδία αλλά δεν του δίνουν βίζα γιατί δεν έχει όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Αν του έδιναν θα περνούσε απέναντι από Τουρκία. «Θα θελα να πάω μια φορά να δω τη μάνα αλλά όχι να μείνω». 

Ο εμφύλιος που δεν έζησε αλλά άκουσε και ακούει 

Ζητάω να μου πει για τον πόλεμο στην Συρία. «Παλιά είχαμε και ίντερνετ, μιλούσαμε, αλλά τώρα δεν έχουν ούτε ρεύμα, ούτε νερό να πιουν, όχι μόνο οι δικοί μου, όλοι… Για να πιουν νερό πρέπει να ανάψουν την γεννήτρια και μετά να βγάλουν από το πηγάδι. Φτιάξανε πηγάδι. Δεν γινόταν αλλιώς. Ρεύμα έχουν από το μηχάνημα» λέει. Χωρίς ίντερνετ, χωρίς μόνιμη παροχή ρεύματος, αναρωτιέμαι πως μαθαίνει νέα τους. «Παίρνω τηλέφωνο στου πατέρα μου, που έχει τούρκικο αριθμό, μιλάμε κάνα μισάωρο, να δω ότι είναι καλά, γίνεται σφαγή κάθε μέρα εκεί. Βασανίζονται». 

Η λουξ κουζίνα στο Μάλμε και το κοινωνικό κράτος 

Κοιτάζω πίσω του, όσο επιτρέπει η κάμερα ενός smartphone, βλέπω μία κουζίνα με ωραία πλακάκια, πολύ μοντέρνα, με εντοιχισμένες οικιακές συσκευές. Το σχολιάζω. Μένει σε μια μεγάλη γκαρσονιέρα, οι τοίχοι φρεσκοβαμμένοι. Όλα μέσα είναι καινούρια. «Τέτοια κουζίνα δεν θα έβλεπα ποτέ στην Αθήνα»  σχολιάζει. Μαγειρεύει τα φαγητά που του αρέσουν, και μουσακά που είναι το αγαπημένο του, όταν τρώει έξω τρώει «στα αράβικα, ντονέρ, κεμπάμπ, φαλάφελ, είναι χάλια τα δικά τους τα σουηδικά». 

«Εδώ δεν έχεις μπαμπά μαμά, σε φροντίζει το κράτος» λέει, «μα εσύ ούτε στην Ελλάδα είχες μαμά μπαμπά» του απαντάω, παίρνει βαθιά ανάσα «στην Ελλάδα πρέπει να δουλεύεις σαν το σκυλί για να βγάλεις το νοίκι, το ρεύμα, το νερό και το χαράτσι εδώ είναι διαφορετικά. Σκέψου εγώ έχω άδεια παραμονής μόνιμη, διαβατήριο, ταξιδεύω και έχω μία κάρτα στην τσέπη όπου ό,τι και να πάθω οπουδήποτε στην Ευρώπη δεν πληρώνω τίποτα, με καλύπτουν πλήρως».

 Στην Ελλάδα δούλευε μαύρα, «δεν τον ασφάλιζαν τα αφεντικά» λέει… είχε πάθει και ένα σοβαρό εργατικό ατύχημα που παραλίγο να του αχρηστεύσει το χέρι. Πλήρωσε τα πάντα μόνος του. «Για να καταλάβεις εδώ άμα δουλεύεις ένα χρόνο με ένσημα και ασφάλιση και μετά μείνεις άνεργος, για έναν χρόνο σου δίνουν το 85% του μισθού και μετά από ένα χρόνο σου δίνουν το επίδομα ανεργίας. Όχι όπως στην Ελλάδα, εδώ παίρνεις σχεδόν ολόκληρο το μισθό».

 Η γκαρσονιέρα του, την οποία ζήλεψα, κοστίζει μαζί με τους λογαριασμούς 5300 σουηδικές κορώνες, δηλαδή 550 ευρώ. Από τα 550 ευρώ ο Αμπντούλ δίνει τα 180. Περιγράφει τη ζωή και τις δομές εκεί ως «ανθρώπινες». Υπάρχει ένα γραφείο, που του μετράει τις παρουσίες στο «σχολείο» και του βγάζει το επίδομα: «κάθε μέρα άμα πηγαίνεις σχολείο παίρνεις 35 ευρώ, άμα δεν πας σου τα κόβουν. Στο τέλος του μήνα, παίρνω περίπου 6600 κορώνες (700 ευρώ), τα 180 ευρώ πάνε στο νοίκι και με τα άλλα πρέπει να ζήσω. Δεν είναι άσχημα και όταν πιάσω κανονική δουλειά που θα χω και το χαρτί του τεχνίτη και το χαρτί της γλώσσας θα ναι καλύτερα». Το σπίτι του στην Αθήνα κόστιζε 250 ευρώ το μήνα, οι λογαριασμοί έβγαιναν «ένα 100άρικο», το είχε βάψει μόνος του, το είχε μαστορέψει μόνος του, το είχε στολίσει η Ρομίνα.

Από Κοπεγχάγη- Σουηδία με ένα χωρισμό 

Η γέφυρα Όρεσουντ ενώνει την Δανία με την Σουηδία. Πήγε στην Δανία με αεροπλάνο. Η Ρομίνα του, που τον φώναζε «amore», ούσα Ιταλίδα με ιταλικά χαρτιά μπορούσε να ταξιδέψει πιο εύκολα, εκείνος «είχε φτιάξει μια κάρτα ότι είναι Ιταλός και πήγανε σαν Ιταλοί ταξίδι στην Δανία». Ήταν μαζί 3,5 χρόνια, αλλά «την ζόρισε». «Την έβαλα να έρθει εδώ και μου είπε θα έρθει, ε, δεν ήρθε. Τώρα είναι Βαρκελώνη». Χαμογελάει. «Γυναίκες… ΄Ετσι είναι αυτά» λέει κι ανάβει τσιγάρο. 

Τα Εξάρχεια με βρήκαν δεν τα βρήκα

Ζει άνετα στο Μάλμε αλλά δεν σταματάει να μου μιλάει για τα Εξάρχεια. «Όλα μου λείπουν ρε, η πλατεία μου. Κάτσε να σου δείξω έξω να δεις πως εδώ», γυρνάει την κάμερα του κινητού έξω για να δω από το παράθυρο, τα πάντα είναι άσπρα, χιόνι ως εκεί που δεν πιάνει το μάτι ούτε τα πίξελ. «Τρεις μέρες δεν έχει σταματήσει να χιονίζει ρε γαμώτο. Εδώ άντε να κάνω άλλα τρία χρόνια υπομονή να πάρω υπηκοότητα και να σηκωθώ να φύγω, δεν μπορώ άλλο» μου λέει σοβαρά και μετά γελάει και πετάει ένα ακόμη σύνθημα της ομάδας του, του Αστέρα Εξαρχείων. Στο βάθος έχει κρεμασμένο ένα κασκόλ της ομάδας.

Τον ρωτάω πως έκατσε και βρέθηκε στα Εξάρχεια. Όταν έφτασε στην Αθήνα πήγε σε κάτι συγγενείς του πατέρα του στην αρχή, ο θείος του κι ο φίλος πήγαν Ρέθυμνο. Μόνος και άγνωστος, δεν μιλούσε γρι ελληνικά. «Τα Εξάρχεια με βρήκαν δεν τα βρήκα. Τον ήξερες τον Αντχάμ που είναι τώρα στον Καναδά; E, αυτός ήταν φίλος με την Ειρήνη και την Ίρια (ακτιβίστριες από το Στέκι Μεταναστών), τότε εμείς συχνάζαμε μετά την δουλειά στην Βικτώρια και μετά αράζαμε στα γραφεία του Κούρδου. Πολλά παιδιά, είκοσι- εικοσιπέντε άτομα. Μια μέρα πάω σε μια ταβέρνα στην Αριστοτέλους, είχαν ήδη φάει  και τους πετυχαίνω να πίνουν ναργιλέ. Εγώ παρίστανα πως ήξερα ελληνικά, δεν ήξερα τίποτα. Όλο έλεγα “ναι, ρε”, “γεια σου φίλε μου”. Η Ειρήνη με πίεσε να πάω στο Στέκι Μεταναστών στην Τσαμαδού. Ε, τελικά πήγα μια μέρα με τον  Αντχάμ, μετά πήγα και δεύτερη και τρίτη και γίναμε πάρα πολύ καλοί φίλοι με την Ειρήνη. Εκείνη με τράβηξε. Κόλλησα εκεί. Πήγαινα και στα μαθήματα κι εκεί έμαθα την γλώσσα και εκεί μετά διασκεδάζαμε». Τον ρωτώ για το μάθημα. «Στο μάθημα στο στέκι κάναμε με την Αμαλία ότι ήθελες ρεμπέτικα, Ξυλούρη και κρητικά.» (Στο Στέκι Μεταναστών η διδασκαλία των ελληνικών γίνεται με ελληνικά τραγούδια, είναι κάτι ανάμεσα σε γλέντι και μάθημα).

 «Ρε δεν μου ξεφεύγει κανένα τραγούδι του Ξυλούρη που να μην το ξέρω. Σκέψου έχω και βιβλία, τα γλετζέδικα και το τετράδιο μου με τους στίχους». Μου δείχνει ένα σπιράλ τετράδιο, με στίχους, γραμμένους στο χέρι, από το δικό του χέρι στα ελληνικά. Τον θυμάμαι να τραγουδάει, οι αμανέδες του στα ρεμπέτικα, ακόμη συζητιούνται στο Στέκι, έπαιζε και μπαγλαμά και μπουζούκι. «Τώρα παίζω και το μαντολίνο» μου λέει. «Να δες τα έχω όλα, και Άσιμο και το “Παράτα το σχολείο” και το “Ήτανε μια φορά” και την “Προσευχή του μάγκα”…»

 Στην Σουηδία παραπονιέται πως «δεν ξέρουν να διασκεδάζουν, δεν έχει στέκια, καταλήψεις και πλατείες να κάτσεις. Πριν το κλαμπ πίνουμε μπύρες γιατί στο κλαμπ η μπύρα κάνει 8 ευρώ, παντού πληρώνεις 100 κορώνες μόνο για να μπεις (10 ευρώ)». 

Δούλευε στην Καλλιθέα, σε ένα μαγαζί  που έκανε σιδηροκατασκευές εφτά χρόνια, και τα εφτά πληρωνόταν με μαύρα. «Ξεκίνησα με 30 ευρώ μεροκάματο και στο τέλος έπαιρνα 50, αλλά ξέρεις, να υπάρχει και λίγη μπέσα, αντί να δώσεις 50άρικο δώσε 40 και κόλλα ένσημα. Πρέπει να έχει ασφάλεια ένας άνθρωπος. Δεν είναι σωστό αυτό, εσύ τι λες;». 

Ήρθε τον Δεκέμβριο και πάλι στην Αθήνα για ένα δεκαπενθήμερο και πήγε να δει και το αφεντικό του. «Τον είδα, κλαίει όπως κλαίνε όλα τα αφεντικά, παραπονιέται ότι  δεν έχει δουλειά, δεν έχει το ‘να, του λείπει τ άλλο». 

Μετανάστης παντού, ξένος πουθενά;

Υπάρχει ρατσισμός, τον ρωτώ. «Σίγουρα ρατσισμός υπάρχει παντού αλλά στην Σουηδία όχι τόσο όπως στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα φοβάσαι να κυκλοφορήσεις» μου απαντά και συνεχίζει «εδώ στο Μάλμε παίζει να είναι και 80% ξένοι από όλες τις χώρες του κόσμου, από Κολομβία, από Χιλή, Κούρδοι που έφυγαν το 88. Σήμερα γνώρισα έναν Πακιστανό που δεν έμοιαζε με Πακιστανός και είχε βάψει μαλλιά και γένια κόκκινα. Ήταν εδώ 31 χρόνια, πριν καν γεννηθώ. Πριν καν υπάρξω ως ιδέα για τους γονείς μου». 

Ξέρει – σίγουρα καλύτερα από μένα – ότι τα πράγματα είναι δυσκολότερα για τους μετανάστες, το έμαθε από πρώτο χέρι. «Εμείς ερχόμαστε μόνοι, δεν ξέρουμε κανέναν, ξεκινάμε από το μηδέν, τώρα γνωρίζω κόσμο στο σχολείο, στο κλαμπ, στην δουλειά θα φτιάξω πάλι έναν κύκλο. Πάντα πίστευα όπου γης και πατρίς». 

Χανιά, εκεί είναι η ζωή

«Έτσι και πιάσω μια δουλειά εδώ και μαζέψω κάνα φράγκο, να χω πάρει  και την υπηκοότητα σε τρία χρόνια, θέλω να πάω να πιάσω ένα σπίτι στην Κρήτη στα Χανιά και να αράξω εκεί. Εκεί είναι η ζωή ρε. Ξέρεις άμα βγεις από Ελλάδα Ισπανία και πας πάνω στην Ευρώπη, τα άλλα είναι  χάλια χάλια χάλια χάλια» (λέει «χάλια» με έμφαση τέσσερις φορές). 

Του λείπουν οι φίλοι του που είναι στην Ελλάδα. «Όλοι οι φίλοι μου, μου λείπουν συνέχεια, τα μαύρα πουλιά μου… έτσι δεν λέει το τραγούδι;» με ρωτάει «έτσι ακριβώς» απαντάω. «Ξέρω τι εννοεί δεν το λέω έτσι, τέτοιοι είναι οι φίλοι μου και οι μετανάστες και οι Έλληνες.»

«Κάνω αυτά που χρειάζεται η ζωή, όχι περισσότερα» μου λέει. «Όσοι είναι πλούσιοι δεν ξέρουν να διασκεδάζουν και όσοι είναι φτωχοί τα χουνε όλα επειδή τα νιώθουνε όλα. Έτσι δεν είναι;». Πάλι γνέφω ναι. 

Γκουγκλάρω τη λέξη «Κούρδος» και βλέπω ότι βγαίνει από την νεοπερσική λέξη Κιούρτ που σημαίνει ήρωας. Δεν ξέρω αν ο Αμπντούλ είναι ήρωας αλλά νομίζω πως όποιος παίρνει την απόφαση στα 16 να περπατήσει 12 μέρες για να βρει μια καλύτερη ζωή, όχι για να γίνει πλούσιος, γνωρίζει και αγαπάει ανθρώπους και νιώθει πατρίδα του μια χώρα που δεν τον θέλει, τότε είναι σίγουρα άνθρωπος. Καλός άνθρωπος και όχι «τραγικής ποιότητας μετανάστης» όπως είπε ο υπουργός προστασίας του πολίτη, Ν. Δένδιας πρόσφατα αναφερόμενος σε όσους έρχονται στην χώρα μας. Για την ιστορία,  η Ελλάδα έχει καταγγελθεί ουκ ολίγες φορές  ότι το «ποσοστό αναγνώρισης προσφύγων»  της είναι πάρα πολύ χαμηλό.

Ο Αμπντούλ δεν πήρε ποτέ πολιτικό άσυλο στην Ελλάδα. Κυκλοφορούσε με την ροζ κάρτα, του αιτούντος πολιτικό άσυλο «Δεν μου δωσαν, τι να μου δώσουν», λέει με λίγη πίκρα ανακατεμένη με ειρωνεία.  Ζούσε μεταξύ παρανομίας και νομιμότητας, χωρίς ασφάλεια, χωρίς σιγουριά, με τον φόβο των φασιστών και της αστυνομίας φυλακισμένος εντός ελληνικών συνόρων. Την τελευταία διετία, έχει ταξιδέψει εκτός από την Ελλάδα και την Σουηδία, στην Δανία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Γερμανία, και την Γαλλία που του θύμισε περισσότερο το Μαρόκο. Συνεχίζει να ελπίζει ότι κάποια μέρα ο τελικός προορισμός του θα είναι τα Χανιά.