Ο αριθμός των likes που συγκεντρώνουν οι σελίδες μουσικών καλλιτεχνών στο facebook τις περισσότερες φορές είναι πλασματικός, υπό την έννοια ότι κάποιος/α μπορεί να έχει πατήσει like επειδή έτυχε να του/της αρέσει κάποιο κομμάτι του καλλιτέχνη ή για να του βγάζει στη ροή της αρχικής σελίδας κάνα τραγουδάκι να ακούει – ή για κάποιον παρεμφερή και όχι τόσο σημαντικό λόγο. Τα περίπου 93.000 likes που υπάρχουν, ωστόσο, στη σελίδα CJ Jeff στο facebook αντιπροσωπεύουν κατά πλειονότητα άτομα τα οποία όχι απλώς γουστάρουν τη μουσική του Jeff, αλλά τον έχουν ακούσει live τουλάχιστον μία φορά, διότι ο CJ Jeff -Νίκος Ζαφείρης- είναι σαν εκείνη τη γνωστή διαφήμιση για πατατάκια που λέει «κανείς δεν μπορεί να φάει μόνο ένα».
Πάνω κάτω, οι περισσότεροι fans του είναι σαν εμένα. Δηλαδή δεν υπάρχει περίπτωση να παίζει κάπου κοντά τους και να μην πάνε να τον ακούσουν. Χαρακτηριστικά, θυμάμαι μια δική μου περίπτωση που ήμουν για διακοπές στη Λευκάδα, με μπαταρισμένο πόδι, και κουτσά στραβά πήγα μέχρι το μαγαζί όπου έπαιζε για να ακούσω έστω δύο κομμάτια του.
Videos by VICE
Για τους μη μυημένους στη μουσική του, ο CJ Jeff είναι τρία πράγματα: DJ, μουσικός παραγωγός και CEO της δισκογραφικής εταιρείας Rhythmetic Records. Μουσικά, κυμαίνεται μεταξύ deep house και techno, αλλά επειδή δεν μου αρέσουν αυτές οι ταμπέλες, θα χρησιμοποιήσω το μότο της δισκογραφικής του για να περιγράψω τη μουσική του: «Music for Dark Clubs and Sunny Beaches» (Μουσική για Σκοτεινά Club και Ηλιόλουστες Παραλίες). Με άλλα λόγια, μουσική για πάρτι. Τώρα, θα μου πείτε γιατί CJ και όχι DJ; Διότι όταν έκανε τα πρώτα του βήματα ο Jeff θεωρούσε πως ήταν ένα βήμα πίσω από πραγματικούς DJs της εποχής του και από σεβασμό δεν μπορούσε να εξισωθεί με αυτούς. Οπότε, έμεινε ένα γράμμα πριν το D – στο C.
Είναι Πέμπτη και έχουμε κανονίσει να πιούμε καφέ στα μέρη του, στο Κολωνάκι. Είναι γενικά downtown τύπος, αφού κατά καιρούς έχει μείνει και σε άλλες περιοχές του κέντρου, όπως το Θησείο ή τη Μακρυγιάννη. «Μου αρέσει να περπατάω μες στον κόσμο, να βλέπω την καθημερινότητα των ανθρώπων. Σε αυτούς απευθύνομαι άλλωστε. Πώς θα γράψω μουσική αν δεν μπω στο μετρό να δω τη διάθεση του κόσμου; Γενικά, μου αρέσει αυτή η πίεση του κέντρου. Με βοηθάει να παραμένω ήρεμος», λέει ο CJ Jeff, αφού έχουμε συστηθεί και καθώς περπατάμε την Πατριάρχου Ιωακείμ, πηγαίνοντας προς ένα καφέ εκεί κοντά.
Με μια πρώτη ματιά, θα τον χαρακτήριζες κοκέτη. Σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά που τον βλέπω με προσεγμένο look, όμως είναι η πρώτη φορά που τον συναντώ εκτός κάποιου club ή μιας παραλίας. Τελικά, το στιλ του δεν είναι μόνο μέρος της δουλειάς του. «Τα ρούχα και ό,τι έχει να κάνει με μόδα είναι το φετίχ μου. Όχι τώρα, από μικρός το έχω αυτό. Πάντα με θυμάμαι να έχω κάτι περίεργο εμφανισιακά επάνω μου. Πότε μαλλιά ράστα, πότε σκουλαρίκια, πότε κόκκινα παντελόνια», λέει ο Jeff. «Εκτός από ρούχα, πού αλλού ξοδεύεις χρήματα;» ρωτώ. «Στα ταξίδια, τα βιβλία και στη μουσική», απαντάει ο Νίκος. Το τελευταίο διάστημα, μάλιστα, διαβάζει Άμλετ και ακούει το τελευταίο άλμπουμ των Moderat.
Πέρα από την εκκεντρική εμφάνιση, ο Jeff θυμάται πάντα τον εαυτό του να ασχολείται με τη μουσική. «Από εγγραφές που έκανα από κασέτα σε κασέτα όταν ήμουν εντελώς πιτσιρικάς, μέχρι νυχτερινές εξόδους σε ντισκοτέκ πιο μετά, αλλά και clubbing ακόμη αργότερα», αναφέρει χαρακτηριστικά ενώ πίνει την πρώτη τζούρα από τον εντελώς γλυκό καφέ του. Ο τρόπος που πίνουμε τον καφέ -αυτός γλυκό, εγώ σκέτο- είναι και η πιο βασική μας διαφορά μέχρι στιγμής, καθώς σε όλα τα άλλα τα έχουμε βρει, ακόμα και στο ζώδιο – Λέων κι αυτός. Παρά τη μουσική κλίση του, ο Jeff έκανε το χατίρι των γονιών του, πήρε το πτυχίο Κοινωνιολογίας από το Πάντειο Πανεπιστήμιο, όμως ήδη από τα 19 του -38 ετών σήμερα- είχε αναμειχθεί στο αθηναϊκό nightlife. «Η πρώτη φορά που έπαιξα στην Αθήνα ήταν στο Zoo και αμέσως μετά ήρθαν δυο προτάσεις, για το Cavo στη Μύκονο και το U-matic στην Αθήνα. Μου άρεσε και νομίζω ότι ήταν καλό που ήμουν ένα νέο προϊόν στην Αθήνα. Δεν ήμουν ο Νικολάκης που έπαιζε στο τάδε μπαρ πιο πριν. Ούτε καν στη Βέροια δεν έπαιζα μουσική. Το πήγα εντελώς προσεγμένα και στοχευμένα εκεί που ήθελα. Νιώθω δε πολύ τυχερός που έζησα την εποχή του U-matic από άποψη εμπειρίας, τόσο με τα πάνω όσο και με τα κάτω της εποχής εκείνης. Ήταν όμως καλό για μένα επειδή ήταν σαν να μην ήξερα κολύμπι και να με πέταξαν στη θάλασσα. Στο Cavo αν δεν έπαιζες καλά σε γιούχαραν και με τα βινύλια δεν υπήρχε περιθώριο λάθους. Τελικά, όμως, μου βγήκε σε καλό», αναπολεί ο CJ Jeff, που πιστεύει στη δύναμη της μουσικής και παραμένει ρομαντικός ως προς αυτήν, παρόλο που γι’ αυτόν πλέον είναι κι ένα είδος business.
Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το Newsletter του VICE Greece
Αν και όλοι όσοι έχουν ζήσει εκείνη την εποχή, με U-matic και +Soda, θα σου πουν ότι «αυτές ήταν εποχές», ο Νίκος δεν ασπάζεται αυτή την άποψη. «Η λησμονιά είναι αδερφή της ήττας», λέει, ορμώμενος προφανώς από κάποια φράση μέσα από τα πολλά βιβλία ψυχολογίας που έχει διαβάσει. «Δεν μου αρέσει να λέω ότι παλιά ήταν καλύτερα απ’ ό,τι τώρα. Ήταν άλλα τα δεδομένα τότε. Τι να συγκρίνεις; Άλλωστε, ποτέ δεν αυτοχαρακτηρίστηκα underground ή old school. Γι’ αυτό και κάποιοι με κατηγορούν ότι είμαι mainstream, επειδή παίζω στα σημερινά clubs όπου πηγαίνει ο πολύς κόσμος. ΟΚ, αν θεωρούν mainstream και τους Rolling Stones επειδή μαζεύουν τόσο πολύ κόσμο στις συναυλίες τους, το δέχομαι. Ακραίο παράδειγμα μεν, αλλά είμαι υπέρ του να χειραγωγώ κόσμο με τη μουσική μου. Αν δεν το έκανα αυτό, δεν θα είχα κάνει καριέρα. Θα είχα καταντήσει να παίζω σε πάρτι όπου γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας», τονίζει.
Αυτό είναι το στοίχημα και για τον ίδιο, να μυήσει όσο πιο πολύ κόσμο γίνεται στη μουσική του. Μάλιστα, αν και η μόδα του EDM δεν του αρέσει, θεωρεί πως έχει βοηθήσει αυτός ο σκληρός ήχος, διότι το κοινό εκπαιδεύεται σε τέτοιες μουσικές και έτσι μπορεί και ο ίδιος να παίξει εύκολα πιο techno μελωδίες, που παλιότερα ήταν απαγορευτικές. «Τα DJ sets μου πλέον αποτελούνται κατά 1/3 από κομμάτια που ο κόσμος θέλει να ακούσει, άσχετα αν τα έχω παίξει άπειρες φορές, κατά 1/3 από κομμάτια που θέλω εγώ να τους περάσω και να τους μυήσω σε αυτά, και κατά 1/3 από κομμάτια που τεστάρω κατά πόσο τα δέχεται το κοινό. Το τελευταίο, βέβαια, εξαρτάται από το κοινό. Αλλιώς θα τα δεχτεί το εκπαιδευμένο κοινό του Βερολίνου και διαφορετικά κάποια άλλα, πιο απαίδευτα αυτιά», εξηγεί.
«Τι μπορεί να σου τη σπάσει όταν παίζεις;» του λέω. Αφού γελάει, εξηγεί ότι «πάντα υπάρχει ένας άσχετος ο οποίος απλώς είδε φως και μπήκε και θα έρθει να καθίσει μπροστά από το booth. Φαντάσου εμένα να πάω πρώτο τραπέζι πίστα στα μπουζούκια, με γυρισμένη την πλάτη στον τραγουδιστή. Είναι ανίκητοι αυτοί οι τύποι. Έχουν πλάκα, όμως, διότι μετά από λίγο είτε απομονώνονται αναγκαστικά, επειδή όλοι οι άλλοι χορεύουν, είτε συνεπαίρνονται κι αυτοί απ’ τον ρυθμό». Απ’ την άλλη, «γουστάρω πολύ αυτούς που χορεύουν μόνοι τους, που είναι στον κόσμο τους. Μου θυμίζουν εμένα όταν ήμουν πιο μικρός. Αυτό είναι το rave, να εκφράζεσαι. Αν μπορείς να εκφραστείς μαζί με άλλους ακόμα καλύτερα, αλλά δεν είναι απαραίτητο», προσθέτει.
Ενώ ξεφορτώνεται το σακάκι του, όχι επειδή έχει ανάψει η κουβέντα αλλά επειδή κάνει ζέστη, γυρίζει και μου λέει με παράπονο: «Κοίτα, ρε φίλε, έχουμε Απρίλιο και είναι σαν καλοκαίρι. Θα μπορούσαμε να ζούμε όλοι από τον τουρισμό οκτώ μήνες τον χρόνο και, αντίθετα, κυνηγάνε ό,τι μαγαζί υπάρχει στις παραλίες. Κάθε παραλία έπρεπε να έχει beach bar. Η ακτογραμμή μας είναι μεγαλύτερη και από της Αμερικής. Φίλοι μου που έρχονται εδώ από τη Βραζιλία και από άλλα μέρη παθαίνουν πλάκα κι εμείς έχουμε τις ομορφιές μας ανεκμετάλλευτες». Παρεμπιπτόντως, ο Jeff κάθε χρόνο επισκέπτεται σχεδόν όλα τα παραλιακά μέρη της Ελλάδας ως guest DJ και ζει από πρώτο χέρι αυτό που λέμε καλοκαίρι στην Ελλάδα. Πέρυσι, χαρακτηριστικά, πήγε σε 28 μέρη τον Ιούλιο και άλλα 28 τον Αύγουστο. «Είναι τρόπος ζωής. Ναι, έχει κούραση, αλλά είμαι συνέχεια σε όμορφη διάθεση. Δεν θα μπορούσα να με φανταστώ χωρίς καλοκαιρινό tour», λέει κατηγορηματικά.
Στέκομαι λίγο σε αυτό που ανέφερε βιαστικά πιο πάνω για τον τουρισμό ή περί κυνηγητού στα beach bars και ανοίγουμε αναπόφευκτα μια μίνι πολιτική κουβέντα. «Δεν ψηφίζω τα τελευταία χρόνια, ούτε πιστεύω στην πολιτική με την έννοια της Δεξιάς ή της Αριστεράς. Η πολιτική βρίσκεται στην καθημερινότητά μας κι αυτά τα προβλήματα πρέπει να λύνει, όπως σου είπα πιο πάνω για παράδειγμα, για τα beach bars. Γενικά, έχω χάσει το ενδιαφέρον μου για την πολιτική απ’ όταν παρακολούθησα πρώτη φορά φοιτητική συνέλευση στο Πάντειο. Τρελάθηκα, έβλεπα μια μικρογραφία της Βουλής. Δεν είχαμε βιβλία τότε, θυμάμαι, και έπαιρναν τηλέφωνο στα κόμματα να ρωτήσουν τι να πουν στη συνέλευση. Αλίμονο αν στα 18 σου παίρνεις εντολές για το τι θα κάνεις αντί να βράζει το αίμα σου και να θες να αλλάξεις τον κόσμο, όπως επίσης αλίμονο στον 40χρονο που πιστεύει ότι μπορεί ακόμα να αλλάξει τον κόσμο», εκφράζει ο Jeff. Η πολιτική και η ποιότητα ζωής, μάλιστα, ίσως να ήταν ένας λόγος που θα τον έκανε να φύγει από την Ελλάδα και να πάει -πού αλλού- στην Αμερική. Όχι τόσο για το American dream όσο για το ότι «εκεί ρίχνεις μια ζαριά και μπορεί να σου κάτσουν εξάρες, ενώ εδώ θα τυχαίνει πάντα ασόδυο», όπως επισημαίνει.
Επειδή -αν και σύντομη- αυτή η κουβέντα μάς «έριξε» κάπως, επιστρέφουμε στις περιοδείες του Νίκου, που στα μάτια μου φαντάζουν το πιο τυχερό κομμάτι της ζωής του. Γι’ αυτό και του ζητώ να θυμηθεί ένα-δύο τρελά περιστατικά που έχει ζήσει εκτός Αθήνας. Ξεκινάει απ’ το καλύτερο: «Θυμάμαι σε ένα beach bar, στο Cariocas νομίζω, ήρθε μια κοπέλα προς το booth και μου ζήτησε να της βάλω ένα κομμάτι που ήθελε να ακούσει και, μάλλον για να σιγουρευτεί ότι θα το βάλω, έβγαλε μπροστά μου το πάνω μέρος του μαγιό της. Επίσης, μια άλλη φορά που πήγαινα να παίξω στα μέρη σου, στην Κουρούτα, έφυγε το λάστιχο από το αυτοκίνητό μου, ακριβώς όπως βλέπεις καμιά φορά στη Formula 1. Ήταν Δεκαπενταύγουστος τότε και δεν υπήρχε ψυχή στον δρόμο. Τελικά όμως εμφανίστηκε σε κάποια φάση ένα όχημα οδικής βοήθειας, φορτώσαμε το αυτοκίνητο και πήγαμε στην Πάτρα να το φτιάξουμε. Τελικά, έφθασα στο μαγαζί ακριβώς την ώρα που έπρεπε να παίξω. Ευτυχώς, όποτε ταξιδεύω φεύγω πάντα δύο ώρες νωρίτερα, μήπως τύχουν τέτοιες καταστάσεις. Τέλος, θυμάμαι στα γενέθλιά μου, 8 Αυγούστου, έπαιζα στην Ικαρία και είχε ακυρωθεί η πτήση μου, αλλά επειδή δεν ακυρώνω ποτέ τα live μου, κανόνισα να πάω με καράβι μέχρι τη Μύκονο και από εκεί να περάσω με κρις κραφτ απέναντι στην Ικαρία. Τελικά, όμως, δεν τα κατάφερα, διότι το κρις κραφτ ταξίδευε μόνο ημέρα λόγω έλλειψης πυξίδας και θα είχε νυχτώσει όταν θα έφθανα Μύκονο. Έψαξα και για ελικόπτερο αλλά δεν βρήκα», περιγράφει εντυπωσιακά.
Αναρωτιέμαι αν μετά απ’ όλες αυτές τις εμπειρίες, τελικά ζει το όνειρό του. «Είναι τραβηγμένο αυτό που θα σου πω, αλλά ακόμα και σήμερα να έφευγα απ’ τον κόσμο, θα ήμουν μια χαρά. Είναι περίεργο αλλά ωραίο συναίσθημα αυτό. Δεν πέρασα μέλι γάλα σ’ όλη μου τη ζωή. Πέρασα πολύ άσχημες φάσεις ψυχολογικά, έπιασα πάτο. Ακόμα και τότε, όμως, είχα τους καλούς φίλους που ήταν οι ψυχολόγοι μου και με βοηθούσαν. Εδώ και τρία χρόνια βέβαια έχω ψυχολόγο γυναίκα, οπότε είμαι κομπλέ», λέει χαριτολογώντας, τονίζοντας πόσο σημαντικό είναι να καταλαβαίνει ο/η σύντροφός σου τη δουλειά σου, ακόμα κι αν δεν είναι μέσα σε αυτή. «Οικογένεια και ένα παιδί σίγουρα θα τα ήθελα, αλλά δεν μπορώ να σου πω πως δεν έχω ζήσει γεμάτα», συμπληρώνει, απαντώντας ολοκληρωμένα στο αρχικό ερώτημα.
Εξηγεί ότι το κομβικό σημείο σε μια τέτοια καριέρα είναι όταν ξεκινάς να βγάζεις τα πρώτα καλά χρήματα και σε αναγνωρίζει ο κόσμος ή σε φλερτάρουν πιο πολλές γυναίκες. «Ευτυχώς, δεν την πάτησα εκεί. Είναι ωραίο σημείο, αλλά πολλοί το χάνουν εύκολα. Ένα πράγμα είναι το πιο σημαντικό, αν και κλισέ: να είσαι ο εαυτός σου. Ο κόσμος καταλαβαίνει, δεν είναι χαζός. Αν -χτύπα ξύλο- πεθάνει κάποιος δικός σου, δεν γίνεται να πας να παίξεις και να είσαι χαρούμενος. Ούτε να το παίζεις κουλ. Αυτά τα εκτιμάει ο κόσμος τελικά», υπογραμμίζει. Το γεγονός ότι τον έχει εκτιμήσει ο κόσμος, πάντως, μπορείς να το καταλάβεις εύκολα, απλώς πηγαίνοντας μια Πέμπτη στο Dybbuk και βλέποντας την αλληλεπίδρασή του με τους θαμώνες.
Εκεί είναι άλλωστε ο ναός του την τελευταία δεκαετία, έχοντας καταφέρει να μετονομάσει τις Πέμπτες σε CJ Jeff’s days. Θα ήθελε να έχει και ο ίδιος ένα club, όμως αυτό θα απαιτούσε να είναι εκεί συνέχεια και όχι όπως έγινε με το dot, ένα bar που διατηρούσε κοντά στην πλατεία Αγίας Ειρήνης. Επιφυλάσσεται πάντως για τον Οκτώβρη σχετικά με το παραπάνω. Προς το παρόν στήνει ο ίδιος το Dybbuk, οπότε δεν του λείπει η ηδονή τού να έχει το ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει μέσα σε ένα μαγαζί. Άρα, όπως επιβεβαιώνει και ο ίδιος, τα ψηλοτάβανα clubs, με χορεύτριες και άνετο booth που χωράει μπροστά κόσμο -όπως το Dybbuk δηλαδή- είναι ιδανικά μέρη για τη μουσική του, διότι «τη μουσική πρέπει να την προσαρμόζεις στον χώρο», όπως λέει. «Δεν γίνεται να παίζεις techno σε pool party», προσθέτει.
Το 2016 έχει επιστρέψει ενεργά στο στούντιο της Rhythmetic Records, της οποίας ηγείται μαζί με τον άλλο DJ και παραγωγό Θοδωρή Τριανταφύλλου (ίσως τον ξέρετε καλύτερα έτσι: Thodoris Trantafillou), ενώ απ’ τον Μάιο και έπειτα θα ξεκινήσουν να κυκλοφορούν συνεργασίες που έχει ήδη κλείσει και για τις οποίες νιώθει περήφανος. «Είναι τρομερό το συναίσθημα να μπορείς να προτείνεις τη μουσική που πιστεύεις στον κόσμο. Γι’ αυτό θεωρώ σημαντικό που έχω ένα δισκογραφικό label. Πάει καλά, ευτυχώς. Είμαστε στο Νο 42 του Beatport σε ό,τι αφορά την deep house και μέχρι τα Χριστούγεννα θα έχουμε ανεβεί κι άλλο με αυτές τις κυκλοφορίες που θα βγουν», καυχιέται ο Jeff για τη Rhythmetic και δικαίως, καθώς -μεταξύ άλλων- έχει να λέει πως πριν από μια δεκαπενταετία έβγαλε την πρώτη κυκλοφορία της Rhythmetic με remix του Maceo Plex (aka Maetrik).
Toυ εύχομαι ευθέως η επόμενη φορά που θα τον δω, εκτός του Dybbuk ή κάποιου beach bar, να είναι σε ένα ελληνικό session «Βoiler Room» ή σε κάποιο αεροπλάνο, εκεί δηλαδή όπου τον ξέρουν σχεδόν όλες οι αεροσυνοδοί και του λένε κάθε φορά «Jeff, πάλι θα κοιμηθείς;» Επίσης, εύχομαι ο πατέρας του Νίκου να κρατήσει αυτήν τη συνέντευξη στο αρχείο που μαζεύει σχετικά με ό,τι έχει να κάνει με τον γιο του ή να του πει κάποιος από τους/τις μαθητές/τριές του στο φροντιστήριο πληροφορικής που έχει στη Βέροια πως διάβασε αυτήν τη συνέντευξη, επιτρέποντάς του να καυχηθεί για άλλη μια φορά – Λέων και ο πατέρας γαρ.
Περισσότερα από το VICE
Τι Μάθαμε για την Ελλάδα από την Έκθεση της Ε.Ε. για τη Διακίνηση των Ναρκωτικών
Πώς θα Ήταν το Grand Theft Auto αν Διαδραματιζόταν στους Δρόμους της Αθήνας;
Ανοίξαμε τον Φάκελο της Ηλεκτρονικής Μουσικής στην Ελλάδα με τον Johnny Gerontakis