Τις προηγούμενες δεκαετίες η ανάλαφρη κουλτούρα των hostel προσέλκυσε λιγότερους «πιστούς» απ’ ό,τι αναμενόταν στην Ελλάδα -τουλάχιστον, με βάση τις ταξιδιωτικές τάσεις που αναπτύσσονταν στο δυτικό κόσμο. Τους λόγους αυτής της εγχώριας «αποτυχίας» μπορεί να εντοπίσει κανείς σε μια σειρά προβλημάτων. Ξεκινώντας από τη στάση της ίδιας της πολιτείας απέναντι στους ξενώνες νεότητας και καταλήγοντας στην κυρίαρχη άποψη που επικρατεί σε πολλά ξερά κεφάλια του ελληνικού τουρισμού και θέλει τους περαστικούς πιτσιρικάδες με τα ταλαιπωρημένα back pack και το πλαδαρό βλέμμα να μην αποτελούν την επιθυμητή πελατεία για τη βαριά βιομηχανία της χώρας. Κάπως έτσι, στη χώρα μας, αυτού του τύπου ο τουρισμός βγαίνει «λειψός» στο ζύγι της τουριστικής αγοράς. Διότι, ο εκφραστής του ζει με ελάχιστα λεφτά, προσπαθώντας να παρατείνει την παραμονή του όσο περισσότερο μπορεί, τρώει ό,τι λάχει χωρίς να χάνει τον ύπνο του με το ποιος φτιάχνει την καλύτερη αχινόσουπα στο νησί, κοιμάται σε πρόχειρα καταλύματα και τσαλαβουτάει σε απομακρυσμένες παραλίες με μπύρες από το περίπτερο. Για εκατομμύρια νέα παιδιά, όμως, που θέλουν να ξεμυτίσουν από το σπίτι και να εξερευνήσουν τον αχανή κόσμο, αμβλύνοντας με ανεξέλεγκτη λαχτάρα το πλέγμα της πραγματικότητας, τα λιγοστά υπάρχοντα, τα πρόχειρά σακίδια και τα άδεια πορτοφόλια είναι ο μοναδικός τρόπος για να ταξιδέψουν. Για το μέσο νοικοκυραίο πάλι που νοικιάζει μια τρύπα για δωμάτιο σε ένα νησί του Αιγαίου, αυτοί οι περαστικοί τουρίστες είναι «χαμηλού επιπέδου».
Μου το είπε ευθέως φέτος ο φιλόξενος, κατά τα άλλα, οικοδεσπότης μου στη νότια Κρήτη, όταν τον ρώτησα γιατί δεν κάνει ένα μικρό hostel σε ένα παλιό αλλά όμορφο κτίσμα που ‘χε ξεμείνει άδειο στο κτήμα του. Μου απάντησε πως «δεν θα ήθελε τέτοιου επιπέδου επισκέπτες». Όταν επανήλθα ρωτώντας τι επιπέδου εννοεί, εκείνος απάντησε ατάραχος «χαμηλού, ξέρεις χωρίς λεφτά». Παρότι δεν ήταν ο μοναδικός λόγος που μου ανέφερε -υπήρχαν και άλλες δυσκολίες- ήταν ο πρώτος. Κατάλαβα πως ο κυρ-Νίκος, όπως και πολλοί άλλοι στα ελληνικά νησιά, αντιμετωπίζουν αυτά τα περαστικά παιδιά σαν παρίες, σαν ένα αναγκαίο κακό. Για hostel και βόλεμα στα μέτρα τους, φυσικά, ούτε λόγος. Στην Ελλάδα η έννοια hostel, όπως αυτό τουλάχιστον υφίσταται στο εξωτερικό, είναι κάτι που σπάνια συναντάς. Ενίοτε, βέβαια, το συναντάς εκεί που δεν το περιμένεις.
Videos by VICE
Τον περασμένο Μάρτιο βρέθηκα στην Ξάνθη. Στην προσπάθειά μας να εξοικονομήσουμε χρήματα με τη συνεργάτη μου και να παρατείνουμε την παραμονή μας στην πόλη, αναζητώντας περισσότερους χαρακτήρες για ένα ρεπορτάζ που δουλεύαμε, αποφασίσαμε να μείνουμε κάπου φθηνά. «Πηγαίνετε στο hostel του Γιώργου, το οποίο άνοιξε πριν από λίγους μήνες», με παρότρυνε μια φίλη η οποία διαμένει στη γειτονική Κομοτηνή. «Υπάρχει hostel στην Ξάνθη;», ρώτησα κομματάκι αιφνιδιασμένος. «Υπάρχει και είναι πολύ ωραίο», αποκάλυψε χωρίς πολλά λόγια.
To ίδιο βράδυ στεκόμουν έξω από ένα παλιό, νεοκλασικό, αρχοντικό με κάμποσα συμπράγκαλα παραμάσχαλα. «Αυτό είναι λες;», ρώτησα την Αλεξία. «Αυτό μοιάζει με μπαράκι», ψέλλισε εκείνη μπερδεμένη. Περάσαμε την πόρτα αμήχανοι, την ώρα που από τα ηχεία του μαγαζιού «έρεε» μια ρυθμική bossa nova και ο φοιτητόκοσμος της πόλης άραζε στα τραπέζια χαλαρός, πίνοντας το ποτό του. Κατευθυνθήκαμε προς το ξύλινο μπαρ. «Εεεε… να… μια ερώτηση… η οποία βέβαια… μπορεί να σου φανεί ελαφρώς περίεργη… βασικά, μπορούμε να μείνουμε εδώ;», συλλάβισα, έχοντας το ύφος του ανθρώπου που είχε μπει σε ένα μπαρ για να ζητήσει δωμάτιο. Ο Γιώργος Σκαρλάτος, ο ιδιοκτήτης του χώρου χαμογέλασε. «Ναι, μπορείς να μείνεις εδώ, οι δυο όροφοι πάνω είναι hostel», μου έλυσε αμέσως τις απορίες. Υπήρχε λοιπόν hostel στην Ξάνθη. Το όνομα του: Happy Living. «Τώρα ανοίξαμε, πριν από τρεις μήνες, τα Χριστούγεννα», μας είπε ο Γιώργος καθώς ανεβαίναμε τις σκάλες για να δούμε το χώρο. Το πρώτο πράγμα που παρατηρούσες ήταν η καθαριότητα. Οι πρότερες εμπειρίες που είχα από hostel του εξωτερικού ήταν πιο hardcore. Εδώ, τα πράγματα ήταν «γαλήνια». Όλα στη θέση τους με ένα καλοδεχούμενα λιτό τρόπο. «Ουσιαστικά είναι δύο χώροι, οκτώ και έξι ατόμων συν δύο αυτόνομοι χώροι με δυο διπλά κρεβάτια», μας αποκάλυψε ενώ «εξερευνούσαμε» το επιβλητικό αρχοντικό στην παλιά πόλη στο οποίο κάποτε ζούσε ένας ευκατάστατος καπνέμπορος.
Αργά το βράδυ κατέβηκα στο μπαρ να πιω κάτι. Ο Γιώργος ετοιμαζόταν να κλείσει. «Προλαβαίνω ένα ποτό;», τον ρώτησα. «Ναι θα μείνω λίγο ακόμα», απάντησε και έβγαλε δυο ποτήρια. Καθώς οι τελευταίοι πελάτες αποχώρουσαν, πιάσαμε την κουβέντα. «Πως και αποφάσισες να ανοίξεις hostel στην Ξάνθη;», ρώτησα. «Η Ξάνθη είναι πόλη πέρασμα για όσους φεύγουν προς Κωνσταντινούπολη και, αργότερα, Ασία. Είναι μια πόλη διερχόμενων ταξιδευτών. Επίσης, έχει υπέροχο φυσικό πλούτο με αποτέλεσμα να προσελκύει ανθρώπους νεαρής ηλικίας, οι οποίοι ασχολούνται με διάφορες δραστηριότητες όπως κανόε καγιάκ, πεζοπορία και πολλά άλλα. Ένα hostel θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τη διαμονή τους χωρίς να τους κοστίσει μια περιουσία», είπε, σερβίροντας τα ποτά. Το κόστος για περάσει κάποιος ένα βράδυ στο happy living είναι 12-15 ευρώ. Αν μείνεις μια εβδομάδα είναι 84 και 300 για έναν ολόκληρο μήνα. Για τον Γιώργο, βέβαια, υπάρχει ένα «κέρδος», το οποίο δεν αποτιμάται σε χαρτονομίσματα. Είναι οι άνθρωποι που περνούν από εδώ και μοιράζονται μαζί του τις ιστορίες τους. «Είμαι τυχερός, έχω γνωρίσει υπέροχους ανθρώπους όσο καιρό λειτουργεί το hostel. Έναν νεαρό Άγγλο από Οξφόρδη, ο οποίος ταξίδευε για έξι συνεχόμενα χρόνια, κάνοντας δουλειές του ποδαριού σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία. Πέρασε από εδώ έχοντας κάνει νωρίτερα κάποια εθελοντική εργασία στα Ζαγοροχώρια για μερικούς μήνες και είχε ως προορισμό την Τουρκία για να ακολουθήσει τον “δρόμο του Σουλεϊμάν”. Ο απώτερος σκοπός του βέβαια ήταν να φτάσει κάποτε στην Ινδία. Επίσης, ένας τρομερός τύπος, Γερμανός, ο οποίος είχε ξεκινήσει από τη χώρα του και πήγαινε με το ποδήλατο προς το Βιετνάμ, προσδοκώντας να περάσει τη θάλασσα και να φτάσει στις Φιλιππίνες. Ή ένα ζευγάρι Γάλλων, οι οποίοι με ένα διπλό ποδήλατο ταξίδευαν προς την Κίνα και έκαναν μια στάση στην Ξάνθη για μια μέρα. Μέχρι και οικογένεια έχω φιλοξενήσει. Ένα ζευγάρι με τα έφηβα παιδιά τους, οι οποίοι πήγαιναν για tour στην Τουρκία με το αυτοκίνητο. Αυτή είναι για μένα η δυναμική ενός hostel – το μείγμα ανθρώπων που διαμένουν σε ένα ανοιχτό χώρο, που συνομιλούν και μοιράζονται πράγματα, συνθέτοντας ένα πλαίσιο εμπειριών που δε συναντάς εύκολα».
Το πρόβλημα για τον Γιώργο, βέβαια, είναι ότι εντός Ελλάδας οι περισσότεροι ταξιδιώτες δεν είναι εξοικειωμένοι με τη λειτουργία ενός hostel. «Δυστυχώς το hostel δεν είναι κομμάτι της δικής μας ταξιδιωτικής παράδοσης. Εξ ου και υπάρχουν ελάχιστοι ξενώνες νεότητας στη χώρα. Σε κάποια νησιά και σε λίγες μεγάλες πόλεις όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και αν δεν κάνω λάθος το Ηράκλειο και η Λάρισα. Όμως το ζητούμενο είναι να μην κρίνεις την “ποιότητα” ενός τουρίστα από το πάχος του πορτοφολιού του». Η αλήθεια είναι ότι αυτού του τύπου ο διαχωρισμός αποτελεί ένα διαχρονικό σύμπτωμα του ελληνικού τουρισμού και των ανθρώπων του. Το μοντέλο του ακραίου καταναλωτισμού και των «Mykonomics» όπου μια ξαπλώστρα στην Ψαρρού στοιχίζει όσο το εβδομαδιαίο σούπερ μάρκετ μιας τετραμελούς οικογένειας, παραμένει για πολλούς επαγγελματίες του χώρου ο πολυπόθητος στόχος. Για τον Ίαν πάλι, έναν Λονδρέζο σπουδαστή κινηματογράφου που γνώρισα στο hostel του Γιώργου την επόμενη μέρα, το ταξίδι δεν έχει να κάνει με την κατανάλωση και τις ακριβές υπηρεσίες. Ρωτώντας τον «γιατί ταξιδεύεις;», αρκέστηκε να μου πει: «διότι, όπως είπε κάποτε (σ.σ ο Γερμανός σκηνοθέτης) Werner Herzog “θα μάθεις περισσότερα περπατώντας από τον Καναδά ως τη Γουατεμάλα, από όσα θα μάθεις ποτέ σε μια σχολή κινηματογράφου».
Βασιλίσσης Σοφίας 1α, Ξάνθη 671 00