FYI.

This story is over 5 years old.

Stuff

Ο Πατέρας μου Σκότωσε Δύο Ανθρώπους

Πώς συνεχίζεις τη ζωή σου όταν ξέρεις ότι είσαι παιδί ενός δολοφόνου;
PB
Κείμενο Pamela Brunskill

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE US.

Ο πατέρας μου έφτιαχνε λάμπες βιτρό και σπίτια κατά παραγγελία. Σπούδασε Φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο, ενώ λάτρευε την ποίηση και τη φύση. Όταν ήμουν στο γυμνάσιο, κάναμε μαζί κανό.

Όταν ήμουν στο λύκειο, σκότωσε τη μητριά μου και τον εραστή της.

Όταν μεγάλωνα στο Buffalo της Νέας Υόρκης μου είχε αποτυπωθεί μια ιδέα στο μυαλό: πως οι εγκληματίες ήταν επικίνδυνοι άνθρωποι, οι οποίοι γκρεμίζουν την κοινωνία και κάνουν την Αμερική επικίνδυνο τόπο για όλους εμάς. Ήταν άνθρωποι με τους οποίους δεν ήθελες να έχεις καμία σχέση. Και από τη στιγμή που είχα δει περιστατικά βίας μόνο από την τηλεόραση, τους έκρινα με χαρακτηριστική ευκολία.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Τα νέα σχετικά με τον πατέρα μου τα μοιράστηκα μόνο με τα πιο κοντινά μου πρόσωπα. Ακόμα και τότε, φοβόμουν πώς θα αντιδρούσαν. Όταν το πρωτοείπα στον Jeff, ο οποίος είναι πλέον σύζυγός μου, ο πατέρας μου μόλις είχε διαπράξει τις δολοφονίες. Βρισκόμασταν στον σχολικό μας χορό, χορεύοντας με τις πρώτες νότες του November Rain. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. «Ξέρεις», είπα τραυλίζοντας, με τη φωνή μου έτοιμη να σπάσει, «ο πατέρας μου σκότωσε τη μητριά μου χθες βράδυ». Ο Jeff τραβήχτηκε, με κοίταξε, αλλά τον τράβηξα γρήγορα πάνω μου. «Δεν σταματάει εκεί. Σκότωσε και τον εραστή της», του είπα.

Έγνεψε ελαφρά, έβαλε το κεφάλι μου στον ώμο του και συνέχισε να με χορεύει αργά, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

Τον πρώτο μου χρόνο στο πανεπιστήμιο –φοίτησα στο Πανεπιστήμιο Wittenburg του Ohio– γνώρισα και άρχισα να βγαίνω με ένα πολύ καλό παιδί. Καθώς περπατούσαμε στο γρασίδι μια ημέρα, ρώτησα τον Luke* το εξής: «Πώς αισθάνεσαι για τους ανθρώπους που σκοτώνουν άλλους ανθρώπους;».

Νόμιζε ότι του έκανα πλάκα και τον άκουσα να βγάζει από μέσα του ένα πνιχτό γέλιο. «Προσπαθείς να μου πεις κάτι;».

Ένιωσα τον λαιμό μου να σφίγγεται, όπως γινόταν πάντα όταν σκεφτόμουν τον μπαμπά μου. «Ο πατέρας μου σκότωσε τη μητριά μου και τον εραστή της όταν πήγαινα ακόμα λύκειο».

Νεκρική σιγή. Γιατί προφανώς κανείς δεν ξέρει ποτέ πώς να αντιδράσει σε αυτό.

Δεν πρόσθεσα τίποτα από τα επιπλέον στοιχεία: πως ο πατέρας μου είχε χρεοκοπήσει, πως η μητριά μου είχε κάνει αίτηση διαζυγίου, πως εκείνος τη βρήκε στην κρεβατοκάμαρά τους με έναν αστυνομικό εκτός υπηρεσίας. Περίμενα από τον Luke να με χωρίσει, να μου πει πως δεν μπορούσε να βγαίνει με κάποια που συνδεόταν με τέτοιες συμπεριφορές.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Όμως μου είπε αυτό: «Αυτά δεν έχουν σχέση με σένα».

Διαβάστε ακόμα: Φωτογραφίες από τα Δωμάτια, τις Κουζίνες και τα Μπάνια Εργένηδων

Υπήρξαν φορές που ευχόμουν να είχε πεθάνει και ο πατέρας μου εκείνο το βράδυ. Δεν τα πηγαίναμε καλά από πριν και μετά ξέσπασε μια μάχη μεταξύ μας σχετικά με το αν άξιζε την υποστήριξή μου ή όχι. Δεν μπορούσα όμως να του γυρίσω την πλάτη. Ήταν ο πατέρας μου, ό,τι κι αν είχε γίνει. Κάπως έτσι, έξι μήνες αφότου μια από τις κόρες μου με ρώτησε ποιος ήταν ο πατέρας μου, τις πήγα να τον γνωρίσουν.

Δεν το είχα προγραμματίσει. Ο Jeff θα με άφηνε στις φυλακές του Clinton της Νέας Υόρκης, αλλά καθώς πλησιάζαμε με ρώτησε αν θα ήθελα να πάρω και τα κορίτσια. Περιέργως, είπα ναι.

Ο Jeff κι εγώ περάσαμε τους τοίχους της φυλακής υψίστης ασφαλείας με τις κόρες μας. Απαντήσαμε στις ερωτήσεις των φρουρών, περάσαμε από έναν ανιχνευτή μετάλλων και κάποια στιγμή έπρεπε να απαντήσω και στη Mackenzie*, τη μια από τις κόρες μου, όταν με ρώτησε πού ήμασταν. «Στη φυλακή», της απάντησα.

Ύστερα από κάποια ώρα φτάσαμε στο δωμάτιο επισκέψεων. Τον είδα μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου πριν μας δει αυτός μέσα από το τζάμι. Ο πατέρας μου φαινόταν σχεδόν ίδιος με τον άνθρωπο που θυμόμουν πριν από δύο χρόνια, όταν τον είχα επισκεφτεί για τελευταία φορά. Έχανε τα μαλλιά του, είχε μικρή κοιλίτσα, φορούσε ένα ξεφτισμένο μοβ κολεγιακό και η ογκώδης μύτη του ξεχώριζε. Με χαιρέτησε με χαρά. Μέσα από την πόρτα διέκρινα τη σιλουέτα του καθώς γύρισε την πλάτη του στον φρουρό για να του κάνει σωματικό έλεγχο για λαθραία.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Όταν βγήκε έξω, με αγκάλιασε σφιχτά και άρχισε να κλαίει. Παραλίγο να κλάψω κι εγώ, αν και δεν μπορούσα να εξηγήσω γιατί.

«Έφερες τα κορίτσια!».

Έδωσε το χέρι του στον Jeff και το έσφιξε. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω», του είπε ο πατέρας μου. Στη συνέχεια γύρισε προς τα κορίτσια. «Εσύ πρέπει να είσαι η Josie*». Ο Jeff κάθισε, με την Josie να κάθεται στην αγκαλιά του. Ο πατέρας μου γύρισε προς τη Mackenzie. «Και εσύ πρέπει να είσαι η Mackenzie. Εγώ ξέρεις ποιος είμαι;» τη ρώτησε. Η Mackenzie έχωσε το κεφάλι της στον ώμο μου. «Εγώ είμαι ο παππούς σου. Η μαμά σου είναι η κόρη μου, όπως εσύ είσαι η κόρη της μαμάς».

Η Mackenzie συνέχισε να κρέμεται απάνω μου. Λίγο αργότερα, την πήρα και πήγαμε στον αυτόματο πωλητή για να πάρουμε μερικά σνακ και στην επιστροφή σταμάτησε και κοίταξε τα κάγκελα.

«Θα ξαναμπεί στο μπουντρούμι;».
«Ναι».
«Γιατί;».
«Γιατί παραβίασε τον νόμο και τώρα το πληρώνει».
«Είναι κακός άνθρωπος;».
Το σκέφτηκα για λίγο. «Όχι, αλλά έκανε μερικά κακά πράγματα».

* Τα ονόματα έχουν αλλαχθεί για να προστατευθεί η ταυτότητα των προσώπων.

Περισσότερα από το VICE

Ρωτήσαμε Δέκα Εικοσάρηδες Έλληνες σε Ποιους Χρωστάνε Χρήματα και Γιατί

Δοκίμασα να Ζήσω σαν τον «Βασιλιά» Dan Bilzerian και Κατάλαβα Ποιο Είναι το Πρόβλημά του

Οι Άβολες Ιστορίες Ανθρώπων που «Φασώθηκαν» με τους Συγκατοίκους τους

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.