To θέμα δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE US.
Ήταν ένα απόγευμα, μεσοβδόμαδα, και ήμουν ξαπλωμένη σε εμβρυακή στάση στο κρεβάτι μου. Το κλιματιστικό «δούλευε» στο σαλόνι. Άκουγα το βουητό του, αλλά δεν ένιωθα τον κρύο αέρα του. Μόλις είχα πει στον τότε γκόμενό μου ότι δεν είχα και πολύ όρεξη για όλο αυτό το «συνεχίζω να ζω».
Videos by VICE
«Σε αγαπώ τόσο πολύ» μου είπε, αφού με ρώτησε ένα κάρο ερωτήσεις. «Θέλω να πιω μέχρι να πεθάνω γιατί είμαι δειλή» του απάντησα αμέσως, αποφεύγοντας την ένταση των συναισθημάτων του και ρίχνοντας το βλέμμα μου στο ταβάνι ώστε να αποφύγω την ανήσυχη ματιά του.
Κάπως έτσι πήγε το πράγμα για μέρες, εβδομάδες, μήνες. Νόμιζα πως το αλκοόλ ήταν η λύση για τα ατελείωτα προβλήματα που νόμιζα ότι είχα, αλλά ουσιαστικά τα έκανε χειρότερα. Συνέχιζα να πίνω μέχρι λιποθυμίας κάθε βράδυ, αλλά έλεγα στον εαυτό μου ότι ήταν εντάξει αυτό, γιατί είχα μια εύλογη δικαιολογία – ένα τσούρμο δικαιολογίες βασικά. Το αλκοόλ ήταν το μόνο πράγμα που ηρεμούσε το αέναο αγχωτικό κόχλασμα που είχα μέσα μου. Μισούσα του απόντες γονείς μου. Οι καριέρες των φίλων μου έδειχναν να πηγαίνουν καλύτερα από την δική μου – και πάει λέγοντας.
Το αλκοόλ είχε χάσει προ πολλού την ικανότητά του να με υπνωτίζει, μιας και ουσιαστικά δεν το ένιωθα καν. Απλά ήταν κάτι που έκανα. Δεν αντλώ ευχαρίστηση από τα περισσότερα πράγματα στη ζωή μου, αλλά είναι πράγματα που πρέπει να κάνω. Δεν μου αρέσει να καθαρίζω την τουαλέτα μου κάθε τέσσερις μήνες, αλλά το κάνω. Ούτε μου αρέσει να συζητάω περί ανέμων και υδάτων στα πάρτι, όμως το κάνω. Μου άρεσε να πίνω; Όχι. Το έκανα; Ασφαλώς.
Δεν έμπαινα καν στη διαδικασία να προσποιηθώ πως έπινα σαν ένας κανονικός, πολιτισμένος άνθρωπος, μιας και ήξερα ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. Το μόνο «κανονικό» στην όλη διαδικασία ήταν ότι έβαζα το ποτό μου σε ένα ποτήρι. Και όταν λέω ποτήρι εννοώ ένα μικρό σφηνακοπότηρο, το οποίο γέμιζα ξανά και ξανά κατά τη διάρκεια της κάθε βραδιάς, χωρίς βέβαια να παρακολουθώ πόσο έπινα. Δεν με ένοιαζε άλλωστε. Απλά έπινα μέχρι να με καταπιεί η νύχτα. Ξυπνούσα και απλά μετρούσα τον χρόνο μέχρι να αισθανθώ ότι ήταν αποδεκτό να ξαναρχίσω την παραπάνω διαδικασία.
Δομούσα τις ημέρες μου γύρω από το ποτό κανονίζοντας να περπατήσω κάπου, αν ήξερα πως σε αυτό το «κάπου» θα γινόμουν «βίδες». Τελικά, όλα τα «κάπου» κατέληξαν να είναι μέρη που πήγαινα για να γίνω βίδες. Νόμιζα όμως πως δεν ήταν τόσο άσχημη η κατάστασή μου, γιατί δεν έπινα το πρωί. Δεν ξέρω γιατί. Δεν ήταν πως έκανα κάτι σημαντικό κατά τη διάρκεια της ημέρας ή κάτι τέτοιο. Απλώς παρέμενα ξαπλωμένη, περιμένοντας να βραδιάσει ώστε να ξαναπιώ.
Είχα προσπαθήσει να κόψω το ποτό έναν χρόνο πριν, αλλά χωρίς επιτυχία. Έγραψα μάλιστα και ένα μαλακισμένο κείμενο για να με συγχαρώ. Έλαβα πολλά μηνύματα και απάντησα σε όλα. Μερικά άτομα μου εύχονταν καλή τύχη. Τους ευχαριστούσα και αντευχόμουν το ίδιο. Πολλές φορές έπινα ενώ απαντούσα, μιας και είχα επιστρέψει στο ποτό σχεδόν την ίδια στιγμή που είχα πει ότι τα παρατάω. Ένιωθα ότι ήμουν μια απάτη. Ποιο το νόημα του να μιλήσω για την «αλήθεια» μου, αν τελικά απλά έλεγα ψέματα; Με έκανε να νιώθω ολομόναχη.
Γιατί λοιπόν αυτή η φορά είναι διαφορετική από την προηγούμενη; Ίσως γιατί αυτήν τη φορά ψάχνω τους λόγους για τους οποίους έπινα και προσπαθώ να βρω μια λύση, αντί απλά να αγνοώ το αλκοόλ όπως έκανα την πρώτη φορά. Αν δεν ψάξεις γιατί πίνεις, απλά θα μισείς τον εαυτό σου που σταμάτησε και έτσι θα αρχίσεις πάλι από την αρχή.
Την πρώτη φορά απέτυχα, γιατί στην πραγματικότητα δεν προσπάθησα. Διότι, δεν πίστευα ότι μου άξιζε να απελευθερωθώ από τον εθισμό μου.
Το γεγονός ότι οι φίλοι μου δέχτηκαν τη φτωχότατη δικαιολογία που τους σέρβιρα όταν έπεσα πάλι με τα μούτρα στο ποτό -«με έχει φάει το άγχος»- έκαναν την πανηγυρική μου επιστροφή στο μεθύσι ακόμα πιο εύκολη, ενώ επιπλέον μου επέτρεψε να μην εξετάσω το γιατί έπινα.
Όταν ήμουν πιωμένη, επικεντρωνόμουν σε διάφορα «κακά» που μου είχαν κάνει άλλοι ή μου είχαν τύχει, κανένα από τα οποία δεν υπήρχε βέβαια. Λάτρευα να ξαναφέρνω στην επιφάνεια και να προβάλλω τις ανασφάλειές μου, ζώντας ξανά το δράμα της ζωής μου. Ήμουν, υπέρ του δέοντος, άκαρδη και σκληρή.
Οι πράξεις μου έδιωξαν από κοντά μου το αγόρι μου. Εν τέλει με παράτησε, κουρασμένος από τις μαλακίες μου. Δικαίως. Τον είχα κάνει να τραβήξει πολλά. Η υπομονή του μέχρι το σημείο που με παράτησε ήταν αντίστοιχη με αυτή ενός αγίου. Αν είχε επιμείνει, θα ήμουν σίγουρη ότι ήταν ο Ιησούς ο ίδιος. Αλλά τελικά δεν επέμεινε και, εδώ που τα λέμε, γιατί να το κάνει; Ούτε εγώ ήθελα να επιμείνει. Πίστευα πως δεν μπορούσα να σωθώ. Ξάπλωνα στον καναπέ μου, κοιτάζοντας το απόλυτο τίποτα, κλαίγοντας και αναλογιζόμενη την ζωή μου, ενώ προσπαθούσα ανεπιτυχώς να σταματήσω τα χέρια μου από το να τρέμουν.
Κάθε βράδυ μου, τελείωνε με ένα blackout και το πρωί ξύπναγα ζαλισμένη. Δεν κοιτούσα καν πλέον τα μηνύματα στο κινητό μου, τα οποία είχα στείλει το προηγούμενο βράδυ, φοβούμενη για το τι θα δω. Κανονικά, το να έχεις κινητό όταν είσαι μεθυσμένη πρέπει να τεθεί εκτός νόμου.
Αν ποτέ τύχαινε να πάει 2 το πρωί και είχα ακόμα τις αισθήσεις μου, με κυρίευε ένα συναίσθημα πανικού. Πώς θα μπορούσα να βρω κι άλλο ποτό; Τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Με την αίσθηση ότι δεν θα μπορούσα να επιζήσω άλλα 30 λεπτά χωρίς λίγο ακόμα ποτό, ένιωθα πραγματικά αβοήθητη. Η αρρώστια μου με σκλάβωνε.
Δεν ήταν απλά ότι έπινα έτσι μια φορά στο τόσο, γιατί αυτό γινόταν κάθε μέρα. Το «μια φορά στο τόσο», ουσιαστικά καταδεικνύει ότι κάποια στιγμή τελειώνει. Αν κάτι τέτοιο συμβαίνει κάθε μέρα, τότε δεν υφίσταται «τέλος». Κάποια στιγμή μένεις με δύο επιλογές: να ζήσεις ή να πεθάνεις.
Γιατί σταμάτησα; Ειλικρινά δεν ξέρω. Ένα βράδυ, λίγο πριν από ένα ακόμα blackout, απλά μου ήρθε στο μυαλό η ιδέα ότι ίσως, ΙΣΩΣ, δεν χρειαζόταν να ζω πια έτσι.
Έπρεπε να παραδεχτώ ότι χρειαζόμουν βοήθεια. Έπρεπε να μιλήσω σε ανθρώπους, άτομα που είχαν περάσει την ίδια φάση με εμένα, άτομα που το είχαν ξεπεράσει. Αυτό που με είχε σταματήσει από το να κάνω κάτι τέτοιο στο παρελθόν ήταν η ηλίθια περηφάνια μου. Το να ξεχαρβαλώσω αυτήν μου την περηφάνια και το να αποδεχτώ ότι δεν είχα τον έλεγχο ήταν δύσκολο, αλλά αναγκαίο. Το να παρατήσεις το ποτό χρειάζεται μια πλήρη αποδόμηση του ψυχισμού σου και του εγωισμού σου και από το δεύτερο είχα άφθονο.
Σε μια στιγμή μεθυσμένης απόγνωσης, έστειλα σε έναν νηφάλιο φίλο μου ότι δεν άντεχα πλέον να ζω πριν χάσω τις αισθήσεις μου. Ξύπνησα την επόμενη μέρα, διάβασα ζαλισμένη την απάντησή του και ήξερα πια πως είχε έρθει η ώρα.
Με πήγε σε μια συνάντηση ατόμων που είχαν πολεμήσει επιτυχώς την εξάρτησή τους. Άκουσα έναν άνδρα να μιλάει. Δεν είχε υποστεί κακοποίηση όταν ήταν μικρός και δεν του είχε συμβεί κάτι συγκλονιστικά κακό. Απλώς, ο μόνος τρόπος που μπορούσε να αντέξει την ίδια την ζωή, ήταν με το να μεθάει διαρκώς. Ήταν λες και μιλούσε αποκλειστικά για μένα.
Ο κόσμος γύρω μου συμπεριφερόταν κανονικά και φαινόταν κανονικός. Έμοιαζαν με μένα. Βασικά έμοιαζαν σε καλύτερη κατάσταση από εμένα. Ήταν καλύτερα ντυμένοι, πιο καθαροί και φαίνονταν να είναι σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από μένα. Και όλοι τους παραδέχτηκαν ότι ήταν ανήμποροι μπροστά στο αλκοόλ.
Περικυκλωμένη καθώς ήμουν από ανθρώπους που αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα μ’ εμένα, αισθάνθηκα ξαφνικά ότι δεν ήμουν τόσο μόνη τελικά, κάτι που ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με το πώς αισθανόμουν για τόσα πολλά χρόνια, πριν φτάσω σε αυτήν τη στιγμή. Έπινα γιατί ένιωθα μόνη, ακόμα και όταν είχα γύρω μου άλλους ανθρώπους, απομονωμένη και χαμένη σε ένα σύμπαν χωρίς θεό. Πλέον, εξακολουθώ να μην ξέρω αν υπάρχει θεός, αλλά σίγουρα ξέρω πως δεν είμαι μόνη. Και εξαιτίας αυτής της μικρής αλήθειας, πλέον δεν θέλω να πεθάνω. Αυτή αίσθηση ήταν για πολύ καιρό κάτι πολύ έξω από εμένα, αλλά τώρα πια, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, τη νιώθω και ξέρω πως είναι η αλήθεια μου.
Περισσότερα από το VICE
Ο Ηθοποιός Γιάννης Παπαδόπουλος Δεν Ξέρει τι θα Πει Επιτυχία
Οι Έλληνες που Έφυγαν και «Γλίτωσαν» το Νέο Ασφαλιστικό