Μουσική

Devil’s Rap: To Πρώτο Ελληνικό Rap Τραγούδι 

Screenshot 2019-10-12 at 19
Kοινοποίηση

Η ελληνική μουσική πραγματικότητα παρουσιάζει πολλές ελλείψεις σε ό,τι αφορά την καταγραφή της, μέσα στα χρόνια. Όσο πιο πίσω πάμε, τόσο πιο δύσκολο είναι να συλλέξουμε πληροφορίες σχετικά με την ιστορία των μουσικών ειδών στην Ελλάδα. Πολλές φορές λοιπόν και ειδικά στα χρόνια του Διαδικτύου, ο κόσμος αναρωτιέται σχετικά με τις απαρχές διαφόρων κλασικών ή μοντέρνων ιδιωμάτων. Ένα από αυτά είναι και η rap, που μπορεί σήμερα να «σπάει ταμεία», όμως πέρασε δεκαετίες όντας στο παρασκήνιο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει μια σαφή εικόνα για τα πρώτα βήματα του είδους και έτσι, πολλές φορές οι fans αναρωτιούνται σχετικά με το ποιο μπορεί να ήταν το τραγούδι που τα ξεκίνησε όλα.

Για να δούμε.

Videos by VICE

Πριν περάσω στο «κυρίως πιάτο» θα πρέπει να διευκρινίσω κάποια πράγματα. Έχοντας ψάξει κάθε πιθανή γωνιά του Διαδικτύου για λεπτομέρειες, βρέθηκα μπροστά σε μεγάλους καυγάδες μεταξύ hip-hop fans σε forums και σχόλια στο YouTube. Θα ξεκινήσω λοιπόν κάνοντας σαφές ότι στο παρόν κείμενο θα ασχοληθώ με το πρώτο τραγούδι που περιείχε στοιχεία που κάνουν ένα μουσικό σύνολο να «ταμπελοποιείται» υφολογικά ως rap, χωρίς να με ενδιαφέρει αν αυτό προήλθε από rapper, ούτε αν οι στίχοι είναι γραμμένοι στα ελληνικά. Tο beat, η απόδοση των στίχων και η παραγωγή είναι τα στοιχεία που αναζητώ.

Η Αρχή

Κάτι που γνωρίζουν πολλοί fans του hip-hop στην Ελλάδα, είναι το γεγονός ότι το πρώτο rap τραγούδι ήταν αγγλόφωνο και δεν προέρχεται από κάποιον old-school rapper, αλλά από έναν καλλιτέχνη που έχει περάσει, από τον πειραματισμό στην pop πραγματικότητα των 90s και στη συνέχεια στην κλασική μουσική – την οποία υπηρετεί μέχρι και σήμερα. Ο λόγος για τον Στέφανο Κορκολή, ο οποίος, μαζί με τον βρετανό Peter Whyte και τον κόντρα-τενόρο Άρη Χριστοφέλλη, βρίσκεται πίσω απ’ το κομμάτι Devil’s Rap, που κυκλοφόρησε αρχικά στο Maxi Single με τίτλο: King of the Night, του 1983. Οι τρεις μουσικοί ήταν τα μέλη του βραχύβιου συγκροτήματος L’opera με το οποίο κυκλοφόρησαν έναν χρόνο αργότερα το album Κing Of The Night. Στο LP βρίσκουμε και το ομότιτλο κομμάτι, κάτι που παραδόξως δεν συμβαίνει στο 12″ single του 1983, το οποίο, πέραν του Devil’s Rap, περιέχει άλλα τρία tracks. Τα: His Master’s Man, His Master’s Man (Αlbum Version) και Go Blins’ Song. Και μπορεί να μιλάμε για συγκρότημα, ωστόσο τη δόξα παίρνει κυρίως ο Κορκολής, επειδή ήταν αυτός που έχωσε τις πρώτες ρίμες.

Το Κομμάτι

H μουσική του Devil’s Rap είναι προφανέστατα επηρεασμένη από το κλασικό hit των Grandmaster Flash and the Furious Five, The Message. Ακόμη και το flow του Κορκολή θυμίζει αυτό των Duke Bootee και Melle Mel. Όλα αυτά είναι απολύτως λογικά, αφού τα δύο κομμάτια έχουν λιγότερο από ένα χρόνο διαφορά μεταξύ τους. Ωστόσο, οι L’ οpera έχουν προχωρήσει σε δύο πρωτοτυπίες που ίσως να ήταν μοναδικές για την εποχή. Αρχικά, μιλάμε για ένα rap τραγούδι που δεν αποτελείται από samples, αλλά πρωτότυπη μουσική. Αυτό είναι κάτι πραγματικά σπάνιο αφού ακόμη και στα 90s, το sampling ήταν σχεδόν αναπόσπαστο κομμάτι του είδους.

Βέβαια, το γεγονός ότι συνδύασαν τη new wave μουσική με τη rap και τα οπερετικά φωνητικά, κάνει το όλο εγχείρημα ακόμη πιο ιδιαίτερο. Αυτές οι λεπτομέρειες με κάνουν να αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν είχε ανακαλύψει εκείνη την εποχή η μουσική βιομηχανία αυτό το single. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι το τραγούδι διαρκεί επτά λεπτά, ακολουθώντας το “case study” του Grandmaster Flash και της παρέας του, οι οποίοι αρκέστηκαν σε έξι λεπτά μουσικής ιδιοφυΐας.

Στιχουργικά, οι L’ opera δεν κάνουν λόγο -προφανώς- για τη ζωή στο γκέτο, αλλά παραμένουν πιστοί στο μοτίβο του δίσκου, που έχει μια γενικότερη horror αισθητική. Στο Devil’s Rap ο Κορκολής μιλάει για έναν τύπο που μπορεί να τραγουδήσει πολύ χαμηλά αλλά και πολύ ψηλά, που βγαίνει το βράδυ για να κλέψει μωρά και που αν τύχει και τον δεις μπροστά σου, θα καραφλιάσεις απ’ τον φόβο σου. Ναι, ο Διάβολος – τον ρόλο του οποίου αναλαμβάνει στα ρεφρέν ο Χριστοφέλλης.

Πολύ δυνατό concept.

Τέλος, οι περισσότεροι από εσάς θα έχετε καταλάβει ότι το εν λόγω κομμάτι έχει χρησιμοποιηθεί ως sample για το κλασικό hit του Τάκι Τσαν «Ρίμα για Χρήμα», που κυκλοφόρησε το 1999. Ίσως αυτός να ήταν και ένας φόρος τιμής του μέλους των ΖΝ, προς το πρώτο εγχώριο rap κομμάτι.


VICE Video: «Το Above the Hood Είναι Θρησκεία»

Παρακολουθήστε όλα τα βίντεo του VICE, μέσω της νέας σελίδας VICE Video Greece στο Facebook.


Ποιοι Ήταν οι L’opera;

Όπως αναφέρω και παραπάνω, το γκρουπ είχε μικρή διάρκεια ζωής και σύμφωνα με πληροφορίες, αποτέλεσε κάτι σαν όχημα πειραματισμού για τους τρεις μουσικούς. Όπως είχε δηλώσει σε συνέντευξη εκείνη την εποχή ο Χριστοφέλλης, συμμετείχε στον δίσκο για να δοκιμάσει τα όρια του στη rock -sic-, χωρίς να έχει σκοπό να συνεχίσει την πορεία του στον χώρο, μιας και τον ενδιέφερε η κλασική μουσική.

Πράγματι, κατάφερε να κάνει μια πολύ μεγάλη πορεία που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Είναι ο πρώτος κόντρα-τενόρος στη σύγχρονη εποχή που ερμήνευσε ξανά και ανέδειξε το ρεπερτόριο των καστράτων-σοπράνο του 18ου αιώνα, αφού η φωνή του -που την ακούμε και στο Devil’s Rap ανάμεσα στα κουπλέ- είναι κάτι παραπάνω από σπάνια. Έχει τραγουδήσει σε όπερες και συναυλίες σε κάποια από τα σημαντικότερα venues του κόσμου, όπως είναι και το Ωδείο του Ηρώδου Αττικού, ενώ ως μουσικολόγος έχει φέρει στην επιφάνεια πολλά έργα του 18ου αιώνα. Τέλος, το 2017 ήταν υπεύθυνος των εκδηλώσεων του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών για το «Έτος Μαρίας Κάλλας».

Ο Στέφανος Κορκολής δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Γεννήθηκε στην Αθήνα και από μικρή ηλικία παρουσίασε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική. Ξεκίνησε τις μουσικές του σπουδές στο Ωδείο Αθηνών για να φύγει στη συνέχεια για το Παρίσι, με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του –με υποτροφία του γαλλικού κράτους– δίπλα στη διεθνούς φήμης πιανίστρια Yvonne Lefébure. Εκεί γνώρισε τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ και παράλληλα απέκτησε τρομερές εμπειρίες δίπλα σε καταξιωμένους κλασικούς μουσικούς. Ο περισσότερος κόσμος στην Ελλάδα τον γνωρίζει από τη μουσική του «εφηβεία» -όπως του αρέσει να λέει-, όταν δηλαδή έγραφε pop κομμάτια για άλλους καλλιτέχνες και λίγο αργότερα για τον ίδιο.

Κάποια από αυτά είχαν μεγάλη απήχηση στη χώρα μας, με αποτέλεσμα να μετατρέψουν τον κλασικό αυτό μουσικό σε popstar των ’90s. Στη συνέχεια αποφάσισε να κάνει μια τεράστια αλλαγή στην καριέρα του, να μετακομίσει στη Ρωσία και να αφοσιωθεί στην κλασική μουσική. Μια σωστή κίνηση όπως αποδείχθηκε, μιας και σήμερα είναι ένα από τα πιο δυνατά ονόματα του χώρου στην Ευρώπη. Σύμφωνα με το επίσημο βιογραφικό του, μέχρι στιγμής έχει στο ενεργητικό του 40 δίσκους, 5.000 ζωντανές εμφανίσεις, 31 συμφωνικά έργα και 300 τραγούδια.

Ό,τι αφορά στον τρίτο της παρέας, δηλαδή τον Σκοτσέζο Peter Whyte, δεν μπόρεσα να συλλέξω πολλές πληροφορίες. Τα μόνα που γνωρίζω είναι πως γεννήθηκε στο Perth το 1952 -γεγονός που τον αναγάγει στον «μεγάλο» της παρέας, αφού και οι άλλοι δύο είναι γεννημένοι το 1960-, για να μετακομίσει αργότερα και αυτός στο Παρίσι. Υπήρξε μέλος rock και new wave συγκροτημάτων, και ποιητής. Η τύχη του μετά τους L’opera αγνοείται.

Ο Υπόλοιπος Δίσκος

Κατά την ταπεινή μου άποψη, το King of the Night είναι ένα μικρό new wave αριστούργημα, που δανείζεται στοιχεία από πάρα πολλά είδη μουσικής. Παράλληλα, οι συντελεστές του πειραματίστηκαν με τις τεχνολογίες και τα εφέ της εποχής, έχοντας ως στόχο να δημιουργήσουν έναν νέο ήχο. Για παράδειγμα, το κομμάτι Goblin’s Song αποτελεί μια δυστοπική, creepy σύνθεση που θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται στο soundtrack του Ghostbusters. Στον ήχο έπαιξε σίγουρα ρόλο ο παραγωγός και εκδότης του δίσκου (ιδιοκτήτης του label CVR), Χρήστος Βατσέρης, που δούλευε με εγχώρια new wave σχήματα της εποχής όπως οι The Flood και οι Proxies. Oι τελευταίοι έβγαλαν αργότερα ένα promo split single με τους L’Οpera, το οποίο τελικά δεν κυκλοφόρησε ποτέ επίσημα.

Εν Κατακλείδι

Σίγουρα δεν μιλάμε για “true rap” όπως αυτό που γνωρίσαμε αργότερα, όμως η αλήθεια είναι ότι τα πρώτα ακούσματα του είδους στη χώρα μας ήρθαν από καλλιτέχνες που δεν εκπροσωπούσαν το είδος. Μάλιστα, πρώτο ελληνόφωνο rap τραγούδι είναι για πολλούς το «Ζαμανφού» του Σάκη Μπουλά (1992), ενώ ακολούθησαν οι Aris Thomas και ΟPA, με παρόμοιες δουλειές. Όλα αυτά μιλώντας για επίσημη δισκογραφία, μιας και από άποψης demo είχε προηγηθεί το «Νεοναζί Καλός Μόνο Νεκρός» των FFC που κυκλοφορούσε σε κασέτα κάπου μεταξύ 1987-1989. Η υπόλοιπη ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, με το rap έχει αποκτήσει δεκάδες παρακλάδια ακόμη και στην Ελλάδα. Και όλα αυτά ξεκίνησαν από τον άνθρωπο που λίγα χρόνια αργότερα τραγουδούσε το επικό «Σκόνη και Θρύψαλα».

Ακολουθήστε τον Αντώνη Κωνσταντάρα στο Ιnstagram.

Για τα καλύτερα θέματα του VICE Greece, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο Newsletter μας.

Περισσότερα από το VICE

Ο Σταθμός της ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα που Μπορεί να Γίνει η Warner Bros. της Ελλάδας

Το Χωριό στη Φλώρινα που Βουλιάζει και οι 20 Κάτοικοι που Δεν το Εγκαταλείπουν

O Απόστολος Σουγκλάκος Ήταν ο Έλληνας «The Rock»

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.