Εκείνο το απόγευμα ο Μοχσέν ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος. Όλα είχαν κανονιστεί μέρες πριν, αλλά βαθιά μέσα του είχε ακόμη αμφιβολίες. Λίγη ώρα πριν το καθορισμένο ραντεβού δανείστηκε μια τηλεκάρτα και τηλεφώνησε στη μάνα του. Ήθελε να της πει την αλήθεια για το πού βρισκόταν και τι σκόπευε να κάνει, αλλά δεν μπόρεσε. Ψιθύρισε μόνο, ότι του λείπει κι έκλεισε απότομα το τηλέφωνο. Έξι ώρες αργότερα, στο κελί 67, ο Μοχσέν έκανε το πρώτο του τατουάζ. Ένα αγόρι με το κεφάλι σκυμμένο, το πρόσωπο ανάμεσα στα χέρια, τα πόδια του αλυσοδεμένα. Κι από κάτω ένα ποίημα στα περσικά: «το έξυπνο πουλί δεν πιάνεται στην παγίδα. Εάν όμως πιαστεί, πρέπει να αντέξει».
Επτά χρόνια άντεξε ο ίδιος μέσα στη φυλακή και δυο χρόνια σε κρατητήρια. Και για κάθε χρόνο που περνούσε, για κάθε εμπειρία που βίωνε, έκανε κι ένα τατουάζ. Μια γυναικεία μορφή, η πρώτη του αγάπη που έμεινε πίσω στην πατρίδα του, το Ιράν, η λέξη «Ομερτά», ο νόμος της σιωπής και στο δεξί του μπράτσο η λέξη «μάνα». «Μέσα στη φυλακή είναι είτε αυτοί είτε εσύ. Πρέπει να είσαι δυνατός και να παλεύεις καθημερινά για να επιβιώσεις. Άλλοι παλεύουν με τις γροθιές τους και άλλοι με το μυαλό τους. Εγώ πάλευα καθημερινά για να παραμείνω άνθρωπος. Γι’ αυτό το λόγο χάραξα στο στήθος μου τα δυο αστέρια. Σημαίνουν, ότι δεν θα υψώσω τα χέρια, δεν θα παραδοθώ, ακόμα κι αν κινδυνεύει η ζωή μου. Βαθιά μέσα στη ψυχή μου υπάρχουν κάποιες σκέψεις και εικόνες, κάποια μυστικά που δεν εκφράζονται με λόγια. Αυτά τα μυστικά τα έκανα ποιήματα και σχέδια και τα χάραξα στο σώμα μου».
Videos by VICE
Ο Μοχσέν, όπως και η πλειοψηφία των μουσουλμάνων, θεωρούν ότι τα μόνιμα τατουάζ είναι «χαράμ», αμαρτία. Σύμφωνα με το Ισλαμικό Δίκαιο το ανθρώπινο σώμα είναι ιερό και τέλεια δημιουργημένο από τον Θεό, γι’ αυτό και κάθε εκ των υστέρων παρέμβαση του ανθρώπου στο σώμα του συνιστά μια μορφή ακρωτηριασμού. Σήμερα στις περισσότερες μουσουλμανικές χώρες τα τατουάζ θεωρούνται «makrouh», δηλαδή δεν είναι παράνομα, αλλά θα ήταν προτιμότερο να αποφεύγονται. Στο Ιράν η κυβέρνηση ταυτίζει όσους έχουν τατουάζ με τους εγκληματίες, καθώς δεν συνάδουν με τις αρχές του Ισλάμ ενώ, η τιμωρία μπορεί να φτάσει τους έξι μήνες φυλάκισης και τα εκατό ραπίσματα.
Εκείνο το απόγευμα βγαίνοντας από τη φυλακή κατευθύνθηκε στο πλησιέστερο βενζινάδικο. Η μόνη του σκέψη ήταν να εξαφανίσει τα σημάδια στο σώμα του. Είχε ακούσει ότι αναμειγνύοντας βενζίνη και υγρό μπαταρίας, θα τα κατάφερνε. Προσπάθησε αρκετές φορές, αλλά μάταια. Ο Φαίμ θυμάται εκείνη την ημέρα πολύ καλά. «Ήταν Αύγουστος του 2007, όταν με μετέφεραν στις φυλακές του Ναυπλίου. Προσπαθούσα για αρκετές μέρες να επικοινωνήσω με την οικογένειά μου στο Αφγανιστάν, όταν μου είπαν, ότι είχαν όλοι σκοτωθεί. Δεν πρόλαβα να ακούσω τις λεπτομέρειες. Γύρισα στο κελί μου, βρήκα ένα κοφτερό αντικείμενο κι άρχισα να χαράσσω τα χέρια μου. Πέντε χαρακιές σε κάθε χέρι. Μία για κάθε μέλος της οικογένειάς μου. Την επόμενη μέρα έδωσα έξι πακέτα τσιγάρα για να μου χτυπήσουν τα πρώτα μου τατουάζ, ένα λιοντάρι κι έναν σκορπιό. Αργότερα, με αντάλλαγμα δυο πακέτα τσιγάρα έγραψα το όνομα της μάνας μου στο αριστερό μου χέρι. Μόνο για αυτό δεν μετανιώνω. Πριν έρθω στην Ελλάδα και μπω στη φυλακή δεν ήξερα, τι σημαίνει τατουάζ. Ντρέπομαι, αλλά τώρα είναι πολύ αργά πια. Είναι αμαρτία, γιατί γεννήθηκα με καθαρό σώμα και θα πεθάνω βρώμικος, έχοντας πάνω μου τατουάζ και μαχαιριές».
Το ίδιο «βρώμικος» αισθάνεται και ο Μοράντ, αλλά όχι για τους ίδιους λόγους. Έχουν περάσει σχεδόν δυο χρόνια από τότε που βγήκε από τη φυλακή, αλλά ο ήχος της σιδερένιας πόρτας να κλείνει πίσω του, τα βρώμικα κελιά, ο φόβος της απέλασης θα τον στοιχειώνουν για καιρό ακόμα. Στο μισοσκόταδο μου δείχνει διστακτικά τα τατουάζ του. Μια τίγρη σε όλο το μήκος του ποδιού του και από κάτω ένα ποίημα γραμμένο στα αραβικά: «Στη ζωή μου είχα τα πάντα, αλλά δεν ήμουν ευχαριστημένος. Ήθελα περισσότερα, ήθελα καλύτερα. Όταν ήρθα εδώ, είδα ότι υπάρχουν μόνο χειρότερα». Και στο αριστερό του πόδι ο ιστός μιας αράχνης κι ένα δίστιχο «ως εδώ ήταν, δεν πάει άλλο». «Βλέπεις αυτόν τον ιστό; Κάθε δαχτυλίδι του ιστού είναι κι ένας χρόνος που έμεινα στη φυλακή. Εκεί έκανα τα τατουάζ που έχω, εκεί δοκίμασα για πρώτη φορά ναρκωτικά. Η μάνα μου με παρακαλάει να γυρίσω στην Αλγερία. Αλλά μετά από όλα όσα έχω κάνει, πώς μπορώ να την αντικρύσω;».
Ένα μοτεράκι, μια οδοντόβουρτσα, ένα στυλό, δυο-τρεις βελόνες κι ένα κουμπί είναι αρκετά για να φτιάξει κανείς ένα αυτοσχέδιο μηχάνημα για τατουάζ. «Είναι υλικά που τα βρίσκεις πολύ εύκολα μέσα στη φυλακή. Όλοι ξέρουν, ποιος κάνει καλά τατουάζ στη φυλακή και πας σε εκείνον, είτε για να σου διορθώσει κάποιο παλιότερο είτε για να κάνεις κάποιο καινούριο. Το μόνο που χρειάζεται είναι να έχεις λίγα χρήματα ή μερικά πακέτα τσιγάρα», μου λέει ο Χάμζα. Ο Χάμζα ήρθε στην Ελλάδα την άνοιξη του 2009 και από τότε μπαινοβγαίνει σε φυλακές και κρατητήρια. «Πώς μπορώ να προσευχηθώ ή να νηστέψω τώρα πια; Στη φυλακή έκανα όλα τα τατουάζ που έχω. Ένα από αυτά γράφει Μ.Α.Τ. (MamaAvantTout, στα γαλλικά) κι ένα άλλο T.P.S. (ToutPasse). Αυτό σημαίνει, ότι όλα περνάνε, ακόμα και τα πιο δύσκολα. Μόνο το κακό θα μείνει, το κακό που έκανα εγώ στον εαυτό μου και στους άλλους εγκλωβισμένος στην Ελλάδα».
«Ο καθημερινός πολιτισμός είναι ενσωματικός κι επιβάλλει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά» υποστηρίζει ο κος Ζήσης Παπαδημητρίου, ομότιμος καθηγητής του τμήματος Νομικής του Α.Π.Θ και ειδικός σε θέματα ρατσισμού και κοινωνικού αποκλεισμού. Οι μουσουλμάνοι που προέρχονται από χώρες, όπως το Ιράν, ξεφεύγουν από ένα καθεστώς που τους καταπιέζει, ζουν μια πρωτόγνωρη εμπειρία και μια άνευ προηγουμένου ελευθερία στη χώρα υποδοχής. Είναι βαθιά επιθυμία του ατόμου να εκφραστεί και να μιμηθεί μια μόδα που μέχρι πρότινος του ήταν απαγορευμένη, όπως είναι τα τατουάζ. Ακόμα μεγαλύτερη καθίσταται η ανάγκη αυτή του ατόμου, όταν καταπιέζεται και δεν έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει από αυτή την καταπίεση, όπως συμβαίνει στα σωφρονιστικά ιδρύματα και στις φυλακές».
Πίσω σ’ ένα μικρό δωμάτιο στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας στο κέντρο της Αθήνας ο Χάμζα μου διηγείται, όσα έζησε μέσα στη φυλακή. Κάποιες φορές σαν να μην μπορεί να συνειδητοποιήσει, τι έχει συμβεί τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του, κοιτάζει ψηλά και αμίλητος υψώνει τα χέρια του στον αέρα σαν να προσεύχεται. Και μένα αυτά τα χέρια μου θυμίζουν κάτι άλλα χέρια που προσεύχονται, αλυσοδεμένα αυτή τη φορά και χαραγμένα στον αριστερό ώμο του Νάσερ. Κι ακριβώς από κάτω ένα ακόμα τατουάζ. Ο φράχτης που έβλεπε από το παράθυρο της φυλακής. Μόλις όμως νύχτωνε πίσω από τον φράχτη και μακριά στον ορίζοντα ο Νάσερ έβλεπε τα φώτα ενός λούνα παρκ που τρεμόπαιζαν στο σκοτάδι. «Έβλεπα τα πολύχρωμα φώτα και μου έμοιαζε σαν ήμουν κι εγώ εκεί, σαν να έβγαινα για λίγο από τη φυλακή. Ένοιωθα σαν να ζούσα και πάλι μια φυσιολογική ζωή. Κι έλεγα στον εαυτό μου ότι όλα όσα ζω είναι ένα όνειρο και μια μέρα θα καταφέρω να βρεθώ κι εγώ σε αυτό το λούνα παρκ. Ή μπορεί και όχι».